11/30/2009

H ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ Μ.τ.Χ.Ε.


φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας

Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Walter Kasper, ἐκπρόσωπε τῆς Α. Ἁγιότητος τοῦ Πάπα καὶ Ἐπισκόπου Ρώμης κυρίου Βενεδίκτου τοῦ 16ου, μετὰ τῆς τιμίας ὑμῶν συνοδείας,

Μετὰ πολλῆς χαρᾶς ὑποδεχόμεθα ὑμᾶς καὶ πάλιν εἰς τὰς αὐλὰς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας τῆς Νέας Ρώμης, ἵνα συνεορτάσωμεν τὴν ἱερὰν μνήμην τοῦ ἱδρυτοῦ καὶ προστάτου αὐτῆς Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀπὸ μέσης καρδίας εὐχαριστοῦμεν τῷ ἀγαπητῷ ἡμῖν ἐν Κυρίῳ ἀδελφῷ ἁγιωτάτῳ Πάπᾳ τῆς παλαιᾶς Ρώμης κυρίῳ Βενεδίκτῳ διότι ηὐδόκησε καὶ ἐφέτος νὰ ἀποστείλῃ ἐκπροσώπους αὐτοῦ εἰς τὴν Θρονικὴν Ἑορτὴν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας στοιχῶν τῷ ἀπὸ δεκαετιῶν καθιερωθέντι ἔθει τῆς ἀνταλλαγῆς ἐπισκέψεων κατὰ τὰς θρονικὰς ἑορτὰς τῶν δύο παλαιφάτων καὶ ἀποστολικῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῆς βουλήσεως αὐτῶν ὅπως ἄρουν τὰ ἐπὶ χιλιετίαν συσσωρευθέντα ἐμπόδια εἰς τὴν μετ’ ἀλλήλων πλήρη κοινωνίαν. Εἰς τὴν ἐνταῦθα παρουσίαν ὑμῶν ἀποδίδομεν σπουδαίαν συμβολικὴν σημασίαν, καθότι δι’ αὐτῆς δηλοῦται κατὰ τρόπον λίαν ἐπίσημον ἡ βούλησις καὶ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὅπως πράξῃ καὶ αὕτη πᾶν τὸ κατ’ αὐτήν, ἵνα ἐπανεύρωμεν τὴν ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καὶ μυστηριακῇ κοινωνίᾳ ἑνότητα ἡμῶν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς εἰς ἑνότητα «ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ» (Ἰω. ιζ’, 21).


Ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος ὑπῆρξεν, ὡς γνωστόν, αὐτάδελφος τοῦ κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου, ἀπὸ κοινοῦ δὲ ἐγνώρισαν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν. Κοινὴ ἡ πίστις τῶν αὐταδέλφων Ἀποστόλων, κοινὴ καὶ ἡ πίστις τῶν Ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας οὗτοι ἵδρυσαν καὶ καθηγίασαν διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τοῦ μαρτυρίου των. Τὴν κοινὴν ταύτην πίστιν ἐδογμάτισαν οἱ κοινοὶ Πατέρες τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν συνελθόντες ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἐν οἰκουμενικαῖς συνόδοις, παραδόντες αὐτὴν ὡς θησαυρὸν πολύτιμον εἰς τὰς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ἵνα ἐπ’ αὐτῆς οἰκοδομήσωμεν τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα ἡμῶν. Τὴν κοινὴν ταύτην πίστιν, τὴν ὁποίαν ἐπὶ μίαν χιλιετίαν διεφυλάξαμεν ἀλώβητον ἔν τε τῇ ἀνατολῇ καὶ ἐν τῇ δύσει, καλούμεθα καὶ πάλιν νὰ θέσωμεν ὡς βάσιν τῆς ἑνότητος ἡμῶν, ἀποκαθαίροντες αὐτὴν ἐκ πάσης τυχὸν προσθήκης ἢ ἀλλοιώσεως, ὥστε «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες» (Φιλ. β’, 2) νὰ χωρήσωμεν εἰς τὴν ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ κοινωνίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ καὶ εὑρίσκεται τὸ πλήρωμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ πορεία αὕτη πρὸς ἀνάκτησιν τῆς πλήρους κοινωνίας, τῆς ὁποίας ἀπήλαυον αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν, ἔχει ἤδη ἀρχίσει διὰ τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀληθείας, ὅστις καὶ συνεχίζεται, χάριτι θείᾳ, παρὰ τὰς ἐνίοτε ἀναφυομένας δυσκολίας. Μετ’ ἀνυστάκτου ἐνδιαφέροντος καὶ ἀδιαλείπτου προσευχῆς παρακολουθοῦμεν τὴν πορείαν τοῦ μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἡμῶν διεξαγομένου ἐπισήμου θεολογικοῦ Διαλόγου ὑπὸ τὴν συμπροεδρείαν καὶ τῆς ὑμετέρας Σεβασμιότητος, ὅστις εἰσέρχεται ἤδη εἰς τὴν ἐξέτασιν κρισίμων ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων, ὡς εἶναι τὸ θέμα τοῦ πρωτείου γενικῶς, καὶ εἰδικώτερον ἐκεῖνο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστὸν ὅτι τὸ ἀκανθῶδες τοῦτο θέμα ὑπῆρξε πέτρα σκανδάλου εἰς τὴν πορείαν τῶν σχέσων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, διὸ καὶ ἡ ἄρσις ἐκ τοῦ μέσου ἡμῶν τοῦ ἐμποδίου τούτου θέλει ἀναμφιβόλως διευκολύνει μεγάλως τὴν πορείαν ἡμῶν πρὸς τὴν ἑνότητα. Πεποίθαμεν, ὅθεν, ὅτι ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦτο θέλει προσφέρει τὴν λυδίαν λίθον πρὸς ἀξιολόγησιν καὶ τῶν ἐν τῇ δευτέρᾳ χιλιετίᾳ ἐξελίξεων, αἵτινες ἀτυχῶς ὡδήγησαν τὰς Ἐκκλησίας ἡμῶν εἰς μείζονα ἀπ’ ἀλλήλων ἀποξένωσιν καὶ διηύρυναν τὸ μεταξὺ ἡμῶν χάσμα.

Εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος σπαράσσεται ἀπὸ ἀντιθέσεις καὶ συγκρούσεις, ὁ εἰρηνικὸς καὶ ἐποικοδομητικὸς διάλογος ἀποτελεῖ τὴν μόνην ὁδὸν πρὸς ἐπίτευξιν καταλλαγῆς καὶ ἑνότητος. Εἰς τὴν ἀποστολικὴν περικοπήν, ἡ ὁποία ἀνεγνώσθη κατὰ τὴν σημερινὴν Θείαν Λειτουργίαν, οἱ Ἀπόστολοι προβάλλονται ὡς ὑπόδειγμα ἄκρας ταπεινοφροσύνης κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου: «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α’ Κορ. δ’, 12-13). Ἐὰν τὸ ἦθος τοῦτο τῆς ταπεινοφροσύνης πρέπει νὰ ἐπικρατῇ εἰς τὰς σχέσεις τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς διώκτας τῆς Ἐκκλησίας, πόσον μᾶλλον ἐπιβάλλεται τοῦτο εἰς τὰς μεταξὺ τῶν ἰδίων τῶν χριστιανῶν σχέσεις! Ἡ εἰρηνικὴ διευθέτησις τῶν ὑφισταμένων διαφορῶν εἰς τὰς διαχριστιανικὰς σχέσεις οὐδόλως συνεπάγεται ἀπομάκρυνσιν ἐκ τῆς ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια δὲν φοβεῖται τὸν διάλογον, ἀλλ’ ἀντιθέτως, χρησιμοποιεῖ αὐτὸν ὡς μέσον, διὰ νὰ γίνῃ ἀποδεκτὴ καὶ ὑπ’ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διὰ διαφόρους λόγους ἀφίστανται αὐτῆς. Ἡ μισαλλοδοξία καὶ ὁ φανατισμὸς προκαλοῦν τὴν ἀμυντικὴν περιχαράκωσιν ἑκάστης πλευρᾶς εἰς τυφλὴν ἐμμονὴν εἰς τὰς ἰδίας αὑτῆς θέσεις καὶ ἀπόψεις, μονιμοποιεῖ τὰς διαιρέσεις καὶ ἐξανεμίζει πᾶσαν ἐλπίδα καταλλαγῆς. Μία τοιαύτη στάσις οὐδεμίαν ἀπολύτως σχέσιν δύναται νὰ ἔχῃ πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων. Μόνον «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ’, 15) ἀληθεύομεν ἀληθῶς, ὡς καὶ μόνον ἐν ἀληθείᾳ ἀγαπῶντες (Β’ Ἰω. 1) ἀγαπῶμεν γνησίως. Ὁ εἰλικρινὴς καὶ ἐν πνεύματι ταπεινοφροσύνης διάλογος διασφαλίζει τὸν εὐλογημένον τοῦτον συνδυασμόν, ὅστις καὶ ἀποτελεῖ τὴν μόνην θεοδίδακτον ὁδὸν δι’ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ εἶναι μιμηταὶ τῶν Ἀποστόλων (Α’ Κορ. δ’, 16).

Τὸ πνεῦμα τοῦτο τοῦ εἰλικρινοῦς καὶ ἐν ἀγάπῃ διαλόγου καλεῖται σήμερον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐφαρμόσῃ ἡ ἰδία εἰς τὰς μεταξὺ τῶν διῃρημένων χριστιανῶν σχέσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ κηρύξῃ αὐτὸ πρὸς πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως εἰς οἱονδήποτε χῶρον καὶ ἂν ἀνήκῃ οὗτος. Γνωρίζομεν ἐκ πείρας πικρᾶς ὅτι ἡ θρησκεία δύναται εὐκόλως νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς σημαία φανατισμοῦ καὶ συγκρούσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.

Ἔχομεν προσωπικῶς κατ’ ἐπανάληψιν τονίσει ὅτι ὁ πόλεμος ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας ἀποτελεῖ πόλεμον κατὰ τῆς θρησκείας. Διὰ τοῦτο ὁ διαθρησκειακὸς διάλογος ἐπιβάλλεται ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τὰς ἡμέρας μας, χωρὶς τοῦτο νὰ συνεπάγεται οἱονδήποτε συμβιβασμὸν εἰς τὰς θρησκευτικὰς ἑκάστου πεποιθήσεις. Τὸν διάλογον τοῦτον ἐνθαρρύνει καὶ καλλιεργεῖ καὶ τὸ ἡμέτερον Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, συμβάλλον καὶ οὕτω τὸ κατ’ αὐτὸ εἰς τὴν ἐμπέδωσιν τῆς εἰρήνης ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ.

Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε μετὰ τῆς ἐντιμοτάτης ὑμῶν συνοδείας,

Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Πόλεως ταύτης ἡ Θεία Πρόνοια ἀνέθηκε, διὰ τῆς ὑπὸ ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθείσης τάξεως, τὴν διακονίαν τῆς πρωτοθρόνου ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ Ἐκκλησίας, ἐχούσης τὴν εὐθύνην τοῦ συντονισμοῦ καὶ τῆς ἐκφράσεως τῆς ὁμοφωνίας τῶν κατὰ τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐν τῇ εὐθύνῃ ταύτῃ ἐργαζόμεθα ἤδη ἐπισταμένως διὰ τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ τῆς ἐνεργοποιήσεως τῶν ἁρμοδίων προσυνοδικῶν ὀργάνων. Οὕτω, κατὰ τὸν παρελθόντα Ἰούνιον συνῆλθεν ἐπιτυχῶς ἡ Δ’ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις ἐπιληφθεῖσα τοῦ θέματος τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἐπίκειται δὲ ἡ συνάντησις τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς πρὸς μελέτην καὶ προετοιμασίαν καὶ τῶν λοιπῶν θεμάτων τῆς Μεγάλης Συνόδου. Σκοπὸν τῆς ὅλης προσπαθείας ἀποτελεῖ ἡ σφυρηλάτησις τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὥστε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» νὰ συνεισφέρῃ εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ Εὐαγγελίου ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. Ἐν τῇ προσπαθείᾳ ταύτῃ καὶ τῇ καθόλου, πολυτρόπως δυσχερεῖ, διακονίᾳ αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως πολύτιμον πάντοτε ἡγεῖται τὴν συμπαράστασιν τῆς ἐν τῇ Παλαιᾷ Ρώμῃ Ἐκκλησίας, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐν ἀγάπῃ πολλῇ στρέφομεν τὴν σκέψιν ἡμῶν καὶ ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ.

Ἀσπαζόμενοι ὑμᾶς, καὶ δι’ ὑμῶν τὸν ἀποστείλαντα ὑμᾶς ἐνταῦθα ἀγαπητὸν ἐν Κυρίῳ ἀδελφόν, φιλήματι ἁγίῳ εὐχόμεθα ὅπως Κύριος ὁ Θεός, πρεσβείαις τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, σκέπῃ καὶ προστατεύῃ τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ ἀπὸ παντὸς κακοῦ ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἁγίου θελήματος Αὐτοῦ.

Ὡς εὖ παρέστητε ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί !

11/28/2009

Η ΘΡΟΝΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ
ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ


Aνακοινούται, ότι επί τη εορτή του Αγίου ενδόξου Αποστόλου
Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, τη και Θρονική Εορτή της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, τελεσθήσονται εν τω Π. Πατριαρχικώ Ναώ, την μεν Κυριακήν, 29ην Νοεμβρίου, και ώραν 4ην μ. μ., Μέγας Εσπερινός, χοροστατούσης της Α. Θ. Παναγιότητος, την δε Δευτέραν, 30ην ιδίου, η καθιερωμένη Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία.
Τον Θείον Λόγον θα κηρύξη ο Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος.
Κατ' αυτήν θα παραστή, ως κατ' έτος, και επίσημος Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας Ρώμης υπό την ηγεσίαν του Σεβ. Καρδιναλίου κ. Walter Kasper, Προέδρου του Ποντιφικού Συμβουλίου διά την προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών.

11/26/2009

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΖΑΜΑΝ: "Με προβοκάτσιες εναντίον μας προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση"


Ρεπορτάζ - φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας

Ευχαριστίες του Πατριάρχου Βαρθολομαίου για την αποκάλυψη των σκοτεινών σχεδίων, για «Ergenekon», για σχέδιο «Κλουβί»

Με τον τίτλο αυτό η σημερινή ΖΑΜΑΝ δημοσιεύει συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς την εφημερίδα, όπου ο Πατριάρχης σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις που ταλανίζουν την Τουρκία, τόνισε ότι πρόκειται για θλιβερά γεγονότα.
«Δημιουργώντας προβοκάτσια εναντίον μας θέλουν να ανατρέψουν την Κυβέρνηση και να διαλύσουν το Κόμμα του ΑΚΡ. Εμείς τι φταίμε;» αντέδρασε απαντώντας στις ερωτήσεις.
Ο Πατριάρχης αναφέρθηκε και στην κλοπή που σημειώθηκε το 2006 στο Σύνδεσμο Αποφοίτων Ζωγραφείου μετά το επιτυχημένο Συνέδριο «Συνάντηση στην Πόλη», που διοργανώθηκε για πρώτη φορά. Ο Πατριάρχης είπε σχετικά: «Σκεφθήκαμε ότι το έπραξαν για να μας εκφοβίσουν». Ο Πατριάρχης ευχαρίστησε τους Εισαγγελείς, τη Δικαιοσύνη και τις Δυνάμεις Ασφαλείας που έφεραν στο φως τα σκοτεινά σχέδια, που σκοπό είχαν να φέρουν την κοινωνία σε αλληλοσπαραγμό.
Τονίζοντας ο Πατριάρχης ότι σε όλο τον κόσμο οι Μειονότητες πρέπει να αντιμετωπίζονται με καλή διάθεση και ότι αυτό αποτελεί αναγκαιότητα της Δημοκρατίας, αναφέρθηκε στα δημοκρατικά ανοίγματα της Κυβέρνησης για το Κουρδικό και το Αρμενικό. Στο πλαίσιο αυτό εξέφρασε την αισιοδοξία του η Ρωμαίίϊκη Κοινότητα και οι άλλες Μειονότητες που έως τώρα έχουν περάσει τόσες στενοχώριες, να τις ξεπεράσουν και να βρουν τη λύση των προβλημάτων τους.
«Τα ανοίγματα της Κυβέρνησης τα θεωρώ πολύ θετικά και τα αντιμετωπίζουμε με ικανοποίηση. Τα ανοίγματα προς τους Κούρδους συμπατριώτες και οι διπλωματικές σχέσεις με την Αρμενία, οι πρωτοβουλίες για τους Αλεβήδες συμπατριώτες είναι προς όφελος της χώρας και συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή προοπτική της. Η πορεία της Τουρκίας προς τη Δύση, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ανοίγματα μας δίνουν ελπίδες. Αυτά μας βοηθούν να αισθανόμαστε πιο άνετα στην Τουρκία, στη χώρα που ζούμε. Πρώτα ο Θεός, ελπίζουμε ότι τα προβλήματά μας θα λυθούν και θα τύχουμε ίσης μεταχείρισης ως πολίτες».
Ο Πατριάρχης αναφέρθηκε και στο αποκαλούμενο «τουρκορθόδοξο πατριαρχείο», όπου πραγματοποιούνταν συγκεντρώσεις της παρακρατικής οργάνωσης Ergenekon στην εκκλησία που έχουν σφετερισθεί, σε χώρο προσευχής, γεγονός που, όπως τόνισε o Πατριάρχης, μας προκαλεί λύπη. "Η Σεβγκί Εερνερόλ πολύ μας στενοχωρούσε. Μιλούσε πολύ εναντίον μας".
Αναφερόμενος στα «βακούφια» (ιδρύματα) είπε τα εξής: «Το να αποκαλούν τα ιδρύματά μας "ξένα βακούφια", μας στενοχωρεί, διότι εμείς δεν είμεθα εδώ ξένοι˙ είμεθα γέννημα θρέμμα αυτού του τόπου».


Την συνέντευξη στη Ζaman υπογράφουν οι δημοσιογράφοι Yasemin Budak και Elif Kaya

Το σχέδιο Κλουβί, το οποίο ήρθε στην επιφάνεια πρόσφατα, στο πλαίσιο της υπόθεσης Ergenekon, είχε καταρτισθεί από ομάδα αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας. Το τρομοκρατικό αυτό σχέδιο απέβλεπε στο να πλήξει χριστιανικούς μειονοτικούς στόχους, με σκοπό να φέρει αναταραχή στη χώρα, εκθέτοντας έτσι το κυβερνών κόμμα ΑΚΠ στη διεθνή κοινή γνώμη, με απώτερο σκοπό να κλονισθεί η εμπιστοσύνη αυτής και κατά συνέπεια την αποσταθεροποίηση και την αποπομπή της κυβέρνησης Ερντογάν.

11/25/2009

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΟΥ Π.Σ.Ε. ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ


Ρεπορτάζ - φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας

Την αλληλεγγύη του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, μετέφερε αντιπροσωπεία του Π.Σ.Ε. που επισκέφθηκε το Φανάρι, είχε συνάντηση με τον Πατριάρχη και συζήτησε μαζί του τα προβλήματα που απασχολούν το Πατριαρχείο και την Ομογένεια.
Η αντιπροσωπεία του Π.Σ.Ε. βρίσκεται στην Τουρκία για επαφές με παράγοντες της Τουρκικής Κυβερνήσεως για θέματα θρησκευτικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Μειονοτήτων.

Της αντιπροσωπείας του Π.Σ.Ε. ηγείται ο Δρ. Αιδεσιμώτατος Kiell Magne Bondevik, πρώην πρωθυπουργός της Νορβηγίας, ο οποίος είναι ο ιδρυτής και πρόεδρος του Κέντρου Όσλο, για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο επικεφαλής κ. Bondevik είπε στον Πατριάρχη χαρακτηριστικά:
“Ήλθαμε για να σας εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας”.
Στην πενταμελή αντιπροσωπεία συμμετέχει και ο πρώην Γενικός Γραμματέας του Π.Σ.Ε. Conrad Raiser.

11/24/2009

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ: "Συνάντηση στην Πόλη - Το παρόν και το μέλλον"

φωτογραφίες: Νικόλαος Μαγγίνας
Oικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος:
"Η Ρωμηοσύνη πάντοτε ανθεί και φέρει κι άλλο"
Tην περασμένη Κυριακή πραγματοποιήθηκε στο κτήριο της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών Πέρα, όπου και η έδρα του Αθλητικού Συλλόγου Πέρα, ημερίδα για την παρουσίαση του τόμου των πρακτικών του συνεδρίου: "Συνάντηση στην Πόλη: Το παρόν και το μέλλον". Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του και ομίλησε καταλλήλως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Ομίλησαν: ο Άρχων της Μ.τ.Χ.Ε. Δημήτριος Φραγκόπουλος, πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου, ο Λάκης Βίγκας, εκπρόσωπος των μειονοτήτων στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων στην Άγκυρα, ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Κώστας Τσιτσελίκης, ειδικός στα θέματα του βακουφικού νόμου, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που πρωτοστατεί στον αγώνα για τα δίκαια της Ρωμιοσύνης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο καθηγητής Κώστας Γαβρόγλου, επιμελητής μαζί με τον Κ. Τσιτσελίκη, του τόμου των πρακτικών, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Yildiz Elcin Macar, o οποίος αναφέρθηκε στο μειονοτικό ζήτημα από το 2002 μέχρι σήμερα, η Σίλια Μαρτέν, η οποία αναφέρθηκε στα δημογραφικά στοιχεία και ο ιστορικός Νίκος Σιγάλας, ο οποίος υπογράμμισε την αφύπνιση της Ρωμαίϊκης Κοινότητας την τελευταία τριετία και την ανάγκη για Παιδεία.

Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου έχει ως εξής:

Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κ. Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ καὶ ἐπιπόθητα,

Ἀπὸ τῆς 30ῆς Ἰουνίου μέχρι καὶ τῆς 2ας Ἰουλίου 2006, μὲ πρωτοβουλίαν τοῦ Συνδέσμου Ἀποφοίτων Ζωγραφείου καὶ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνῆλθεν εἰς τὴν Πόλιν μας ἕνα μέγα καὶ ἱστορικὸν Συνέδριον, μὲ θέμα: «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ – ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ», προκειμένου νὰ διερευνηθοῦν τὰ ἐπίκαιρα προβλήματα τῆς ἐνταῦθα Ὁμογενείας. Ἦτο ἕνα Συνέδριον - ἔκπληξις, τὸ ὁποῖον ἔδωσε τὴν εὐκαιρίαν νὰ διαμηνυθῆ μεγαλοφώνως πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ ἁγίου τούτου τόπου οὔτε ἔσβησε οὔτε προτίθεται νὰ σβήσει, παρὰ τὰς καταιγίδας τὰς ὁποίας ἐπὶ πολλὰς δεκαετίας ἐδέχθη. Ἀκόμη, ὅτι ἡ ἐνταῦθα Ὁμογένεια δὲν ἔχει μόνον παρελθὸν καὶ παρόν, ἀλλὰ διεκδικεῖ, ἐν δυνάμει καὶ ἀνυποχωρήτως, καὶ μέλλον! Δὲν ἦτο ἕνα Συνέδριον – «Μνημόσυνον», ἀλλὰ Συνέδριον ἀναζωπυρώσεως τῆς ἐλπίδος, Συνέδριον δι’ ἕνα νέον ξεκίνημα!

Κωνσταντινουπολῖται καὶ ἐντεῦθεν καὶ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀπὸ δώδεκα χώρας, καὶ ἀντιπροσωπεῖαι Ἰμβρίων καὶ Τενεδίων, συνῆλθον ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐπὶ ἕν εὐλογημένον τριήμερον ἐπραγματοποίησαν τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος Συνέδριον, τὸ ὁποῖον ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐπαρουσίασεν ἱκανὰ αἰσιόδοξα στοιχεῖα, ἀποστομωτικὰ διὰ πολλὰς Κασσάνδρας, ἀφ’ ἑτέρου ὅμως ἔθεσε καὶ τὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων δι’ οὐκ ὀλίγας ἐξωτερικὰς καὶ ἐσωτερικὰς πληγὰς τοῦ σώματος τῆς Ὁμογενείας. Ἦτο ἕνα Συνέδριον ἀφυπνιστικόν, ὑπομνηστικὸν χρέους καὶ εὐθυνῶν, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐλπιδοφόρον. Τὸ πλέον εὐχάριστον ἦτο ὅτι ἐδόθη ἡ εὐκαιρία εἰς ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους τόσον τῆς Τουρκίας, ὅσον καὶ τῆς Ἑλλάδος, νὰ διεξαγάγουν ἐπιστημονικὰς ἐρεύνας ἐπὶ καιρίων θεμάτων, καὶ μεμονωμένως καὶ ἀπὸ κοινοῦ, καθὼς καὶ ἡ δημιουργικὴ συμμετοχὴ εἰς τὰς ἐργασίας του πολλῶν διακεκριμένων Τούρκων διανοουμένων, οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τὴν Τουρκικὴν ἀκαδημαϊκὴν κοινότητα, οἵτινες καὶ ὡμίλησαν εὐθαρσῶς τὴν γλῶσσαν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Τὸ Συνέδριον εἶχεν ἐπισύρει τὴν προσοχὴν τῶν Ἀρχῶν, αἱ ὁποῖαι ὄχι μόνον ἐξησφάλισαν τὴν ἀπολύτως ἀσφαλῆ καὶ ἀνεμπόδιστον διεξαγωγὴν τῶν ἐργασιῶν του, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐτίμησαν διὰ τῆς παραθέσεως ἁβρόφρονος δείπνου ἐν πλῷ ἀπὸ μέρους τῆς Δημαρχίας τῆς Πόλεως. Συνελόντι εἰπεῖν, τὸ Συνέδριον ἐκεῖνο, πρῶτον εἰς τὸ εἶδος του, ἦτο κατὰ γενικὴν ὁμολογίαν πολὺ ἐπιτυχημένον, καὶ ὅπως εὐστόχως ἐγράφη, «ἤλλαξε τὰ δεδομένα εἰς τὴν Πόλιν καὶ ἐδημιούργησε μίαν δυναμικὴν ἀνανεώσεως καὶ ἀλλαγῆς εἰς τὴν Ὁμογένειαν». Τούτου ἕνεκεν εἴχομεν ἀπευθύνει τὸν δίκαιον ἔπαινον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Πατριαρχικὴν ἡμῶν ὁλόθυμον εὐαρέσκειαν πρὸς τοὺς διοργανωτὰς καὶ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἐργασθέντας διὰ τὴν ἐπιτυχίαν του. Τὸ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνομεν καὶ τὴν στιγμὴν αὐτήν, καὶ μάλιστα πρὸς τὸν Πρόεδρον τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, ἀκαταπόνητον ἀγωνιστήν, Ἐντιμολογιώτατον Ἄρχοντα Διδάσκαλον τοῦ Γένους κ. Δημήτριον Φραγκόπουλον, τὴν μεγάλην ψυχὴν τοῦ Ζωγραφείου κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας, καθὼς καὶ πρὸς τὸν ἐνθουσιώδη καὶ ἀκάματον ὁμογενειακὸν παράγοντα κ. Λάκην Βίγκαν, ἀντάξιον μαθητὴν τοῦ προηγουμένου, Ἀντιπρόεδρον τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ Πρόεδρον τοῦ Συνδέσμου Ἀποφοίτων Ζωγραφείου, τώρα δὲ καὶ ἐκλελεγμένον ἐκπρόσωπον ὅλων τῶν ἐν Τουρκίᾳ Μειονοτήτων εἰς τὸ ἐν Ἀγκύρᾳ Συμβούλιον τῆς Γενικῆς Διευθύνσεως Βακουφίων.

Σήμερον, μετὰ ἀπὸ τριάμιση χρόνια, κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ὁποίων, ἀρκεταὶ ἀπὸ τὰς προτάσεις τοῦ Συνεδρίου, ἀφορῶσαι εἰς τὴν ἀναδιοργάνωσιν τῶν κοινοτικῶν πραγμάτων τῆς Ὁμογενείας, χάριτι Θεοῦ, ἔχουν γίνει πραγματικότης, μὲ ἐλαχίστας μεμονωμένας ἐξαιρέσεις, καὶ ἔχομεν διεκδικήσει ἐπιτυχῶς ἐνώπιον τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν Δικαστηρίων τῆς Χώρας, τελευταίως, τὰ ἰδιοκτησιακά μας δικαιώματα ἐπί τινων περιουσιακῶν στοιχείων Κοινοτήτων καὶ Ἱδρυμάτων μας, καὶ ἄλλαι εὐμενεῖς ἐξελίξεις ἀχνοφαίνονται εἰς τὸν ὁρίζοντα, ἔχομεν τὴν μεγάλην χαρὰν νὰ βλέπωμεν ἐνώπιόν μας ἐκδεδομένα ὑπὸ τοῦ Συνδέσμου Ἀποφοίτων Ζωγραφείου εἰς ἕνα καλαίσθητον τόμον τὰ Πρακτικὰ τοῦ ἱστορικοῦ Συνεδρίου ἐκείνου, ἐπιμελείᾳ τοῦ ὁμογενοῦς Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἐλλογιμωτάτου κ. Κώστα Γαβρόγλου μαζὶ μὲ τὸν Ἐλλογιμώτατον κ. Κ. Τσιτσελίκην. Ἡ ἔκδοσις τῶν Πρακτικῶν θὰ βοηθήσῃ «ἵνα μὴ ἐξίτηλα γένηται» ὅσα ἔγιναν, ὅσα εἰπώθησαν, ὅσα διεπιστώθησαν, ὅσα ἀπεφασίσθησαν. Ὁ Τόμος, ὁ ὁποῖος ὡς τίτλον φέρει τὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου, μὲ ὑπότιτλον «Κείμενα γιὰ τὴ Ρωμέϊκη Κοινότητα τῆς Κωνσταντινούπολης», δὲν προορίζεται νὰ ἀποτεθῇ εἰς κάποιο ράφι τῆς Βιβλιοθήκης μας, ἀλλὰ προορίζεται νὰ εἶναι πρόχειρον καθημερινὸν ἐγχειρίδιον ὅλων ὅσοι ἔχουν οἱονδήποτε μέτρον εὐθύνης διὰ τὴν ἐνταῦθα Ὁμογένειαν. Προσωπικῶς δηλοῦμεν ὅτι θὰ τὸν ἔχωμεν εἰς τὸ Πατριαρχικὸν Γραφεῖον, διὰ νὰ ἀνατρέχωμεν εἰς αὐτὸν διαρκῶς, νὰ διαπιστοῦμεν τί συνετελέσθη, τί ἀπομένει νὰ γίνῃ, ἀπὸ ποίους ἀναμένομεν τί, πῶς ἀνταποκρίνονται, πῶς κινοῦνται, τί ὀφείλομεν προσωπικῶς καὶ ὡς Πατριαρχεῖον νὰ ἐνεργήσωμεν εἰς τὰ πλαίσια τῶν ἀποφασισθέντων, καὶ πρὸς ποίαν κατεύθυνσιν. Δηλοῦμεν δὲ ὅτι ἡ εὐγένεια καὶ ἡ ἁβρότης δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ ζητήσωμεν εὐθύνας ἀπὸ ὅπου καὶ οἷον δεῖ, ἐντεῦθεν ἤ ἔξωθεν, διότι, ἐπιτέλους, ἔχομεν τοὺς πατέρας μας καὶ τοὺς μάρτυράς μας, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς κρίνουν! Ἔχομεν τοὺς λίθους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι θὰ κράξουν καὶ θὰ βοήσουν φωνὴν οὐρανομήκη, ἐὰν ἀποστῶμεν τοῦ χρέους μας.
Δὲν θὰ σᾶς καταπονήσωμεν διὰ περισσοτέρων. Συγχαίρομεν ἀπὸ μέσης πατρικῆς καρδίας ὅσους ἐκοπίασαν διὰ τὸν Τόμον τῶν Πρακτικῶν, ἀλλὰ καὶ ὅσους κατὰ τὸ διαρρεῦσαν διάστημα, φιλοτίμως συνειργάσθησαν μαζί μας διὰ τὴν ἔμπρακτον ἐφαρμογὴν τῶν τότε καλῶς ἀποφασισθέντων. Νὰ ζῆτε, νὰ αἰσιοδοξῆτε καὶ νὰ εὐελπιστῆτε, ὡς εἴπομεν καὶ χθὲς εἰς τὴν Παναγίαν τοῦ Πέραν, ἐνθυμούμενοι καλῶς ὅτι, παρὰ τὰς οἱασδήποτε ἀντιξοότητας, ἡ Ρωμηοσύνη πάντοτε «ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο», διότι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος «εἰς τέλος ἠγάπησεν ἡμᾶς», ἔχει τὸν τελευταῖον λόγον. Καὶ τὸν τελευταῖον Του λόγον ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἔχει εἴπει ἀκόμη!..

11/23/2009

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

Δελτίο τύπου Δ.Σ.Ο.
Φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας

Εθιμοτυπική επίσκεψη πραγματοποίησαν μέλη της νέας Ελληνικής Κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας (Δ.Σ.Ο.) αποτελούμενη από τους βουλευτές κ.κ. Τηλέμαχο Χυτήρη (επικεφαλής), Ιωάννη Δριβελέγκα, Μιχαήλ Τιμοσίδη και Αναστάσιο Νεράντζη, συνοδευόμενοι από τον σύμβουλο της Δ.Σ.Ο. Δρα Κώστα Μυγδάλη, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, 20 και 21 Νοεμβρίου 2009, και είχαν συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο τον οποίο και ενημέρωσαν για τις μελλοντικές δραστηριότητες της Δ.Σ.Ο.
Το απόγευμα της 20ης Νοεμβρίου τα μέλη της αντιπροσωπείας επισκέφθηκαν το Σισμανόγλειο Μέγαρο, του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας, όπου παρουσιάζεται η έκθεση, που διοργάνωσε ο Γενικός Πρόξενος κ. Βασίλειος Μπορνόβας, με θέμα: "Η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση", η οποία συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον του Τουρκικού κοινού.
Επιπλέον, στις 21 Νοεμβρίου, τα μέλη της αντιπροσωπείας παρακολούθησαν την Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία για τα εγκαίνια του εορτάζοντος ανακαινισθέντος Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη.
Εξ’ άλλου, στην Αθήνα, έδρα της Διεθνούς Γραμματείας της Δ.Σ.Ο. θα πραγματοποιηθεί η συνεδρίαση της Διεθνούς Γραμματείας και των Προέδρων των Επιτροπών της Δ.Σ.Ο, 15 – 16 Δεκεμβρίου 2009, κατά την οποία θα προγραμματισθεί η υλοποίηση μιας σειράς δραστηριοτήτων όπως έχουν ήδη αποφασισθεί στην 16η Γενική Συνέλευση της Δ.Σ.Ο. στο Βελιγράδι τον Ιούνιο 2009. Η Διεθνής Γραμματεία θα επιδιώξει να έχει συναντήσεις με τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων καθώς και με την πολιτική ηγεσία του τόπου.
Η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας (Δ.Σ.Ο.) δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Βουλής των Ελλήνων το 1993, στην οποία συμμετέχουν Ορθόδοξοι κατά το θρήσκευμα βουλευτές, τα Κοινοβούλια των οποίων είναι μέλη του οργανισμού από την Ευρώπη, Αυστραλία, Ασία, Αφρική, Η.Π.Α και Καναδά.
Σύμφωνα με το καταστατικό της Δ.Σ.Ο, Γενικός Γραμματέας είναι πάντοτε Έλληνας βουλευτής ο οποίος είναι και ο Επικεφαλής της Ελληνικής Κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στη Δ.Σ.Ο.
Έδρα της Διεθνούς Γραμματείας είναι η Αθήνα και η Βουλή των Ελλήνων είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία και την υποστήριξή της.

ΤΑ ΘΥΡΑΝΟΙΞΙΑ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΟΥ


Ρεπορτάζ - φωτογραφίες: Νικόλαος Μαγγίνας

Η Παναγία του Πέρα, ο πρώτος μεγαλοπρεπής ορθόδοξος χριστιανικός ναός που έχτισε η ελληνική κοινότητα μόλις άρχιζε ο εκσυγχρονισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στα τέλη του 18ου αιώνα, έπεσε θύμα το 2003 της βομβιστικής επίθεσης εναντίον του βρετανικού Γενικού Προξενείου στην Κωνσταντινούπολη, που βρίσκεται δίπλα ακριβώς από το ναό, στην καρδιά του ιστορικού Πέρα.
Το περασμένο Σάββατο 21 Νοεμβρίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος προέστη της καθιερωμένης Πατριαρχικής και Συνοδικής Θ. Λειτουργίας στον ιστορικό ναό της Παναγίας Σταυροδρομίου, επί τη εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ταυτόχρονα τέλεσε και τα θυρανοίξια του ανακαινισθέντος ναού. Παρέστησαν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη Βασίλειος Μπορνόβας, ο βουλευτής Αθηνών Τηλέμαχος Χυτήρης, μαζί με άλλους βουλευτές από την Ελλάδα, οφφικίαλοι της Μ.τ.Χ.Ε., παράγοντες της Ομογένειας, μαθητές και πλήθος πιστών από την Πόλη και το εξωτερικό.
Η ιστορία, αλλά και ο καλλιτεχνικός πλούτος που συγκεντρώνεται στην Παναγία του Πέρα, τον ενοριακό ναό της κοινωνικής ηγεσίας του νεότερου -μετά τον 18ο αιώνα ελληνισμού της Πόλης- δίνουν ιδιαίτερη σημασία και στο έργο της ανακαίνισης αλλά και στον πανηγυρικό εορτασμό.


Η υποδειγματική ανακαίνιση έγινε υπό την επίβλεψη καθηγητών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης, με τη βοήθεια Ελλήνων, Ιταλών αλλά και Τούρκων εμπειρογνωμόνων και με τη βοήθεια τεχνιτών που κρατούν ακόμα και σήμερα ζωντανές τις τεχνικές περασμένων αιώνων από χώρες της Βαλκανικής, της Ανατολικής Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου.
Τεχνίτες του ξύλου τεχνίτες του χρυσού, ζωγράφοι και αγιογράφοι, τεχνίτες του γυαλιού, του φίλντισι, συνεργάστηκαν υποδειγματικά για να ξαναδώσουν στον ιστορικό ναό της Παναγίας τη λάμψη που είχε όταν χτίστηκε.


Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΑ ΘΥΡΑΝΟΙΞΙΑ
ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΟΣ Ι. ΝΑΟΥ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΟΥ
(21 Νοεμβρίου 2009)


Ἱερώτατοι ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ,
Ἐξοχώτατοι κύροι Βουλευταί,
Ἐντιμότατε κ. Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες τοῦ Θρόνου,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ πολυφίλητα,

Χαροποιὸς καὶ εὐφρόσυνος ἀνέτειλεν ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Εἶναι βεβαίως ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ τὴν ὁποίαν διὰ πρώτην φορὰν ἐψάλαμε τὰς Καταβασίας τῶν Χριστουγέννων: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε! Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε!», καὶ δι’ αὐτῶν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐδόνησε μελῳδικῶς τοὺς θόλους ὅλων τῶν ἱερῶν τῆς Ὀρθοδοξίας Ναῶν.
Ὅμως ἡμεῖς ἐνταῦθα, εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν μας, τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἔχομεν πρόσθετον λόγον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως: Τὰ θυρανοίξια τοῦ πανιέρου τούτου Ναοῦ τῆς μεγαλωνύμου Κοινότητος Σταυροδρομίου, τὴν χρῆσιν τοῦ ὁποίου ἐστερήθημεν ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν, λόγῳ τῶν μεγάλων ζημιῶν, ἃς οὗτος ὑπέστη ἐκ τῆς βομβιστικῆς καὶ αἱματηρᾶς ἐπιθέσεως, τὴν ὁποίαν κακοποιὰ στοιχεῖα εἶχον διαπράξει κατὰ τοῦ παρακειμένου Γενικοῦ Προξενείου τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου.


Ὁ Ναὸς οὗτος, ἡ «Παναγία τοῦ Πέραν» διὰ τοὺς Κωνσταντινουπολίτας, δὲν εἶναι ἕνας τῶν πολλῶν. Ἐὰν ὁ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν Φαναρίῳ εἶναι ὁ πάνσεπτος Πατριαρχικὸς Ναὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, οὗτος ὁ Ναὸς τῶν Εἰσοδίων εἶναι ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς τοῦ Πατριάρχου ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, καὶ διὰ τοῦτο τιμᾶται κατὰ παράδοσιν διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Λειτουργίας κατὰ τὴν ἐτησίαν πανήγυρίν του τῆς 21ης Νοεμβρίου. Ἡ στέρησίς του, λοιπόν, ἐπὶ τόσα ἔτη ἦτο πολὺ ὀδυνηρὰ διὰ τὴν Ὁμογένειαν τῆς Πόλεως καὶ δι’ ὅλους μας. Ἀλλ’ ἰδού, ἐπὶ τέλους, αἱ ἐργασίαι ἀναστηλώσεως, ἀποκαταστάσεως καὶ ἐξωραϊσμοῦ, θείᾳ συνάρσει, ἐπερατώθησαν, καὶ σήμερον, διακόσια καὶ πέντε ἔτη ἀπὸ τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ πρώτου Ναοῦ, αἱ πύλαι του εἶναι διάπλατα ἀνοικταὶ καὶ εἰσωδεύσαμεν εἰς αὐτὸν μὲ βαθυτάτην συγκίνησιν καὶ ἐσπεύσαμεν εἰς τὴν μητρικὴν ἀγκάλην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μὲ πολὺν πόθον καὶ πολλὴν ἀγαλλίασιν! Δόξα τῷ Θεῷ τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι!
Τὸν δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας ἔπαινον καὶ τὴν Πατριαρχικὴν ἡμῶν εὐαρέσκειαν ὁλοθύμως ἀπονέμομεν εἰς ὅσους καθ’ οἱονδήποτε τρόπον εἰργάσθησαν διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ Ναοῦ, καὶ δὴ εἰς τοὺς εὐσεβεῖς χορηγούς, τὸν Ἱερώτατον Μητροπολίτην Χαλκηδόνος κ. Ἀθανάσιον, τὸν αἰσθητικῶς καὶ καλλιτεχνικῶς ἐποτεύσαντα τὸ ὅλον ἔργον, τὸν Ἱερώτατον Μητροπολίτην Τρανουπόλεως κ. Γερμανόν, Ἀρχιερατικῶς Προϊστάμενον, καὶ τοὺς Κοινοτικοὺς παράγοντας Σταυροδρομίου, τὸν ἐνζήλως καὶ μὲ ὑποδειγματικὴν ἀφοσίωσιν καὶ φιλοτιμίαν παρακολουθήσαντα τὸ ἔργον ἐκ μέρους ἡμῶν Ὁσιολογιώτατον Ἀρχιμανδρίτην κ. Βαρθολομαῖον Σαμαρᾶν, Ὑπογραμματεύοντα τῆς περὶ ἡμᾶς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, τὸν Ἐντιμολ. Ἄρχοντα καὶ Καθηγητὴν κ. Νικόλαον Καλογερᾶν καὶ τὸν Ἐντιμ. κ. Χρῆστον Παυλᾶτον, τὸν Δρα Σάββαν Τσιλένην, τὸν κ. Γ. Παυλόπουλον, τὴν κ. Κουσιάκη, τὸν κ. Alen Günberg καὶ τοὺς ὑπευθύνους τῆς κοινοπραξίας Ἑταιρειῶν Pekerler-Rena καὶ ὅλους τοὺς ἐμφανῶς ἢ ἀφανῶς καὶ ἀθορύβως συνεργασθέντας καὶ συμβαλόντας, ὥστε νὰ ἔχωμεν τὸ σημερινὸν αἴσιον ἀποτέλεσμα.


Δοξάζομεν τὸν Θεὸν τῶν πατέρων μας διότι, πλὴν πολλῶν ἄλλων Ναῶν τῆς Πόλεώς μας, μᾶς ἠξίωσε νὰ ἀνακαινίσωμεν καὶ εὐπρεπίσωμεν τοὺς τρεῖς μεγάλους καὶ καλλιμαρμάρους ναοὺς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Κοινότητος ταύτης τοῦ Σταυροδρομίου, τοὺς ὁποίους ἐθεμελίωσε καὶ ἀνήγειρεν ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ φιλογένεια τῶν προγόνων μας. Χαιρόμεθα διότι ἡ σημερινή των ἐμφάνισις εἶναι ἀνταξία τῆς ἀρχοντιᾶς τῆς πολίτικης ρωμηοσύνης καὶ οἱ σημερινοὶ Κωνσταντινουπολῖται ἀναδεικνύονται ἄξιοι συνεχισταὶ τῶν πατρῴων παραδόσεων.
Ἐξ ἄλλου, τὸ ἱερὸν τοῦτο ἔργον τῆς ἀναστηλώσεως καὶ τοῦ ἱεροῦ τούτου ναοῦ ἀποδεικνύει τὴν ἀποφασιστικότητά μας νὰ μείνωμεν ἐδῶ καὶ νὰ συνεχίσωμεν τὴν παρουσίαν, τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν μαρτυρίαν μας εἰς πεῖσμα τῶν ὀλίγων – εὐτυχῶς – ποὺ μᾶς ἔχουν ξεγράψει, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον, καὶ ὁμιλοῦν ὑποτιμητικῶς διὰ τὴν ὁμογένειαν ἀντὶ νὰ τὴν βοηθήσουν νὰ ὑπερπηδήσῃ τὰ σημερινὰ ἐμπόδια καὶ νὰ ὀρθοποδήσῃ. Δι’ ἡμᾶς, ζῇ Κύριος ὁ Θεός ! Καὶ ἡμεῖς θὰ ζήσωμεν μὲ τὴν χάριν Του καὶ τὴν βοήθειάν Του. Δὲν παραιτούμεθα, δὲν ἀπογοητευόμεθα, δὲν φεύγομεν, δὲν φοβούμεθα, παρὰ τὰ ἐξυφανθέντα καὶ ἀποκαλυπτόμενα κατ’ αὐτὰς τρομοκρατικὰ σχέδια ἐναντίον μας.
Μὲ συγκίνησιν καὶ ἐνθουσιασμὸν ἀσπαζόμεθα πατρικῶς τοὺς διαρκῶς ἐπανερχομένους ἐδῶ, μὲ νοσταλγίαν ἄσβεστον, τέως συμπολίτας μας, καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς ἐλθόντας ἐξ Ἑλλάδος διὰ τὰ σημερινὰ θυρανοίξια, καὶ ἀπευθύνομεν δι’ αὐτῶν τὴν εὐχὴν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Πατριάρχου εἰς ὅλους τοὺς ἐντεῦθεν κατὰ καιροὺς καὶ διὰ διαφόρους λόγους ἐκριζωθέντας καὶ τοὺς προσκαλοῦμεν νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ ἐπανέρχωνται – καὶ νὰ φέρνουν καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια τους, διὰ νὰ γνωρίζουν τὴν πόλιν τῶν πατέρων τους, τὴν πόλιν τὴν κατ’ ἐξοχήν, τὴν ἑστίαν ποὺ θερμαίνει τὶς καρδιές μας.


Χαιρετίζομεν τὴν παρουσίαν ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν κατὰ τὴν εὐφρόσυνον ταύτην ἡμέραν τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως Ἐντιμ. κ. Βασιλείου Μπορνόβα, Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν πόλιν μας, τῶν ἐξ Ἑλλάδος μελῶν τῆς Διεθνοῦς Γραμματείας Διακοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σεβ. Εὐαγγελικοῦ Ἐπισκόπου Βυρτεμβέργης κ. Frank Otfied July, συνοδευομένου ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αὐγουστίνου, τὴν παρουσίαν ἀκόμη ὁμίλων εὐλαβῶν προσκυνητῶν ἐκ Κύπρου, Καβάλας, Ἰωαννίνων, καθὼς καὶ φοιτητῶν ἐκ τῶν Τμημάτων Φιλολογίας καὶ Ἱστορίας-Ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὁμάδος Δομηνικανῶν πατέρων ἐκ Παρισίων καὶ εἴ τινος ἄλλου, καὶ λέγομεν πρὸς ὅλους:

«Ἀγαλλιάσθω σήμερον ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι εὐφροσύνην ρανάτωσαν, ἐπὶ τὰ λίαν παράδοξα μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ», ὅσα συμβαίνουν γύρω ἀπὸ τὴν ἁγίαν μορφὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου! Ἄς χαρῶμεν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἠγαπημένα, τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς Παναγίας! Ἰδίως ἡμεῖς οἱ ἐνταῦθα, οἱ «ὀλίγοι καὶ ἀμέτρητοι» τῆς Ὁμογενείας, ἄς χαρῶμεν ἐπιπροσθέτως διὰ τὴν ἐπαναλειτουργίαν τοῦ ἁγίου Ναοῦ της. Ἡ Παναγία μας τοῦ Πέραν εἶναι καὶ πάλιν ἀνοικτὴ ἀπὸ σήμερον, μὲ ἀνοικτὴν τὴν μητρικήν της ἀγκάλην διὰ νὰ μᾶς χωρέσῃ ὅλους, νὰ ἐνωτισθῇ τὴν προσευχήν μας, νὰ ἀκούσῃ τὸ παράπονόν μας, νὰ σπογγίσῃ τὰ δάκρυά μας, νὰ ἀναπτερώσῃ τὰς ἐλπίδας μας! Καὶ ἔχομεν ἐλπίδας πολλάς! Εἶναι χαρούμενη ἡ ἰδία ἡ Παναγία, εἶναι ἱλαρά, εἶναι ὁλόφωτος, ἔχει ζωὴν καὶ «περισσὸν ζωῆς», καὶ ἐπείγεται νὰ χαρίσῃ τὸν πλοῦτον τῶν χαρίτων της εἰς ἡμᾶς, τὰ παιδιά της. Καὶ ἡμᾶς, ἐδῶ εἰς τὴν πόλιν της -διότι ὑπὸ τὴν προσωπικὴν της προστασίαν ἐτέθη ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της ἡ Κωνσταντινούπολις- μᾶς λογαριάζει δύο φορές παιδιά της, ἄν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν τοὺς στίχους τοὺ πονεμένου ποιητοῦ: «Μάννα τοῦ Πλάστη μιὰ φορά, καὶ δυὸ φορὲς δική μου! Γιατὶ ἔχεις δυὸ φορὲς παιδὶ ἐκεῖνον ὁποὺ κλαίει»!...


Ναί, ἐκλαύσαμε πολύ. Ἐπονέσαμε πολύ. Ἀναιτίως καὶ χωρὶς καμμίαν εὐθύνην, καμμίαν ἐνοχὴν ἀπὸ μέρους μας. Τώρα εἶναι πλέον καιρὸς νὰ χαροῦμε. Νὰ ἰδοῦμε ἀποκαθισταμένους ὄχι μόνον τοὺς ἱεροὺς ναούς μας, ἀλλὰ καὶ τὰς γενομένας εἰς βάρος μας πολλὰς ἀδικίας. Τώρα εἶναι καιρὸς ἀνασυγκροτήσεως καὶ πορείας τῆς Ὁμογενείας πρὸς ἕνα καλύτερον μέλλον. Αὐτὸ τὸ μέλλον τὸ δικαιούμεθα, μᾶς ἀνήκει καὶ θὰ ἔλθῃ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα ποὺ στέλνει σήμερα πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Χρόνια σας πολλά, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐπιπόθητα !

11/22/2009

Ειδήσεις από το Οικουμενικό Πατριαρχείο 18-22 Νοεμβρίου 2009



ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
Εκκλησιαστικαί Ειδήσεις

Ὁ Πατριάρχης εἰς τήν κηδείαν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου τῶν Σέρβων
κυροῦ Παύλου


Ὡς ἤδη ἠγγέλθη, τήν Τετάρτην, 18ην Νοεμβρίου, ἡ Α.Θ. Παναγιότης, ὁ Πατριάρχης, μετά τῆς τιμίας Αὐτοῦ συνοδείας ἀνεχώρησεν ἀεροπορικῶς διά Βελιγράδιον ἵνα παραστῇ κατά τήν ἐξόδιον ἀκολουθίαν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου τῶν Σέρβων κυροῦ Παύλου, προπεμφθείς ἐν τῷ ἀεροδρομίῳ τῆς Πόλεως ὑπό τοῦ Πανοσιολ. Μ. Πρωτοσυγκέλλου κ. Στεφάνου καί τῶν Ἐντιμ. Γεν. Προξένων κ. Βασιλείου Μπορνόβα, τῆς Ἑλλάδος, καί κ. Dragan Markovic, τῆς Σερβίας.
Κατά τήν ἄφιξιν τοῦ Παναγιωτάτου εἰς τό Διεθνές Ἀεροδρόμιον τοῦ Βελιγραδίου ὑπεδέχθησαν Αὐτόν ὁ Σεβ. Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπολίτης Μαυροβουνίου καί Παραθαλασσίας κ. Ἀμφιλόχιος, ὁ Θεοφιλ. Ἐπίσκοπος Μπρανιτσέβου κ. Ἰγνάτιος καί ὁ Ἐξοχ. κ. Δημοσθένης Στωΐδης, Πρέσβυς τῆς Ἑλλάδος ἐν Βελιγραδίῳ, εἶτα δέ ὁ Πατριάρχης μετέβη εἰς τόν ἐν Βελιγραδίῳ Ἱ. Καθεδρικόν Ναόν τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί ἀνέγνω Τρισάγιον πρό τοῦ σκήνους τοῦ ἀποιχομένου Πατριάρχου, ἐνῷ ἑκατοντάδες πιστῶν ἀνέμενον ἐν τῇ εἰσόδῳ καί πέριξ τοῦ Ναοῦ ἵνα προσκυνήσουν τό σεπτόν σκῆνος τοῦ μακαριστοῦ.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Πατριάρχης μετέβη εἰς τό ξενοδοχεῖον «Hyatt», ἔνθα κατέλυσε μετά τῆς τιμίας Αὐτοῦ Συνοδείας, τό δέ ἑσπέρας τῆς ἰδίας ἔσχεν ἰδιαιτέραν συνάντησιν μετά τοῦ Ἐξοχ. κ. Boris Tadi, Προέδρου τῆς Σερβίας, τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ τελευταίου, ἐν τῷ Προεδρικῷ Μεγάρῳ, καθ’ ἥν ἐν θερμῷ κλίματι συνεζητήθησαν θέματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος.
Ἐπηκολούθησε δεῖπνον ἐν τῷ ξενοδοχείῳ, εἶτα δέ ἡ Α. Θ.Παναγιότης ἐδέξατο ἐν τῷ καταλύματι Αὐτῆς τόν Ἐξοχ. κ. Δημήτριον Δρούτσαν, Ἀναπληρωτήν Ὑπουργόν Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, συνοδευόμενον ὑπό τῶν Ἐξοχ. Πρέσβεων κ. Χρήστου Παναγόπουλου, Διευθυντοῦ τοῦ Διπλωματικοῦ Γραφείου αὐτοῦ, καί κ. Δημοσθένους Στωΐδου.
Τήν ἑπομένην, 19ην ἰδίου, ἐτελέσθη ἐν τῷ Ἱ. Καθεδρικῷ Ναῷ ἡ Θεία Λειτουργία, καθ’ ἥν προέστη ἡ Α.Θ.Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, συλλειτουργούντων Αὐτῷ τῶν Μακ. Πατριάρχου Ρουμανίας κ. Δανιήλ, Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου καί Ἀρχιεπισκόπου Πράγας καί πάσης Τσεχίας καί Σλοβακίας κ. Χριστοφόρου, τοῦ Σεβ. Τοποτηρητοῦ, τῶν Σεβ. καί Πανιερ. Ἱεραρχῶν-ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς ἀπορφανισθείσης Ἐκκλησίας, ἐνῷ πλῆθος πιστῶν κατέκλυσαν τόν Ἱ. Ναόν καί τόν πέριξ αὐτοῦ χῶρον.
Μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας, ὁ Πατριάρχης ἡγήθη τῆς πρός τόν Ἱ. Ναόν τοῦ Ἁγίου Σάββα, πρώτου Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, ἱερᾶς πομπῆς, καθ’ ἥν ἐναπετέθη ἐπί ὀχήματος τό σκῆνος τοῦ ἐκδημήσαντος Πατριάρχου, καί ἐλιτανεύθη διά τῶν κεντρικῶν ὁδῶν τῆς πόλεως, ἐν μέσῳ βαθυτάτης συγκινήσεως τοῦ κατακλύσαντος κυριολεκτικῶς τό κέντρον τῆς πόλεως πιστοῦ σερβικοῦ λαοῦ, καί ἐν συνεχείᾳ προέστη τῆς ἔμπροσθεν τοῦ ὡς ἄνω Ἱ. Ναοῦ ἐξοδίου ἀκολουθίας, περιστοιχούμενος ὑπό τῶν ὡς ἄνω Μακ. Πρωθιεραρχῶν καί Σεβ. καί Πανιερ. Ἱεραρχῶν καί ἐκφωνήσας ἐν τέλει τόν ἐπικήδειον λόγον, ἐκ μέρους πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων καί Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἐξῇρε τάς κατά Θεόν ἀρετάς καί τήν ἐν γένει πολύτιμον προσφοράν τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου καί παρεμύθησε τό ἀπορφανισθέν ποίμνιον. Ὡμίλησαν ὡσαύτως ὁ Σεβ. Τοποτηρητής, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας Σερβίας, καί ὁ Πρόεδρος τῆς χώρας Ἐξοχ. κ. Boris Tadi.
Κατά τήν ἐξόδιον ταύτην Ἀκολουθίαν παρέστησαν ὁ Σεβ. Καρδινάλιος κ. Angelo Sodano, ἐκπροσωπῶν τήν Α. Ἁγιότητα, τόν Πάπαν Ρώμης Βενέδικτον ΙϚ’, ἐπί κεφαλῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Βατικανοῦ, καί ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν δογμάτων καί Διαχριστιανικῶν Ὀργανισμῶν καί Θρησκευμάτων, αἱ ἀρχαί τῆς χώρας, ὁ Ἐξοχ. Ἀναπληρωτής Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, ἀντιπροσωπεῖαι ξένων χωρῶν, ἄλλοι ἐπίσημοι, ὡς καί χιλιάδες πιστῶν.
Ἐπηκολούθησεν ἐπίσημον γεῦμα ἐν τῇ πλησίον τοῦ Ἱ. Ναοῦ αἰθούσῃ καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Πατριάρχης μετά τῆς τιμίας Αὐτοῦ συνοδείας ἐπέστρεψεν ἀεροπορικῶς εἰς τήν ἕδραν Αὐτοῦ, ὑπαντηθείς ὑπό τοῦ Πανοσιολ. Μ. Πρωτοσυγκέλλου κ. Στεφάνου καί τῶν Ἐντιμ. Προξένων ἐν τῇ Πόλει κ. Νικολάου Σιγάλα, τῆς Ἑλλάδος, καί κ. Vasilje Petkovi, τῆς Σερβίας.

- Τό ἑσπέρας τῆς ἰδίας, ὁ Πατριάρχης, μετά τῆς συνοδείας Αὐτοῦ, μετέβη εἰς τό Πανεπιστήμιον Kadir Has καί ὡμίλησε κατά τό διοργανωθέν ὑπό τοῦ ὡς ἄνω Πανεπιστημίου Συμπόσιον ἐπί τοῦ θέματος «Contemporary Perceptions of Byzantium».

- Τήν πρωΐαν τῆς Παρασκευῆς, 20ῆς ἰδίου, ἡ Α.Θ. Παναγιότης, ὁ Πατριάρχης, μετά τῆς συνοδείας Αὐτοῦ, μετέβη εἰς τό ἐν Taksim ξενοδοχεῖον «Elite World» καί ὡμίλησε κατά τό διοργανωθέν ὑπό τῆς μή Κυβερνητικῆς Ὀργανώσεως «Αἰγαίου Πολιτεία» Ἐπιστημονικόν Συνέδριον Ἑλληνοτουρκικῆς Συνεργασίας ἐπί τοῦ θέματος: «Ὁ Πολιτισμός τῆς Ἀλληλεγγύης: Κοινωνικαί, Οἰκονομικαί, Πολιτιστικαί καί Θρησκευτικαί Προεκτάσεις», ἀναπτύξας τό θέμα: «Ὁ Πολιτισμός τῆς Ἀλληλεγγύης-Ἐπίκαιροι Προβληματισμοί».

- Ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Πατριάρχης, ἐπί τῇ Ἑορτῇ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τό Σάββατον, 21ην Νοεμβρίου, ἡμέραν τῆς Ἑορτῆς, προέστη τῆς καθιερωμένης Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Θείας Λειτουργίας ἐν τῷ ἄρτι ἀνακαινισθέντι καί πανηγυρίσαντι φερωνύμῳ Καθεδρικῷ Ἱ. Ναῷ τῆς μεγαλωνύμου Κοινότητος Σταυροδρομίου. Μετ᾿ Αὐτοῦ συνελειτούργησαν οἱ Σεβ. Μητροπολῖται Γέρων Δέρκων κ. Κωνσταντῖνος, Αὐστρίας κ. Μιχαήλ, Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ, Σεβαστείας κ. Δημήτριος, Μυριοφύτου καί Περιστάσεως κ. Εἰρηναῖος, Μύρων κ. Χρυσόστομος καί πρῴην Αὐλῶνος κ. Χριστόδουλος.
Τόν Θεῖον Λόγον ἐκήρυξεν ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Βαρθολομαῖος Σαμαρᾶς, Ὑπογραμματεύων τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.
Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οἱ Σεβ. Μητροπολῖται Γέρων Χαλκηδόνος κ. Ἀθανάσιος, Θεοδωρουπόλεως κ. Γερμανός, Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνος, Πριγκηποννήσων κ. Ἰάκωβος, Φιλαδελφείας κ. Μελίτων καί Μοσχονησίων κ. Ἀπόστολος, ὁ Θεοφιλ. Ἐπίσκοπος Σινώπης κ. Ἀθηναγόρας, ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος τῶν ἐν Βυρτεμβέργῃ Γερμανίας Λουθηρανῶν κ. Frank Otfield July, ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Νεκτάριος Σελαλματζίδης, Ἐπίτροπος τοῦ Παναγίου Τάφου ἐνταῦθα, Κληρικοί ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὁ Ἐντιμ. κ. Βασίλειος Μπορνόβας, Γεν. Πρόξενος τῆς Ἐλλάδος ἐνταῦθα, ἐκπροσωπῶν τόν Ἐξοχ. κ. Σπυρίδωνα Κουβέλην, Ὑφυπουργόν Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, ὁ Ἐξοχ. κ. Τηλέμαχος Χυτήρης, πρῴην Ὑπουργός-Βουλευτής τῆς Β’ Περιφερείας Ἀθηνῶν τοῦ Κόμματος «ΠΑ.ΣΟ.Κ.», μετ’ ἄλλων Βουλευτῶν, οἱ Ἐντιμ. Πρόξενοι τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα κ. Νικόλαος Σιγάλας καί κ. Νικόλαος Σαπουντζῆς, ὁ Ἐντιμολ. κ. Νικόλαος Καλογερᾶς, Ἄρχων Ρεφερενδάριος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησίας, Ὁμότιμος Καθηγητής τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσοβίου Πολυτεχνείου, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁμάδος Τεχνικῶν Συμβούλων διά τήν ἀνακαίνισιν τοῦ Ἱ. Ναοῦ, Ὀφφικίαλοι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱδρύματος Ὑποστηρίξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί τῆς Μ.Κ.Ο. «OECUMENICA», ἄλλοι ἐπίσημοι, παράγοντες τῆς Ὁμογενείας, Καθηγηταί καί μαθηταί τοῦ Ζαππείου καί τοῦ Ζωγραφείου Λυκείου, ὡς καί πλῆθος πιστῶν ἐντεῦθεν καί ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ.
Μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας ὡμίλησαν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Τρανουπόλεως κ. Γερμανός, Ἀρχιερατικῶς Προϊστάμενος τῆς Κοινότητος Σταυροδρομίου, καί ὁ Πατριάρχης, Ὅστις ηὐχαρίστησε καί συνεχάρη πάντας τούς συμβαλόντας εἰς τήν ἀνακαίνισιν τοῦ Ἱ. Ναοῦ.
Ἐν συνεχείᾳ, ηὐλόγησε τό ὑπό τοῦ Ζωγραφείου Λυκείου παρατεθέν γεῦμα εἰς κεντρικήν αἴθουσαν τοῦ Λυκείου.
* * *
Ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Πατριάρχης, ἐχοροστάτησε ἐν τῷ Π. Πατριαρχικῷ Ναῷ κατά τόν Μ. Ἑσπερινόν τοῦ Σαββάτου, 21ης ἰδίου.
* * *
Τήν Κυριακήν, 22αν Νοεμβρίου, ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Πατριάρχης, μετά τῆς συνοδείας Αὐτοῦ, ἐτίμησε διά τῆς ὑψηλῆς Αὐτοῦ παρουσίας τήν ἐν τῇ ἕδρᾳ τοῦ Ἀθλητικοῦ Συλλόγου Πέραν διοργανωθεῖσαν ὑπό τῆς ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου «Συνάντηση στήν Πόλη: Τό παρόν καί τό μέλλον» ἡμερίδα μέ θέμα: «Μετά τό Συνέδριον», καθ’ ἥν ἐγένετο ἡ παρουσίασις τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου, ὁμιλήσας καταλλήλως.
* * *
Ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Πατριάρχης, ἐδέξατο εἰς ἀκρόασιν:
Τόν Σεβ. Μητροπολίτην Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνον, μετά τοῦ Σεβ. Ἐπισκόπου τῶν ἐν Βυρτεμβέργῃ Γερμανίας Λουθηρανῶν κ. Frank Otfield July, τῆς συζύγου αὐτοῦ Εὐγεν. κ. Edeltraud, καί τῶν Αἰδεσιμ. κ. Ulrich Heckel κ. Klaus Schwarz καί κ. Manfred Wagner.
Τόν Σεβ. Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμον, συνοδευόμενον ὑπό τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου κ. Δημητρίου Χάνδακα, τοῦ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβυτέρου κ. Δημητρίου Κεσκίνη καί τοῦ Ἱερολ. Διακόνου κ. Μακαρίου Τσιμέρη.
Τόν Σεβ. Μητροπολίτην Αὐστρίας κ. Μιχαήλ.
Tόν Σεβ. Μητροπολίτην Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ, ἐξ Ἀθηνῶν.
Τόν Σεβ. Μητροπολίτην πρῴην Αὐλῶνος κ. Χριστόδουλον, ἐξ Ἀθηνῶν, μετά τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου κ. Νεκταρίου Μητροπούλου, Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Σπηλιᾶς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων, τοῦ Αἰδεσιμ. Πρεσβυτέρου κ. Δημητρίου Κατρινέϊ, ἐκ τῆς ἰδίας Μητροπόλεως, καί τοῦ Ὁσιωτ. Μοναχοῦ κ. Ἀλεξίου, ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς ὡς ἄνω Ἱ. Μονῆς.
Τόν Θεοφιλ. Ἐπίσκοπον Σινώπης κ. Ἀθηναγόραν, ἐπί κεφαλῆς ὁμίλου προσκυνητῶν ἐκ Βελγίου.
Τούς Ὁσιολ. ΡΚαθολικούς Πρεσβυτέρους κ. Nicolas-Jean Sed καί Eric de Clermont-Tonnerre, Διευθυντήν καί Πρόεδρον ἀντιστοί- χως τοῦ Ἐκδοτικοῦ Οἴκου «Le Cerf», ἐκ Παρισίων, καί κ. Alberto Ambrosio, ἐντεῦθεν.
Μέλη τῆς νέας κοινοβουλευτικῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Διεθνοῦς Γραμματείας τῆς Διακοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως Ὀρθοδοξίας (Δ.Σ.Ο.).
Μέλη τοῦ ἐπιτίμου Προξενικοῦ Σώματος Κύπρου, ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Ἐντιμ. κ. Κωνσταντίνου-Νικολάου Λευκαρίτη, Προέδρου αὐτοῦ.
Τόν Ἐντιμ. κ. Ἰωάννην Ξένον, Στέλεχος τοῦ ἐνταῦθα Γενικοῦ Προξενείου τῆς Ἑλλάδος, μετά τῆς συζύγου αὐτοῦ Ἐλλογ. κ. Βασιλικῆς Παπαγεωργάκη, ἐπί τῇ ἀναχωρήσει αὐτῶν ἐκ τῆς Πόλεως.
Ὅμιλον ἐκ τοῦ γυναικείου τμήματος καλαθοσφαιρίσεως τοῦ Ἀθλητικοῦ Συλλόγου Βύρωνος, ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Ἐντιμ. κ. Νικολάου Χαρδαλιᾶ, Δημάρχου Βύρωνος.
Τόν Ἐντιμ. κ. Dirk Kennis μετά τῆς Εὐγεν. κ. Nadine Chebab, ἐκ τῆς ΡΚαθολικῆς Κινήσεως τῶν Focolari, ἐντεῦθεν.
Τήν Εὐγεν. κ. Μαριάνναν Gibara, ἐκ τῶν Γραμματέων τοῦ Γραφείου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παρά τῇ Εὐρωπαϊκῇ Ἑνώσει, μετά τοῦ Ἐλλογ. Δρος κ. Μιχαήλ Κυριακίδου, ἐξ Ἀθηνῶν.
Τούς Ἐντιμ. κ. Στυλιανόν Μανέαν, ἐκ Νέας Ὑόρκης, καί κ. Κωνσταντῖνον Ζαφειράκην, μετά τῶν Εὐγενεστάτων κυριῶν Θεοπίστης Πασχαλάκη καί Αἰκατερίνης Παπαδέα, ἐξ Ἀθηνῶν .
Τήν Εὐγεν. κ. Anita McNaught, Δημοσιογράφον τοῦ Τηλεοπτικοῦ Δικτύου «ALJAZEERA», πρός ἥν παρεχώρησε συνέντευξιν, ἔν ὄψει τῆς Οἰκολογικῆς Διασκέψεως τῆς Κοπεγχάγης.
Μέλη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἑνώσεως «Sail Training Hellas», ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Ἐντιμ. κ. Γεωργίου Καράβολου, Προέδρου αὐτῆς, καί τοῦ ἐντεῦθεν Ἐντιμ. κ. Yılmaz Dağcı.
Τόν Ἐντιμ. κ. Γεώργιον Ἀποστολάκην, μετά τῆς συζύγου αὐτοῦ Εὐγεν. κ. Αἰκατερίνης, ἐκ Ρεθύμνου.
Τήν Εὐγεν. κ. Κυριακήν Κετέογλου, ἐξ Ἀθηνῶν.
* * *
Ἐξεπροσωπήθη καταλλήλως κατά:
Τήν παρουσίασιν τοῦ βιβλίου τοῦ Ἐλλογιμ. κ. Ἰωάννου Γρηγοριάδου, «Trials of Europeanization: Turkish Political Culture and the European Union», ἐν τῷ ἐν Γαλατᾷ Κέντρῳ «İstanbul Politikalar Merkezi karaköy İletisim Merkezi», τήν Τετάρτην, 18ην Νοεμβρίου.
Τήν ἐν τῷ Μουσείῳ Sakıp Sabancı διοργανωθεῖσαν τελετήν ἐνάρξεως τῆς ἐκθέσεως «Osmanli Döneminde Venedik ve İstanbul», ἐπ’εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἐξοχ. κ. Giorgio Napoli- tano, Προέδρου τῆς Ἰταλίας, εἰς Τουρκίαν, αὐθημερόν τό ἑσπέρας.
Τούς γάμους τοῦ ζεύγους Ἐμμανουήλ Μηνάογλου καί Βενετίας Κλημεντάκη, τελεσθέντας ἐν τῷ Ἱ. Ναῷ Ἁγίας Τριάδος Σταυροδρομίου, τό Σάββατον, 21ην ἰδίου.

11/21/2009

ΧΡ. ΤΣΟΥΒΑΛΗ: "Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως φορέας της αποστολικότητας"



ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ


των Αγίων Ανδρέου του Πρωτοκλήτου

και Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού


του Άρχοντος Οστιαρίου της Μ.τ.Χ.Ε.

Χρήστου Τσούβαλη


Τό ἱεραποστολικό ἄνοιγμα τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο δέν εἶναι μιά δραστηριότητα προαιρετική, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι ἕνας ὅρος θεμελιώδης γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίαςi.

Τό ἔργο αὐτό τῆς ἱεραποστολῆς ἄρχισε μέ τήν πρόσκληση «ἔρχεσθε καί ὄψεσθε»ii, πού ἀπηύθηνε ὁ Κύριος στή Βηθανία καί στίς ἀκτές τῆς Τιβεριάδος σέ δύο μαθητές τοῦ Προδρόμου, ὁ ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἦταν ὁ Ἀνδρέας, πού πρῶτος Τόν ἀκολούθησε καί ἔγινε μαθητής Του. Ἔτσι ὁ Πρωτόκλητος ἄκουσε τρία χρόνια τή διδασκαλία Του καί ἔζησε τά θαύματά Του, ὅπως ὅλοι οἱ μαθητές Του. Ἀλλά καί μετά τήν Ἀνάστασή, Τόν συνάντησε μαζί μέ τούς ἕντεκα στό ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπως τούς εἶχε παραγγείλειiii. Ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε τό ἀναστάσιμο παράγγελμα Του, μέ τό ὁποῖο τούς γνώριζε ὅτι ἐξαποστέλλονται σέ οἰκουμενική ἱεραποστολή, μέ σαφεῖς ἐντολές δραστηριότητας ἀλλά καί μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά εἶναι πάντα μαζί τους, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη,...διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν...»iv. Βέβαια ὅλα αὐτά θά πραγματοποιοῦντο ἐφ' ὅσον θά ἀνέμεναν «ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ»v καί θά ἔπαιρναν «δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»vi.

Ἔτσι μετά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, οἱ Ἀπόστολοι, τό Συμβούλιο τῶν Πρεσβυτέρων καί οἱ Ἀδελφοί ἦταν ἐκεῖνοι, πού καθόρισαν, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν πορεία τοῦ κάθε Ἀποστόλου. Ὁ δέ κόσμος ὁλόκληρος ἔγινε πεδίο ἱεραποστολικῆς δράσης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν προοπτική νά ἀποτελέσει ἕνα λαό, πού θά εὐαγγελίζεται μέ θάρρος καί μέ πίστη «τά μεγαλεῖα τοῦ Θεο»vii. Οἱ Ἀπόστολοι «περιερχόμενοι οὐ γάρ μόνον ἐδίδασκον τάς τῆς ἱερᾶς ἡμῶν πίστεως ἀληθείας ἀλλά καί σχολεῖα συνίστων κατ-ηχητικά καί θεολογικά καί ἄνδρας ἐν αὐτοῖς ἐπ' ἀρετῇ καί παιδείᾳ διαπρέποντας ἐγκαθίστων»viii.

Ὅπως ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι καί ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος Ἀνδρέας, σύμφωνα μέ τίς ὑπάρχουσες ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές, τήν ἀπόκρυφη γραμματεία καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μαςix, ξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπό τούς συνεργάτες του γιά τή μεγάλη ἱεραποστολική πορεία πρός τή Μικρά Ἀσία, τίς περιοχές γύρω ἀπό τόν Εὔξεινο Πόντο, τή Σκυθία, δηλαδή τή σημερινή νότιο Ρωσία μέχρι τό Δούναβη ποταμό, τή Θράκη, τά μέρη τῆς Προποντίδας καί τοῦ Βοσπόρου, τή Μακεδονία καί στή συνέχεια «διελθών τε τήν Θεσσαλίαν καί Ἑλλάδα...μέτεισι πρός τήν Ἀχαΐαν»x, ὅπου καί τήν καθαγίασε μέ τό μαρτυρικό του θάνατο πάνω στό σταυρό.

Στά μέσα του 5ου αἰώνα, ὁ γνωστός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ἐπίσκοπος Σελευκείας Βασίλειος, ἐκφώνησε τόν πρῶτο, πού σώζεται μέχρι σήμερα, ἐγκωμιαστικό λόγο γιά τόν Ἅγιο Ἀνδρέα. Στό λόγο του αὐτό, τόνιζε ἰδιαίτερα μιά εξέχουσα πλευρά τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Πρωτοκλήτου. «Τοῦτο πρῶτον Ἀνδρέου κατόρθωμα, λέγει ἐπί λέξει ὁ ἱερός Πατήρ, ὅτι ηὔξησε τῶν Ἀποστόλων τόν ἀριθμόν, προσήνεγκε Πέτρον εἰς Χριστόν, ἵνα εὕρῃ Χριστός τόν τῶν μαθητῶν κορυφαῖον, ὥστε καί ἐν οἷς ὕστερον εὐδοκιμῶν ὁ Πέτρος εὑρίσκεται, παρά Ἀνδρέου τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχει τά σπέρματα»xi.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, φέρνοντας τόν Πέτρο στό Χριστόxii, ἔγινε ὄχι μόνο ὁ νυμφαγωγός τοῦ Πέτρου ἀλλά καί ὁ πρόδρομος μιᾶς πολύ μεγάλης ἀποστολικῆς δράσης. Καί τή δράση αὐτή κληροδότησε ὁ Ἅγιος Πρωτόκλητος Ἀπόστολος Ἀνδρέας στίς Ἐκκλησίες πού ἵδρυσε και ἰδιαιτέρως στήν Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ὅπου ἐγκατέστησε σ' αὐτή τόν πρῶτο της ἐπίσκοπο, ἕνα ἀπό τούς ἑβδομήντα Ἀποστόλους, τόν Στάχυxiii.

Ὅταν ἡ πολίχνη τῆς ἀποικίας τοῦ Μεγαρέα Βύζαντα ἔγινε ἡ πόλη τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου (324 μ.Χ.) καί ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὡς Νέα Ρώμη, τό κράτος εἰσχώρησε, σάν ἕνας νέος παράγοντας, στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δέ προετοιμασία καί ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας(325) ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ἀποτελεῖ τό κορυφαῖο γεγονός τῆς νέας πραγματικότητας.

Μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας πρωτεύουσας, ἡ τέως Ἐπισκοπή τῆς Μητροπόλεως Ἡρακλείας, ἔπαιρνε αὐτόματα ἐξαιρετική θέση μεταξύ τῶν πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς πόλης τοῦ Κωνσταντίνου ἀπό τότε, σάν φορέας τῆς διπλῆς ἀποστολικότητας τοῦ ἱδρυτή της καί τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστ Ἰωάννουxiv, ἐργάστηκε γιά τήν ἐνσωμάτωση πάρα πολλῶν ψυχῶν στό συμπαγές σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀναδείχθηκε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία.

Μέ τόν 3ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) ναγνωρίζεται εἰς τόν «Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην»xv γεγονός τό ὁποῖον θεωρεῖται, ὄχι «ὡς προϊόν αὐθαιρεσίαςxvi, ἀλλ’ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως 50 ἐτῶν καί ὥριμος καρπός τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν νέων συνθηκῶν τῆς αὐτοκρατορίας» xvii.

Ἀργότερα δέ καί οἱ Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, μέ τόν 28ο Κανόνα τουςxviii, συμπλήρωσαν τίς ρυθμίσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δωσαν στόν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τή θέση, τά δικαιώματα καί τήν ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου, τό δέ Θρόνο τς Κωνσταντινούπολης ἀναγνώρισαν ὡς τό πρῶτο κέντρο τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς.

Ἀλλ’ ἐκτός ἀπ’ τίς Συνόδους καί οἱ αὐτοκράτορες τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας τίμησαν καί ἐξύψωσαν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς «τήν Ἁγιωτάτην Μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς εὐδαίμονος Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ἡμετέραν πάντων Μητέρα, ἥτις κεφάλαιόν ἐστι τῶν ἄλλων ἁπασῶν Ἐκκλησιῶν»xix.

«Νυμφαγωγός τοῦ Πέτρου εἰς Χριστόν ὁ Ἀνδρέας. Νυμφαγωγός τῶν λαῶν εἰς Χριστόν ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνας»xx.

Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, μετέδωσε σέ ἑλληνικές ἤ ἑλληνόφωνες περιοχές, τόσο στούς Ἰουδαίους, ὅσο καί στούς Ἑλληνες ἐθνικούς, στό ἐσωτερικό τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί σέ Χῶρες καί Ἔθνη, πού συνόρευαν μ' αὐτή, τό ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καί τίς ὑψηλές ἀξίες τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ. «Ἐπί τῶν καιρῶν τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου, γράφει ὁ ἱστορικός Σωκράτης, ὁ Χριστιανισμός ἐπλατύνετο τηνικαῦτα γάρ Ἰνδῶν τε τῶν ἐνδοτέρων καί Ἰβήρων, τά ἔθνη πρός τό χριστιανίζειν ἐλάμβανε τήν ἀρχήν»xxi.

Στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (398-404)xxii. Ἀπό τό 398, πού ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπεδίωξε τή συγκρότηση ἑνός ἐπιτελείου συνεργατῶν μέ τό ὁποῖο ἀνέπτυξε καί ὀργάνωσε ἕνα εὐρύ φάσμα πνευματικῆς διακονίας καί προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμο. Εἶχε συνείδηση τοῦ ἡγέτου καί προκαθήμενου τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἰδιαίτερων εὐθυνῶν, πού ἐβάρυναν τούς ὤμους του ὡς φορέως τῆς ἀποστολικότητος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πρωτοκλήτου Ἀνδρέου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Μέγας καί ἀκοίμητος τῆς οἰκουμένης ὀφθαλμός. Ὀργάνωσε ἱεραποστολές στή Γοτθία, στή Σκυθία, στήν Κελτική, στήν Περσία καί στή Φοινίκηxxiii.

Κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β΄ (408-450) ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀττικός ἀγωνίστηκε γιά τή διατήρηση τῶν Ἀρμενίων στήν Ὀρθοδοξίαxxiv.

Κατά τόν ς΄ αἰώνα ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἐπεκτείνει τή δράση καί μέριμνά του μέχρι καί τίς ἀπομεμακρυσμένες γωνιές τοῦ Kαυκάσου καί τῆς Γεωργίαςxxv.Ἐπίσης στήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί τῆς Θεοδώρας (527-565), τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐνδιαφέρθηκε γιά τή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στούς Ἀβασγούς καί Ἀλανούς, πού κατοικοῦσαν μεταξύ τοῦ Εὔξεινου Πόντου καί τῆς Κασπίας Θάλασσαςxxvi, στούς Τζάνους, πού κατοικοῦσαν νότια τῆς Τραπεζοῦντας μέχρι τόν Ἄλυ ποταμόxxvii, στούς Γερμανούς Ἔρουλους, πού ἦταν ἐγκαταστημένοι νότια τοῦ Δούναβη, κόντά στό σημερινό Βελιγράδιxxviiiκαί στούς Οὔννους, πού κατοικοῦσαν βόρεια ἀπό τίς Καυκάσιες πύλεςxxix.

Μέ τήν ἵδρυση δέ τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας στόν Καύκασο, ἐπεδίωξε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά ἔχει, στόν ἀπομεμακρυσμένο τοῦτο χῶρο, ἕνα ἱεραποστολικό Κέντρο γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν Περσῶν καί τῶν ἄλλων βαρβαρικῶν λαῶν τῆς περιοχῆς.

Ἀπό τήν ἐποχή τῆς πατριαρχίας Σεργίου τοῦ Α΄ (610-638) ἄρχισε νά διαδίδεται ἡ χριστιανική πίστη στούς κάτω ἀπό πολλά ὀνόματα ἀναφερόμενους Σέρβους καί Κροάτεςxxx.

Ἡ ἐπίσημη ὅμως καί καθολική ἐκχριστιάνιση τῶν Χαζάρων καί τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας καί Πανονίας ἔγινε τήν ἐποχή τοῦ Πατριάρχου Φωτίου (858-867, 877-886) καί τῶν αὐτοκρατόρων Μιχαήλ τοῦ Γ΄ (842-867) καί Βασιλείου τοῦ Α΄(867-886)xxxi.

Ἔπειτα ἀπό τόν εὐαγγελισμό, πού ἀνάλαβαν οἱ ἱεραπόστολοι στή Ρωσία, βαπτίστηκαν τό ἔτος 957 στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Μεγάλη Δούκισσα Ὄλγα καί τό ἔτος 988 στή Χερσῶνα ὁ Μεγάλος Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Βλαδίμηρος (980-1015) καί μέ διαταγή του ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ Κιέβουxxxii.

Τόν ΙΔ΄ αἰώνα στίς ἀκτές τῆς Βαλτικῆς ἀνθεῖ ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἱδρύεται τό ἔτος 1318 ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Γλυκέα ἡ Μητρόπολη Λιθουανίας. Χειραγωγοῦνται εἰς Χριστόν οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν τῆς Μολδαβίας καί Οὐγγροβλαχίαςxxxiii.

Ἡ εὐρύτατη ὅμως διοικητική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία διαμορφώθηκε ἀπό τή μακροχρόνια καί ἄριστα ὀργανωμένη ἱεραποστολική του δραστηριότητα, ἀνέδειξε τό περιεχόμενο τῆς διακονίας τοῦ «πρώτου Θρόνου» γιά τήν πληρέστερη ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο. Χρησιμοποίησε μέ σύνεση καί μετριοπάθεια τό πολιτικό σχῆμα τῆς αὐτοκρατορίας καί τήν οἰκουμενική ἰδεολογία της, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά περιφρουρήσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ὀρθή πίστη καί τήν ἀγάπη, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά προβάλει εὐχερέστερα τό μήνυμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως στά ποικιλώνυμα βαρβαρικά φύλαxxxiv. Μέ τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή τῆς αξησης, τῆς συντήρησης καί διαφύλαξης τῶν ἀγαθῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἀκόμη καί τῆς ἐνίσχυσης τῆς ἄμυνας της ἐναντίον τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔπαιζε τόν ἐθναρχικό του ρόλο πολύ πρό τῆς λωσης τῆς Κωνσταντινουπόλεωςxxxv.

Εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα καί ἄξια πολλῆς προσοχῆς, ὅσα ἀναφέρει γιά τή δράση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατά τή μέχρι τήν Ἅλωση περίοδο, ὁ διαπρεπής Ρῶσος ἱστορικός Ἰωάννης Σοκόλωφ: «Ἡ ἐκκλησία Κώνσταντινουπόλεως ἐξασφαλίσασα ὑπέρ ἑαυτῆς ἐν τῇ ἱστορίᾳ τήν ἰδιότητα τοῦ θερμουργοῦ καί πιστοῦ φύλακος τῆς Ὀρθοδοξίας, μετέδωκε τό μέγιστον τοῦτο κειμήλιον καί εἰς τούς γειτονικούς λαούς. Εἶναι μεγίστη ἡ σημασία αὐτῆς ἐν τῷ ἱεραποστολικῷ ἔργῳ. Καί ἐν τῇ ἱεραποστολικῇ αὐτῆς δράσει ἐπέδειξεν πνεῦμα ἀγάπης καί πραότητος πρός τούς διά τοῦ φωτός τῆς ὀρθοδοξίας φωτιζομένους λαούς, λογικήν διακριτικότητα μέσων καί μητρικήν μέριμναν περί τῶν νέων πνευματικῶν τέκνων. Ἡ ἱεραποστολική δρᾶσις ἐτελεῖτο ἄνευ συμπνίξεως τῶν ἐθνικῶν δυνάμεων τῶν γειτονικῶν λαῶν, ἄνευ καταναγκαστικῆς αὐτῶν προσελκύσεως εἰς τήν πνευματικήν ἑνότητα διά δολίων προσηλυτιστικῶν μεθόδων, διεξήγετο διά τῆς σαφοῦς καί δημοσίας μαρτυρίας τῆς ἀληθείας, διά τῆς ἀποστολικῆς ὁμολογίας τῆς οἰκουμενικῆς ὀρθοδοξίας, διά τῆς πλήρους ἀγάπης προσηλώσεως εἰς τούς κόλπους τῆς ἑνότητος μετά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῆς ἁγίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίαςxxxvi.

Mετά τήν Ἅλωση, Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀναγνωρίζονταν ὡς «Μιλλέτ μπασί - Millet Bașı» δηλαδή θρησκευτικός καί κατά κάποιο τρόπο πολιτικός ἀρχηγός ὅλου τοῦ «ρούμ μιλλετί - Rum milleti», δηλαδή ὅλου τοῦ ρωμαίϊκου ἔθνους. Ὁ «μιλλέτ μπασί» ἦταν θρησκευτικός ἀρχηγός ὅλων τῶν ὀρθοδόξων λαῶν μέ τό δικαίωμα νά δικάζει καί νά διοικεῖ, κατά τό χριστιανικό νόμο καί νά ἔχει τήν εὐθύνη γιά τήν πολιτική νομιμοφροσύνη τουςxxxvii. Ἡ ἄσκηση τῆς λεπτῆς αὐτῆς θρησκευτικῆς καί δικαστικῆς δικαιοδοσίας-προνομίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου προσδιόρισε ἀντίστοιχα τόν ρόλο τόσο τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ὅσο καί τοῦ Πατριαρχικοῦ Δικαστηρίου, ἐνῶ ἐνίσχυσε τήν ἀποστολή τῶν κατά τόπους ἱεραρχῶν καί κληρικῶν.

Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὡς Ἐθνάρχης, ἐπειδή κρινότανε προσωπικῶς ἀπό τό σουλτάνο, ἦταν γιά τό Ὀθωμανικό Κράτος ἀνώτερος ὅλων τῶν ἄλλων πατριαρχῶν. Αὐτό ἐνισχύθηκε, ὅταν Συρία καί Παλαιστίνη τό 1516 καί στή συνέχεια Αἴγυπτος τό 1517, κατακτήθηκαν ἀπό τό Ὀθωμανικό Κράτος, καί τά τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα βρέθηκαν μαζί μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς μέρη καί τμήματα τοῦ ἑνός ρωμαίϊκου ἔθνους. Ἐκτός ἀπό τή μεσιτευτική καί ἀντιπροσωπευτική ἰδιότητά του, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τόν 16ο αἰώνα, μερίμνησε γιά τά τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καί τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἐπειδή εἶχαν, λόγῳ τῶν καιρικῶν περιστάσεων, περιπέσει στήν ἀσημότητα καί διέτρεχαν ἀκόμη καί τόν ἔσχατο κίνδυνο τοῦ ἀφανισμοῦ.

Ἐπίσης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς ἐντολοδόχος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, γιά τήν ὀργάνωση τοῦ χώρου τῆς δικαιοδοσίας του, ἀλλά καί στό πλαίσιο τῆς διαχείρισης τοῦ "προνομίου" του, ὑπῆρξε ὁ κατ' ἀρχήν φορέας παιδείας τόσο ὡς πρός τό ἐκπαιδευτικό της σκέλος ὅσο καί ὡς πρός τό ἰδεολογικό της.xxxviiiΚαί ὁ σκοπός αὐτός ἐπιτεύχθηκε στά ὅρια τῆς θυσιαστικῆς πρός τό Γένος διακονίας τῆς 'Ορθόδοξης Ἐκκλησίαςxxxix, ὁποία ὡς στοργική μητέρα, ἀνάλαβεν τό ἔργο τῆς προστασίας καί περίθαλψης τῶν ὑπόδουλων ὀρθόδοξων λαῶν καί μέ πολλή σύνεση καί σοφία κινήθηκε μέσα στίς νέες συνθῆκες τῶν καιρῶν καί κατόρθωσε νά συντηρήσει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων.

Ἵδρυσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ διάφορες ἀκμάζουσες ἑλληνικές πόλεις «ἀνώτερα σχολεῖα»xl, πού λειτουργοῦσαν μέ τό σύστημα τῆς ἐπί τό αὐτό συνυπάρξεως κλασσικῆς καί θεολογικῆς παιδείαςxli, πού ἐλέγοντο καί Γυμνάσια Φροντιστήρια, Διδασκαλεῖα, Ἀκαδημίες ἤ Ἀκαδήμειες, Μουσεῖα καί Ἑλληνομουσεῖα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἦταν ἡ Οἰκουμενική Σχολή, πού λειτουργοῦσε πρό τῆς Ἅλωσης καί εἶχε κοινούς καθηγητές μέ τό Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπόλης. Ἡ Σχολή αὐτή τό 1454 ἐπαναδραστηριοποιήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Πατριάρχη «τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων» Γεννάδιο Β΄ τόν Σχολάριο (α΄1454-1456, β΄1462, γ΄1464) καί ὀνομάσθηκε Πατριαρχική Σχολή ἤ Ἀκαδημία, μέ πρῶτο Σχολάρχη τόν Ματθαῖο Καμαριώτη,xlii προκειμένου νά ἀναλάβει τήν ἐκπαίδευση τοῦ Ὀρθόδοξου Κλήρου.

Κατά τόν Ἀπόστολο Βακαλόπουλο, ἡ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση, στά χρόνια αὐτά τῆς δουλείας, διατηρήθηκε ἀπό δύο θεσμούς: τήν Ἐκκλησία καί τήν Κοινότηταxliii. Οἱ Κοινότητες εἶχαν σχετική διοικητική αὐτονομία, ἀλλά καί στενό σύνδεσμο μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔστελνε σ' αὐτές ἱερεῖς καί φρόντιζε γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἐκπαίδευση τῶν δασκάλων μέ τήν περίφημη Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολήxliv, πού θεωρήθηκε ἐπαναλειτουργία της ὡς ὁρόσημο στήν Ἱστορία τῆς Παιδείαςxlv. Ἀπό αὐτή προῆλθαν πλεῖστα στελέχη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς κυβέρνησηςxlvi.

Ἐπίσης ὑπῆρχαν καί τά ὀλιγομελῆ κοινά σχολεῖα ἤ «τῶν κοινῶν καί ἱερῶν γραμμάτων», πού λειτουργοῦσαν στά σπίτια τῶν ἱερέων καί στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν μέ ἕνα δάσκαλο κληρικό ἤ μοναχό ἤ μερικές φορές καί λαϊκό γιά νά δώσουν στοιχειώδεις μόνο γνώσεις ἀναγνώσεως καί γραφῆς. Στά σχολεῖα αὐτά, τό πρόγραμμα διδασκαλίας περιελάμβανε τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καί τήν μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, τοῦ Ὡρολογίου, τῆς Ὀκτωήχου, τοῦ Ψαλτηρίου, τοῦ Εὐχολογίου, τοῦ Ἀποστόλου κ.ἄ.xlvii

Ἀργότερα χρησιμοποιήθηκαν καί οἱ Μονές, πού ἀπό ψυχοσωτήρια Κέντρα ἄρχισαν νά μετατρέπονται σέ φάρους ἀπό τούς ὁποίους «ἐξεπέμπετο τό τηλαυγές φῶς τῆς θύραθεν καί τῆς κατά Θεόν παιδείας». Τέτοιες Μονές ἦταν τῶν Φιλανθρωπηνῶν στό νησί τῶν Ἰωαννίνων, τοῦ Λειμῶνος καί τῆς Μυρσινιωτίσσης στή νῆσο Λέσβο, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στή νῆσο Πάτμο, τό Βατοπέδι στό Ἅγιον Ὄρος, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στό Μεσσολόγγι, τοῦ Προφήτου Προδρόμου στήν Τρύπη Λακεδαιμονίας, τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου στήν Πάτρα καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Μερικά σχολεῖα τῶν Μονῶν αὐτῶν μετατράπηκαν ἀργότερα σέ Ἱερατικές Σχολές ὑπό τή διεύθυνση σοφῶν διδασκάλων καί προσέφεραν στήν Ἐκκλησία ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες, ὅπως ἦταν Πατμιάς Σχολή πού ἱδρύθηκε τό 1712-1713 ἀπό τόν ἱερο-μόναχο Μακάριο καί Ἀθωνιάς, πού ἱδρύθηκε τό 1750 στή Μονή Βατοπεδίου ἀπό τόν ἡγούμενο της Νεόφυτο καί στήν ὁποία δίδαξε Εὐγένιος Βούλγαρης κ. . xlviii

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό 1593, ἐπί τῆς πατριαρχίας Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ, ἀποφάσισε, σέ Τοπική Πανορθόδοξη Σύνοδο, στό ναό τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κωνσταντινούπολης, νά ἱδρυθοῦν καί στίς Ἐπαρχίες τοῦ Θρόνου σχολεῖα, γιά τή διαφώτιση τοῦ λαοῦ. «Ἕκαστον ἐπίσκοπον, ἔλεγε ἡ Ἀπόφαση, ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ, φροντίδα καί δαπάνην ποιεῖν, ὥστε τά θεῖα καί ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθεῖν δέ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν, καί τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσιν»xlix. Ἡ Ἀπόφαση αὐτή, θεωρεῖται ὡς πρώτη πυροδότηση τῆς ἀναγέννησης τῆς παιδείας, μετά τήν Ἅλωση. Ἀλλά καί μέ σιγίλλια πατριαρχικά, πού στάλθηκαν στούς πρόκριτους τῆς Ἄρτας καί τῶν Τρικάλων Κορινθίας, ζητοῦσε ἡ Ἐκκλησία νά ἐπιδιώξουν, μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις, τήν ἵδρυση σχολείωνl. Τό δέ 1627 ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Λούκαρης ἐγκατέστησε στά Πατριαρχεῖα τό πρῶτο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς καί ἄρχισε ἡ προσπάθεια γιά τήν ἀναγέννηση τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας, μέ τήν ἵδρυση πολλῶν ἀνωτέρων σχολείων σέ διάφορες μεγάλες πόλειςli. Τρεῖς ἀξιόλογες σχολές ἱδρύθηκαν τόν 17ο αἰώνα: τό 1661 ἡ σχολή Μανωλάκη Καστοριανοῦ στήν Κωνσταντινούποληlii, τό 1676 τοῦ Γκιούμα στά Γιάννεναliiiκαί τό 1682 τό Φροντιστήριο τῆς Τραπεζούνταςliv. Ὁ Λαρισαῖος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος ἔγραφε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα (1714), ὅτι γυμνάσια ὑπῆρχαν «ἀνά πᾶσαν πόλιν»lv.

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Σεραφείμ ὁ Β΄ (1757-1761), προκειμένου νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί νά ἀναζωπυρώσει τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ, διόρισε, τό 1760, ὡς ἱεροκήρυκας τοῦ Γένους, τόν Πατροκοσμᾶ καί πέντε ἄλλους μοναχούς ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, γιά τίς τουρκοκρατούμενες Χῶρες τῶν Βαλκανίων καί τήν Ἑλλάδα καθώς καί τά Φραγκοκρατούμενα νησιά τοῦ Ἰoνίουlvi. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μαθητής τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη, δέν κουραζόταν ἐπί 20 χρόνια νά ἐπαναλαμβάνει στίς 30 ἐπαρχίες πού ἐπισκέπτονταν «καλύτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχεις Ἑλληνικόν σχολεῖον εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχεις βρύσες καί ποτάμια»lvii. Ὁ ἴδιος, ἄν καί κληρικός, δέ δίστασε στή Χειμάρα νά γκρεμίσει τόν τροῦλλο ἐκκλησίας γιά νά φτιάξει σχολεῖο. Πίστευε καί διακήρυττε ὅτι «πιό θεάρεστο ἦταν τό σχολεῖο»lviii. Ἔτσι, πέτυχε νά ἱδρύσει 200 κοινά σχολεῖα καί 10 Ἑλληνικάlix.

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ (α΄ 19.04.1797-18.12.1798, β΄ 23.09.1806-10.09.1808, γ΄ 14.12.1818-10.04.1821), μέ τήν πατριαρχική του ἐγκύκλιο τῆς 11ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1807, «περί συστάσεως καί ἀνεγέρσεως σχολείων Ἑλληνικῶν καθ’ ὅλον τό γένος» γράφει ὅτι «οὐδέν ἄλλο τιμιώτερον καί ὠφελιμώτερόν ἐστιν ἐν τῷ παρόντι βίῳ καί ἐν τούτῳ τῷ προσκαίρῳ κόσμῳ καί ἁπλῶς ἐν ὅλῳ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ἐξαιρέτως δέ ἐν τῷ εὐσεβεῖ ἡμῶν γένει τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τῆς σοφίας καί τῆς παιδείας καί διδασκαλίας, δι’ ἧς καί ὁ ἄνθρωπος ὁ λόγῳ τετιμημένος κοσμεῖται καί στολίζεται καί τελειοῦται, προσκτώμενος τό ἐξαίρετον τοῦτο ἀγαθόν καί δώρημα τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Αὐτό λοιπόν τό ἐξαίρετον καί πολυύμνητον χάρισμα τοῦ Θεοῦ βλέποντες ἐν τοῖς παροῦσι καιροῖς ἐπιμελούμενον ἔν τισιν ἐπαρχίαις, ὥσπερ καί ἐνταῦθα ἐν Κωνσταντινουπόλει καθ’ ὑπέρμετρον τρόπον, χαίρομεν καί εὐφραινόμεθα τῷ πνεύματι καί ἐκ μέσης ψυχῆς εὐχόμεθα τοῖς συνεργοῦσι καί βοηθοῦσι καί ἐλεοῦσι τά τοιαῦτα φροντιστήρια καί κοινά σχολεῖα, τόσον τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ὅσον καί τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων». Λίγο δέ πρίν ἀπό τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τό 1819, προτρέπει τόν κλῆρο, τούς προεστούς καί τό λαό νά ἱδρύσουν παντοῦ σχολεῖα «προθυμηθῆτε ζήλῳ ἐνθέῳ εἰς τό συστῆσαι καί ἀποκαταστῆσαι κοινά σχολεῖα τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί φροντιστήρια τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων κατά χώρας καί τόπους ἁρμοδίους, ἵνα έπιδιδῶσι καί προκόπτωσι τά τέκνα ὑμῶν...διοριζόμενοι διδασκάλους ἐπιμελεῖς εἰς ἐκπαιδευσίαν καί μάθησιν καί χρηστοήθειαν τῶν διδασκομένων μαθητῶν, συντρέχοντες καί βοηθοῦντες ἰδίᾳ τε καί κοινῶς εἰς τό θεόσδοτον τοῦτο χρῆμα τῆς παιδείας»lx.

Δυστυχῶς τόν 19ο αἰώνα, κλονίστηκε ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ ἑνιαία ὀργάνωσή τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ λαοῦ, ἀπό δύο μεγάλα προβλήματα. Πρῶτον, ἀπό τήν ἔκρηξη τοῦ κατευθυνόμενου ἐθνοφυλετισμοῦ σέ πολλούς ὀρθόδοξους λαούς καί δεύτερον ἀπό τή βαθμιαία εἴσοδο στήν Ἀνατολή τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος τῆς Δύσης.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μπροστά καί στή νέα αὐτή πραγματι-κότητα, κατόρθωσε νά ἀνταποκριθεῖ στό καθῆκον καί τό χρέος, πού τοῦ ἐπέβαλλαν οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. 'Ετσι, τόν Αὔγουστο τοῦ 1872 μέ τόν «Ὅρον» τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τοπικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καταδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμόlxi. Γιά δέ τό πρόβλημα τῆς δουλικῆς στροφῆς τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ πρός τή Δύση, ἀντέδρασε καί καταδίκασε τήν ἀπό μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν μισσιοναρίων «λίαν μεθοδικῶς διενεργου-μένην προπαγάνδαν»lxii. Ἐπανέκδωσε τήν ἐπιστολή Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως «Βιβλιάριον κατά Λατίνων...»lxiii. Ἀνασυνέστησε τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, πού ἔγινε «ἡ ζωογόνος πνοή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας καί τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί ὁ ἀναμεταδότης φάρος τῆς ὀρθόδοξης παρακαταθήκης, πού ἀναρριπίζει καί συντηρεῖ τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Γένους, ἀπέναντι στόν κατακτητή, ἀλλά καί στούς ἄλλους λαούς, πού εἶχε ὑποδουλώσει.»lxiv. δρυσε τό 1831 στή Μονή Παναγίας Καμαριωτίσσης τῆς Χάλκης, τό «Ἑλληνικόν Φροντιστήριον», τό 1839 στό Φανάρι, τήν Κατηχητική ἤ Ἱερατική Σχολή, καί τό 1844, στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Χάλκης, τήν Ἱερά Θεολογική Σχολή. Ἐπίσης συνέστησε τήν «Πατριαρχικήν Κεντρικήν Ἐκπαιδευτικήν Ἐπιτροπήν ἐν Κωνσταντινουπόλει» γιά τήν ἐποπτεία τῆς παρεχόμενης ἐκπαίδευσης, τοῦ διορισμοῦ καί τῆς ἀπόλυσης τῶν διευθυντῶν καί τοῦ διδακτικοῦ προσωπικοῦ τῶν ἀνωτέρων, κοινῶν καί ἰδιωτικῶν σχολείων καί γιά τήν ἔγκριση τῶν διδακτικῶν βιβλίων, τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων, τή σύσταση σχολείων καί τόν ἔλεγχο τῶν πόρων λειτουργίας τουςlxv.

Μέ αὐτά καί ἄλλα πολλά, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο βοήθησε, κατά τόν Γεώργιο Χασιώτη, ἔτσι ὥστε παράλληλα μέ τή βίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης νά ὀργανωθεῖ ἡ ἑλληνική παιδεία καί νά ἀποτελέσει τόν δεύτερο παράγοντα μείζονος σημασίας, πού συνέβαλε στή διαμόρφωση καί τή συντήρηση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησηςlxvi.

Μετά τή Συνθήκη τῆς Λωζάνης (1923) καί τήν ἵδρυση τῆς Τουρκικῆς δημοκρατίας τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «θεωρεῖται πρόσωπον ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἐμφανίζον τήν μορφήν μιᾶς ἐλευθέρας Ἐκκλησίας μέσα εἰς ἕν λαϊκιστικόν θρησκευτικῶς ἀδιάφορον κράτος, μέλη τοῦ ὁποίου κατἀπόλυτον πλειοψηφίαν εἶν-αι μουσουλμάνοι»lxvii καί συνεχίζει τή δράση του ὡς θρησκευτικό καί πνευματικό μόνο καθίδρυμα. Τά προνόμια, πού εἶχαν ἀναγνωρισθεῖ ἀπό μέρους τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων ἔπαυσαν νά ὑφίστανται. Οἱ Γενικοί Κανονισμοί τοῦ 1860 ἔπαυσαν νά ἰσχύουν. Ἔτσι τό Πατριαρχεῖο λειτουργεῖ χωρίς ἐσωτερικό κανονισμό ἀλλά μόνο μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς ἐκκλησιαστικές διατάξεις, τά πατριαρχικά καί συνοδικά ἔγγραφα καί τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα, πού προσαρμόζονται κάτω ἀπό ἕνα πνεῦμα ἐκκλησιαστικό ἀνάλογο κάθε φορά μέ τίς ἐμφανιζόμενες περιστάσεις. Ἔπαυσε νά ὑπάρχει τό Μικτό Συμβούλιο. Ἔτσι οἱ λαϊκοί δέ μετέχουν πιά στή διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, καί ἡ ἐκλογή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη γίνεται ἀπό τήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο, μέ πρόεδρο τόν πρῶτο κατά τήν τάξη ἱεράρχη καί παίρνουν μέρος σ’αὐτή μόνο οἱ μητροπολίτες πού βρίσκονται στήν Πόλη.

Μετά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν μεταξύ Τουρκίας και Ἑλλάδος, ἡ συρρίκνωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού προέκυψε ἀπό τήν φυγή τῶν ὀρθόδοξων πληθυσμῶν ἀπό τίς προγονικές τους ἑστίες στόν Πόντο, Θράκη καί Μ. Ἀσία, πού ἀποτελοῦσαν καί τόν ἱστορικό γεωγραφικό χῶρο τῆς ἐκκλησια-στικῆς του δικαιοδοσίας, συνετέλεσε σήμερα οἱ ρωμηοί ὀρθόδοξοι νά ἔχουν παραμείνει ἐλάχιστοι μόνο στήν Πόλη καί στά νησιά Ἴμβρο καί Τένεδο.

Σήμερα στήν Τουρκία ἐκτός ἀπό τίς «περιστατούμενες» Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ὑπάρχουν 4 Μητροπόλειςlxviii καί ἡ Ἀρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεωςlxix.

Ἀπό τούς πληθυσμούς, πού ἐγκαταστάθηκαν πέραν τῆς Ἑλλάδος στήν Εὐρώπη, στήν Ἀσία, στήν Ἀμερική, στήν Αὐστραλία καί στή Νέα Ζηλανδία ἱδρύθηκαν 25 νέες Ἐπαρχίες τοῦ Θρόνουlxx. Στή δέ Ἑλλάδα ὑπάρχουν Ἐπαρχίες , πού ἀνήκουν στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, ὅπως: 1) Ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, πού ἀποτελεῖται ἀπό μία Ἀρχιεπισκοπή καί 8 Μητροπόλειςlxxi, 2) Οἱ 5 Μητροπόλεις στά Δωδεκάννησαlxxii. καί 3) Οἱ 36 Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν, πού μέ Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο στίς 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1928 ἡ διοίκησή τους ἀποφασίσθηκε «ὅπως…διεξάγηται ἐφεξῆς ἐπιτροπικῶς ὑπό τῆς πεφιλημένης Ἁγιωτάτης Ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»lxxiii.

Ἐπίσης στήν ἄμεση δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνήκουν ντός τῆς Τουρκίας δέκα Ἱερές Σταυροπηγιακές Μονέςlxxiv καί ἑπτάlxxvἐκτός Τουρκίας, ὅπως καί ἑπτάlxxvi Ἱδρύματα καί πέντεlxxvii Ὀργανισμούς.

Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος, εἶναι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία καί τό κατ’ ἐξοχήν Κέντρο ἑνότητας ὅλων τῶν κατά τόπους αὐτοκέφαλων ἤ αὐτόνομων Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν στήν ὀρθή πίστη καί στήν κανονική τάξηlxxviii, ἀλλά καί ὁ συνδετικός κρῖκος μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης. Εἶναι τό μεγάλο μοναστήρι, πού εὔχεται ἀδιάλειπτα «ὑπέρ... τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Εἶναι τό κέντρο ἐργασίας καί προ-σφορᾶς ὑπέρ τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἑνότητας. Εἶναι τό κέντρο, πού δέν ἀποκλείει καί οὔτε ἀντιστρατεύεται τήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη.

Ἡ οἰκουμενιστική δραστηριότητα τοῦ Θρόνου τίς τελευταῖες δεκαετίες εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν συμπύκνωση τῶν συναντήσεων καί ἐπαφῶν, πού μέ τό δημιουργικό ἔργο τῆς ἀγάπης βοήθησε στήν ἄρση παρεξηγήσεων καί στήν ἀλλαγή κλίματος. Ἄρχισαν θεολογικοί διάλογοι ἀγάπης σχεδόν μέ ὅλους τούς χριστιανούς μέ ἀπώτερο στόχο : «Ἵνα τό αὐτό λέγωμεν πάντες, καί μή ἧ ἐν ἡμῖν σχίσματα, ὦμεν δέ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» γιατί «οὐ μεμέρισται ὁ Χριστός». (Α΄ Κορινθ. α΄, 10 καί 13).

Ἀπό τό Διορθόδοξο καί Διαχριστιανικό ἔργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετά τό 1923 θά ἐπισημάνουμε ἐδῶ μόνο τά Πανορθόδοξα Συνέδρια καί τίς Πανορθόδοξες Ἐπιτροπές, Διασκέψεις, Συνόδους καί Συνάξεις, πού συνεκάλεσε γιά τήν κοινή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο καί τήν ἐπί-λυση ἐνδοεκκλησιαστικῶν προβλημάτων.

Ἔτσι, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τή συγκατάθεση τῶν λοιπῶν Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν συγκροτήθηκαν:

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ τοῦ Μεταξάκη

στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 10 Μαΐου μέχρι 8 Ἰουνίου τοῦ 1923, τό Α΄ Πανορθόδοξο Συνέδριοlxxix, γιά τήν ἀπό κοινοῦ ἐξέταση καί μελέτη τοῦ ἡμερολογιακοῦ καί παντός ἄλλου ἐπειγούσης μορφῆς Πανορθοδόξου ζητήματος lxxx.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Φωτίου Β΄

καί στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 8-23 Ἰουνίου τοῦ 1930, ἡ Προκαταρκτική Διορθόδοξος Ἐπιτροπή τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, γιά τήν ὀνομασία καί καταγραφή τῶν θεμάτων πού θά ἀπασχολοῦσαν τήν μέλλουσα Προσύνοδο, πρῶτα τά ὑπό ἐπείγουσαν μορφήν προβάλλοντα ζητήματα τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ Πασχαλίου, καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν στήν Προσύνοδονlxxxi.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Ἀθηναγόρου Α΄

1) στή Ρόδο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 24/9 μέχρι 1/10/1961, ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού συμπλήρωσε τόν κατάλογο θεμάτων τῆς μελλούσης Προ-συνόδου καί πρότεινε τήν καλλιέργεια φιλικῶν σχέσεων μέ τίς Ἀντιχαλκηδόνιες (Ἀρχαῖες ἤ Μεταχαλκηδόνιες ἤ Ἐλάσσονες) Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆςlxxxii, πρός ἀποκατάσταση τῆς ἑνώσεως καί τή μελέτη τῆς ἱστορίας, τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, καί τή συνεργασία μαζί τους σέ οἰκουμενικά συνέδρια πάνω σέ πρακτικά θέματαlxxxiii «εἰς στήριξιν τῆς πίστεως, εἰς θεραπείαν τῶν ἀναγκῶν καί εἰς πύργωσιν τῆς ἐν ἑνότητι καί ἀγάπῃ ἰσχύος τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας»,

2) στή Ρόδο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 26/9 μέχρι 1/10/1963, Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἀποφάσισε νά προτείνει στούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἔναρξη διαλόγου «ἐπί ἴσοις ὅροις»lxxxiv,

3) στή Ρόδο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκαν ἀπό 1 μέχρι 15/11/1964, ἡ Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, «ἐπί τῷ σκοπῷ ἀφ’ἑνός μέν τῆς μελέτης καί ἐξετάσεως τῶν καθ’ἕκαστα τοῦ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Β΄ Πανορθοδόξῳ ἐν Ρόδῳ Διασκέψει τοῦ παρελθόντος σωτηρίου ἔτους 1963, ἀποφασισθέντος Διαλόγου ἐπί ἴσοις ὅροις, καί δή εἰδικώτερον τοῦ καθορισμοῦ τοῦ χρόνου καί τοῦ τρόπου τῆς ἀναγγελίας καί ἐνάρξεως αὐτοῦ, ὡς καί τοῦ περιεχομένου καί τῶν τόμέων, ἐφ’ὧν ἤθελεν οὗτος ἐπεκταθῆ ἐν καιρῷ, ἀφ’ἑτέρου δέ τῆς μελέτης καί ἀποφάσεως περί συστάσεως Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, πρός συνέχισιν τῶν Θεολογικῶν Συζητήσεων μετά τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀγγλικανικῆς καί Παλαιοκα-θολικῆς»lxxxv,

4) στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 8 μέχρι 15/7/1968, Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, πού ἐξέτασε τά θέματα:

Α.- μελέτη καί κατάρτιση σχεδίου πού θά καθορίζει τόν τρόπο τῆς διά διορθοδόξου συνεργασίας προπαρασκευῆς τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού θά ἀποφανθεῖ γιά τά θέματα τοῦ καταλόγου τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως,

Β.- θεώρηση τῆς προόδου, πού ἔγινε μέχρι τώρα καί αὐτῶν πού πρέπει νά γίνουν στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τους 1) Ρωμαιοκαθολικούς, 2) τούς Ἀγγλικανούς, 3) τούς Παλαιοκαθολικούς, 4) τούς Μεταχαλκηδονίους καί τούς Λουθηρανούς.

Γ.- ἐξέταση τοῦ τρόπου τῆς συστηματικώτερης καί πληρέστερης ὀρθό-δοξης προσφορᾶς στό ἔργο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν γενι-κῶς καί ἰδιαίτερα ἐν ὄψει τῆς Δ΄ Γενικῆς Συνέλευσης αὐτοῦ στήν Οὐψάλαlxxxvi.

5) στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 16 μέχρι 28/7/1971, συγκροτήθηκε ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, κατά τήν ὁποία παρουσιάστηκαν εἰσηγήσεις πάνω σέ 6 θέματα ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου (1961)lxxxvii.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Δημητρίου Α΄

στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης :

1)Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 21 μέχρι 30/11/1976,Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού εἶχε «ὡς ἔργον τήν προαγωγήν τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη-σίας»lxxxviii,

2) Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 3 μέχρι 12/9/1982, ἡ Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔλαβε ἀποφάσεις «προτεινόμεναι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἐπί τῶν θεμάτων α.-Κωλύματα γάμου, β.-Ἀναπροσαρμογή τῶν περί νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων συμφώνως ταῖς ἀπαιτήσεσι τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, γ.- Ἡμερολογιακόν ζήτημα δ.-Τοῦ καθορισμοῦ κατά πόσον εἶναι δυνατόν εἰς τό μέλλον νά χειροτονῶνται ἐπίσκοποι ἐκ μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν ἁπλῶς τήν εὐχήν τῆς ρασοφορίας καί οὐχί μόνον ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τό μέγα Σχῆμα καί ε.-Ἐπί τοῦ θέματος καταρτισμοῦ τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως τῆς προσεχοῦς Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως»lxxxix,

3) Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 14 μέχρι 23/2/1986, ἡ Β΄ Διορθόδοξος Προσυνοδική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού ἔλαβε ἀποφάσεις «προτεινόμεναι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἐπί τῶν θεμάτων α.-Νηστεία, β.- Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο, γ.- Σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί δ.- Συμβολή τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἐπικράυηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν καί ἄρση τῶν φυλετικῶν διακρίσεων» xc

4) Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 28/10 μέχρι 6/11/1986, ἡ Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔλαβε ἀποφάσεις «προτεινόμεναι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἐπί τῶν θεμάτων α.-Ὀρθόδοξος Διασπορά, β.-Τό αὐτοκέφαλον καί τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, γ. Τό αὐτόνομον καί τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καί δ.-Δίπτυχα»xci.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Βαρθολομαίου Α΄

1) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐγένετο ἀπό 13 μέχρι 15/3/1992, ἡ Α΄ Σύναξη τῶν προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ σκοπό, «ὅπως «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» διαδηλωθῇ πανηγυρικῶς ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί διακηρυχθῇ ἡ κοινή θέσις τῶν Ἀρχηγῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπί σοβαρῶν καί ἐπειγόντων θεμάτων, ἀπασχολούντων σήμερον τόν ἄνθρωπον, μάλιστα δέ είς περιοχάς, ἔνθα διαβιοῦσιν Ὀρθόδοξοι λαοί»xcii,

2) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 29 μέχρι 31/8/1992, ἡ Α΄ Γενική Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, «ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀμοιβαίας ἡμῶν πάντων ἐνημερώσεως καί στηρίξεως καί ἀνταλλαγῆς σκέψεων κατ’ αὐτήν ἐπί τῆς ἱερᾶς ἡμῶν διακονίας» xciii,

3) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 30 μέχρι 31/7/1993, ἡ Α΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, μέ σύμπραξη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καί Ἑλλάδος, γιά τήν ἀντιμετώπιση ἀντικανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν δραστηριοτήτων τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Διοδώρου, δύο Ἀρχιεπισκόπων καί τεσσάρων κληρικῶν αὐτοῦ xciv,

4) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο στίς 14/12/1993, ἡ Β΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔπειτα ἀπό τή συνάντηση, πού εἶχε εἰς τό Φανάρι ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Διόδωρος μέ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τούς ἐκπροσώπους τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καί Ἑλλάδος τήν 20ην Νοεμβρίου τοῦ 1993 καί τήν δοθεῖσαν ἀπ’ αὐτόν ὑπόσχεση καί διαβεβαίωση, ἀποφάσισε μόνο τήν ἀποκατάσταση τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καί ἐπέβαλε τόν ἀφορισμόν εἰς τόν κ. Νικόλαον Σωτηρόπουλον, γιά τό ὅτι ὑποκινοῦσε τόν λαό σε ἀνταρσία καί ἀπείθιαxcv,

5) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο στίς 21/4/1994, ἡ Γ΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔπειτα ἀπό τίς αἰτήσεις μετανοίας, πού κατέθεσαν οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι καί δύο κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἀποφάσισε τήν ἀποκατάστασή τουςxcvi,

6) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 1 μέχρι 4/9/1994, ἡ Β΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργεία» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, μέ θέματα : 1.- Πορεία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδοξίας μετά τῶν ἑτεροδόξων, 2.- Μικτοί γάμοι, 3.- Λειτουργικά προβλήματα στή Διασπορά καί 4.- Ἱερατικαί κλήσεις καί ἐκπαί-δευση τῶν ἱερέωνxcvii,

7) στή Ἱερή νῆσο Πάτμο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐγένετο ἀπό 24 μέχρι 25/9/1995, ἡ Β΄ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, «πρός ἀμοιβαίαν μέν ἐνημέρωσιν καί συντονισμόν τῶν ἤδη ἐν ἐξελίξει εὑρισκομένων κυριωτέρων Πανορθοδόξυ ἐνδιαφέροντος θεμάτων, πρός διερεύνησιν δέ ἀπό κοινοῦ ἐνδεχομέ-νως ἐπιβαλλομένων καιρίων Πανορθοδόξου πρωτοβουλίας ἐνεργειῶν, ἐν ὄψει τῆς ὁσονούπω ἀρχομένης τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας» xcviii,

8) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 1 μέχρι 3/9/1996, ἡ Γ΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργεία» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, μέ θέμα : «Ἡ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν προκλήσεων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ»xcix,

9) στίς ἐγκαταστάσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου καί μετά ἀπό Ἀπόφαση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διοργανώθηκε ἀπό τό Γραφεῖο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ε.Ε., ἀπό 29 Ὀκτωβρίου μέχρι 1 Νοεμβρίου 1997, Διορθόδοξο Συνέδριο μέ θέμα: «Ὁλοκλήρωσις καί καταλλαγή ἐν Εὐρώπῃ»c,

10) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 29 μέχρι 31/8/1998, ἡ Δ΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, μέ θέμα: «Ἐν ἐπιγνώσει Ὀρθόδοξοι»ci,

11) στήν Ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας στή Σόφια, ἀπό 30/9 μέχρι 1/10/1998, μετά ἀπό αἴτηση τοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἡ Δ΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, μέ θέμα: «τήν ἀντιμετώπισιν καί λύσιν τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα προεκάλεσε τό ἐν ἔτει 1992 δημιουργηθέν ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Βουλγαρίας Σχίσμα»cii,

12) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις ἐκδηλώσεις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 2000 χρόνων ἀπό τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. 1) ἀπό 18 μέχρι 25 Ἰουνίου 1999, τό Παγκόσμιο Συνέδριο Ὀρθόδοξης Νεολαίας μέ θέμα «Οἱ Νέοι εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς τρίτης Χιλιετίας»ciii, 2) ἀπό 28 Αὐγούστου μέχρι 2 Σεπτεμβρίου 1999, τό Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο, μέ θέμα «Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου - Προκλήσεις καί προβληματισμοί τοῦ 2000»civ, 3) ἀπό 27 Νοεμβρίου μέχρι 2 Δεκεμβρίου 1999, ἡ Μείζων Κληρικολαϊκή Συνέλευση, μέ θέμα «Ἡ Ἐνορία, κύτταρον τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας - Βιουμένη πραγματικότης, σύγχρονοι προσανατολισμοί καί προκλήσεις»cv καί 4) ἀπό 23 μέχρι 27 Δεκεμβρίου 1999, ἡ Ἱερά Σύναξης τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων. Τήν 26η Δεκεμβρίου ἔγινε συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων στό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τῆς Νίκαιας τῆς Βιθυνίας, κατά τό ὁποῖο ἀναγνώσθηκε τό Μήνυμα τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων πρός τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν τους καί πρός ὅλο τόν κόσμο γιά τήν τρίτη μετά Χριστόν χιλιετίαcvi,

13) στήν δρα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἀπό 5 μέχρι 6/1/2000, Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, «ἐπί τῇ ἐνάρξει τῶν ἑορτασμῶν τῆς δισχιλιοστής ἐπετείου ἀπό τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»cvii,

14) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 1 μέχρι 3/9/2002, ἡ Ε΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνουcviii, μέ κεντρικόν θέμα «Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἡ πρακτική συνέπεια αὐτῶν διά τόν σύγχρονον ἄνθρωπον»

15) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο στίς 30 Ἀπριλίου 2004 καί 4 Ἰουνίου 2004, ἡ σύγκληση Α΄ καί Β΄ Μείζονος Ἁγίας καί Ἱερᾶς Ἐνδημούσης Συνόδου, γιά τήν προάσπιση «τῶν κανονικῶν Δικαίων τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι»cix,

16) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καί ἔπειτα ἀπό ἔκκληση τῆς Ἱεραρχίας καί Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητας τῶν Ἱεροσολύμων μέ τήν παρουσία τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων, τῶν Ἀρχιεπισκόπων Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας καί Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, τοῦ Μητροπολίτου Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας καί ἐκπροσώπων τοῦ Πατριαρχείων Ἀντιοχείας, Ρωσίας καί Ρουμανίας, τῆς Γεωργίας, Κύπρου καί τῆς Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐγένετο στίς 24 Μαΐου 2005 ἡ Σύγκληση Πανορθοδόξου Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, πρός ἐξέταση τῶν δυσαρέστων ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων στούς κόλπους τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία «κατόπιν μακρῶν διαβουλεύσεων ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν νά ἀπευθύνῃ ἀδελφικήν ἔκκλησιν πρός τόν Μακ. Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κ. Εἰρηναῖον ὅπως οἰκειοθελῶς ὑποβάλῃ τήν παραίτησιν αὐτοῦ. ... Τοῦ Μακ. Πατριάρχου κ. Εἰρηναίου ἀρνηθέντος νά δεχθῇ τοῦτο, ἡ Σύνοδος τῶν προκαθημένων ἀπεδέχθη ἔναντι τριῶν ἐπεχόντων τήν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων περί ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν, ὅπερ συνεπάγεται τήν διαγραφήν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Διπτύχων»cx,

17) στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης καί στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔγινε μετά ἀπό αἴτηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μέ τήν παρουσία τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων καί τή συμμετοχή ἀρχιερέων τῶν ἀνωτέρω Ἐκκλησιῶν στίς 17 Μαῒου 2006, ἡ Σύγκληση Ἱερᾶς Διευρημένης Συνόδου για τήν ἐξέταση τοῦ ἀπασχολοῦντος τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν Κύπρου Ἀρχιεπισκοπικοῦ ζητήματος, καί ἀποφάσισε, ὅτι «Ἡ Ἱερά Σύνοδος μετά βαθείας λύπης διεπίστωσεν ὅτι ἡ ὑγιεία τοῦ ἀσθενοῦντος Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου ἔχει κλονισθῇ σοβαρῶς ἀπό τετραετίας καί εἶναι μή ἀναστρέψιμος,κατόπιν δέ σχετικῶν εἰσηγήσεων τῶν Μητροπολίτου Πάφου Χρυσοστόμου καί Ἐπισκόπου Κύκκου Νικηφόρου καί γενομένης μυστικῆς ψηφοφορίας, δι’ ηὐξημένης πλειοψηφίας ἐκήρυξε τόν Θρόνον τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου ἐν χηρείᾳ, ...»cxi,

18) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μεταξύ 13-18 Σεπτεμβρίου 2007 Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο μέ θέμα: Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μέ τήν εὐκαιρία τῆς 1600ης ἐπετείου ἀπό τῆς κοιμήσεώς του (407). Στό Διεθνές αὐτό Συμπόσιο ἐκπροσωπήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Κύπρου, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας, Φιλλανδίας καί Ἐσθονίας, ἐπίσης δέ καί οἱ Θεολογικές Σχολές ἤ Ἰνστιτοῦτα Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης, Ἁγίας Πετρουπόλεως, Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, Σαμπεζύ Ἑλβετίας, Μονάχου Γερμανίας, Βουκουρεστίου, Σιμπίου καί Ἰασίου Ρουμανίας, Ἁγίου Κλήμεντος Σόφιας καί Joensuu Φιλλανδίας. Παρέστη καί ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος. Ἐπίσης προσεκλήθηκαν καί συμμετεῖχαν περί τούς ὀγδόντα διαπρεπεῖς ἐρευνητές τοῦ βίου, τοῦ θεολογικοῦ ἔργου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας τοῦ μεγάλου Πατρός καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο ἀπό τίς Ὀρθόδοξες, ἀλλά καί ἀπό τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίεςcxii,

19) στό Σαμπεζύ Γενεύης καί στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μεταξύ 6-12 Ἰουνίου 2009, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμε-νικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ Δ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη μέ θέμα: «Ἡ συζήτησις ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς κανονικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς»cxiii.

Μετά ἀπό τίς παραπάνω πληροφορίες, γιά τή δραστηριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού κάτω ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες ἐπιτελεῖ, διαφαίνεται ἄνετα ὅτι συνεχίζει μέ βαθειά συναίσθηση εὐθύνης καί μέ ἀπαράμιλλο ἐνδιαφέρον καί ζῆλο τό Διορθόδοξο καί Διαχριστιανικό του ἔργο γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν καί τήν ὑψηλή διαχρονική ἀποστολή του, ὡς φορέως τῆς ἀποστολικότητας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου καί Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστοῦ.

Αὐτή ἡ ταπεινή καί σταυρική πρωτόθρονη διακονία τῆς τοῦ ἀνδρείας ἐπωνύμου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ναγνωρίζεται ς πρώτη μεταξύ σων γιά τή συγκρότηση το θεσμο «τς π' ορανόν ρθοδοξίας, τῆς ὁποίας αὕτη εἶναι ἡ σπονδυλική στήλη» καί καλεται ὡς σύνδεσμος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί συντονιστής τῶν ἐνεργειῶν τους καί κέντρον οἰκουμενικῆς διακονίας καί προσευχῆς, νά εαγγελίζεται μέ θάρρος καί μέ πίστη «τά μεγαλεα το Θεοῦ» .

Χρστος Κ. Τσούβαλης

Ἄρχων Ὀστιάριος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,

Θεολόγος

iὙποσημειώσεις:


 Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Ἱεραποστολή: Συνέπεια ἤ προϋπόθεση τῆς Καθολικότη-τας τῆς Ἐκκλησίας», Σύναξη, 76(2000), 72.

ii Ἰωάννου 1, 39.

iii Μάρκου 16, 7.

iv Ματθαίου 28, 19-20.

v Πράξεις 1, 14.

vi Πράξεις 1, 8.

vii Πράξεις, 2, 11. Πρβλ. Χρήστου Βάντσου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρότυπον ἱεραποστόλου», Ἀναφορά εἰς μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986., τ. Α΄, Γενεύη 1989, 355-367. (Εἰς τό ἑξῆς: Ἀναφορά...Σάρδεων Μαξίμου...)

viii Σιγιλλιῶδες Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Γ΄, τό ὁποῖον ἐξεδόθη τόν Μάϊον τοῦ 1845. Ἀποστόλου Δ. Μέξη, Ἡ ἐν Χάλκῃ Ἱερά Θεολογική Σχολή, Κωνσταντινούπολις 1933, 57-63.

ix  Πρβλ. Παναγιώτου Ἰ. Σπυροπούλου, Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, Ἱστορία λειψάνων, κειμηλείων καί ναῶν του, Πάτραι 1986, 10-13. Χ. Πατρινέλλη, «Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος, Ἁγιολογία», Θ.Η.Ε. 2(1963), 665-667. Χαρίτωνος Πνευματικάκι, Ἀρχιμ., Ὁ Πρωτόκλητος, Πάτραι 1964, ὑποσημείωσις 1, 58--59.

x Analecta Bollandiana, 13 (1894), 358.

xi Migne, P.G., 28, 1105.

xii Ἰωάννου, 1, 43.

xiii Migne, P.G., 100, 1043-1044.

xiv « Τόσον διά τῶν ἐπιστολῶν του (ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης) ὅσον καί διά τῆς Ἀποκαλύψεως λαμβάνομεν ἰδέαν τινά περί τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου του ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ κατά τό τελευταῖον τμῆμα τοῦ Α΄ αἰῶνος». Σάββας Ἀγουρίδης, «Ἰωάννης ὁ Ἀπόστο-λος», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, (Θ.Η.Ε.), 6(1965), 1133.

xv Ἀμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἐκκλησιαστικοί Νόμοι, Ἀθῆναι 2 1949, 36 (Εἰς τό ἑξῆς, Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες...).

xvi Leclercq, Le canon troisieme du Concile de 381, Hefele-Leclercq, Histoire des Conciles 2, Append. III, σσ. 1260-70.

xvii Παρθενίου Πολάκη, Ἱστορικαί προϋποθέσεις τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Κωνσταντινου πόλεως, σ. 83.

xviii «...τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καί τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμα-σι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν. ...» Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες..., 59.

xix Ἰουστινιάνειος Κῶδιξ, 1. 2. 24.

xx Χρυσοστόμου Σ. Κωνσταντινίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νυμφαγωγός τῶν λαῶν εἰς Χριστόν. Λόγος ἐκφωνηθείς ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου τῇ 30ῇ Νοεμβρίου 1952», Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ «Ἀποστόλου Ἀνδρέου», 2(1952), φύλλ. 76 κ.ἑ., Τάδε λέγει Πατριαρχικός Ἄμβων, Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, 24. ( Εἰς τό ἑξῆς : Κωνσταντινίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία...»)

xxi Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Α΄, 18 καί 19, Migne, P.G., 67, 121. 125.

xxii Πρβλ. Γεωργίου Θεοδωρούδη, «Τό ἱεραποστολικόν ἔργον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Βασικά γνωρίσματα». Κληρονομιά, 25(1993), 157-178. Χρήστου Βάντσου, «Τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας σήμερα»., Ἐπιστημονική παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, τ.Δ΄, Ἀθῆναι 1997, 139-152.

xxiii Παν. Χρήστου Κ., «Ἰωάννης ὁ Α΄ ὁ Χρυσόστομος.», Θ.Η.Ε., τ. 6 (1965), 1174.

xxiv Ἀθανασίου Ἀρβανίτου , «Ἀρμενία», Θ.Η.Ε., 3(1963), 172-173.

xxv Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ, Χρονογραφία, Α΄ ἔκδ.Βόννης, 336.

xxvi Migne, P.G., 86, 2740.

xxvii Προκοπίου τοῦ Καισαρέως, Περί κτισμάτων, 3,6, ἔκδ.Βόννης, 258.

xxviii Προκοπίου τοῦ Καισαρέως, Γοτθικοί πόλεμοι, ἔκδ. Βόννης, 2, 14, 204.

xxix Γιαννουλάτου, «Βυζάντιον...», 27.

xxx Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, «Πρός τόν ἴδιον υἱόν Ρωμανόν», Migne., P.G., 113, 284-292.

xxxi Γιαννουλάτου, «Βυζάντιον...», 39-49.

xxxii Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ , «Ρωσική Ἐκκλησία», Θ.Η.Ε., 10(1967), 978-982.

xxxiii Κωνσταντινίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία...», 26-27.

xxxiv Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κανονάριον - ἐπετηρίς 1991, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ιγ΄- ιδ΄. (Εἰς τό ἑξῆς: Φειδᾶ, «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο»)

xxxv Ἀποστόλου Βούλγαρη, Ἐπισκόπου Μιλήτου, Ἡγουμένου Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας., «Ὁ ἐθναρχικός ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», Ἀναφορά...Σάρδεων Μαξίμου..., Α΄, 337.

xxxvi Ἰωάννου Σοκόλωφ, «Τό Βυζάντιον φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀνάτυπο ἀπό τόν Ἐκκλησιαστικόν Φᾶρον, 10-11, 49-50 καί 38-39.

xxxvii Μαξίμου (Χρηστοπούλου), Μητροπολίτου Σάρδεων, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972, 294-295.

xxxviii Ἀθανασία Ἀναγνωστοπούλου, Οἱ μεταρρυθμίσεις τοῦ Τανζιμάτ καί τό θεσμικό πλαίσιο του Μιλλέτ τῶν Ρωμιῶν. Πατριαρχεῖο, Κοινοτικοί θεσμοί, Παιδεία.,Ἡ παρουσία τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων στήν Κωνσταντινούπολη τόν 19ο αἰώνα, Πρακτικά Ἀθήνα, 5 Ὀκτωβρίου 1996, Ἀθήνα 1997, σ.55.

xxxix Βλάσ. Ἰ. Φειδᾶ, «Ἡ παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας», Κοινωνία, 26(1983), 125-137.

xl Τά σχολεῖα αὐτά ἐλέγοντο Γυμνάσια, Φροντιστήρια, Διδασκαλεῖα, Ἀκαδημίες ἤ Ἀκαδήμειες, Μουσεῖα ἤ Ἑλληνομουσεῖα.

xli Ἅγιον Ὄρος, Αἴνος, Ἀνδρονίκειον, Ἀργυρόκαστρον, Βέρροια, Βρύουλα ἤ Βουρλᾶ, Ἔφεσος, Θεσσαλονίκη, Ἰωάννινα, Καισάρεια, Κίος, Κυδωνία, Μεσημβρία, Μουδανιά, Μυτιλήνη, Νάξος, Νεάπολις, Νικομήδεια, Πέργαμος, Προῦσα, Σάμος, Σέρραι, Σιάτιστα, Σινώπη, Σμύρνη, Σωζούπολις, Τραπεζοῦς, Φιλαδέλφεια, Χίος, κ.ἄ.

xlii Μετά ταῦτα διδάσκουν καί διευθύνουν διάφοροι ἐπιφανεῖς λόγιοι, ὅπως οἱ Ἰωάννης καί Θεοδόσιος Ζυγομαλᾶς, Κύριλλος Λούκαρις, Θεόφιλος Κορυδαλεύς, Ἰωάννης Καρυοφύλλης, Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος, Σεβαστός Κυμενίτης, Εὐγένιος Βούλγαρης, Δωρόθεος Πρώϊος, Κωνσταντῖνος Κούμας, Φιλόθεος Βρυέννιος, Γρηγόριος Παλαμᾶς καί πολλοί ἄλλοι.

xliii Ἀποστόλου Βακαλοπούλου, The Greek Nation 1453-1669, New Brunswick N.J. 1976, 191. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, 223. ( Εἰς τό ἐξῆς, Μεταλληνοῦ, Παράδοση,) Πρβλ. Νικολάου Ζαχαροπούλου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Κοινότητα καί Ἐκκλησία. Ἡ δυναμική παρουσία τῆς Κοινότητας στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. (Ἔκδοση ἀνεκδότου χειρογράφου)», Ἀναφορά...Σάρδεων Μαξίμου, τ. Β΄, Γενεύη 1989, 199-214.

xliv Θεοχάρους Στ. Ἀνεστίδου, «Ἡ μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή κατά τά τελευταῖα χρόνια.», Τά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς Πόλης, Ἀθήνα 1995, 60. (Εἰς τό ἑξῆς, Ἀνεστίδου, «Ἡ μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή...»)

xlv Α. Βακαλοπούλου, Νέα Ἑλληνική Ἱστορία: 1204-1985., Θεσσαλονίκη 31988,81.

xlvi Ν. Βοσταντζή, Παιδαγωγικαί Ἰδέαι Ἰωσήπου τοῦ Μοισιόδακος, Ἀθῆναι 1941, 21.

xlvii Ἅλκη Ἀγγέλου, «Ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ 1669-1821. Ἡ ἐκπαίδευση», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ( Ι. Ε.Ε.), 11(1975), 306α..

xlviii Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1453-σήμερον), Θεσσαλονίκη 1987, 128.

xlix Χρίστου Γ. Πατρινέλη, «Οἱ κρίσιμοι αἰῶνες 1453-1696. Πνευματικός βίος καί παιδεία. Τό πρῶτο πατριαρχικό σχολεῖο», Ι.Ε.Ε., 10(1974), 374α. (Εἰς τό ἑξῆς, Πατρινέλη, «Οἱ κρίσιμοι αἰῶνες 1453-1696...»)

l Χρ. Οἰκονόμου, «Ἡ Ἐθνική πολιτική τοῦ Πατριαρχείου κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς δουλείας: 1453-1821». Ἐκπαιδευτικά Χρονικά, 3, 1933, 60. (Εἰς τό ἑξῆς, Οἰκονόμου, «Ἡ Ἐθνική πολιτική...»)

li Πατρινέλη, «Οἱ κρίσιμοι αἰῶνες 1453-1696...», 131α.

lii Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἀρχιμ., Ὁ Μέγας Διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἅγιος Μακάριος Ἱεροδιάκονος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη 1994, 57.

liii Ἡ ἀρχαιότερη σχολή τῶν Ἰωάννίνων ἦταν τῶν Φιλανθρωπινῶν, πού ἵδρυσε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Σπανοῦ, στό νησί, ὁ Μιχαήλ Φιλανρωπινός, τό 1282, ἑνάμιση δηλ. αἰώνα πρίν ἀπό τήν ἅλωση τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων (1431). Περισσότερα γιά τή Σχολή δέν ξέρουμε. Μόνο ὅτι διατηρήθηκε ὡς τό 1642, ὁπότε διαλύθηκε. Σπ Λάμπ-ρου., «Περί τῆς Παιδείας ἐν Ἰωαννίνοις ἐπί Τουρκοκρατίας». Νέος Ἑλληνομνήμων, 13, 1916, 279. 282.

liv Ἐπ. Κυριακίδου, Βιογραφίαι, Ἀθῆναι 1897, 201.

lv Θ. Φιλαδελφέως, Ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν ἐπί Τουρκοκρατίας: 1400-1800., τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1902, 239.

lvi Δημητρίου Σ. Σαλαμάγκα, Ὁ γνωστός καλόγηρος Κοσμᾶς, Ἀθῆναι 1952, 19-22. Μεταλλη-νοῦ, Παράδοση..., 85-86.

lvii Κ. Κούρκουλα, Λεύκωμα Διδασκάλων τοῦ Γένους, Ἀθήνα 1971, 72

lviii Γιάν. Καρᾶ , Θεόφιλος Καΐρης –Κων/νος Κούμας, Ἀθήνα Gutenberg, 1977, 16.

lix Οἰκονόμου, «Ἡ Ἐθνική Πολιτική...», 11.

lx Γεωργ. Ἀγγελοπούλου, Συλλογή ἐκ τῶν γραφέντων περί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, Ἀθήνησι 1863, 102-107. Πρβλ. Ἑρμής ὁ Λόγιος, 9(1819), 116

lxi «ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ εὐαγγελίου καί τοῖς ἱεροῖς κανόσι τῶν μακαρίων πατέρων ἡμῶν, οἵ καί τήν ἁγίαν ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι καί ὅλην τήν χριστιανικήν πολιτείαν διακοσμοῦντες πρός θείαν ὁδηγοῦσιν εὐσέβειαν» Μαξίμου, Μητρ. Σάρ-δεων, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον..., 330.

lxii Μεταλληνοῦ, Παράδοση..., 301-302.

lxiii Τυπώθηκε γιά πρώτη φορά στήν ΚΠολη τό 1767 καί ἀνατυπώθηκε τό 1839 ἐπί τῆς πατριαρχίας Γρηγορίου τοῦ ς΄ καί τό 1849 ἀπό τὀν Ἠλία Τανταλίδη στούς "Παπιστικούς ἐλέγχους" του.

lxiv Ἀνεστίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή», 56.

lxv Ε.Α., τόμ. 2, ἔτος 1(1881), 166α-β.

lxvi Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Κωνσταντινούπολις 1856-1908. Ἡ ἀκμή τοῦ Ἑλληνισμοῦ., Ἀθήνα 1994, 55.

lxvii Vasil T. Istavridi, «The Ecumenical Patriarchate and the Ottoman state after the fall of Constantinople. Παράρτημα Πρέσβεις καί Γενικοί Πρόξενοι (ΚΠόλεως) εἰς τήν Ὀθωμανικήν αὐτοκρατορίαν καί τήν Τουρκικήν Δημοκρατίαν». Κληρονομία, τ.35. τεύχη Α΄-Β΄. Ἰούνιος-Δεκέμβριος 2003, 126. (Εἰς τό ἑξῆς, Istavridi, «The Ecumenical Patriarchate...»)

lxviii 1. Μητρόπολη Χαλκηδόνος, 2. Μητρόπολη Δέρκων, 3. Μητρόπολη Ἴμβρου καί Τενέδου καί 4. Μητρόπολη Πριγκηποννήσων. Ἡμερολόγιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Η.Ο.Π.), ἔτους 2009, 636-641. (Εἰς τό ἑξῆς : Η.Ο.Π., ἔτους 2009)

lxix Στήν Κωνσταντινούπόλη ὑπάρχουν καί λειτουργοῦν 37 Κοινότητες, 50 Ναοί, 10 Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές, 3 Μετόχια Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 6 Προσκυνήματα, 4 Γυμνάσια-Λύκεια, 12 Δημοτικά Σχολεῖα, 10 Συσσίτια, 8 Φιλόπτωχες δελφότητες, 6 δρύματα, πως τό Νοσοκομεο Βαλουκλ, τό Γηροκομεο, τό Ψυχιατρεο, τό ρφανοτροφεο Πριγκήπου, Θερινή στέγη ργαζομένου κοριτσιο καί Παιδούπολη τς Μονς Μεταμορφώσεως Χριστο Πρώτης, 15 Σύνδεσμοι ὅπως : Γηροκομουμένων Βαλουκλῆ, Μουσικοφίλων, Ἀποφοίτων Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, Ἀποφοίτων Ζωγραφείου, Ἀποφοίτων Ἰωακειμείου, Ἀποφοίτων Ζαππείου, Ἀποφοίτων Κεντρικοῦ, Σύνδεσμος προστασίας ἀπόρων καί ἀσθενῶν παίδων, Μορφωτικός Μεγάλου Ρεύματος, Μορφωτικός Ἁγίου Κωνσταντίνου και Ἑλένης Ὑψωμαθείων, Μορφωτικός καί καλλιτεχνικός Σύνδεσμος Φερίκιοϊ, Ἀθλητικός Σύλλογος Πέραν, Ἀθλητικός Σύλλογος Ταταούλων καί τέλος Ἐρασιτεχνικός Θεατρικός Ὅμιλος Φερίκιοϊ. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 631-635.

lxx 1) Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς, 2) Μητρόπολη Σικάγου (Chicago), 3) Μητρόπολη Πιττσμπούργου (Pittsburgh), 4) Μητρόπολη Βοστώνης (Boston), 5) Μητρόπολη Ντένβερ (Denver), 6) Μητρόπολη Ἀτλάντας (Atlanta), 7) Μητρόπολη Ντητρόϊτ (Detroit), 8) Μητρόπολη Ἁγίου Φραγκίσκου (San Francisco), 9) Μητρόπολη Νέας Ἰερσέης (New Jersey), 10) Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας, 11) Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων καί Μ. Βρεταννίας, 12) Μητρόπολη Γαλλίας, 13) Μητρόπολη Γερμανίας, 14) Μητρόπολη Αὐστρίας, 15) Μητρόπολη Σουηδίας καί πάσης Σκανδιναυῒας, 16) Μητρόπολη Βελγίου, 17) Μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας, 18) Μητρόπολη Ἑλβετίας, 19) Μητρόπολη Ἰταλίας καί Μελίτης, 20) Μητρόπολη Τορόντο, 21) Μητρόπολη Μπουένος Ἄϊρες, 22) Μητρόπολη Μεξικοῦ, 23) Μητρόπολη Χόνγκ Κόνγκ, 24) Μητρόπολη Ἰσπανίας καί Πορτογαλίας, 25) Μητρόπολη Κορέας καί 25) Μητρόπολη Σιγκαπούρης. Ἐπίσης ὑπάγονται στήν ἐκκλησιαστική ἁρμοδιότητα καί δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου α) οἱ Ὀρθόδοξοι Οὐκρανοί τῆς Διασπορᾶς, οἱ Καρπαθορώσσοι τῶν Ἡνωμ. Πολιτ. Ἀμερικῆς καί οἱ Λευκορώσσοι τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς καί β) οἱ Ὀρθόδοξοι Οὐκρανοί τοῦ Καναδᾶ καί γ) ἡ Πατριαρχική Ἐξαρχία τῶν εὑρισκομένων στή Δυτική Εὐρώπη Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως, Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 807-1046.

lxxi 1)Ἡ Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης μέ ἕδρα τό Ἡράκλειο, 2) ἡ Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, 3) ἡ Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αὐλοποτάμου, 4) ἡ Μητρόπολη Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, 5) ἡ Μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων, 6) ἡ Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καί Σητείας, 7) η Μητρόπολη Πέτρας καί Χερρονήσου, 8) ἡ Μητρόπολη Κισάμου καί Σελίνου καί 9) ἡ Μητρόπολη Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου. .Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 677-759

lxxii 1) Ἡ Μητρόπολη Ρόδου, 2) ἡ Μητρόπολη Κώου καί Νισύρου, 3) ἡ Μητρόπολη Λέρου, Καλύμνου καί Ἀστυπαλαίας, 4) ἡ Μητρόπολη Καρπάθου καί Κάσου καί 5) ἡ Μητρόπολη Σύμης. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 761-786.

lxxiii Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1047-1122.

lxxiv 1.Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ, 2.Ἁγίας Τριάδος Χάλκης, 3. Ἁγίου Σπυρίδωνος Χάλκης, 4. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χάλκης, 5. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πριγκήπου, 6. Ἁγίου Νικολάου Πριγκήπου, 7. Ἁγίου Γεωργίου Κουδουνᾶ Πριγκήπου, 8. Μεταμορφώ-σεως τοῦ Σωτῆρος Ἀντιγόνης, 9. Ἁγίου Γεωργίου Καρύπη Ἀντιγόνης καί 10. Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ Πρώτης. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 634.

lxxv 1) Πατριαρχική Ἐξαρχία Πάτμου μέ τή Μοναστική Πολιτεία τῆς ἱερᾶς Νήσου Πάτμου 2) Μοναστική Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους, 3) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας τῆς Χαλκιδικῆς, 4) Ἱερά Βασιλική Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων τῆς Θεσσαλονίκης, 5) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, 6) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στήν Ἀλαμπάμα των Η.Π.Α., 7) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ὁσίας Εἰρήνης τοῦ Χρυσοβαλάντου στήν Ἀστόρια τῆς Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1125-1133, 1134-1138, 1139, 1141, 1142-1144.

lxxvi 1) Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν στή Θεσσαλονίκη, 2) Πατριαρχικό Σταυροπήγιο τοῦ Ὀρθόδοξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης, 3) Πατριαρχικό Ίδρυμα Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς Ἄπω Ἀνατο-λῆς στήν Ἀθήνα, 4) Πατριαρχικό Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο "Πατριάρχης Ἀθηναγόρας" στό Μπέρκλεϊ (Berkeley) Η.Π.Α. και 5) Ἰνστιτοῦτο Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεο-λογίας στό Σαμπεζύ (Chambesy) Γενεύης, 6) Ἵδρυμα Ὑποστηρίξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἀθήνα καί 7) Μή Κυβερνητική Ὀργάνωσις (MKO) OECUMENICA. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1147-1154.

lxxvii 1) Μόνιμη Ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἕδρα τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στή Γενεύη τῆς Ἑλβετίας, 2)Γραμματεία γιά τήν Προπαρασκευή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, 3) Ἀδελφότητα Ὀφφικιάλων τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας "Παναγία ἡ Παμμακάριστος" στήν Ἀθήνα, 4) Γραφεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση στίς Βρυξέλλες καί 5) Γραφεῖο Ἐκπροσωπήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἀθήνα. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1157-1158.

lxxviii «Μέ τή συνεχῆ καί ἀδιάκοπη διακονία τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐνεργοποιήθηκε πληρέστερα ἡ συνοδική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνάδειξη τῆς αὐθεντικῆς σχέσεως μεταξύ τῆς ἐμπειρικῆς βιώσεως καί τῆς δογματικῆς διατυπώσεως τῆς πίστεως τόσο πρίν, ὅσο καί μετά τό μεγάλο σχίσμα τοῦ 1054, ἀξιοποιήθηκε συστηματικότερα ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς παραδόσεως γιά τή μορφοποίηση τῆς θείας λατρείας τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας καί τῶν ποικίλων ἐκφράσεων τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας διατηρήθηκε ἔντονη ἡ ἱεραποστολική εὐθύνη γιά τήν οἰκουμενική ἀκτινοβολία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, καθιερώθηκε τό κριτήριο τῆς πατερικῆς καί τῆς κανονικῆς παραδόσεως γιά τήν ἐξουδετέρωση τῶν καιρικῶν ἤ τοπικῶν τάσεων ὑπερβάσεως τῶν «ὁρίων, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες» κατά τήν ἱστορική διαδικασία τῆς προσαρμογῆς τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως στίς νέες συνθῆκες ἤ στά νέα αἰτήματα κάθε ἐποχῆς, καί τέλος, διαφυλάχθηκε ἡ χαρακτη-ριστική παραδοσιακή πληρότητα τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ βίου.» Φειδᾶ, «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», η΄- θ΄.

lxxix Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1453-σήμερον), Θεσ-σαλονίκη 1987, 91-92.

lxxx Πρακτικά καί Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, Κωνσταντινούπολις 1923, 6-7.

lxxxi Φιλαρέτου Ἀποστ. Βιτάλη, Φώτιος ὁ Β΄, Ἀθῆναι 1965, 131-138. Βασιλείου Ν. Ἀναγνωστοπούλου, Τό Διορθόδοξο καί Διαχριστιανικό ἔργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1923-1987) καί ἡ συμβολή σ’αὐτό τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, Ἀθῆναι 1989, 17-18.

lxxxii Ἰ. Ε. Ἀναστασίου, «Ἡ ἀνάπτυξις τῶν σχέσεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων κατά τήν περίοδον τῆς πατριαρχείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ε.Η.Μ., Ἀθηναγόρας Α΄ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ Ἠπειρώτης, Ἰωάννινα 1975, 287-302.

lxxxiii Χρῆστος Τσούβαλης, «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄, (1 Νοεμβρίου 1948-7 Ἰουλίου 1972)», Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες (1923-1991), Σύνδεσμος τῶν ἐν Ἀθήναις μεγαλοσχολιτῶν, Ἀθήνα 1997, 134.

lxxxiv Μήνυμα τῆς Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ἐν Ρόδῳ, Ὀρθοδοξία, 1963, 445.

lxxxv Πρακτικά τῆς Γ΄ ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως. (1-15 Νοεμβρίου 1964), Α/1.

lxxxvi Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἡ συνελθοῦσα ἐν Γενεύῃ, ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ Κέντρῳ τοῦ Οἰκου-μενικοῦ Πατριαρχείου (8-15 Ἰουλίου 1968), Πρακτικά - Κείμενα. Ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, 1968, 12-13, 109-112.

lxxxvii Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ἰουλίου 1971, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973,147-148. Χρήστου Τσούβαλη, «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ (1 Νοεμβρίου 1948 - 7 Ἰουλίου 1972)», Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες (1923-1991), Ἀθήνα 1997, 136. (Εἰς τό ἑξῆς : Τσούβαλη, «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας...»)

lxxxviii Κληρονομία, τόμος 9, τεῦχος α΄, Θεσσαλονίκη Ἰανουάριος 1977, 201-215.

lxxxix Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔτος 65, τεῦχος 691, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 1982, 195-199.

xc Νίκου Μαγγίνα, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, ἔτος 10, ἀρ. φύλλου 226, Ἀθῆναι 16 Μαρτίου 1986, σ. 1, ἀρ. φύλλου 227, Ἀθῆναι 1 Ἀπριλίου 1986, σ. 7 καί ἀρ. φύλλου 228, Ἀθῆναι 16 Ἀπριλίου 1986, σ. 7.

xci Νίκου Μαγγίνα, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, ἔτος 11, ἀρ. φύλλου 242, Ἀθῆναι 16 Νοεμβρίου 1986, σ. 8 καί ἀρ. φύλλου 243, Ἀθῆναι 1 Δεκεμβρίου 1986, σ. 1. Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994

xcii Ὀρθοδοξία, Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄,Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994, 71-88.

xciii Ὀρθοδοξία, Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄,Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994, 89-110.

xciv Ὀρθοδοξία,Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄,Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994, 136-146.

xcv Ὀρθοδοξία, Τόμος 1ος, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1994, 327-330.

xcvi Ὀρθοδοξία, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1994, 502-504.

xcvii Ὀρθοδοξία, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1994,712-730.

xcviii Ὀρθοδοξία, ἔτος Β΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1995, 355-374.

xcix Ὀρθοδοξία, ἔτος Γ΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1996, 304-334.

c Ὀρθοδοξία, ἔτος Δ΄, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1997, 523-528.

ci Ὀρθοδοξία, ἔτος Ε΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1998, 443-465 καί 493-584.

cii Ὀρθοδοξία, ἔτος Ε΄, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1998, 619-640 καί τό Παράρτημα τοῦ Δ΄ τεύχους μέ τά Πεπραγμένα τῆς ἐν Σόφιᾳ συγκληθείσης Μείζονος καί Υπερτελοῦς Ἱερᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου Λ΄ Σεπτεμβρίου-Α΄ Ὀκτωβρίου 1998, 7-211.

ciii Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-‘Ιούνιος 2000, 216-236.

civ Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος Σεπτέμβριος 2000, 406-415.

cv Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Δ΄ Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2000, 535--560.

cvi Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2000, 567-593.

cvii Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Α΄, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2000 ἔτος Ι΄, τεῦχος Δ΄,Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2003 καί

 Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΒ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2005, 263, 17-26.

cviii Ὀρθοδοξία, ἔτος Θ΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2002, 431-468.

cix Ὀρθοδοξία,ἔτος Ι΄, τεῦχος Δ΄,Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, 839-845, Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΑ΄, τεῦχος Α΄, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2004, 95-96 καί ’Ορθοδοξία, ἔτος ΙΑ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2004, 238-264 καί 340--342.

cx Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΒ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2005, 263-281.

cxi Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΓ΄, τεῦχος Β΄ , Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2006, 227-239.

cxii Ἱστοσελίδα www.ec-patr.org Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Δελτίον Τύπου, Ἀνακοινωθέντα, Διεθνές Ἐπιστημονικόν Συμπόσιον «Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως» ἐπί τῇ 1600 ἐπετείῳ ἀπό τῆς κοιμήσεώς του (407/2007), Πόλις 13-18 Σεπτεμβρίου 2007. Ἀνακοινωθέν.

cxiii Ἱστοσελίδα www.ec-patr.org Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Δελτίον Τύπου, Ἀνακοινωθέντα, Ἀνακοινωθέν τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως. (Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύης 6-12 Ἰουνίου 2009)