5/20/2016

Ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ


«Έχουσι γνώσιν οι φύλακες» 
Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση 
Ήρκεσε να αποφασίσει προσφάτως η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία την αναδιοργάνωση των Χορών του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού, διά να αρχίσει ένας πρωτοφανής καταιγισμός αντιδράσεων εκ μέρους διαφόρων ψαλτών, φιλομούσων, μουσικολόγων και μουσικομανών από όλα τα πέρατα της οικουμένης, οι οποίοι με τρόπο που θυμίζει το λαϊκό «έλα παππού να σου γνωρίσω τα γονικά σου», εκφράζουν απόψεις περί «ψαλτικής τέχνης», περί Πατριαρχικής ψαλτικής παραδόσεως και Πατριαρχικού ύφους, προβαίνοντες συνάμα σε υποδείξεις διά το ποία φωνητικά προσόντα έδει να έχουν οι εν τω Πατριαρχικώ Ναώ ψάλλοντες, διά το πώς και τι πρέπει να ψάλλουν, αλλά και διά το τίνι τρόπω ψάλτες προάγονται και ανέρχονται στους ιστορικούς Θώκους του Πρωτοψάλτου και του Λαμπαδαρίου. 
Συναφώς προς τα ανωτέρω, να μου επιτραπεί όπως προβώ συντόμως σε μερικές παρατηρήσεις, αρχής γενομένης από το θρυλικό Πατριαρχικό ύφος. 
Το ύφος αυτό είναι ένας απλός και απέρριτος τρόπος του ψάλλειν, στην εδραίωση του οποίου συνέβαλε μεγάλως Πέτρος ο Πελοποννήσιος. Ο τρόπος αυτός του ψάλλειν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεπής υπακοή στο γράμμα και το πνεύμα του 75ου Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που ορίζει ότι οι ψάλλοντες δεν πρέπει να εκστομίζουν άτακτες κραυγές κατά τρόπο απρεπή και ανάρμοστο στην Εκκλησία, αλλά να αναμέλπουν ύμνους και ωδές μετά προσοχής και κατανύξεως. Γι’αυτό, ακριβώς, το Πατριαρχικό αυτό ύφος διακρίνεται για τον σωστό τονισμό των λέξεων, την σεμνότητα, την λιτότητα και την σοβαρότητά του και, πάνω απ’όλα, για την εκκλησιαστική του ιεροπρέπεια, «μεταδιδόμενο δια ζώσης και μόνο στον Πατριαρχικό Ναό» κατά την ρήση του μακαριστού Ἀρχοντος Πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Πρίγγου. 
Ωστόσο ο εθισμός στην Πατριαρχική παράδοση του ψάλλειν δεν πραγματοποιείται, καθώς πιστεύεται από πολλούς, κατόπιν πολυετούς θητεύσεως σε όλες τις βαθμίδες των Πατριαρχικών χορών, ήτοι του κανονάρχου, του βοηθού, του Παραδομέστικου, του Α΄και Β΄ Δομεστίκου, του Λαμπαδαρίου και του Πρωτοψάλτου. Η ιδεώδης αυτή άγραφη παράδοση σπανίως τηρήθηκε. Επί παραδείγματι όταν παραιτήθηκε από την θέση του Άρχοντος Λαμπαδαρίου ο Κωνσταντίνος Κλάββας, δεν προήχθη στην θέση του ο έχων μακράν θητείαν Α΄Δομέστικος Δημήτριος Φωκαεύς, αλλά ο Β΄ Δομέστικος Ευστάθιος Βιγγόπουλος. Όπως ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση Πέτρου του Πελοποννησίου τον 18ο αιώνα. 
Την τελευταία τουλάχιστον εκατονταετία, η Πατριαρχική αυτή παράδοση ίσχυσε μόνο στην περίπτωση του Ιακώβου Ναυπλιώτη, ο οποίος σε ηλικία 14 ετών προσελήφθη το 1878 ως Α’ κανονάρχης του Πρωτοψάλτου Γεωργίου Βιολάκη και αφού πέρασε από όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας των Πατριαρχικών χορών, το 1911 χειροθετήθηκε σε Άρχοντα Πρωτοψάλτη, παραμένοντας στην θέση αυτή επί 28 συναπτά έτη. Συνολικά ηνάλωσε μια ολόκληρη ζωή, 60 χρόνια, μέσα στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. 
Ανάλογη εξέλιξη, αλλά με μεγάλα κενά στην ψαλτική του σταδιοδρομία εντός του Πατριαρχικού Ναού, είχε και ο Κωνσταντίνος Πρίγγος. Ο οποίος, όντας Β΄ Δομέστικος δίπλα στον Λαμπαδάριο Κωνσταντίνο Κλάββα, ανεχώρησε το 1913 για την Ελλάδα (Τήνο, Καβάλα, Θεσσαλονίκη), όπου, ως γνωστόν, αφήκε εποχή. Ο Πρίγγος επανήλθε στον Πατριαρχικό Ναό ως Λαμπαδάριος (τον Φεβρουάριο του 1938), πολλά χρόνια μετά την επιστροφή του στην Πόλη, έχοντας απέναντι του τον Ναυπλιώτη, τον οποίο και διαδέχθηκε στην Πρωτοψαλτία εντός ενός έτους, τον Μάρτιο του 1939.
Είναι γνωστό ότι ουκ ολίγοι Πρωτοψάλτες και Λαμπαδάριοι, αλλά και Δομέστικοι της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας είχαν προσκληθεί «έξωθεν» στα Αναλόγια του Πατριαρχικού Ναού. Όταν λ.χ. το 1938 απεβίωσε ο Λαμπαδάριος Ευστάθιος Βιγγόπουλος, δεν τον διεδέχθη ο δεινός τυπικάρης και απαράμιλλος ερμηνευτής του Πατριαρχικού ύφους και ήθους Α΄ Δομέστικος Αναστάσιος Μιχαηλίδης, αλλά εκλήθη από τον Άγιο Δημήτριο Ταταούλων ο κάποτε Β΄ Δομέστικος Πρίγγος. Και όταν αυτός, όπως ήδη ελέχθη, διεδέχθη τον Ναυπλιώτη, παρέμεινε πάλιν στάσιμος ο Α΄ Δομέστικος, και εκλήθη από τον Γαλατά ο 29χρονος Θρασύβουλος Στανίτσας, χωρίς καμιά θητεία στον Πατριαρχικό Ναό, ούτε καν ως κανονάρχης, κουβαλώντας μαζί του το καινοτόμο ψαλτικό ύφος του Ιωάννου Παλάση. Όπως στάσιμος παρέμεινε αργότερα και ο έντεχνος και ηδύμολπος Λαμπαδάριος Βασίλειος Εμμανουηλίδης όταν τον «έξωθεν» ελθόντα Πρωτοψάλτη Βασίλειο Νικολαΐδη διεδέχθη ο «έξωθεν» και αυτός προσκληθείς νυν Άρχων Πρωτοψάλτης Λεωνίδας Αστέρης, αυτός ο «σύγχρονος μουσοεραστής της Ρωμηοσύνης και ασχήματος ʺσυλλειτουργόςʺ στο Φανάρι», κατά την έκφραση του φίλου Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου. Να σημειωθεί ότι και οι Ελευθέριος Γεωργιάδης και Βασίλειος Εμμανουηλίδης, ανέλαβαν την Λαμπαδαρία «έξωθεν», προερχόμενοι αμφότεροι από την Αγία Τριάδα του Πέραν, ο πρώτος το 1968 και ο δεύτερος το 1979, χωρίς να θητεύσουν στα στασίδια του Β΄και Α’ Δομεστίκου. 
Εν όψει των όσων επί των ημερών μας ακούονται ευκαίρως- ακαίρως περί Πατριαρχικού ύφους και ήθους, γεννάται το ερώτημα. Η προσαρμογή ενός ψάλτου στο καθιερωμένο αυτὀ ύφος του ψάλλειν αποτελεί μήπως τροχοπέδη στην έκφραση των προσωπικών ιδιομορφιών και των φωνητικών του ικανοτήτων, όταν τούτο είναι εφικτό; Νομίζω όχι. Διότι, αν είναι αλήθεια ότι από αμνημονεύτων χρόνων στον Πατριαρχικό Ναό, τα Ευλογητάρια, οι Αναβαθμοί, οι Κανόνες, ο Ν΄ Ψαλμός, οι Καταβασίες (αργές ή σύντομες), τα Στιχηρά και τα Απόστιχα του Εσπερινού, τα Στιχηρά των Αίνων ψάλλονται με ιεροπροπρεπή απλότητα και στιβαρή χρονική αγωγή, είναι εξ ίσου αληθές ότι στα Εωθινά και τα Δοξαστικά γενικώς, οι Πρωτοψάλτες ξέφευγαν από τις κλασσικές γραμμές του Αναστασιματαρίου του Ιωάννου Πρωτοψάλτου και προσέθεταν δικά τους ποικίλματα, εκτελούμενα ανάλογα με την δεξιοτεχνία τους και το φωνητικό τους χάρισμα. Το ίδιο και στο Χερουβικό ή το Κοινωνικό όταν, σε περιπτώσεις κυρίως χρονοβόρων Πατριαρχικών και Συνοδικών Λειτουργιών, Πρωτοψάλτες και Λαμπαδάριοι, έστω και αν έψαλλαν κλασσικά μαθήματα παλαιών προκατόχων τους, είχαν πάντοτε την ελευθερία να προσθέτουν και κάποια δικής τους εμπνεύσεως ποικίλματα, όπως λ.χ. μια αυτοσχέδια «εισαγωγή», ένα «Τριάδι...», ένα «...εκ των ουρανών...», βασιζόμενοι, όμως, σε παμπάλαιες και οικείες μελωδίες που είχαν διατηρηθεί μέσα από την προφορική παράδοση. Αυτό ήταν μια συνήθης πράξις και επί Πρίγγου και επί Στανίτσα, και πιο πρόσφατα επί Λεωνίδου Αστέρη. [Και επειδή ο λόγος περί της ξυνωρίδος Πρίγγου-Στανίτσα, την οποία έζησα ως κανονάρχης τα μέσα της δεκαετίας του ΄40, θα ήθελα να παρατηρήσω παρενθετικώς ότι άλλο πράγμα τον Τροπάριο της Κασσιανής που κατέγραψε ο Πρωτοψάλτης Πρίγγος στην «Μεγάλη Εβδομάδα» του, και έτερον εκείνο που εκτελούσε με το απαράμιλλο φωνητικό του τάλαντο ο Λαμπαδάριος Στανίτσας]. 
Τελικά, το ερώτημα είναι το εξής: Σε τι αποσκοπεί ακριβώς ο θόρυβος που προεκλήθη προσφάτως; Πρόκειται για άσκηση κριτικής στους Δομεστίκους του Πατριαρχικού Ναού, που επί δύο έτη κάλυψαν, ο καθείς με το τάλαντό του, αλλά με συνέπεια και πιστότητα στην Πατριαρχική ψαλτική παράδοση, το κενό που δημιουργήθηκε με την ασθένεια του Πρωτοψάλτου και την ατονία, λόγω προχωρημένης ηλικίας, του Λαμπαδαρίου; Ή μήπως αποτελεί έμμεση διαφωνία με την επιλογή του «έξωθεν» προερχομένου κ. Παναγιώτη Νεοχωρίτη ως Τοποτηρητού της Πρωτοψαλτίας, διότι φρονείται ότι με τον τρόπο αυτό καταργούνται πάγιες αρχές του Πατριαρχείου και παραγνωρίζεται τοιουτορόπως η ψαλτική παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας; Αν πρόκειται περί τούτου, μπορεί να αντιταχθεί ότι τα ακούσματα που είχαμε από τον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό την Μεγάλη Εβδομάδα, το Πάσχα και την Διακαινήσιμο, (που ήδη αναρτήθηκαν σε διάφορα ηλεκτρονικά μέσα), συνηγορούν υπέρ του ορθού της επιλογής. Είναι λογικό να ασκείται κριτική από τους έχοντας διαφορετική γνώμη. Να μη λησμονείται ότι και στο παρελθόν ασκήθηκε κριτική διά τους «έξωθεν» ελθόντας Στανίτσα, Νικολαΐδη και Αστέρη. Και όμως σύντρεις ελάμπρυναν επί χρόνια ολόκληρα τα Πατριαρχικά αναλόγια. 
Ο αναλαβών, κατόπιν Σεπτής εντολής, το διακόνημα της Τοποτηρητίας, έχει και πλούσιο φωνητικό τάλαντο και μουσική παιδεία ου την τυχούσαν, αλλά και δέν είναι άμοιρος «Πατριαρχικών ακουσμάτων», όπως διεπιστώθη ήδη, δοθέντος ότι εμαθήτευσε στο πλευρό του πρότριτα, εν γήρει πίονι, αποθανόντος τέως Άρχοντος Λαμπαδαρίου της ΜΧΕ αειμνήστου Ελευθερίου Γεωργιάδη. 
Μη σπεύδομεν, λοιπόν, να καταλήγωμεν εις συμπεράσματα. Στο Φανάρι «έχουσι γνώσιν οι φύλακες».
«Απογευματινή» ΚΠόλεως, 20 Μαΐου 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου