3/25/2009

ΛΟΓΟΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ


Λόγος Πίστεως, ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου
ὑπό Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Σαμαρᾶ,

Ὑπογραμματεύοντος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου



«Ὁ δὴ Θεὸς ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον ἂν εἴη μάλιστα,
καὶ πολὺ μᾶλλον ἤ πού τις, φασιν, ἄνθρωπος·»

(Πλάτωνος, Νόμοι Δ΄ 716C)


Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἑορτή, κατά τήν ὁποία φανερώνεται τό ἀπ’ αἰῶνος μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς σωτηρίας τό κεφάλαιο, ὁ δέ Ἱερός Ἄμβων, αἰσθανόμενος δέος ἀλλά καί ἀδυναμία νά ἐξυμνήσῃ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, δανείζεται πρός τοῦτο τούς χρυσορρήμονας λόγους τούς Ἱεροῦ Χρυσοστόμου:

«Πάλιν χαρᾶς εὐαγγέλια, πάλιν ἐλευθερίας μηνύματα.[...]
Ἀπεστάλη Γαβριήλ τήν παγκόσμιον μηνῦσαι σωτηρίαν.[...]
Ἀπεστάλη Γαβριήλ δεικνύς τόν ἐν θρόνῳ καί ἐν σπηλαίῳ.
Ἀπεστάλη στρατιώτης δηλῶν τό τοῦ Βασιλέως μυστήριον.
Μυστήριον γνωριζόμενον πίστει, οὐχ ἑρμηνευόμενον πολυπραγμοσύνῃ.
Μυστήριον προσκυνούμενον, οὐ ζυγοστατούμενον.
Μυστήριον θεολογούμενον, οὐκ ἐρευνώμενον.
Μυστήριον ὁμολογούμενον, οὐ μετρούμενον.»

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμία τῶν Ἀρχιερέων χορεία,
ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, προσκυνηταί τῆς θαυματουργοῦ ἐφεστίου εἰκόνος τῆς Παναγίας Εὐαγγελιστρίας τοῦ ἱστορικοῦ Βαφεοχωρίου,

Ὡς μυστήριο περιγράφεται πολύ συχνά στά Ἱερά Κείμενα, στήν Ἁγία Γραφή καί στά ἔργα τῶν Πατέρων, τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς μερίμνης δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί Πατρός διά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, διά τήν ἐπιστροφή κοντά Του τῶν πεπτωκότων καί ἀπομακρυσμένων ἀπό Αὐτόν δημιουργημάτων Του, τῶν ἀνθρώπων. Καί χαρακτηρίζεται ὡς μυστήριο, διότι ὁ ἁπλός ἀνθρώπινος νοῦς ἀδυνατεῖ νά τό συλλάβῃ, ἀδυνατεῖ νά τό κατανοήσῃ. Ἡ Παρθένος Κόρη τῆς Ναζαρέτ συλλαμβάνει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, Αὐτός πού εἶναι ἀκατάληπτος ἀκόμη καί διά τάς ἐπουρανίους δυνάμεις, τίκτεται ἐκ Παρθένου, Αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τήν γῆ, χωρεῖ στά σπλάγχνα μιᾶς γυναικός. Προσλαμβάνει ὁ Θεός τήν ἀνθρωπίνη φύσι, τήν δεσμία τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς, τῆς ἀσθενείας καί τοῦ θανάτου, καί τήν ἐξαγιάζει. Ταπεινώνεται ὁ Θεός, γιά νά ἐξυψώσῃ τό πλάσμα Του, λαμβάνει δούλου μορφήν ὁ Δεσπότης καί Δημιουργός γιά νά θεώσῃ τό δημιούργημά Του, παθαίνει ὁ ἀπαθής, «θανατοῦται» ὁ ἀθάνατος γιά νά ἀναστηθῇ καί νά ἀναστήσῃ τήν θνητή ἀνθρωπεία φύσι, γιά νά δώσῃ καί στόν τρωτό, παθητό καί θνητό ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἀγωνισθῇ, νά βελτιωθῇ, ἠθικά καί ὀντολογικά, νά σωθῇ, νά ἀναστηθῇ. Ὁ θαυματουργικός αὐτός τρόπος τῆς οὐσιαστικῆς «εἰσβολῆς», ἄς ἐπιτραπῇ ὁ ὅρος, τοῦ θεϊκοῦ παράγοντος στήν ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι γεγονός ἀνεξήγητο, ἀνεξήγητο γιά τήν κτιστή ἀνθρωπίνη διανόηση, ἀλλά πραγματικό, καθώς ἀποτελεῖ διαχρονική, ἔκτοτε, καί παγκοσμίως ἀποδεκτή σταθερά, ὅτι ὁ χριστιανισμός συνέβαλε, καί αὐτός, ἐμπράκτως καί συνεχίζει νά συμβάλλῃ στήν προαγωγή τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ καί στόν ἐξευγενισμό καί στή καλλιέργεια τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν.
Παρά ταῦτα, τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β΄, 34), δύο χιλιάδες καί πλέον χρόνια τώρα. Καί τοῦτο, διότι ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ, μέ τίς ἰδικές του γνωστικές ἱκανότητες, νά προσεγγίσῃ τόν Θεό, νά ἑρμηνεύσῃ τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, κινούμενος, δυστυχῶς, ἔκτοτε μεταξύ Γνωστικισμοῦ καί Ἀγνωστικισμοῦ-Ἀθεϊσμοῦ. Ἀλλά ἡ ἀνθρωπίνη διανόησις εἶναι κτιστή καί ὡς ἐκ τούτου περιωρισμένη στά ὅρια τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι πεπερασμένη καί ἀδυνατεῖ νά ὑπερβῇ τά τοῦ κόσμου, καί νά φθάσῃ στόν ἄκτιστο Θεό. Μερικές φορές δέν ἠμπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ οὔτε τόν ἴδιο τόν κόσμο, μέσα στόν ὁποῖον ζεῖ, οὔτε ἀκόμη καί αὐτό τόν ἑαυτό του. Ἐχρειάσθησαν νά παρέλθουν χιλιάδες χρόνια, γιά νά καταφέρῃ ὁ ἄνθρωπος, μόλις τούς τελευταίους αἰῶνας, νά ἀρχίσῃ νά ἑρμηνεύῃ τό φυσικό περιβάλλον καί τίς φυσικές δυνάμεις καί σταθερές, νά κατανοῇ τήν λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ καί νά θεραπεύῃ κάποιες ἀπό τίς ἀσθένειες αὐτοῦ. Καί αὐτά ὑπό τήν γενική διαπίστωσι ὅτι μένουν πάρα πολλά ἀκόμη νά γίνουν στό ἐπιστημονικό πεδίο τῆς κοσμολογίας καί τῆς ἀνθρωπολογίας, ἐνῷ βασικά ἐρωτήματα παραμένουν ἀκόμη ἀναπάντητα.
Ἡ διανοητική, λοιπόν, γνώση, ὡς κτιστή λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τά ὅριά της-ἐντός τοῦ κόσμου- ὅταν ὅμως χρησιμοποιηθῇ γιά τήν γνώση τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, τῶν θείων καί ἀρρήτων μυστηρίων Του, τότε καθίσταται ἐντελῶς ἀνωφελής καί ἄχρηστη διότι ὄχι μόνον δέν ἠμπορεῖ νά προσεγγίσῃ τό Θεῖον καί ὑπερφυές, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη τό ἐπιτύχῃ, τότε ἀποδεικνύεται ἀνεπαρκής νά τό περιγράψῃ, κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ ὁποῖος «... ἡρπάγη εἰς τόν Παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4), τά ὁποῖα «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. β΄ 9). Καί αὐτό διότι ἡ ἀνθρώπινη σκέψις δέν ἔχει τό ὀντολογικό ὑπόβαθρο διά νά ἀντιληφθῇ κάτι τέτοιο. Παρά ταῦτα, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ ἐπηρμένος ἀπό τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν καί τήν δυνατότητα πού ἔχει νά ἐπεμβαίνῃ στό περιβάλλον, νά ἐπηρεάζῃ μέ τεχνητούς τρόπους τήν λειτουργία τοῦ οἰκοσυστήματος, νά καθυποτάσσῃ καί δυστυχῶς νά καταστρέφῃ τήν λίαν καλήν δημιουργίαν, ἐμπιστεύεται μόνον τήν διανοητική γνῶσι, τήν λογική του, ἐγκλωβίζεται στό ἴδιον θέλημα, στήν προσωπική του σκέψη, στόν ἐγωϊσμό του, αὐτονομεῖται, ψυχραίνει τήν καρδία του, δέν μπορεῖ ἔτσι νά εὕρῃ τόν Θεό καί ὑπερβαίνει μέ ἁπλότητα τόν σκόπελο αὐτό: ἀπορρίπτει τόν Θεό καί τότε ὁδηγεῖται σέ ὑπαρξιακό ἀδιέξοδο –εἴτε τό ὁμολογεῖ, εἴτε ὄχι-. Μένει στό σκοτάδι. Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια μετά, πεισμόνως ἐπαναλαμβάνει τήν ρῆσιν τοῦ Ἕλληνος σοφιστοῦ Πρωταγόρου «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος», μή μπορώντας νά κατανοήσῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἰδία αὐτοῦ κρίσις καί σκέψις δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτελέσουν τό μέτρον παντός πράγματος. Καί τοῦτο διότι μόνον ἡ ἀρετή πού ταυτίζεται μέ τήν ἁρμονία καί τήν συμμετρία, ἀποτελοῦν τό μέτρον παντός πράγματος, κυρία δέ πηγή καί ἐκφραστής τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁρμονίας καί τῆς συμμετρίας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καί ἀποτελεῖ τό μέτρον παντός πράγματος, ὅπως ἤδη προχριστιανικῶς καί ὁ Πλάτων ὑπεστήριξε σαφῶς.


Ποιός ὅμως εἶναι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἤ καί αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεώς Του; Ποιός εἶναι ὁ τρόπος κατανοήσεως τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς σχέσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ; Ἀσφαλῶς δέν εἶναι ὁ διανοητικός. Διότι ἄν ἦτο αὐτός, ὁ χριστιανισμός θά ἐκινδύνευε νά καταντήσῃ τό γνωστικό ἀντικείμενο κάποιας ἀκαδημαϊκῆς καθέδρας στό ἐπιστημονικό πεδίο τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν καί τοῦ ἐπιστητοῦ τοῦ «θρησκεύειν». Θά ἐκινδύνευε νά ἀποτελέσῃ, στήν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων, ἕνα ἀκόμη φιλοσοφικό ἤ κοινωνικό σύστημα, ἀπό τά πολλά. Ὁ δέ Χριστός, ἕνας ἀκόμη εὐφυής διδάσκαλος, φιλόσοφος, θεμελιώτης ἑνός ἀκόμη τέτοιου συστήματος, φιλοσοφικοῦ-μυστικιστικοῦ-κοινωνικοῦ. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Καί διά τί δέν εἶναι; Διότι ὁ χριστιανισμός εἶναι πίστις. Καί τί εἶναι ἡ πίστις; «Πίστις σημαίνει σιγουριά γι’ αὐτά πού ἐλπίζουμε καί βεβαιότητα γι’ αὐτά πού δέ βλέπουμε. ... Μέ τήν πίστι καταλαβαίνουμε ὅτι μέ τόν λόγο Του ὁ Θεός ἐδημιούργησε τό σύμπαν καί ὅτι, συνεπῶς, κάθε τι πού βλέπουμε ἐδημιουργήθη ἀπό κάτι πού δέν φαίνεται», γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Ἑβραίους (Ἑβρ. ια΄ 1­, 3). Πίστις σημαίνει βεβαιότητα, πίστις σημαίνει ἐμπιστοσύνη, πίστις σημαίνει ἑκούσια ὑπακοή, θεληματική ἀποδοχή τῆς θεϊκῆς βουλήσεως, πίστις σημαίνει ἐλπίδα στόν Θεό. Μέ πίστι οἱ προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμεγαλούργησαν, μέ πίστι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ὑπέμεινε τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί εὗρε τήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, μέ πίστι ἡ Μαριάμ δέχεται τόν εὐαγγελισμό ὑπό τοῦ Γαβριήλ, μέ πίστι οἱ μάρτυρες ἐθυσίασαν τήν ζωή τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ πίστι καί ἐλπίδα στόν Θεό, μέ βεβαιότητα γιά τήν πρεσβεία τῆς Εὐαγγελίστρας Θεοτόκου ἡμεῖς οἱ ἐπιγενόμενοι ἀνάπτομεν τάς λαμπάδας τῆς πίστεως στούς Ναούς μας. Ὁ χριστιανισμός εἶναι πίστις, πίστις ζωντανή, ἡ ὁποία ὅταν διώκεται μεγαλουργεῖ, ὅταν καταπονεῖται ἀνθεῖ, ἀντέχει στίς ἐναλλαγές τῶν ἱστορικῶν συγχρονιῶν τοῦ κόσμου καί καθίσταται διαχρονικός, διότι δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τό ἀποδεικνύει ἡ πορεία του ἐντός τοῦ ἀνθρωπίνου ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Τό ἀποδεικνύει ἡ ἐπικαιρότης του σέ κάθε ἐποχή.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά λεχθῇ ὅτι ἡ ὑγιής πίστις δέν ἀπετέλεσε καί δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο καί γιά τήν ἀνάπτυξι τῆς διανοητικῆς γνώσεως. Ἀντιθέτως εὐνοεῖ αὐτήν. Ἡ κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησία, ἀπό ἐνωρίς προέβη στή διαπίστωσι αὐτή, γι’ αὐτό καί ἀφῆκεν ἐλευθέρα τήν ἐπιστήμη νά ἐρευνήσῃ τόν ὑλικό κόσμο, κάνοντας μία βασική διάκρισι, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μέ τήν ἔρευνα τῆς κτίσεως, ἡ γνῶσις ὅμως τοῦ ἀκτίστου εὑρίσκεται πέραν τῶν ὁρίων αὐτῆς, κεῖται ἐντός τοῦ ἀποφατισμοῦ καί προσεγγίζεται διά τῆς βιωματικῆς πίστεως. Γι’ αὐτό ἄλλωστε τό λόγο ἡ κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησία δέν ἔχει νά ἐπιδείξη φαινόμενα ὡς ἡ Ἱερά Ἐξέτασις, καθώς δέν ἐνεπλάκη στήν ἑρμηνεία τῶν λεπτομερειῶν τοῦ κόσμου, οἱ δέ μεγάλοι Πατέρες τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας ἔχουν νά ἐπιδείξουν πολλές θύραθεν ἐνασχολήσεις, ὁ Μ. Βασίλειος τήν φιλοσοφία, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος τήν κοσμολογία καί τήν ἀστρονομία.
Ἄς σημειωθῇ ὅμως ὅτι ἡ διανόησις πολλάκις ἐγένετο κώλυμα διά τήν πίστι, καθώς ἐκ πεπαιδευμένων ἀνεφύησαν οἱ περισσότερες τῶν αἱρέσεων...
Ἡ πραγματική πίστις ἐκ καρδίας καθαρᾶς, ἠμπορεῖ μάλιστα νά ἀναστείλῃ καί τούς φυσικούς νόμους, καθώς ἡ ἁπλότης τῆς πίστεως εἶναι ἰσχυροτέρα τῆς φυσικῆς γνώσεως καί τῶν λογικῶν ἀποδείξεων. Ἡ διαπίστωσις αὐτή ἔχει ἰδιαιτέρα σημασία νά λεχθῇ σήμερα, Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἐδῶ στήν Θεομητορική Πόλη μας, κυρίως ἐδῶ στό σέβασμα τοῦτο τῆς Πίστεως καί τοῦ Γένους μας, στό περίπυστο αὐτό Ναό τῆς Εὐαγγελίστρας Βαφεοχωρίου ὅπου θησαυρίζεται ἡ θαυματουργός εἰκών τῆς Εὐαγγελιστρίας πού ἐπί σειράν δεκαετιῶν γίνεται δέκτης τῶν δεήσεων, τῶν αἰτημάτων, τῶν πόνων καί τῶν στεναγμῶν τῶν Ρωμηῶν τῆς Πόλης. Πόσες φόρες οἱ πατέρες μας δέν ἐγονάτισαν ἔμπροσθεν αὐτῆς, πόσες φορές καί ἐμεῖς δέν κάμπτομε τό γόνυ μας διά νά ζητήσωμε τήν πρεσβεία Της, νά ἐκζητήσωμε τήν σωστική εὐλογία Της; Πλεῖσται ὅσαι εἶναι οἱ ἀναμνήσεις θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων τῆς Εὐαγγελιστρίας ὑπέρ τῶν προστρεχόντων στήν χάρι της. Μακραίνει πολύ ὁ κατάλογος, ἐάν προβῶμεν στήν ἀπαρίθμησι τῶν περιπτώσεων αὐτῶν.

Ἀδελφοί μου,

Ἄς ἐγκαταλείψωμε, ἔστω γιά ὀλίγον, τό κοσμικό μας φρόνημα, ἄς γονατίσωμε ἐμπρόσθεν τῆς θαυματουργοῦ ἐφεστίου εἰκόνος τῆς Παναγίας Εὐαγγελιστρίας, ἄς προσευχηθῶμεν ἐκ μέσης καρδίας, καί τότε θά αἰσθανθῶμεν μίαν γλυκεῖαν αἴσθησι νά καταλαμβάνῃ τά σωθικά μας, μίαν γαλήνη νά εἰσέρχηται στήν ψυχή μας, μίαν βεβαιότητα διά τό μέλλον, διά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, διά τήν συμπαράστασι τῆς Θεοτόκου στίς δυσκολίες μας. Ἄς τό πράξωμε καί ἄς κράξωμεν μαζί μέ τόν ὑμνωδό: «Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπί σοί Θεοτόκε, ἀποροῦσι γάρ λέγειν τό πῶς καί Παρθένος μένεις καί τεκεῖν ἴσχυσας, ἡμεῖς δέ τό μυστήριον θαυμάζοντες πιστῶς βοῶμεν, Ἀλληλουΐα.»


Ἐξεφωνήθη ἐν τῷ Ἱ. Ναῷ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Βαφεοχωρίου, τῇ 25ῃ Μαρτίου 2009, κατά τήν τελεσθεῖσαν ἐν αὐτῷ Θείᾳ Λειτουργίᾳ, χοροστατούσης τῆς Α.Θ.Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.

Oι φωτό του Αρχιμ. κ. Βαρθολομαίου, από την σημερινή Θ. Λειτουργία, είναι του Νίκου Μαγγίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου