11/21/2009

ΧΡ. ΤΣΟΥΒΑΛΗ: "Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως φορέας της αποστολικότητας"



ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ


των Αγίων Ανδρέου του Πρωτοκλήτου

και Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού


του Άρχοντος Οστιαρίου της Μ.τ.Χ.Ε.

Χρήστου Τσούβαλη


Τό ἱεραποστολικό ἄνοιγμα τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο δέν εἶναι μιά δραστηριότητα προαιρετική, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι ἕνας ὅρος θεμελιώδης γιά τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίαςi.

Τό ἔργο αὐτό τῆς ἱεραποστολῆς ἄρχισε μέ τήν πρόσκληση «ἔρχεσθε καί ὄψεσθε»ii, πού ἀπηύθηνε ὁ Κύριος στή Βηθανία καί στίς ἀκτές τῆς Τιβεριάδος σέ δύο μαθητές τοῦ Προδρόμου, ὁ ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἦταν ὁ Ἀνδρέας, πού πρῶτος Τόν ἀκολούθησε καί ἔγινε μαθητής Του. Ἔτσι ὁ Πρωτόκλητος ἄκουσε τρία χρόνια τή διδασκαλία Του καί ἔζησε τά θαύματά Του, ὅπως ὅλοι οἱ μαθητές Του. Ἀλλά καί μετά τήν Ἀνάστασή, Τόν συνάντησε μαζί μέ τούς ἕντεκα στό ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπως τούς εἶχε παραγγείλειiii. Ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε τό ἀναστάσιμο παράγγελμα Του, μέ τό ὁποῖο τούς γνώριζε ὅτι ἐξαποστέλλονται σέ οἰκουμενική ἱεραποστολή, μέ σαφεῖς ἐντολές δραστηριότητας ἀλλά καί μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά εἶναι πάντα μαζί τους, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη,...διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν...»iv. Βέβαια ὅλα αὐτά θά πραγματοποιοῦντο ἐφ' ὅσον θά ἀνέμεναν «ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ»v καί θά ἔπαιρναν «δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»vi.

Ἔτσι μετά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, οἱ Ἀπόστολοι, τό Συμβούλιο τῶν Πρεσβυτέρων καί οἱ Ἀδελφοί ἦταν ἐκεῖνοι, πού καθόρισαν, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν πορεία τοῦ κάθε Ἀποστόλου. Ὁ δέ κόσμος ὁλόκληρος ἔγινε πεδίο ἱεραποστολικῆς δράσης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν προοπτική νά ἀποτελέσει ἕνα λαό, πού θά εὐαγγελίζεται μέ θάρρος καί μέ πίστη «τά μεγαλεῖα τοῦ Θεο»vii. Οἱ Ἀπόστολοι «περιερχόμενοι οὐ γάρ μόνον ἐδίδασκον τάς τῆς ἱερᾶς ἡμῶν πίστεως ἀληθείας ἀλλά καί σχολεῖα συνίστων κατ-ηχητικά καί θεολογικά καί ἄνδρας ἐν αὐτοῖς ἐπ' ἀρετῇ καί παιδείᾳ διαπρέποντας ἐγκαθίστων»viii.

Ὅπως ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἔτσι καί ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος Ἀνδρέας, σύμφωνα μέ τίς ὑπάρχουσες ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές, τήν ἀπόκρυφη γραμματεία καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μαςix, ξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπό τούς συνεργάτες του γιά τή μεγάλη ἱεραποστολική πορεία πρός τή Μικρά Ἀσία, τίς περιοχές γύρω ἀπό τόν Εὔξεινο Πόντο, τή Σκυθία, δηλαδή τή σημερινή νότιο Ρωσία μέχρι τό Δούναβη ποταμό, τή Θράκη, τά μέρη τῆς Προποντίδας καί τοῦ Βοσπόρου, τή Μακεδονία καί στή συνέχεια «διελθών τε τήν Θεσσαλίαν καί Ἑλλάδα...μέτεισι πρός τήν Ἀχαΐαν»x, ὅπου καί τήν καθαγίασε μέ τό μαρτυρικό του θάνατο πάνω στό σταυρό.

Στά μέσα του 5ου αἰώνα, ὁ γνωστός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ἐπίσκοπος Σελευκείας Βασίλειος, ἐκφώνησε τόν πρῶτο, πού σώζεται μέχρι σήμερα, ἐγκωμιαστικό λόγο γιά τόν Ἅγιο Ἀνδρέα. Στό λόγο του αὐτό, τόνιζε ἰδιαίτερα μιά εξέχουσα πλευρά τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Πρωτοκλήτου. «Τοῦτο πρῶτον Ἀνδρέου κατόρθωμα, λέγει ἐπί λέξει ὁ ἱερός Πατήρ, ὅτι ηὔξησε τῶν Ἀποστόλων τόν ἀριθμόν, προσήνεγκε Πέτρον εἰς Χριστόν, ἵνα εὕρῃ Χριστός τόν τῶν μαθητῶν κορυφαῖον, ὥστε καί ἐν οἷς ὕστερον εὐδοκιμῶν ὁ Πέτρος εὑρίσκεται, παρά Ἀνδρέου τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχει τά σπέρματα»xi.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, φέρνοντας τόν Πέτρο στό Χριστόxii, ἔγινε ὄχι μόνο ὁ νυμφαγωγός τοῦ Πέτρου ἀλλά καί ὁ πρόδρομος μιᾶς πολύ μεγάλης ἀποστολικῆς δράσης. Καί τή δράση αὐτή κληροδότησε ὁ Ἅγιος Πρωτόκλητος Ἀπόστολος Ἀνδρέας στίς Ἐκκλησίες πού ἵδρυσε και ἰδιαιτέρως στήν Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ὅπου ἐγκατέστησε σ' αὐτή τόν πρῶτο της ἐπίσκοπο, ἕνα ἀπό τούς ἑβδομήντα Ἀποστόλους, τόν Στάχυxiii.

Ὅταν ἡ πολίχνη τῆς ἀποικίας τοῦ Μεγαρέα Βύζαντα ἔγινε ἡ πόλη τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου (324 μ.Χ.) καί ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὡς Νέα Ρώμη, τό κράτος εἰσχώρησε, σάν ἕνας νέος παράγοντας, στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δέ προετοιμασία καί ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας(325) ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ἀποτελεῖ τό κορυφαῖο γεγονός τῆς νέας πραγματικότητας.

Μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας πρωτεύουσας, ἡ τέως Ἐπισκοπή τῆς Μητροπόλεως Ἡρακλείας, ἔπαιρνε αὐτόματα ἐξαιρετική θέση μεταξύ τῶν πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς πόλης τοῦ Κωνσταντίνου ἀπό τότε, σάν φορέας τῆς διπλῆς ἀποστολικότητας τοῦ ἱδρυτή της καί τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστ Ἰωάννουxiv, ἐργάστηκε γιά τήν ἐνσωμάτωση πάρα πολλῶν ψυχῶν στό συμπαγές σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀναδείχθηκε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία.

Μέ τόν 3ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) ναγνωρίζεται εἰς τόν «Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην»xv γεγονός τό ὁποῖον θεωρεῖται, ὄχι «ὡς προϊόν αὐθαιρεσίαςxvi, ἀλλ’ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως 50 ἐτῶν καί ὥριμος καρπός τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν νέων συνθηκῶν τῆς αὐτοκρατορίας» xvii.

Ἀργότερα δέ καί οἱ Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, μέ τόν 28ο Κανόνα τουςxviii, συμπλήρωσαν τίς ρυθμίσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δωσαν στόν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τή θέση, τά δικαιώματα καί τήν ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου, τό δέ Θρόνο τς Κωνσταντινούπολης ἀναγνώρισαν ὡς τό πρῶτο κέντρο τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς.

Ἀλλ’ ἐκτός ἀπ’ τίς Συνόδους καί οἱ αὐτοκράτορες τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας τίμησαν καί ἐξύψωσαν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς «τήν Ἁγιωτάτην Μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς εὐδαίμονος Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ἡμετέραν πάντων Μητέρα, ἥτις κεφάλαιόν ἐστι τῶν ἄλλων ἁπασῶν Ἐκκλησιῶν»xix.

«Νυμφαγωγός τοῦ Πέτρου εἰς Χριστόν ὁ Ἀνδρέας. Νυμφαγωγός τῶν λαῶν εἰς Χριστόν ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνας»xx.

Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, μετέδωσε σέ ἑλληνικές ἤ ἑλληνόφωνες περιοχές, τόσο στούς Ἰουδαίους, ὅσο καί στούς Ἑλληνες ἐθνικούς, στό ἐσωτερικό τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί σέ Χῶρες καί Ἔθνη, πού συνόρευαν μ' αὐτή, τό ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καί τίς ὑψηλές ἀξίες τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ. «Ἐπί τῶν καιρῶν τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου, γράφει ὁ ἱστορικός Σωκράτης, ὁ Χριστιανισμός ἐπλατύνετο τηνικαῦτα γάρ Ἰνδῶν τε τῶν ἐνδοτέρων καί Ἰβήρων, τά ἔθνη πρός τό χριστιανίζειν ἐλάμβανε τήν ἀρχήν»xxi.

Στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (398-404)xxii. Ἀπό τό 398, πού ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπεδίωξε τή συγκρότηση ἑνός ἐπιτελείου συνεργατῶν μέ τό ὁποῖο ἀνέπτυξε καί ὀργάνωσε ἕνα εὐρύ φάσμα πνευματικῆς διακονίας καί προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμο. Εἶχε συνείδηση τοῦ ἡγέτου καί προκαθήμενου τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἰδιαίτερων εὐθυνῶν, πού ἐβάρυναν τούς ὤμους του ὡς φορέως τῆς ἀποστολικότητος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πρωτοκλήτου Ἀνδρέου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Μέγας καί ἀκοίμητος τῆς οἰκουμένης ὀφθαλμός. Ὀργάνωσε ἱεραποστολές στή Γοτθία, στή Σκυθία, στήν Κελτική, στήν Περσία καί στή Φοινίκηxxiii.

Κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β΄ (408-450) ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀττικός ἀγωνίστηκε γιά τή διατήρηση τῶν Ἀρμενίων στήν Ὀρθοδοξίαxxiv.

Κατά τόν ς΄ αἰώνα ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἐπεκτείνει τή δράση καί μέριμνά του μέχρι καί τίς ἀπομεμακρυσμένες γωνιές τοῦ Kαυκάσου καί τῆς Γεωργίαςxxv.Ἐπίσης στήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί τῆς Θεοδώρας (527-565), τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐνδιαφέρθηκε γιά τή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στούς Ἀβασγούς καί Ἀλανούς, πού κατοικοῦσαν μεταξύ τοῦ Εὔξεινου Πόντου καί τῆς Κασπίας Θάλασσαςxxvi, στούς Τζάνους, πού κατοικοῦσαν νότια τῆς Τραπεζοῦντας μέχρι τόν Ἄλυ ποταμόxxvii, στούς Γερμανούς Ἔρουλους, πού ἦταν ἐγκαταστημένοι νότια τοῦ Δούναβη, κόντά στό σημερινό Βελιγράδιxxviiiκαί στούς Οὔννους, πού κατοικοῦσαν βόρεια ἀπό τίς Καυκάσιες πύλεςxxix.

Μέ τήν ἵδρυση δέ τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας στόν Καύκασο, ἐπεδίωξε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά ἔχει, στόν ἀπομεμακρυσμένο τοῦτο χῶρο, ἕνα ἱεραποστολικό Κέντρο γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν Περσῶν καί τῶν ἄλλων βαρβαρικῶν λαῶν τῆς περιοχῆς.

Ἀπό τήν ἐποχή τῆς πατριαρχίας Σεργίου τοῦ Α΄ (610-638) ἄρχισε νά διαδίδεται ἡ χριστιανική πίστη στούς κάτω ἀπό πολλά ὀνόματα ἀναφερόμενους Σέρβους καί Κροάτεςxxx.

Ἡ ἐπίσημη ὅμως καί καθολική ἐκχριστιάνιση τῶν Χαζάρων καί τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας καί Πανονίας ἔγινε τήν ἐποχή τοῦ Πατριάρχου Φωτίου (858-867, 877-886) καί τῶν αὐτοκρατόρων Μιχαήλ τοῦ Γ΄ (842-867) καί Βασιλείου τοῦ Α΄(867-886)xxxi.

Ἔπειτα ἀπό τόν εὐαγγελισμό, πού ἀνάλαβαν οἱ ἱεραπόστολοι στή Ρωσία, βαπτίστηκαν τό ἔτος 957 στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Μεγάλη Δούκισσα Ὄλγα καί τό ἔτος 988 στή Χερσῶνα ὁ Μεγάλος Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Βλαδίμηρος (980-1015) καί μέ διαταγή του ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ Κιέβουxxxii.

Τόν ΙΔ΄ αἰώνα στίς ἀκτές τῆς Βαλτικῆς ἀνθεῖ ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἱδρύεται τό ἔτος 1318 ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Γλυκέα ἡ Μητρόπολη Λιθουανίας. Χειραγωγοῦνται εἰς Χριστόν οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν τῆς Μολδαβίας καί Οὐγγροβλαχίαςxxxiii.

Ἡ εὐρύτατη ὅμως διοικητική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία διαμορφώθηκε ἀπό τή μακροχρόνια καί ἄριστα ὀργανωμένη ἱεραποστολική του δραστηριότητα, ἀνέδειξε τό περιεχόμενο τῆς διακονίας τοῦ «πρώτου Θρόνου» γιά τήν πληρέστερη ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο. Χρησιμοποίησε μέ σύνεση καί μετριοπάθεια τό πολιτικό σχῆμα τῆς αὐτοκρατορίας καί τήν οἰκουμενική ἰδεολογία της, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά περιφρουρήσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ὀρθή πίστη καί τήν ἀγάπη, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά προβάλει εὐχερέστερα τό μήνυμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως στά ποικιλώνυμα βαρβαρικά φύλαxxxiv. Μέ τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή τῆς αξησης, τῆς συντήρησης καί διαφύλαξης τῶν ἀγαθῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἀκόμη καί τῆς ἐνίσχυσης τῆς ἄμυνας της ἐναντίον τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔπαιζε τόν ἐθναρχικό του ρόλο πολύ πρό τῆς λωσης τῆς Κωνσταντινουπόλεωςxxxv.

Εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα καί ἄξια πολλῆς προσοχῆς, ὅσα ἀναφέρει γιά τή δράση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατά τή μέχρι τήν Ἅλωση περίοδο, ὁ διαπρεπής Ρῶσος ἱστορικός Ἰωάννης Σοκόλωφ: «Ἡ ἐκκλησία Κώνσταντινουπόλεως ἐξασφαλίσασα ὑπέρ ἑαυτῆς ἐν τῇ ἱστορίᾳ τήν ἰδιότητα τοῦ θερμουργοῦ καί πιστοῦ φύλακος τῆς Ὀρθοδοξίας, μετέδωκε τό μέγιστον τοῦτο κειμήλιον καί εἰς τούς γειτονικούς λαούς. Εἶναι μεγίστη ἡ σημασία αὐτῆς ἐν τῷ ἱεραποστολικῷ ἔργῳ. Καί ἐν τῇ ἱεραποστολικῇ αὐτῆς δράσει ἐπέδειξεν πνεῦμα ἀγάπης καί πραότητος πρός τούς διά τοῦ φωτός τῆς ὀρθοδοξίας φωτιζομένους λαούς, λογικήν διακριτικότητα μέσων καί μητρικήν μέριμναν περί τῶν νέων πνευματικῶν τέκνων. Ἡ ἱεραποστολική δρᾶσις ἐτελεῖτο ἄνευ συμπνίξεως τῶν ἐθνικῶν δυνάμεων τῶν γειτονικῶν λαῶν, ἄνευ καταναγκαστικῆς αὐτῶν προσελκύσεως εἰς τήν πνευματικήν ἑνότητα διά δολίων προσηλυτιστικῶν μεθόδων, διεξήγετο διά τῆς σαφοῦς καί δημοσίας μαρτυρίας τῆς ἀληθείας, διά τῆς ἀποστολικῆς ὁμολογίας τῆς οἰκουμενικῆς ὀρθοδοξίας, διά τῆς πλήρους ἀγάπης προσηλώσεως εἰς τούς κόλπους τῆς ἑνότητος μετά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῆς ἁγίας Αὐτοῦ Ἐκκλησίαςxxxvi.

Mετά τήν Ἅλωση, Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀναγνωρίζονταν ὡς «Μιλλέτ μπασί - Millet Bașı» δηλαδή θρησκευτικός καί κατά κάποιο τρόπο πολιτικός ἀρχηγός ὅλου τοῦ «ρούμ μιλλετί - Rum milleti», δηλαδή ὅλου τοῦ ρωμαίϊκου ἔθνους. Ὁ «μιλλέτ μπασί» ἦταν θρησκευτικός ἀρχηγός ὅλων τῶν ὀρθοδόξων λαῶν μέ τό δικαίωμα νά δικάζει καί νά διοικεῖ, κατά τό χριστιανικό νόμο καί νά ἔχει τήν εὐθύνη γιά τήν πολιτική νομιμοφροσύνη τουςxxxvii. Ἡ ἄσκηση τῆς λεπτῆς αὐτῆς θρησκευτικῆς καί δικαστικῆς δικαιοδοσίας-προνομίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου προσδιόρισε ἀντίστοιχα τόν ρόλο τόσο τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ὅσο καί τοῦ Πατριαρχικοῦ Δικαστηρίου, ἐνῶ ἐνίσχυσε τήν ἀποστολή τῶν κατά τόπους ἱεραρχῶν καί κληρικῶν.

Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὡς Ἐθνάρχης, ἐπειδή κρινότανε προσωπικῶς ἀπό τό σουλτάνο, ἦταν γιά τό Ὀθωμανικό Κράτος ἀνώτερος ὅλων τῶν ἄλλων πατριαρχῶν. Αὐτό ἐνισχύθηκε, ὅταν Συρία καί Παλαιστίνη τό 1516 καί στή συνέχεια Αἴγυπτος τό 1517, κατακτήθηκαν ἀπό τό Ὀθωμανικό Κράτος, καί τά τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα βρέθηκαν μαζί μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς μέρη καί τμήματα τοῦ ἑνός ρωμαίϊκου ἔθνους. Ἐκτός ἀπό τή μεσιτευτική καί ἀντιπροσωπευτική ἰδιότητά του, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κατά τόν 16ο αἰώνα, μερίμνησε γιά τά τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καί τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἐπειδή εἶχαν, λόγῳ τῶν καιρικῶν περιστάσεων, περιπέσει στήν ἀσημότητα καί διέτρεχαν ἀκόμη καί τόν ἔσχατο κίνδυνο τοῦ ἀφανισμοῦ.

Ἐπίσης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς ἐντολοδόχος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, γιά τήν ὀργάνωση τοῦ χώρου τῆς δικαιοδοσίας του, ἀλλά καί στό πλαίσιο τῆς διαχείρισης τοῦ "προνομίου" του, ὑπῆρξε ὁ κατ' ἀρχήν φορέας παιδείας τόσο ὡς πρός τό ἐκπαιδευτικό της σκέλος ὅσο καί ὡς πρός τό ἰδεολογικό της.xxxviiiΚαί ὁ σκοπός αὐτός ἐπιτεύχθηκε στά ὅρια τῆς θυσιαστικῆς πρός τό Γένος διακονίας τῆς 'Ορθόδοξης Ἐκκλησίαςxxxix, ὁποία ὡς στοργική μητέρα, ἀνάλαβεν τό ἔργο τῆς προστασίας καί περίθαλψης τῶν ὑπόδουλων ὀρθόδοξων λαῶν καί μέ πολλή σύνεση καί σοφία κινήθηκε μέσα στίς νέες συνθῆκες τῶν καιρῶν καί κατόρθωσε νά συντηρήσει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων.

Ἵδρυσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ διάφορες ἀκμάζουσες ἑλληνικές πόλεις «ἀνώτερα σχολεῖα»xl, πού λειτουργοῦσαν μέ τό σύστημα τῆς ἐπί τό αὐτό συνυπάρξεως κλασσικῆς καί θεολογικῆς παιδείαςxli, πού ἐλέγοντο καί Γυμνάσια Φροντιστήρια, Διδασκαλεῖα, Ἀκαδημίες ἤ Ἀκαδήμειες, Μουσεῖα καί Ἑλληνομουσεῖα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἦταν ἡ Οἰκουμενική Σχολή, πού λειτουργοῦσε πρό τῆς Ἅλωσης καί εἶχε κοινούς καθηγητές μέ τό Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπόλης. Ἡ Σχολή αὐτή τό 1454 ἐπαναδραστηριοποιήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Πατριάρχη «τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων» Γεννάδιο Β΄ τόν Σχολάριο (α΄1454-1456, β΄1462, γ΄1464) καί ὀνομάσθηκε Πατριαρχική Σχολή ἤ Ἀκαδημία, μέ πρῶτο Σχολάρχη τόν Ματθαῖο Καμαριώτη,xlii προκειμένου νά ἀναλάβει τήν ἐκπαίδευση τοῦ Ὀρθόδοξου Κλήρου.

Κατά τόν Ἀπόστολο Βακαλόπουλο, ἡ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση, στά χρόνια αὐτά τῆς δουλείας, διατηρήθηκε ἀπό δύο θεσμούς: τήν Ἐκκλησία καί τήν Κοινότηταxliii. Οἱ Κοινότητες εἶχαν σχετική διοικητική αὐτονομία, ἀλλά καί στενό σύνδεσμο μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔστελνε σ' αὐτές ἱερεῖς καί φρόντιζε γιά τήν προετοιμασία καί τήν ἐκπαίδευση τῶν δασκάλων μέ τήν περίφημη Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολήxliv, πού θεωρήθηκε ἐπαναλειτουργία της ὡς ὁρόσημο στήν Ἱστορία τῆς Παιδείαςxlv. Ἀπό αὐτή προῆλθαν πλεῖστα στελέχη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνώτεροι ὑπάλληλοι τῆς Ὀθωμανικῆς κυβέρνησηςxlvi.

Ἐπίσης ὑπῆρχαν καί τά ὀλιγομελῆ κοινά σχολεῖα ἤ «τῶν κοινῶν καί ἱερῶν γραμμάτων», πού λειτουργοῦσαν στά σπίτια τῶν ἱερέων καί στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν μέ ἕνα δάσκαλο κληρικό ἤ μοναχό ἤ μερικές φορές καί λαϊκό γιά νά δώσουν στοιχειώδεις μόνο γνώσεις ἀναγνώσεως καί γραφῆς. Στά σχολεῖα αὐτά, τό πρόγραμμα διδασκαλίας περιελάμβανε τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καί τήν μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, τοῦ Ὡρολογίου, τῆς Ὀκτωήχου, τοῦ Ψαλτηρίου, τοῦ Εὐχολογίου, τοῦ Ἀποστόλου κ.ἄ.xlvii

Ἀργότερα χρησιμοποιήθηκαν καί οἱ Μονές, πού ἀπό ψυχοσωτήρια Κέντρα ἄρχισαν νά μετατρέπονται σέ φάρους ἀπό τούς ὁποίους «ἐξεπέμπετο τό τηλαυγές φῶς τῆς θύραθεν καί τῆς κατά Θεόν παιδείας». Τέτοιες Μονές ἦταν τῶν Φιλανθρωπηνῶν στό νησί τῶν Ἰωαννίνων, τοῦ Λειμῶνος καί τῆς Μυρσινιωτίσσης στή νῆσο Λέσβο, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στή νῆσο Πάτμο, τό Βατοπέδι στό Ἅγιον Ὄρος, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στό Μεσσολόγγι, τοῦ Προφήτου Προδρόμου στήν Τρύπη Λακεδαιμονίας, τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου στήν Πάτρα καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Μερικά σχολεῖα τῶν Μονῶν αὐτῶν μετατράπηκαν ἀργότερα σέ Ἱερατικές Σχολές ὑπό τή διεύθυνση σοφῶν διδασκάλων καί προσέφεραν στήν Ἐκκλησία ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες, ὅπως ἦταν Πατμιάς Σχολή πού ἱδρύθηκε τό 1712-1713 ἀπό τόν ἱερο-μόναχο Μακάριο καί Ἀθωνιάς, πού ἱδρύθηκε τό 1750 στή Μονή Βατοπεδίου ἀπό τόν ἡγούμενο της Νεόφυτο καί στήν ὁποία δίδαξε Εὐγένιος Βούλγαρης κ. . xlviii

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό 1593, ἐπί τῆς πατριαρχίας Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ, ἀποφάσισε, σέ Τοπική Πανορθόδοξη Σύνοδο, στό ναό τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κωνσταντινούπολης, νά ἱδρυθοῦν καί στίς Ἐπαρχίες τοῦ Θρόνου σχολεῖα, γιά τή διαφώτιση τοῦ λαοῦ. «Ἕκαστον ἐπίσκοπον, ἔλεγε ἡ Ἀπόφαση, ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ, φροντίδα καί δαπάνην ποιεῖν, ὥστε τά θεῖα καί ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθεῖν δέ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν, καί τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσιν»xlix. Ἡ Ἀπόφαση αὐτή, θεωρεῖται ὡς πρώτη πυροδότηση τῆς ἀναγέννησης τῆς παιδείας, μετά τήν Ἅλωση. Ἀλλά καί μέ σιγίλλια πατριαρχικά, πού στάλθηκαν στούς πρόκριτους τῆς Ἄρτας καί τῶν Τρικάλων Κορινθίας, ζητοῦσε ἡ Ἐκκλησία νά ἐπιδιώξουν, μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις, τήν ἵδρυση σχολείωνl. Τό δέ 1627 ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Λούκαρης ἐγκατέστησε στά Πατριαρχεῖα τό πρῶτο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς καί ἄρχισε ἡ προσπάθεια γιά τήν ἀναγέννηση τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας, μέ τήν ἵδρυση πολλῶν ἀνωτέρων σχολείων σέ διάφορες μεγάλες πόλειςli. Τρεῖς ἀξιόλογες σχολές ἱδρύθηκαν τόν 17ο αἰώνα: τό 1661 ἡ σχολή Μανωλάκη Καστοριανοῦ στήν Κωνσταντινούποληlii, τό 1676 τοῦ Γκιούμα στά Γιάννεναliiiκαί τό 1682 τό Φροντιστήριο τῆς Τραπεζούνταςliv. Ὁ Λαρισαῖος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος ἔγραφε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα (1714), ὅτι γυμνάσια ὑπῆρχαν «ἀνά πᾶσαν πόλιν»lv.

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Σεραφείμ ὁ Β΄ (1757-1761), προκειμένου νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί νά ἀναζωπυρώσει τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ, διόρισε, τό 1760, ὡς ἱεροκήρυκας τοῦ Γένους, τόν Πατροκοσμᾶ καί πέντε ἄλλους μοναχούς ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, γιά τίς τουρκοκρατούμενες Χῶρες τῶν Βαλκανίων καί τήν Ἑλλάδα καθώς καί τά Φραγκοκρατούμενα νησιά τοῦ Ἰoνίουlvi. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μαθητής τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη, δέν κουραζόταν ἐπί 20 χρόνια νά ἐπαναλαμβάνει στίς 30 ἐπαρχίες πού ἐπισκέπτονταν «καλύτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχεις Ἑλληνικόν σχολεῖον εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχεις βρύσες καί ποτάμια»lvii. Ὁ ἴδιος, ἄν καί κληρικός, δέ δίστασε στή Χειμάρα νά γκρεμίσει τόν τροῦλλο ἐκκλησίας γιά νά φτιάξει σχολεῖο. Πίστευε καί διακήρυττε ὅτι «πιό θεάρεστο ἦταν τό σχολεῖο»lviii. Ἔτσι, πέτυχε νά ἱδρύσει 200 κοινά σχολεῖα καί 10 Ἑλληνικάlix.

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ (α΄ 19.04.1797-18.12.1798, β΄ 23.09.1806-10.09.1808, γ΄ 14.12.1818-10.04.1821), μέ τήν πατριαρχική του ἐγκύκλιο τῆς 11ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1807, «περί συστάσεως καί ἀνεγέρσεως σχολείων Ἑλληνικῶν καθ’ ὅλον τό γένος» γράφει ὅτι «οὐδέν ἄλλο τιμιώτερον καί ὠφελιμώτερόν ἐστιν ἐν τῷ παρόντι βίῳ καί ἐν τούτῳ τῷ προσκαίρῳ κόσμῳ καί ἁπλῶς ἐν ὅλῳ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, ἐξαιρέτως δέ ἐν τῷ εὐσεβεῖ ἡμῶν γένει τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τῆς σοφίας καί τῆς παιδείας καί διδασκαλίας, δι’ ἧς καί ὁ ἄνθρωπος ὁ λόγῳ τετιμημένος κοσμεῖται καί στολίζεται καί τελειοῦται, προσκτώμενος τό ἐξαίρετον τοῦτο ἀγαθόν καί δώρημα τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Αὐτό λοιπόν τό ἐξαίρετον καί πολυύμνητον χάρισμα τοῦ Θεοῦ βλέποντες ἐν τοῖς παροῦσι καιροῖς ἐπιμελούμενον ἔν τισιν ἐπαρχίαις, ὥσπερ καί ἐνταῦθα ἐν Κωνσταντινουπόλει καθ’ ὑπέρμετρον τρόπον, χαίρομεν καί εὐφραινόμεθα τῷ πνεύματι καί ἐκ μέσης ψυχῆς εὐχόμεθα τοῖς συνεργοῦσι καί βοηθοῦσι καί ἐλεοῦσι τά τοιαῦτα φροντιστήρια καί κοινά σχολεῖα, τόσον τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ὅσον καί τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων». Λίγο δέ πρίν ἀπό τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης τό 1819, προτρέπει τόν κλῆρο, τούς προεστούς καί τό λαό νά ἱδρύσουν παντοῦ σχολεῖα «προθυμηθῆτε ζήλῳ ἐνθέῳ εἰς τό συστῆσαι καί ἀποκαταστῆσαι κοινά σχολεῖα τῶν ἱερῶν γραμμάτων καί φροντιστήρια τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων κατά χώρας καί τόπους ἁρμοδίους, ἵνα έπιδιδῶσι καί προκόπτωσι τά τέκνα ὑμῶν...διοριζόμενοι διδασκάλους ἐπιμελεῖς εἰς ἐκπαιδευσίαν καί μάθησιν καί χρηστοήθειαν τῶν διδασκομένων μαθητῶν, συντρέχοντες καί βοηθοῦντες ἰδίᾳ τε καί κοινῶς εἰς τό θεόσδοτον τοῦτο χρῆμα τῆς παιδείας»lx.

Δυστυχῶς τόν 19ο αἰώνα, κλονίστηκε ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ ἑνιαία ὀργάνωσή τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ λαοῦ, ἀπό δύο μεγάλα προβλήματα. Πρῶτον, ἀπό τήν ἔκρηξη τοῦ κατευθυνόμενου ἐθνοφυλετισμοῦ σέ πολλούς ὀρθόδοξους λαούς καί δεύτερον ἀπό τή βαθμιαία εἴσοδο στήν Ἀνατολή τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος τῆς Δύσης.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μπροστά καί στή νέα αὐτή πραγματι-κότητα, κατόρθωσε νά ἀνταποκριθεῖ στό καθῆκον καί τό χρέος, πού τοῦ ἐπέβαλλαν οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. 'Ετσι, τόν Αὔγουστο τοῦ 1872 μέ τόν «Ὅρον» τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τοπικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καταδίκασε τόν ἐθνοφυλετισμόlxi. Γιά δέ τό πρόβλημα τῆς δουλικῆς στροφῆς τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ πρός τή Δύση, ἀντέδρασε καί καταδίκασε τήν ἀπό μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν μισσιοναρίων «λίαν μεθοδικῶς διενεργου-μένην προπαγάνδαν»lxii. Ἐπανέκδωσε τήν ἐπιστολή Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως «Βιβλιάριον κατά Λατίνων...»lxiii. Ἀνασυνέστησε τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, πού ἔγινε «ἡ ζωογόνος πνοή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας καί τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί ὁ ἀναμεταδότης φάρος τῆς ὀρθόδοξης παρακαταθήκης, πού ἀναρριπίζει καί συντηρεῖ τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Γένους, ἀπέναντι στόν κατακτητή, ἀλλά καί στούς ἄλλους λαούς, πού εἶχε ὑποδουλώσει.»lxiv. δρυσε τό 1831 στή Μονή Παναγίας Καμαριωτίσσης τῆς Χάλκης, τό «Ἑλληνικόν Φροντιστήριον», τό 1839 στό Φανάρι, τήν Κατηχητική ἤ Ἱερατική Σχολή, καί τό 1844, στή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Χάλκης, τήν Ἱερά Θεολογική Σχολή. Ἐπίσης συνέστησε τήν «Πατριαρχικήν Κεντρικήν Ἐκπαιδευτικήν Ἐπιτροπήν ἐν Κωνσταντινουπόλει» γιά τήν ἐποπτεία τῆς παρεχόμενης ἐκπαίδευσης, τοῦ διορισμοῦ καί τῆς ἀπόλυσης τῶν διευθυντῶν καί τοῦ διδακτικοῦ προσωπικοῦ τῶν ἀνωτέρων, κοινῶν καί ἰδιωτικῶν σχολείων καί γιά τήν ἔγκριση τῶν διδακτικῶν βιβλίων, τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων, τή σύσταση σχολείων καί τόν ἔλεγχο τῶν πόρων λειτουργίας τουςlxv.

Μέ αὐτά καί ἄλλα πολλά, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο βοήθησε, κατά τόν Γεώργιο Χασιώτη, ἔτσι ὥστε παράλληλα μέ τή βίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης νά ὀργανωθεῖ ἡ ἑλληνική παιδεία καί νά ἀποτελέσει τόν δεύτερο παράγοντα μείζονος σημασίας, πού συνέβαλε στή διαμόρφωση καί τή συντήρηση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησηςlxvi.

Μετά τή Συνθήκη τῆς Λωζάνης (1923) καί τήν ἵδρυση τῆς Τουρκικῆς δημοκρατίας τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «θεωρεῖται πρόσωπον ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἐμφανίζον τήν μορφήν μιᾶς ἐλευθέρας Ἐκκλησίας μέσα εἰς ἕν λαϊκιστικόν θρησκευτικῶς ἀδιάφορον κράτος, μέλη τοῦ ὁποίου κατἀπόλυτον πλειοψηφίαν εἶν-αι μουσουλμάνοι»lxvii καί συνεχίζει τή δράση του ὡς θρησκευτικό καί πνευματικό μόνο καθίδρυμα. Τά προνόμια, πού εἶχαν ἀναγνωρισθεῖ ἀπό μέρους τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων ἔπαυσαν νά ὑφίστανται. Οἱ Γενικοί Κανονισμοί τοῦ 1860 ἔπαυσαν νά ἰσχύουν. Ἔτσι τό Πατριαρχεῖο λειτουργεῖ χωρίς ἐσωτερικό κανονισμό ἀλλά μόνο μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς ἐκκλησιαστικές διατάξεις, τά πατριαρχικά καί συνοδικά ἔγγραφα καί τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα, πού προσαρμόζονται κάτω ἀπό ἕνα πνεῦμα ἐκκλησιαστικό ἀνάλογο κάθε φορά μέ τίς ἐμφανιζόμενες περιστάσεις. Ἔπαυσε νά ὑπάρχει τό Μικτό Συμβούλιο. Ἔτσι οἱ λαϊκοί δέ μετέχουν πιά στή διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, καί ἡ ἐκλογή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη γίνεται ἀπό τήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο, μέ πρόεδρο τόν πρῶτο κατά τήν τάξη ἱεράρχη καί παίρνουν μέρος σ’αὐτή μόνο οἱ μητροπολίτες πού βρίσκονται στήν Πόλη.

Μετά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν μεταξύ Τουρκίας και Ἑλλάδος, ἡ συρρίκνωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού προέκυψε ἀπό τήν φυγή τῶν ὀρθόδοξων πληθυσμῶν ἀπό τίς προγονικές τους ἑστίες στόν Πόντο, Θράκη καί Μ. Ἀσία, πού ἀποτελοῦσαν καί τόν ἱστορικό γεωγραφικό χῶρο τῆς ἐκκλησια-στικῆς του δικαιοδοσίας, συνετέλεσε σήμερα οἱ ρωμηοί ὀρθόδοξοι νά ἔχουν παραμείνει ἐλάχιστοι μόνο στήν Πόλη καί στά νησιά Ἴμβρο καί Τένεδο.

Σήμερα στήν Τουρκία ἐκτός ἀπό τίς «περιστατούμενες» Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ὑπάρχουν 4 Μητροπόλειςlxviii καί ἡ Ἀρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεωςlxix.

Ἀπό τούς πληθυσμούς, πού ἐγκαταστάθηκαν πέραν τῆς Ἑλλάδος στήν Εὐρώπη, στήν Ἀσία, στήν Ἀμερική, στήν Αὐστραλία καί στή Νέα Ζηλανδία ἱδρύθηκαν 25 νέες Ἐπαρχίες τοῦ Θρόνουlxx. Στή δέ Ἑλλάδα ὑπάρχουν Ἐπαρχίες , πού ἀνήκουν στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, ὅπως: 1) Ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, πού ἀποτελεῖται ἀπό μία Ἀρχιεπισκοπή καί 8 Μητροπόλειςlxxi, 2) Οἱ 5 Μητροπόλεις στά Δωδεκάννησαlxxii. καί 3) Οἱ 36 Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν, πού μέ Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο στίς 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1928 ἡ διοίκησή τους ἀποφασίσθηκε «ὅπως…διεξάγηται ἐφεξῆς ἐπιτροπικῶς ὑπό τῆς πεφιλημένης Ἁγιωτάτης Ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»lxxiii.

Ἐπίσης στήν ἄμεση δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνήκουν ντός τῆς Τουρκίας δέκα Ἱερές Σταυροπηγιακές Μονέςlxxiv καί ἑπτάlxxvἐκτός Τουρκίας, ὅπως καί ἑπτάlxxvi Ἱδρύματα καί πέντεlxxvii Ὀργανισμούς.

Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος, εἶναι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία καί τό κατ’ ἐξοχήν Κέντρο ἑνότητας ὅλων τῶν κατά τόπους αὐτοκέφαλων ἤ αὐτόνομων Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν στήν ὀρθή πίστη καί στήν κανονική τάξηlxxviii, ἀλλά καί ὁ συνδετικός κρῖκος μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης. Εἶναι τό μεγάλο μοναστήρι, πού εὔχεται ἀδιάλειπτα «ὑπέρ... τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Εἶναι τό κέντρο ἐργασίας καί προ-σφορᾶς ὑπέρ τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἑνότητας. Εἶναι τό κέντρο, πού δέν ἀποκλείει καί οὔτε ἀντιστρατεύεται τήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη.

Ἡ οἰκουμενιστική δραστηριότητα τοῦ Θρόνου τίς τελευταῖες δεκαετίες εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν συμπύκνωση τῶν συναντήσεων καί ἐπαφῶν, πού μέ τό δημιουργικό ἔργο τῆς ἀγάπης βοήθησε στήν ἄρση παρεξηγήσεων καί στήν ἀλλαγή κλίματος. Ἄρχισαν θεολογικοί διάλογοι ἀγάπης σχεδόν μέ ὅλους τούς χριστιανούς μέ ἀπώτερο στόχο : «Ἵνα τό αὐτό λέγωμεν πάντες, καί μή ἧ ἐν ἡμῖν σχίσματα, ὦμεν δέ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» γιατί «οὐ μεμέρισται ὁ Χριστός». (Α΄ Κορινθ. α΄, 10 καί 13).

Ἀπό τό Διορθόδοξο καί Διαχριστιανικό ἔργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετά τό 1923 θά ἐπισημάνουμε ἐδῶ μόνο τά Πανορθόδοξα Συνέδρια καί τίς Πανορθόδοξες Ἐπιτροπές, Διασκέψεις, Συνόδους καί Συνάξεις, πού συνεκάλεσε γιά τήν κοινή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο καί τήν ἐπί-λυση ἐνδοεκκλησιαστικῶν προβλημάτων.

Ἔτσι, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τή συγκατάθεση τῶν λοιπῶν Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν συγκροτήθηκαν:

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ τοῦ Μεταξάκη

στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 10 Μαΐου μέχρι 8 Ἰουνίου τοῦ 1923, τό Α΄ Πανορθόδοξο Συνέδριοlxxix, γιά τήν ἀπό κοινοῦ ἐξέταση καί μελέτη τοῦ ἡμερολογιακοῦ καί παντός ἄλλου ἐπειγούσης μορφῆς Πανορθοδόξου ζητήματος lxxx.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Φωτίου Β΄

καί στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 8-23 Ἰουνίου τοῦ 1930, ἡ Προκαταρκτική Διορθόδοξος Ἐπιτροπή τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, γιά τήν ὀνομασία καί καταγραφή τῶν θεμάτων πού θά ἀπασχολοῦσαν τήν μέλλουσα Προσύνοδο, πρῶτα τά ὑπό ἐπείγουσαν μορφήν προβάλλοντα ζητήματα τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ Πασχαλίου, καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν στήν Προσύνοδονlxxxi.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Ἀθηναγόρου Α΄

1) στή Ρόδο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 24/9 μέχρι 1/10/1961, ἡ Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού συμπλήρωσε τόν κατάλογο θεμάτων τῆς μελλούσης Προ-συνόδου καί πρότεινε τήν καλλιέργεια φιλικῶν σχέσεων μέ τίς Ἀντιχαλκηδόνιες (Ἀρχαῖες ἤ Μεταχαλκηδόνιες ἤ Ἐλάσσονες) Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆςlxxxii, πρός ἀποκατάσταση τῆς ἑνώσεως καί τή μελέτη τῆς ἱστορίας, τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, καί τή συνεργασία μαζί τους σέ οἰκουμενικά συνέδρια πάνω σέ πρακτικά θέματαlxxxiii «εἰς στήριξιν τῆς πίστεως, εἰς θεραπείαν τῶν ἀναγκῶν καί εἰς πύργωσιν τῆς ἐν ἑνότητι καί ἀγάπῃ ἰσχύος τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας»,

2) στή Ρόδο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 26/9 μέχρι 1/10/1963, Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἀποφάσισε νά προτείνει στούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἔναρξη διαλόγου «ἐπί ἴσοις ὅροις»lxxxiv,

3) στή Ρόδο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκαν ἀπό 1 μέχρι 15/11/1964, ἡ Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, «ἐπί τῷ σκοπῷ ἀφ’ἑνός μέν τῆς μελέτης καί ἐξετάσεως τῶν καθ’ἕκαστα τοῦ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Β΄ Πανορθοδόξῳ ἐν Ρόδῳ Διασκέψει τοῦ παρελθόντος σωτηρίου ἔτους 1963, ἀποφασισθέντος Διαλόγου ἐπί ἴσοις ὅροις, καί δή εἰδικώτερον τοῦ καθορισμοῦ τοῦ χρόνου καί τοῦ τρόπου τῆς ἀναγγελίας καί ἐνάρξεως αὐτοῦ, ὡς καί τοῦ περιεχομένου καί τῶν τόμέων, ἐφ’ὧν ἤθελεν οὗτος ἐπεκταθῆ ἐν καιρῷ, ἀφ’ἑτέρου δέ τῆς μελέτης καί ἀποφάσεως περί συστάσεως Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, πρός συνέχισιν τῶν Θεολογικῶν Συζητήσεων μετά τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀγγλικανικῆς καί Παλαιοκα-θολικῆς»lxxxv,

4) στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 8 μέχρι 15/7/1968, Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, πού ἐξέτασε τά θέματα:

Α.- μελέτη καί κατάρτιση σχεδίου πού θά καθορίζει τόν τρόπο τῆς διά διορθοδόξου συνεργασίας προπαρασκευῆς τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού θά ἀποφανθεῖ γιά τά θέματα τοῦ καταλόγου τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως,

Β.- θεώρηση τῆς προόδου, πού ἔγινε μέχρι τώρα καί αὐτῶν πού πρέπει νά γίνουν στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τους 1) Ρωμαιοκαθολικούς, 2) τούς Ἀγγλικανούς, 3) τούς Παλαιοκαθολικούς, 4) τούς Μεταχαλκηδονίους καί τούς Λουθηρανούς.

Γ.- ἐξέταση τοῦ τρόπου τῆς συστηματικώτερης καί πληρέστερης ὀρθό-δοξης προσφορᾶς στό ἔργο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν γενι-κῶς καί ἰδιαίτερα ἐν ὄψει τῆς Δ΄ Γενικῆς Συνέλευσης αὐτοῦ στήν Οὐψάλαlxxxvi.

5) στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκε ἀπό 16 μέχρι 28/7/1971, συγκροτήθηκε ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, κατά τήν ὁποία παρουσιάστηκαν εἰσηγήσεις πάνω σέ 6 θέματα ἀπό τόν κατάλογο τῶν θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου (1961)lxxxvii.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Δημητρίου Α΄

στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης :

1)Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 21 μέχρι 30/11/1976,Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού εἶχε «ὡς ἔργον τήν προαγωγήν τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη-σίας»lxxxviii,

2) Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 3 μέχρι 12/9/1982, ἡ Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔλαβε ἀποφάσεις «προτεινόμεναι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἐπί τῶν θεμάτων α.-Κωλύματα γάμου, β.-Ἀναπροσαρμογή τῶν περί νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων συμφώνως ταῖς ἀπαιτήσεσι τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, γ.- Ἡμερολογιακόν ζήτημα δ.-Τοῦ καθορισμοῦ κατά πόσον εἶναι δυνατόν εἰς τό μέλλον νά χειροτονῶνται ἐπίσκοποι ἐκ μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν ἁπλῶς τήν εὐχήν τῆς ρασοφορίας καί οὐχί μόνον ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τό μέγα Σχῆμα καί ε.-Ἐπί τοῦ θέματος καταρτισμοῦ τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως τῆς προσεχοῦς Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως»lxxxix,

3) Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 14 μέχρι 23/2/1986, ἡ Β΄ Διορθόδοξος Προσυνοδική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού ἔλαβε ἀποφάσεις «προτεινόμεναι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἐπί τῶν θεμάτων α.-Νηστεία, β.- Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο, γ.- Σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί δ.- Συμβολή τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἐπικράυηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν καί ἄρση τῶν φυλετικῶν διακρίσεων» xc

4) Μετά ἀπό ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, συνῆλθε ἀπό 28/10 μέχρι 6/11/1986, ἡ Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔλαβε ἀποφάσεις «προτεινόμεναι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἐπί τῶν θεμάτων α.-Ὀρθόδοξος Διασπορά, β.-Τό αὐτοκέφαλον καί τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, γ. Τό αὐτόνομον καί τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καί δ.-Δίπτυχα»xci.

Ἐπί τῆς πατριαρχίας Βαρθολομαίου Α΄

1) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐγένετο ἀπό 13 μέχρι 15/3/1992, ἡ Α΄ Σύναξη τῶν προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ σκοπό, «ὅπως «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» διαδηλωθῇ πανηγυρικῶς ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί διακηρυχθῇ ἡ κοινή θέσις τῶν Ἀρχηγῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπί σοβαρῶν καί ἐπειγόντων θεμάτων, ἀπασχολούντων σήμερον τόν ἄνθρωπον, μάλιστα δέ είς περιοχάς, ἔνθα διαβιοῦσιν Ὀρθόδοξοι λαοί»xcii,

2) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 29 μέχρι 31/8/1992, ἡ Α΄ Γενική Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, «ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀμοιβαίας ἡμῶν πάντων ἐνημερώσεως καί στηρίξεως καί ἀνταλλαγῆς σκέψεων κατ’ αὐτήν ἐπί τῆς ἱερᾶς ἡμῶν διακονίας» xciii,

3) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 30 μέχρι 31/7/1993, ἡ Α΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, μέ σύμπραξη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καί Ἑλλάδος, γιά τήν ἀντιμετώπιση ἀντικανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν δραστηριοτήτων τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Διοδώρου, δύο Ἀρχιεπισκόπων καί τεσσάρων κληρικῶν αὐτοῦ xciv,

4) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο στίς 14/12/1993, ἡ Β΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔπειτα ἀπό τή συνάντηση, πού εἶχε εἰς τό Φανάρι ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Διόδωρος μέ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τούς ἐκπροσώπους τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Κύπρου καί Ἑλλάδος τήν 20ην Νοεμβρίου τοῦ 1993 καί τήν δοθεῖσαν ἀπ’ αὐτόν ὑπόσχεση καί διαβεβαίωση, ἀποφάσισε μόνο τήν ἀποκατάσταση τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καί ἐπέβαλε τόν ἀφορισμόν εἰς τόν κ. Νικόλαον Σωτηρόπουλον, γιά τό ὅτι ὑποκινοῦσε τόν λαό σε ἀνταρσία καί ἀπείθιαxcv,

5) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο στίς 21/4/1994, ἡ Γ΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔπειτα ἀπό τίς αἰτήσεις μετανοίας, πού κατέθεσαν οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι καί δύο κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἀποφάσισε τήν ἀποκατάστασή τουςxcvi,

6) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 1 μέχρι 4/9/1994, ἡ Β΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργεία» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, μέ θέματα : 1.- Πορεία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδοξίας μετά τῶν ἑτεροδόξων, 2.- Μικτοί γάμοι, 3.- Λειτουργικά προβλήματα στή Διασπορά καί 4.- Ἱερατικαί κλήσεις καί ἐκπαί-δευση τῶν ἱερέωνxcvii,

7) στή Ἱερή νῆσο Πάτμο Δωδεκανήσου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐγένετο ἀπό 24 μέχρι 25/9/1995, ἡ Β΄ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, «πρός ἀμοιβαίαν μέν ἐνημέρωσιν καί συντονισμόν τῶν ἤδη ἐν ἐξελίξει εὑρισκομένων κυριωτέρων Πανορθοδόξυ ἐνδιαφέροντος θεμάτων, πρός διερεύνησιν δέ ἀπό κοινοῦ ἐνδεχομέ-νως ἐπιβαλλομένων καιρίων Πανορθοδόξου πρωτοβουλίας ἐνεργειῶν, ἐν ὄψει τῆς ὁσονούπω ἀρχομένης τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας» xcviii,

8) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 1 μέχρι 3/9/1996, ἡ Γ΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργεία» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, μέ θέμα : «Ἡ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν προκλήσεων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ»xcix,

9) στίς ἐγκαταστάσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου καί μετά ἀπό Ἀπόφαση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διοργανώθηκε ἀπό τό Γραφεῖο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ε.Ε., ἀπό 29 Ὀκτωβρίου μέχρι 1 Νοεμβρίου 1997, Διορθόδοξο Συνέδριο μέ θέμα: «Ὁλοκλήρωσις καί καταλλαγή ἐν Εὐρώπῃ»c,

10) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 29 μέχρι 31/8/1998, ἡ Δ΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, μέ θέμα: «Ἐν ἐπιγνώσει Ὀρθόδοξοι»ci,

11) στήν Ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας στή Σόφια, ἀπό 30/9 μέχρι 1/10/1998, μετά ἀπό αἴτηση τοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἡ Δ΄ Μείζων καί Ὑπερτελής Σύνοδος, μέ θέμα: «τήν ἀντιμετώπισιν καί λύσιν τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα προεκάλεσε τό ἐν ἔτει 1992 δημιουργηθέν ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Βουλγαρίας Σχίσμα»cii,

12) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις ἐκδηλώσεις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 2000 χρόνων ἀπό τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. 1) ἀπό 18 μέχρι 25 Ἰουνίου 1999, τό Παγκόσμιο Συνέδριο Ὀρθόδοξης Νεολαίας μέ θέμα «Οἱ Νέοι εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς τρίτης Χιλιετίας»ciii, 2) ἀπό 28 Αὐγούστου μέχρι 2 Σεπτεμβρίου 1999, τό Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο, μέ θέμα «Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου - Προκλήσεις καί προβληματισμοί τοῦ 2000»civ, 3) ἀπό 27 Νοεμβρίου μέχρι 2 Δεκεμβρίου 1999, ἡ Μείζων Κληρικολαϊκή Συνέλευση, μέ θέμα «Ἡ Ἐνορία, κύτταρον τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας - Βιουμένη πραγματικότης, σύγχρονοι προσανατολισμοί καί προκλήσεις»cv καί 4) ἀπό 23 μέχρι 27 Δεκεμβρίου 1999, ἡ Ἱερά Σύναξης τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων. Τήν 26η Δεκεμβρίου ἔγινε συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων στό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τῆς Νίκαιας τῆς Βιθυνίας, κατά τό ὁποῖο ἀναγνώσθηκε τό Μήνυμα τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων πρός τούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν τους καί πρός ὅλο τόν κόσμο γιά τήν τρίτη μετά Χριστόν χιλιετίαcvi,

13) στήν δρα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἀπό 5 μέχρι 6/1/2000, Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, «ἐπί τῇ ἐνάρξει τῶν ἑορτασμῶν τῆς δισχιλιοστής ἐπετείου ἀπό τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»cvii,

14) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο ἀπό 1 μέχρι 3/9/2002, ἡ Ε΄ Σύναξη τῶν «ἐν ἐνεργείᾳ» Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνουcviii, μέ κεντρικόν θέμα «Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἡ πρακτική συνέπεια αὐτῶν διά τόν σύγχρονον ἄνθρωπον»

15) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐγένετο στίς 30 Ἀπριλίου 2004 καί 4 Ἰουνίου 2004, ἡ σύγκληση Α΄ καί Β΄ Μείζονος Ἁγίας καί Ἱερᾶς Ἐνδημούσης Συνόδου, γιά τήν προάσπιση «τῶν κανονικῶν Δικαίων τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι»cix,

16) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καί ἔπειτα ἀπό ἔκκληση τῆς Ἱεραρχίας καί Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητας τῶν Ἱεροσολύμων μέ τήν παρουσία τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων, τῶν Ἀρχιεπισκόπων Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας καί Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, τοῦ Μητροπολίτου Βαρσοβίας καί πάσης Πολωνίας καί ἐκπροσώπων τοῦ Πατριαρχείων Ἀντιοχείας, Ρωσίας καί Ρουμανίας, τῆς Γεωργίας, Κύπρου καί τῆς Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐγένετο στίς 24 Μαΐου 2005 ἡ Σύγκληση Πανορθοδόξου Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, πρός ἐξέταση τῶν δυσαρέστων ἐκκλησιαστικῶν ἐξελίξεων στούς κόλπους τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία «κατόπιν μακρῶν διαβουλεύσεων ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν νά ἀπευθύνῃ ἀδελφικήν ἔκκλησιν πρός τόν Μακ. Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κ. Εἰρηναῖον ὅπως οἰκειοθελῶς ὑποβάλῃ τήν παραίτησιν αὐτοῦ. ... Τοῦ Μακ. Πατριάρχου κ. Εἰρηναίου ἀρνηθέντος νά δεχθῇ τοῦτο, ἡ Σύνοδος τῶν προκαθημένων ἀπεδέχθη ἔναντι τριῶν ἐπεχόντων τήν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων περί ἀποκηρύξεως τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν, ὅπερ συνεπάγεται τήν διαγραφήν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Διπτύχων»cx,

17) στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης καί στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔγινε μετά ἀπό αἴτηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μέ τήν παρουσία τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων καί τή συμμετοχή ἀρχιερέων τῶν ἀνωτέρω Ἐκκλησιῶν στίς 17 Μαῒου 2006, ἡ Σύγκληση Ἱερᾶς Διευρημένης Συνόδου για τήν ἐξέταση τοῦ ἀπασχολοῦντος τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν Κύπρου Ἀρχιεπισκοπικοῦ ζητήματος, καί ἀποφάσισε, ὅτι «Ἡ Ἱερά Σύνοδος μετά βαθείας λύπης διεπίστωσεν ὅτι ἡ ὑγιεία τοῦ ἀσθενοῦντος Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου ἔχει κλονισθῇ σοβαρῶς ἀπό τετραετίας καί εἶναι μή ἀναστρέψιμος,κατόπιν δέ σχετικῶν εἰσηγήσεων τῶν Μητροπολίτου Πάφου Χρυσοστόμου καί Ἐπισκόπου Κύκκου Νικηφόρου καί γενομένης μυστικῆς ψηφοφορίας, δι’ ηὐξημένης πλειοψηφίας ἐκήρυξε τόν Θρόνον τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου ἐν χηρείᾳ, ...»cxi,

18) στήν Ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μεταξύ 13-18 Σεπτεμβρίου 2007 Διεθνές Ἐπιστημονικό Συμπόσιο μέ θέμα: Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, μέ τήν εὐκαιρία τῆς 1600ης ἐπετείου ἀπό τῆς κοιμήσεώς του (407). Στό Διεθνές αὐτό Συμπόσιο ἐκπροσωπήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Κύπρου, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας, Φιλλανδίας καί Ἐσθονίας, ἐπίσης δέ καί οἱ Θεολογικές Σχολές ἤ Ἰνστιτοῦτα Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης, Ἁγίας Πετρουπόλεως, Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, Σαμπεζύ Ἑλβετίας, Μονάχου Γερμανίας, Βουκουρεστίου, Σιμπίου καί Ἰασίου Ρουμανίας, Ἁγίου Κλήμεντος Σόφιας καί Joensuu Φιλλανδίας. Παρέστη καί ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος. Ἐπίσης προσεκλήθηκαν καί συμμετεῖχαν περί τούς ὀγδόντα διαπρεπεῖς ἐρευνητές τοῦ βίου, τοῦ θεολογικοῦ ἔργου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας τοῦ μεγάλου Πατρός καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο ἀπό τίς Ὀρθόδοξες, ἀλλά καί ἀπό τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίεςcxii,

19) στό Σαμπεζύ Γενεύης καί στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μεταξύ 6-12 Ἰουνίου 2009, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Οἰκουμε-νικοῦ Πατριάρχου καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων των Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ Δ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη μέ θέμα: «Ἡ συζήτησις ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς κανονικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς»cxiii.

Μετά ἀπό τίς παραπάνω πληροφορίες, γιά τή δραστηριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού κάτω ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες ἐπιτελεῖ, διαφαίνεται ἄνετα ὅτι συνεχίζει μέ βαθειά συναίσθηση εὐθύνης καί μέ ἀπαράμιλλο ἐνδιαφέρον καί ζῆλο τό Διορθόδοξο καί Διαχριστιανικό του ἔργο γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν καί τήν ὑψηλή διαχρονική ἀποστολή του, ὡς φορέως τῆς ἀποστολικότητας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου καί Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστοῦ.

Αὐτή ἡ ταπεινή καί σταυρική πρωτόθρονη διακονία τῆς τοῦ ἀνδρείας ἐπωνύμου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ναγνωρίζεται ς πρώτη μεταξύ σων γιά τή συγκρότηση το θεσμο «τς π' ορανόν ρθοδοξίας, τῆς ὁποίας αὕτη εἶναι ἡ σπονδυλική στήλη» καί καλεται ὡς σύνδεσμος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί συντονιστής τῶν ἐνεργειῶν τους καί κέντρον οἰκουμενικῆς διακονίας καί προσευχῆς, νά εαγγελίζεται μέ θάρρος καί μέ πίστη «τά μεγαλεα το Θεοῦ» .

Χρστος Κ. Τσούβαλης

Ἄρχων Ὀστιάριος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας,

Θεολόγος

iὙποσημειώσεις:


 Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Ἱεραποστολή: Συνέπεια ἤ προϋπόθεση τῆς Καθολικότη-τας τῆς Ἐκκλησίας», Σύναξη, 76(2000), 72.

ii Ἰωάννου 1, 39.

iii Μάρκου 16, 7.

iv Ματθαίου 28, 19-20.

v Πράξεις 1, 14.

vi Πράξεις 1, 8.

vii Πράξεις, 2, 11. Πρβλ. Χρήστου Βάντσου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρότυπον ἱεραποστόλου», Ἀναφορά εἰς μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986., τ. Α΄, Γενεύη 1989, 355-367. (Εἰς τό ἑξῆς: Ἀναφορά...Σάρδεων Μαξίμου...)

viii Σιγιλλιῶδες Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Γ΄, τό ὁποῖον ἐξεδόθη τόν Μάϊον τοῦ 1845. Ἀποστόλου Δ. Μέξη, Ἡ ἐν Χάλκῃ Ἱερά Θεολογική Σχολή, Κωνσταντινούπολις 1933, 57-63.

ix  Πρβλ. Παναγιώτου Ἰ. Σπυροπούλου, Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, Ἱστορία λειψάνων, κειμηλείων καί ναῶν του, Πάτραι 1986, 10-13. Χ. Πατρινέλλη, «Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος, Ἁγιολογία», Θ.Η.Ε. 2(1963), 665-667. Χαρίτωνος Πνευματικάκι, Ἀρχιμ., Ὁ Πρωτόκλητος, Πάτραι 1964, ὑποσημείωσις 1, 58--59.

x Analecta Bollandiana, 13 (1894), 358.

xi Migne, P.G., 28, 1105.

xii Ἰωάννου, 1, 43.

xiii Migne, P.G., 100, 1043-1044.

xiv « Τόσον διά τῶν ἐπιστολῶν του (ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης) ὅσον καί διά τῆς Ἀποκαλύψεως λαμβάνομεν ἰδέαν τινά περί τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου του ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ κατά τό τελευταῖον τμῆμα τοῦ Α΄ αἰῶνος». Σάββας Ἀγουρίδης, «Ἰωάννης ὁ Ἀπόστο-λος», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, (Θ.Η.Ε.), 6(1965), 1133.

xv Ἀμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἐκκλησιαστικοί Νόμοι, Ἀθῆναι 2 1949, 36 (Εἰς τό ἑξῆς, Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες...).

xvi Leclercq, Le canon troisieme du Concile de 381, Hefele-Leclercq, Histoire des Conciles 2, Append. III, σσ. 1260-70.

xvii Παρθενίου Πολάκη, Ἱστορικαί προϋποθέσεις τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Κωνσταντινου πόλεως, σ. 83.

xviii «...τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλείᾳ καί συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καί τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμα-σι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν. ...» Ἀλιβιζάτου, Οἱ Ἱεροί Κανόνες..., 59.

xix Ἰουστινιάνειος Κῶδιξ, 1. 2. 24.

xx Χρυσοστόμου Σ. Κωνσταντινίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νυμφαγωγός τῶν λαῶν εἰς Χριστόν. Λόγος ἐκφωνηθείς ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου τῇ 30ῇ Νοεμβρίου 1952», Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ «Ἀποστόλου Ἀνδρέου», 2(1952), φύλλ. 76 κ.ἑ., Τάδε λέγει Πατριαρχικός Ἄμβων, Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, 24. ( Εἰς τό ἑξῆς : Κωνσταντινίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία...»)

xxi Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Α΄, 18 καί 19, Migne, P.G., 67, 121. 125.

xxii Πρβλ. Γεωργίου Θεοδωρούδη, «Τό ἱεραποστολικόν ἔργον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Βασικά γνωρίσματα». Κληρονομιά, 25(1993), 157-178. Χρήστου Βάντσου, «Τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας σήμερα»., Ἐπιστημονική παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, τ.Δ΄, Ἀθῆναι 1997, 139-152.

xxiii Παν. Χρήστου Κ., «Ἰωάννης ὁ Α΄ ὁ Χρυσόστομος.», Θ.Η.Ε., τ. 6 (1965), 1174.

xxiv Ἀθανασίου Ἀρβανίτου , «Ἀρμενία», Θ.Η.Ε., 3(1963), 172-173.

xxv Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ, Χρονογραφία, Α΄ ἔκδ.Βόννης, 336.

xxvi Migne, P.G., 86, 2740.

xxvii Προκοπίου τοῦ Καισαρέως, Περί κτισμάτων, 3,6, ἔκδ.Βόννης, 258.

xxviii Προκοπίου τοῦ Καισαρέως, Γοτθικοί πόλεμοι, ἔκδ. Βόννης, 2, 14, 204.

xxix Γιαννουλάτου, «Βυζάντιον...», 27.

xxx Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, «Πρός τόν ἴδιον υἱόν Ρωμανόν», Migne., P.G., 113, 284-292.

xxxi Γιαννουλάτου, «Βυζάντιον...», 39-49.

xxxii Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ , «Ρωσική Ἐκκλησία», Θ.Η.Ε., 10(1967), 978-982.

xxxiii Κωνσταντινίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία...», 26-27.

xxxiv Βλ. Ἰω. Φειδᾶ, «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κανονάριον - ἐπετηρίς 1991, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ιγ΄- ιδ΄. (Εἰς τό ἑξῆς: Φειδᾶ, «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο»)

xxxv Ἀποστόλου Βούλγαρη, Ἐπισκόπου Μιλήτου, Ἡγουμένου Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας., «Ὁ ἐθναρχικός ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», Ἀναφορά...Σάρδεων Μαξίμου..., Α΄, 337.

xxxvi Ἰωάννου Σοκόλωφ, «Τό Βυζάντιον φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀνάτυπο ἀπό τόν Ἐκκλησιαστικόν Φᾶρον, 10-11, 49-50 καί 38-39.

xxxvii Μαξίμου (Χρηστοπούλου), Μητροπολίτου Σάρδεων, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972, 294-295.

xxxviii Ἀθανασία Ἀναγνωστοπούλου, Οἱ μεταρρυθμίσεις τοῦ Τανζιμάτ καί τό θεσμικό πλαίσιο του Μιλλέτ τῶν Ρωμιῶν. Πατριαρχεῖο, Κοινοτικοί θεσμοί, Παιδεία.,Ἡ παρουσία τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων στήν Κωνσταντινούπολη τόν 19ο αἰώνα, Πρακτικά Ἀθήνα, 5 Ὀκτωβρίου 1996, Ἀθήνα 1997, σ.55.

xxxix Βλάσ. Ἰ. Φειδᾶ, «Ἡ παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας», Κοινωνία, 26(1983), 125-137.

xl Τά σχολεῖα αὐτά ἐλέγοντο Γυμνάσια, Φροντιστήρια, Διδασκαλεῖα, Ἀκαδημίες ἤ Ἀκαδήμειες, Μουσεῖα ἤ Ἑλληνομουσεῖα.

xli Ἅγιον Ὄρος, Αἴνος, Ἀνδρονίκειον, Ἀργυρόκαστρον, Βέρροια, Βρύουλα ἤ Βουρλᾶ, Ἔφεσος, Θεσσαλονίκη, Ἰωάννινα, Καισάρεια, Κίος, Κυδωνία, Μεσημβρία, Μουδανιά, Μυτιλήνη, Νάξος, Νεάπολις, Νικομήδεια, Πέργαμος, Προῦσα, Σάμος, Σέρραι, Σιάτιστα, Σινώπη, Σμύρνη, Σωζούπολις, Τραπεζοῦς, Φιλαδέλφεια, Χίος, κ.ἄ.

xlii Μετά ταῦτα διδάσκουν καί διευθύνουν διάφοροι ἐπιφανεῖς λόγιοι, ὅπως οἱ Ἰωάννης καί Θεοδόσιος Ζυγομαλᾶς, Κύριλλος Λούκαρις, Θεόφιλος Κορυδαλεύς, Ἰωάννης Καρυοφύλλης, Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος, Σεβαστός Κυμενίτης, Εὐγένιος Βούλγαρης, Δωρόθεος Πρώϊος, Κωνσταντῖνος Κούμας, Φιλόθεος Βρυέννιος, Γρηγόριος Παλαμᾶς καί πολλοί ἄλλοι.

xliii Ἀποστόλου Βακαλοπούλου, The Greek Nation 1453-1669, New Brunswick N.J. 1976, 191. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, 223. ( Εἰς τό ἐξῆς, Μεταλληνοῦ, Παράδοση,) Πρβλ. Νικολάου Ζαχαροπούλου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Κοινότητα καί Ἐκκλησία. Ἡ δυναμική παρουσία τῆς Κοινότητας στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. (Ἔκδοση ἀνεκδότου χειρογράφου)», Ἀναφορά...Σάρδεων Μαξίμου, τ. Β΄, Γενεύη 1989, 199-214.

xliv Θεοχάρους Στ. Ἀνεστίδου, «Ἡ μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή κατά τά τελευταῖα χρόνια.», Τά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς Πόλης, Ἀθήνα 1995, 60. (Εἰς τό ἑξῆς, Ἀνεστίδου, «Ἡ μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή...»)

xlv Α. Βακαλοπούλου, Νέα Ἑλληνική Ἱστορία: 1204-1985., Θεσσαλονίκη 31988,81.

xlvi Ν. Βοσταντζή, Παιδαγωγικαί Ἰδέαι Ἰωσήπου τοῦ Μοισιόδακος, Ἀθῆναι 1941, 21.

xlvii Ἅλκη Ἀγγέλου, «Ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ 1669-1821. Ἡ ἐκπαίδευση», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ( Ι. Ε.Ε.), 11(1975), 306α..

xlviii Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1453-σήμερον), Θεσσαλονίκη 1987, 128.

xlix Χρίστου Γ. Πατρινέλη, «Οἱ κρίσιμοι αἰῶνες 1453-1696. Πνευματικός βίος καί παιδεία. Τό πρῶτο πατριαρχικό σχολεῖο», Ι.Ε.Ε., 10(1974), 374α. (Εἰς τό ἑξῆς, Πατρινέλη, «Οἱ κρίσιμοι αἰῶνες 1453-1696...»)

l Χρ. Οἰκονόμου, «Ἡ Ἐθνική πολιτική τοῦ Πατριαρχείου κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς δουλείας: 1453-1821». Ἐκπαιδευτικά Χρονικά, 3, 1933, 60. (Εἰς τό ἑξῆς, Οἰκονόμου, «Ἡ Ἐθνική πολιτική...»)

li Πατρινέλη, «Οἱ κρίσιμοι αἰῶνες 1453-1696...», 131α.

lii Ναυκρατίου Τσουλκανάκη, Ἀρχιμ., Ὁ Μέγας Διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἅγιος Μακάριος Ἱεροδιάκονος Καλογερᾶς, Θεσσαλονίκη 1994, 57.

liii Ἡ ἀρχαιότερη σχολή τῶν Ἰωάννίνων ἦταν τῶν Φιλανθρωπινῶν, πού ἵδρυσε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Σπανοῦ, στό νησί, ὁ Μιχαήλ Φιλανρωπινός, τό 1282, ἑνάμιση δηλ. αἰώνα πρίν ἀπό τήν ἅλωση τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων (1431). Περισσότερα γιά τή Σχολή δέν ξέρουμε. Μόνο ὅτι διατηρήθηκε ὡς τό 1642, ὁπότε διαλύθηκε. Σπ Λάμπ-ρου., «Περί τῆς Παιδείας ἐν Ἰωαννίνοις ἐπί Τουρκοκρατίας». Νέος Ἑλληνομνήμων, 13, 1916, 279. 282.

liv Ἐπ. Κυριακίδου, Βιογραφίαι, Ἀθῆναι 1897, 201.

lv Θ. Φιλαδελφέως, Ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν ἐπί Τουρκοκρατίας: 1400-1800., τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1902, 239.

lvi Δημητρίου Σ. Σαλαμάγκα, Ὁ γνωστός καλόγηρος Κοσμᾶς, Ἀθῆναι 1952, 19-22. Μεταλλη-νοῦ, Παράδοση..., 85-86.

lvii Κ. Κούρκουλα, Λεύκωμα Διδασκάλων τοῦ Γένους, Ἀθήνα 1971, 72

lviii Γιάν. Καρᾶ , Θεόφιλος Καΐρης –Κων/νος Κούμας, Ἀθήνα Gutenberg, 1977, 16.

lix Οἰκονόμου, «Ἡ Ἐθνική Πολιτική...», 11.

lx Γεωργ. Ἀγγελοπούλου, Συλλογή ἐκ τῶν γραφέντων περί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, Ἀθήνησι 1863, 102-107. Πρβλ. Ἑρμής ὁ Λόγιος, 9(1819), 116

lxi «ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ εὐαγγελίου καί τοῖς ἱεροῖς κανόσι τῶν μακαρίων πατέρων ἡμῶν, οἵ καί τήν ἁγίαν ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι καί ὅλην τήν χριστιανικήν πολιτείαν διακοσμοῦντες πρός θείαν ὁδηγοῦσιν εὐσέβειαν» Μαξίμου, Μητρ. Σάρ-δεων, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον..., 330.

lxii Μεταλληνοῦ, Παράδοση..., 301-302.

lxiii Τυπώθηκε γιά πρώτη φορά στήν ΚΠολη τό 1767 καί ἀνατυπώθηκε τό 1839 ἐπί τῆς πατριαρχίας Γρηγορίου τοῦ ς΄ καί τό 1849 ἀπό τὀν Ἠλία Τανταλίδη στούς "Παπιστικούς ἐλέγχους" του.

lxiv Ἀνεστίδου, «Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή», 56.

lxv Ε.Α., τόμ. 2, ἔτος 1(1881), 166α-β.

lxvi Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Κωνσταντινούπολις 1856-1908. Ἡ ἀκμή τοῦ Ἑλληνισμοῦ., Ἀθήνα 1994, 55.

lxvii Vasil T. Istavridi, «The Ecumenical Patriarchate and the Ottoman state after the fall of Constantinople. Παράρτημα Πρέσβεις καί Γενικοί Πρόξενοι (ΚΠόλεως) εἰς τήν Ὀθωμανικήν αὐτοκρατορίαν καί τήν Τουρκικήν Δημοκρατίαν». Κληρονομία, τ.35. τεύχη Α΄-Β΄. Ἰούνιος-Δεκέμβριος 2003, 126. (Εἰς τό ἑξῆς, Istavridi, «The Ecumenical Patriarchate...»)

lxviii 1. Μητρόπολη Χαλκηδόνος, 2. Μητρόπολη Δέρκων, 3. Μητρόπολη Ἴμβρου καί Τενέδου καί 4. Μητρόπολη Πριγκηποννήσων. Ἡμερολόγιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Η.Ο.Π.), ἔτους 2009, 636-641. (Εἰς τό ἑξῆς : Η.Ο.Π., ἔτους 2009)

lxix Στήν Κωνσταντινούπόλη ὑπάρχουν καί λειτουργοῦν 37 Κοινότητες, 50 Ναοί, 10 Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές, 3 Μετόχια Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 6 Προσκυνήματα, 4 Γυμνάσια-Λύκεια, 12 Δημοτικά Σχολεῖα, 10 Συσσίτια, 8 Φιλόπτωχες δελφότητες, 6 δρύματα, πως τό Νοσοκομεο Βαλουκλ, τό Γηροκομεο, τό Ψυχιατρεο, τό ρφανοτροφεο Πριγκήπου, Θερινή στέγη ργαζομένου κοριτσιο καί Παιδούπολη τς Μονς Μεταμορφώσεως Χριστο Πρώτης, 15 Σύνδεσμοι ὅπως : Γηροκομουμένων Βαλουκλῆ, Μουσικοφίλων, Ἀποφοίτων Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, Ἀποφοίτων Ζωγραφείου, Ἀποφοίτων Ἰωακειμείου, Ἀποφοίτων Ζαππείου, Ἀποφοίτων Κεντρικοῦ, Σύνδεσμος προστασίας ἀπόρων καί ἀσθενῶν παίδων, Μορφωτικός Μεγάλου Ρεύματος, Μορφωτικός Ἁγίου Κωνσταντίνου και Ἑλένης Ὑψωμαθείων, Μορφωτικός καί καλλιτεχνικός Σύνδεσμος Φερίκιοϊ, Ἀθλητικός Σύλλογος Πέραν, Ἀθλητικός Σύλλογος Ταταούλων καί τέλος Ἐρασιτεχνικός Θεατρικός Ὅμιλος Φερίκιοϊ. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 631-635.

lxx 1) Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς, 2) Μητρόπολη Σικάγου (Chicago), 3) Μητρόπολη Πιττσμπούργου (Pittsburgh), 4) Μητρόπολη Βοστώνης (Boston), 5) Μητρόπολη Ντένβερ (Denver), 6) Μητρόπολη Ἀτλάντας (Atlanta), 7) Μητρόπολη Ντητρόϊτ (Detroit), 8) Μητρόπολη Ἁγίου Φραγκίσκου (San Francisco), 9) Μητρόπολη Νέας Ἰερσέης (New Jersey), 10) Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας, 11) Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων καί Μ. Βρεταννίας, 12) Μητρόπολη Γαλλίας, 13) Μητρόπολη Γερμανίας, 14) Μητρόπολη Αὐστρίας, 15) Μητρόπολη Σουηδίας καί πάσης Σκανδιναυῒας, 16) Μητρόπολη Βελγίου, 17) Μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας, 18) Μητρόπολη Ἑλβετίας, 19) Μητρόπολη Ἰταλίας καί Μελίτης, 20) Μητρόπολη Τορόντο, 21) Μητρόπολη Μπουένος Ἄϊρες, 22) Μητρόπολη Μεξικοῦ, 23) Μητρόπολη Χόνγκ Κόνγκ, 24) Μητρόπολη Ἰσπανίας καί Πορτογαλίας, 25) Μητρόπολη Κορέας καί 25) Μητρόπολη Σιγκαπούρης. Ἐπίσης ὑπάγονται στήν ἐκκλησιαστική ἁρμοδιότητα καί δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου α) οἱ Ὀρθόδοξοι Οὐκρανοί τῆς Διασπορᾶς, οἱ Καρπαθορώσσοι τῶν Ἡνωμ. Πολιτ. Ἀμερικῆς καί οἱ Λευκορώσσοι τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς καί β) οἱ Ὀρθόδοξοι Οὐκρανοί τοῦ Καναδᾶ καί γ) ἡ Πατριαρχική Ἐξαρχία τῶν εὑρισκομένων στή Δυτική Εὐρώπη Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως, Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 807-1046.

lxxi 1)Ἡ Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης μέ ἕδρα τό Ἡράκλειο, 2) ἡ Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, 3) ἡ Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αὐλοποτάμου, 4) ἡ Μητρόπολη Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, 5) ἡ Μητρόπολη Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων, 6) ἡ Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καί Σητείας, 7) η Μητρόπολη Πέτρας καί Χερρονήσου, 8) ἡ Μητρόπολη Κισάμου καί Σελίνου καί 9) ἡ Μητρόπολη Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου. .Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 677-759

lxxii 1) Ἡ Μητρόπολη Ρόδου, 2) ἡ Μητρόπολη Κώου καί Νισύρου, 3) ἡ Μητρόπολη Λέρου, Καλύμνου καί Ἀστυπαλαίας, 4) ἡ Μητρόπολη Καρπάθου καί Κάσου καί 5) ἡ Μητρόπολη Σύμης. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 761-786.

lxxiii Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1047-1122.

lxxiv 1.Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ, 2.Ἁγίας Τριάδος Χάλκης, 3. Ἁγίου Σπυρίδωνος Χάλκης, 4. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χάλκης, 5. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πριγκήπου, 6. Ἁγίου Νικολάου Πριγκήπου, 7. Ἁγίου Γεωργίου Κουδουνᾶ Πριγκήπου, 8. Μεταμορφώ-σεως τοῦ Σωτῆρος Ἀντιγόνης, 9. Ἁγίου Γεωργίου Καρύπη Ἀντιγόνης καί 10. Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ Πρώτης. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 634.

lxxv 1) Πατριαρχική Ἐξαρχία Πάτμου μέ τή Μοναστική Πολιτεία τῆς ἱερᾶς Νήσου Πάτμου 2) Μοναστική Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους, 3) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας τῆς Χαλκιδικῆς, 4) Ἱερά Βασιλική Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων τῆς Θεσσαλονίκης, 5) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, 6) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στήν Ἀλαμπάμα των Η.Π.Α., 7) Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ὁσίας Εἰρήνης τοῦ Χρυσοβαλάντου στήν Ἀστόρια τῆς Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1125-1133, 1134-1138, 1139, 1141, 1142-1144.

lxxvi 1) Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν στή Θεσσαλονίκη, 2) Πατριαρχικό Σταυροπήγιο τοῦ Ὀρθόδοξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ (Chambesy) τῆς Γενεύης, 3) Πατριαρχικό Ίδρυμα Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς Ἄπω Ἀνατο-λῆς στήν Ἀθήνα, 4) Πατριαρχικό Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο "Πατριάρχης Ἀθηναγόρας" στό Μπέρκλεϊ (Berkeley) Η.Π.Α. και 5) Ἰνστιτοῦτο Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεο-λογίας στό Σαμπεζύ (Chambesy) Γενεύης, 6) Ἵδρυμα Ὑποστηρίξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἀθήνα καί 7) Μή Κυβερνητική Ὀργάνωσις (MKO) OECUMENICA. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1147-1154.

lxxvii 1) Μόνιμη Ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἕδρα τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στή Γενεύη τῆς Ἑλβετίας, 2)Γραμματεία γιά τήν Προπαρασκευή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, 3) Ἀδελφότητα Ὀφφικιάλων τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας "Παναγία ἡ Παμμακάριστος" στήν Ἀθήνα, 4) Γραφεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση στίς Βρυξέλλες καί 5) Γραφεῖο Ἐκπροσωπήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἀθήνα. Η.Ο.Π., ἔτους 2009, 1157-1158.

lxxviii «Μέ τή συνεχῆ καί ἀδιάκοπη διακονία τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐνεργοποιήθηκε πληρέστερα ἡ συνοδική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνάδειξη τῆς αὐθεντικῆς σχέσεως μεταξύ τῆς ἐμπειρικῆς βιώσεως καί τῆς δογματικῆς διατυπώσεως τῆς πίστεως τόσο πρίν, ὅσο καί μετά τό μεγάλο σχίσμα τοῦ 1054, ἀξιοποιήθηκε συστηματικότερα ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς παραδόσεως γιά τή μορφοποίηση τῆς θείας λατρείας τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας καί τῶν ποικίλων ἐκφράσεων τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας διατηρήθηκε ἔντονη ἡ ἱεραποστολική εὐθύνη γιά τήν οἰκουμενική ἀκτινοβολία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, καθιερώθηκε τό κριτήριο τῆς πατερικῆς καί τῆς κανονικῆς παραδόσεως γιά τήν ἐξουδετέρωση τῶν καιρικῶν ἤ τοπικῶν τάσεων ὑπερβάσεως τῶν «ὁρίων, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες» κατά τήν ἱστορική διαδικασία τῆς προσαρμογῆς τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως στίς νέες συνθῆκες ἤ στά νέα αἰτήματα κάθε ἐποχῆς, καί τέλος, διαφυλάχθηκε ἡ χαρακτη-ριστική παραδοσιακή πληρότητα τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ βίου.» Φειδᾶ, «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», η΄- θ΄.

lxxix Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1453-σήμερον), Θεσ-σαλονίκη 1987, 91-92.

lxxx Πρακτικά καί Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, Κωνσταντινούπολις 1923, 6-7.

lxxxi Φιλαρέτου Ἀποστ. Βιτάλη, Φώτιος ὁ Β΄, Ἀθῆναι 1965, 131-138. Βασιλείου Ν. Ἀναγνωστοπούλου, Τό Διορθόδοξο καί Διαχριστιανικό ἔργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1923-1987) καί ἡ συμβολή σ’αὐτό τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, Ἀθῆναι 1989, 17-18.

lxxxii Ἰ. Ε. Ἀναστασίου, «Ἡ ἀνάπτυξις τῶν σχέσεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων κατά τήν περίοδον τῆς πατριαρχείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ε.Η.Μ., Ἀθηναγόρας Α΄ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ Ἠπειρώτης, Ἰωάννινα 1975, 287-302.

lxxxiii Χρῆστος Τσούβαλης, «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄, (1 Νοεμβρίου 1948-7 Ἰουλίου 1972)», Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες (1923-1991), Σύνδεσμος τῶν ἐν Ἀθήναις μεγαλοσχολιτῶν, Ἀθήνα 1997, 134.

lxxxiv Μήνυμα τῆς Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ἐν Ρόδῳ, Ὀρθοδοξία, 1963, 445.

lxxxv Πρακτικά τῆς Γ΄ ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως. (1-15 Νοεμβρίου 1964), Α/1.

lxxxvi Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἡ συνελθοῦσα ἐν Γενεύῃ, ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ Κέντρῳ τοῦ Οἰκου-μενικοῦ Πατριαρχείου (8-15 Ἰουλίου 1968), Πρακτικά - Κείμενα. Ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, 1968, 12-13, 109-112.

lxxxvii Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ἰουλίου 1971, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973,147-148. Χρήστου Τσούβαλη, «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ (1 Νοεμβρίου 1948 - 7 Ἰουλίου 1972)», Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες (1923-1991), Ἀθήνα 1997, 136. (Εἰς τό ἑξῆς : Τσούβαλη, «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας...»)

lxxxviii Κληρονομία, τόμος 9, τεῦχος α΄, Θεσσαλονίκη Ἰανουάριος 1977, 201-215.

lxxxix Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔτος 65, τεῦχος 691, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 1982, 195-199.

xc Νίκου Μαγγίνα, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, ἔτος 10, ἀρ. φύλλου 226, Ἀθῆναι 16 Μαρτίου 1986, σ. 1, ἀρ. φύλλου 227, Ἀθῆναι 1 Ἀπριλίου 1986, σ. 7 καί ἀρ. φύλλου 228, Ἀθῆναι 16 Ἀπριλίου 1986, σ. 7.

xci Νίκου Μαγγίνα, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, ἔτος 11, ἀρ. φύλλου 242, Ἀθῆναι 16 Νοεμβρίου 1986, σ. 8 καί ἀρ. φύλλου 243, Ἀθῆναι 1 Δεκεμβρίου 1986, σ. 1. Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994

xcii Ὀρθοδοξία, Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄,Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994, 71-88.

xciii Ὀρθοδοξία, Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄,Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994, 89-110.

xciv Ὀρθοδοξία,Περίοδος Β΄, τεῦχος Α΄,Ἰανουάριος-Μάρτιος 1994, 136-146.

xcv Ὀρθοδοξία, Τόμος 1ος, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1994, 327-330.

xcvi Ὀρθοδοξία, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1994, 502-504.

xcvii Ὀρθοδοξία, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1994,712-730.

xcviii Ὀρθοδοξία, ἔτος Β΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1995, 355-374.

xcix Ὀρθοδοξία, ἔτος Γ΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1996, 304-334.

c Ὀρθοδοξία, ἔτος Δ΄, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1997, 523-528.

ci Ὀρθοδοξία, ἔτος Ε΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 1998, 443-465 καί 493-584.

cii Ὀρθοδοξία, ἔτος Ε΄, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1998, 619-640 καί τό Παράρτημα τοῦ Δ΄ τεύχους μέ τά Πεπραγμένα τῆς ἐν Σόφιᾳ συγκληθείσης Μείζονος καί Υπερτελοῦς Ἱερᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου Λ΄ Σεπτεμβρίου-Α΄ Ὀκτωβρίου 1998, 7-211.

ciii Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-‘Ιούνιος 2000, 216-236.

civ Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος Σεπτέμβριος 2000, 406-415.

cv Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Δ΄ Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2000, 535--560.

cvi Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Δ΄, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2000, 567-593.

cvii Ὀρθοδοξία, ἔτος Ζ΄, τεῦχος Α΄, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2000 ἔτος Ι΄, τεῦχος Δ΄,Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2003 καί

 Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΒ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2005, 263, 17-26.

cviii Ὀρθοδοξία, ἔτος Θ΄, τεῦχος Γ΄, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2002, 431-468.

cix Ὀρθοδοξία,ἔτος Ι΄, τεῦχος Δ΄,Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, 839-845, Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΑ΄, τεῦχος Α΄, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2004, 95-96 καί ’Ορθοδοξία, ἔτος ΙΑ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2004, 238-264 καί 340--342.

cx Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΒ΄, τεῦχος Β΄, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2005, 263-281.

cxi Ὀρθοδοξία, ἔτος ΙΓ΄, τεῦχος Β΄ , Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2006, 227-239.

cxii Ἱστοσελίδα www.ec-patr.org Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Δελτίον Τύπου, Ἀνακοινωθέντα, Διεθνές Ἐπιστημονικόν Συμπόσιον «Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως» ἐπί τῇ 1600 ἐπετείῳ ἀπό τῆς κοιμήσεώς του (407/2007), Πόλις 13-18 Σεπτεμβρίου 2007. Ἀνακοινωθέν.

cxiii Ἱστοσελίδα www.ec-patr.org Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Δελτίον Τύπου, Ἀνακοινωθέντα, Ἀνακοινωθέν τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως. (Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύης 6-12 Ἰουνίου 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου