11/20/2009

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ


φωτό: Νικόλαος Μαγγίνας

Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ
ΤΗΣ ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ
«ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑ»
(19 Νοεμβρίου 2009)


O ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Ἐπίκαιροι προβληματισμοί


Βιώνομεν σήμερον εἰς παγκόσμιον κλίμακα μίαν πρωτοφανῆ οἰκονομικήν κρίσιν, καί τάς σοβαράς ἐπιπτώσεις της, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι εἶναι διάστασις ἤ παρενέργεια τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἡ παγκοσμιοποίησις ἦτο ἐξ ἀρχῆς μία ἀπειλή κατά τῶν κοινωνικῶν κατακτήσεων, μία κρίσις τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, δῆθεν ἀναπόφευκτος, τίμημα διά τήν ἀνασυγκρότησιν τῆς παγκοσμίου οἰκονομίας, ἡ ὁποία τελικῶς ἐπλούτισεν ἀρκετούς ἀλλά ἐπτώχευσεν καί ἐξουθένωσεν ἀναριθμήτους ἀνθρώπους.
Ἐνώπιον τῆς φοβερᾶς αὐτῆς ἀπειλῆς καί καταρρακώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀρθρώσῃ τόν ἰδικόν της λόγον, τῆς ἀγάπης, τήν ἰδικήν της μαρτυρίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.
Δέν εἴμεθα πολιτικοί ἐπιστήμονες οὔτε οἰκονομολόγοι. Γνωρίζομεν ὅμως τόν λόγον τῆς πολιτικῆς καί τόν λόγον τῆς οἰκονομίας. Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι αὗται ὀφείλουν νά ὑπηρετοῦν τό ἀνθρώπινον πρόσωπον, καί τάς ζωτικάς του ἀνάγκας, τήν ζωήν καί τήν ἐλευθερίαν του. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ πολιτική καί ἡ οἰκονομία δέν διακονοῦν τόν ἄνθρωπον, ἀλλά ἀποκλειστικῶς τήν ἰσχύν καί τό κέρδος, εἶναι ἀλλοτριωτικαί δυνάμεις.
Τό παρόν συνέδριον εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης, «culture of solidarity». Ἡ λέξις solidaritas ἐτυμολογεῖται ἀπό τό solidus, σταθερός, συνεπής, ὁλόκληρος, πυκνός. «Ἀλληλεγγύη» δηλώνει μίαν συνεπῆ, σταθεράν, ἀκλόνητον στάσιν ἔναντι τοῦ συναθρώπου καί τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, συνεργασίαν διά τήν οἰκοδόμησιν μιᾶς κοινωνίας δικαιοσύνης καί εἰρήνης χωρίς ἀδικοῦντας καί ἀδικημένους. Ὁ πολιτισμός τῆς ἀλληλλεγγύης ἀποτελεῖ τό φύραμα, τό ὁποῖον δύναται νά μετατρέψῃ τήν κοινωνίαν τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, τοῦ ἔχειν, τῆς ἐκμεταλλεύσεως καί τῆς σκληροκαρδίας, εἰς «κοινωνίαν τοῦ εἶναι», ὅπως λέγει σύγχρονος κοινωνικός στοχαστής. Ἡ προσανατολισμένη εἰς τό ἔχειν καί τόν εὐδαιμονισμόν ἀνθρωπότης εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιβιώσῃ. Δέν ὑπάρχει ἐναλλακτική ἐπιλογή ἀπέναντι εἰς τήν κοινωνίαν τῆς ἀλληλεγγύης.


Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ λεγομένη «μεγάλη ὑπόσχεσις» τῆς κυριαρχίας ἐπί τῆς φύσεως, τῆς ὑλικῆς ἀφθονίας καί τῆς μεγίστης εὐδαιμονίας τοῦ μεγίστου ἀριθμοῦ ἀτόμων ὄχι μόνον δέν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλά ἀπεδείχθη καταστροφική διά τήν κοινωνίαν καί τήν φύσιν.
Κατέστη σαφές ὅτι α) Ἡ ἱκανοποίησις ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρων ἀναγκῶν μεγαλώνει τήν ἀπληστίαν καί τήν δυστυχίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ εἰς τήν θέσιν μιᾶς ἱκανοποιημένης ἀνάγκης ἐμφανίζεται μία ἀκόμη μεγαλυτέρα, ἡ ὁποία ζητεῖ νέας ἱκανοποιήσεις. Ὁ εὐδαιμονιστής εἶναι ἐγκλωβισμένος εἰς τόν φαῦλον κύκλον τοῦ «ἀκορέστου». β) Ἐσυνειδητοποιήσαμεν ὅτι ἡ πρόοδος ἀπαιτεῖ ὅλο καί πολυπλοκωτέραν γραφειοκρατίαν, περιορισμόν τῶν ἐλευθεριῶν, ἔλεγχον τῆς ζωῆς μας. γ) Τό τίμημα τῆς προόδου ἦτο βαρύ διά τό περιβάλλον, ὥστε σήμερον νά εὑρισκώμεθα ἀντιμέτωποι μέ ὄντως ζοφεράς προοπτικάς ἀκόμη καί διά τήν ἐπιβίωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. δ) Ἡ οἰκονομική ἄνοδος δέν ὡδήγησεν εἰς τήν γεφύρωσιν τοῦ χάσματος μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν, εἰς τήν κοινωνίαν δικαιοσύνης καί ἀλληλεγγύης. Τοὐναντίον σήμερον βιώνομεν νέας ἀδικίας καί νέα κοινωνικά χάσματα.
Εἰς τό παρόν συνέδριον θά παρουσιασθοῦν ἀπό εἰδικούς εἰσηγήσεις περί τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης, μεσούσης τῆς παγκοσμίου κρίσεως τῆς ἀλληλεγγύης. Θά γίνῃ λόγος διά τάς μεγάλας θρησκείας ὡς φορεῖς ἀλληλεγγύης καί διά τήν συμβολήν των εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῶν συγχρόνων προβλημάτων, διά τήν σχετικήν δρᾶσιν τῶν μή κυβερνητικῶν ὀργανώσεων, διά τήν βιώσιμον οἰκονομίαν καί τήν ἐπιχειρηματικότητα, διά τήν κοινωνίαν τῶν πολιτῶν καί τό κίνημα διά τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Θά λάβουν χώραν ἐνδιαφέρουσαι συζητήσεις καί συναντήσεις.
Θεωροῦμεν ἰδιαιτέρως σημαντικόν τό γεγονός ὅτι συναντῶνται, εἰσηγοῦνται καί συζητοῦν εἰς τό συνέδριον αὐτό εἰδικοί καί καθηγηταί πανεπιστημίου ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τήν Τουρκίαν, ὅτι διαλέγονται διά τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης καί διερευνοῦν τάς δυνατότητας πολυεπιπέδου συνεργασίας εἰς θέματα ἀμοιβαίου ἐνδιαφέροντος. Εἶναι ἀξιοσημείωτον ὅτι ἐν ὄψει τοῦ 2010, ὅταν ἡ πόλις ἡμῶν θά εἶναι πολιτιστική πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης, ὀργανώνεται ἕνα συνέδριον περί τοῦ ὑψίστου πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης, δι᾿ ἕν ἀπό τά θέματα αἰχμῆς τῆς ἐποχῆς μας.



Συγχαίρομεν τούς διοργανωτάς, καλωσορίζομεν ὅλους ὑμᾶς καί εὐχόμεθα καλήν ἐπιτυχίαν καί δαψιλῆ πνευματικήν καρποφορίαν. Ὄντως καλόν ἔργον ἐποιήσατε διά τῆς συμμετοχῆς σας.
Καταβάλλομεν μεγάλην προσπάθειαν διά νά εὐαισθητοποιήσωμεν συνειδήσεις καί νά κινητοποιήσωμεν κυβερνήσεις, θεσμούς, θρησκείας, κοινωνικάς ὁμάδας, ἄτομα διά τήν ζωτικήν ἀλληλεγγύην πρός τήν φύσιν, ἡ ὁποία ἀπειλεῖται ἀπό ἡμᾶς τούς ἰδίους καί τήν οἰκονομικήν μας πρόοδον, φυσικά εἰς βάρος τῶν δικαιωμάτων τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Αἱ οἰκονομικαί ἐξελίξεις δυναμιτίζουν σήμερον τήν συνοχήν τῶν κοινωνιῶν καί τήν ἀλληλεγγύην μέ πρωτόγνωρον ὡς πρός τάς διαστάσεις καί ἐπιπτώσεις των τρόπον. Εἰς τήν διακονίαν ἡμῶν διά τόν ἄνθρωπον ἀνοίγεται ἐδῶ ἕν πεδίον δράσεως, ὄχι νέον, ἀλλά ἀπαιτητικόν καί κατεπεῖγον.
Φυσικά, τά κύρια προβλήματα πού σηματοδοτεῖ ἡ κάθε οἰκονομική κρίσις δέν εἶναι ἄγνωστα εἰς ἡμᾶς. Καθ᾿ ὅλην τήν ἱστορικήν πορείαν της ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκετο εἰς τό πλευρόν τῶν «κοπιώντων καί πεφορτισμένων» (Μτθ. 11, 28), τῶν ἀδυνάτων καί τῶν ἐνδεῶν, τῶν πρώτων καί ἀθώων θυμάτων τῶν κρίσεων. Οἱ πιστοί ἦσαν διάκονοι τῶν πτωχῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ἀσθενῶν, τῶν πασχόντων. Ἡ πόλις ἡμῶν σεμνύνεται διά τήν παροιμιώδη κοινωνικήν προσφοράν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου της Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖον ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀπεκάλεσε «προφήτην τῆς φιλανθρωπίας». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐθεώρει τήν φιλανθρωπίαν κεντρικήν διάστασιν τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Εἰς τό ὄνομα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς δικαιοσύνης συνεκρούσθη μέ τό Παλάτιον, μέ τάς ἀρχάς καί ἐξουσίας, καί ὑπέστη τάς συνεπείας. Αἱ περιγραφαί καί αἱ ἀναλύσεις του, πλήρεις εὐαισθησίας, ὑπογραμμίζουν τήν κοινωνικήν διάστασιν τῆς ἁμαρτίας, στηλιτεύουν τήν ἀδικίαν, τήν ψυχρότητα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καί τήν ἀπουσίαν ἀλληλεγγύης. Πάντοτε συγκεκριμένος, συνεχῶς καλεῖ εἰς ἔργα ἀγάπης πρός τούς πάσχοντας. Κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον, ἡ ἀνυπόκριτος ἔμπρακτος ἀγάπη πρός τούς ἐνδεεῖς εἶναι ἀπόδειξις γνησιότητος τῆς πίστεως. Ὄντως ἔχομεν ἀναφορικῶς πρός τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης πλουσιωτάτην πνευματικήν παράδοσιν, εἰς τήν ὁποίαν καί ἀνατρέχομεν.
Εἰς τήν Καινήν Διαθήκην ὑπάρχουν δύο ὑπέροχα κείμενα, τά ὁποῖα μᾶς ἀποκαλύπτουν τήν σημασίαν τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἀλληλεγγύης: Ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 25-37) καί ἡ περικοπή τῆς Κρίσεως (Μτθ. 25, 31-46).
Ὁ Καλός Σαμαρείτης ἀποδεικνύεται «φιλάνθρωπος πλησίον» εἰς τόν ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστάς καί τραυματισθέντα βαρέως Ἰουδαῖον, περιποιεῖται τάς πληγάς του καί τόν μεταφέρει εἰς ἀσφαλές καταφύγιον, χωρίς νά σκεφθῇ ὅτι ἴσως ἐκινδύνευε καί ὁ ἴδιος, ὅτι θά ἐξόδευε χρήματα καί ἰδίως ὅτι ὁ πάσχων ἦτο δι᾿ ἐκεῖνον ἀλλοεθνής. Ἡ παραβολή ἀναφέρει ὅτι τόν περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς δέν ἐβοήθησαν δύο ὁμοεθνεῖς του, εἷς Ἱερεύς καί εἷς Λευΐτης, οἱ ὁποῖοι τόν εἶδον καί ἀντιπαρῆλθον.
Εἰς τήν διήγησιν τῆς Κρίσεως ὁ Χριστός ταυτίζει τόν ἑαυτόν Του μέ τούς «ἐλαχίστους» ἀδελφούς Του, τούς πεινῶντας, τούς διψῶντας, τούς ξένους, τούς γυμνούς, τούς ἀσθενεῖς, τούς φυλακισμένους καί θεωρεῖ ὅτι θά κερδίσουν τήν αἰώνιον ζωήν ὅσοι ἔδειξαν ἔμπρακτον συμπαράστασιν εἰς αὐτούς, ἐνῷ ὅσοι τούς ἠγνόησαν εἶναι ἄξιοι τῆς κολάσεως. «Ἡ γάρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰάκ. 2, 13).
Τά δύο αὐτά εὐαγγελικά κείμενα περιλαμβάνουν ὁλόκληρον τήν ἀλήθειαν διά τήν κοινωνικήν ἀποστολήν μας εἰς τόν κόσμον. Ὁ Ἱερεύς καί ὁ Λευΐτης ἀντιπροσωπεύουν τήν θρησκείαν, ἡ ὁποία κλείνεται εἰς τόν ἑαυτόν της καί ἀδιαφορεῖ διά τόν κόσμον καί τόν συνάνθρωπον, τήν θρησκείαν, ἡ ὁποία ἐνδιαφέρεται μόνον διά τήν ἀτομικήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς τῶν πιστῶν της, ἐνσαρκώνουν αὐτοί οἱ δύο τούς ἐκπροσώπους μιᾶς θρησκείας, οἱ ὁποῖοι μεριμνοῦν διά νά τηρηθῇ ἀμίαντος καί ἀνόθευτος ὁ «νόμος», ἀγνοώντας φαρισαϊκῶς ὅτι ἀθετοῦν «τά βαρύτερα τοῦ νόμου» (Μτθ. 23, 23), εἰς τά ὁποῖα ἀνήκει ἡ συμπαράστασις πρός τούς πάσχοντας.
Εἰς τήν διήγησιν τῆς Κρίσεως ἡ βοήθεια πρός τούς πάσχοντας ἀναγορεύεται εἰς κριτήριον διά τήν σωτηρίαν ἤ τήν ἀπώλειάν μας. Ἡ κοινωνία μέ τόν συνάνθρωπον, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀλληλεγγύη ἀποκτοῦν σωτηριολογικήν ἀναφοράν. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Μτθ. 25, 40). Ὁ χριστιανός θά κριθῇ ἀπό τήν στάσιν του ἀπέναντι εἰς τόν πλησίον, ἀπό τό ἄν γίνεται ὁ ἴδιος πραγματικός «πλησίον» ἀπέναντι εἰς τόν ἐνδεῆ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά εἶναι ὁ πτωχός, ὁ ἄνθρωπος τοῦ περιθωρίου, ὁ ἀλλοεθνής, ὁ μετανάστης, ὁ ἀσθενής.
Συμφώνως πρός τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν, ἡ κόλασις εἶναι ἡ κατάστασις, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά ἀντικρύσῃ τό πρόσωπον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Ἀντιθέτως πρός τόν Jean Paul Sartre, κατά τόν ὁποῖον «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασίς μου», ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ ἄλλου εἶναι ἡ κόλασις. Κόλασις εἶναι ὄντως ἡ ἀκοινωνησία, ἡ χώρα τῶν ἀναδέλφων.
Σχετικῶς μέ τήν φιλάνθρωπον ἀγάπην, ἡ ὁποία ἐκθειάζεται εἰς τά δύο κείμενα, ἐπιθυμοῦμεν νά σημειώσωμεν τά ἑξῆς: Ἀπό προοδευτικούς διανοουμένους ἠσκήθη κριτική εἰς τόν Χριστιανισμόν, διά τό γεγονός ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι ἁπλῆ ἐλεημοσύνη, ἀφοῦ ἀναφέρεται μόνον εἰς περιστασιακήν βοήθειαν πρός τόν πάσχοντα καί ἐπειδή ἀδιαφορεῖ διά τά αἴτια τῆς δυστυχίας, διά τήν κοινωνικήν ρίζαν τοῦ κακοῦ. Αὐτός πού ἐλεεῖ καί ἀνακουφίζει ἕνα πτωχόν, εἶναι δυνατόν, μέ τήν ἄδικον συμπεριφοράν του εἰς τήν κοινωνίαν, νά ἔχῃ ὁδηγήσει εἰς ἐξαθλίωσιν πάρα πολλούς συνανθρώπους του. Ἐλέχθη, μάλιστα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁμοιάζει μέ ἕνα τραυματιοφορέα, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τό καραβάνι τῆς ζωῆς καί περισυλλέγει τούς ἐξουθενωμένους, χωρίς νά προβληματίζεται διά τό κοινωνικόν κακόν.
Πῶς ἔχουν, τελικῶς, τά πράγματα; Πιστεύομεν ὅτι, ἰδιαιτέρως κάτω ἀπό τάς συγχρόνους κοινωνικάς καί πολιτισμικάς συνθήκας, ἡ ἀγάπη καί ἡ μέριμνα διά τόν συνάθρωπον δέν εἶναι δυνατόν νά περιορίζωνται, ὅπως ἔλεγεν ἕνας σπουδαῖος σύγχρονος δυτικός Θεολόγος, μόνον εἰς τό νά «περιποιοῦνται τά τραύματα», ἀλλά ὀφείλουν νά «προλαμβάνουν καί νά παρεμποδίζουν τούς τραυματισμούς». Αὐτή ἡ εὐρυτέρα διάστασις τῆς μερίμνης ἡμῶν διά τόν ἄνθρωπον ἔγινε συνείδησις ἰδίως κατά τούς τελευταίους αἰῶνας, διά τῆς νεωτερικῆς μεταβάσεως ἀπό τάς «δεδομένας ἐκ τῶν προτέρων» ἀξίας, εἰς τάς «διαμορφουμένας» ἀξίας, ἀπό τήν κλειστήν εἰς τήν ἀνοικτήν κοινωνίαν, ἀπό τόν ἄνθρωπον ὡς παθητικόν δημιούργημα τῆς ἱστορίας εἰς τόν ἄνθρωπον ὡς δυναμικόν δημιουργόν τῆς ἱστορίας. Ἡ ἀνακάλυψις καί συνειδητοποίησις τῆς δυνατότητος ἀλλαγῆς καί διαμορφώσεως τῶν θεσμῶν δέν ἀφήνει πλέον τήν ἀγάπην νά περιορίζεται εἰς τήν ἀγαθοεργίαν καί ἐλεημοσύνην μέσα εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται, μοιρολατρικῶς, ὡς δεδομένος καί χωρίς ἐλπίδα ἀλλαγῆς. Ἡ ἀγάπη ἠμπορεῖ καί ὀφείλει νά ἐκφράζεται καί ὡς ἀγών δι᾿ ἕνα καλύτερον κόσμον, ὡς στράτευσις διά τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην, διά τήν προστασίαν τῶν βασικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ αὐτήν τήν ἔννοιαν, ἐφ᾿ ὅσον ὁ μακράν εὑρισκόμενος συνάνθρωπος εἶναι δυνατόν νά βοηθηθῇ μέ τήν ἰδικήν μου κοινωνικήν παρέμβασιν καί δρᾶσιν, ἀποτελεῖ αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, νά ἀγωνισθῶμεν μέ ὅλας τάς δυνάμεις μας διά νά γίνῃ αὐτό πραγματικότης. Παρά τήν ἀπόστασιν ὁ συνάνθρωπος εἶναι «ὁ πλησίον» καί ἡ δρᾶσις μου ἔκφρασις ἀγάπης πρός αὐτόν.
Σήμερον, ἡ φιλάνθρωπος παρέμβασις τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου δέν θά ἐπερατοῦτο μέ τήν φροντίδα τοῦ περιπεσόντος εἰς τούς ληστάς. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Σαμαρείτης θά ἐμερίμνα ποικιλοτρόπως διά νά ἐκλείψουν αἱ ληστεῖαι καί αἱ ἐπιθέσεις, θά ἀνελάμβανε πρωτοβουλίας διά τήν ἀντιμετώπισιν τῶν αἰτίων πού παράγουν ληστάς καί κλέπτας.
Σύγχρονος ὀρθόδοξος θεολόγος προτείνει τήν χρῆσιν τῶν ὅρων «μικροδιακονία» καί «μακροδιακονία» διά τήν περιγραφήν τῆς διπλῆς κοινωνικῆς ἡμῶν ἀποστολῆς. Μέ τόν ὅρον μικροδιακονία κατονομάζονται ἐκεῖναι αἱ πράξεις φιλανθρωπίας καί ἐμπράκτου βοηθείας ἐκ μέρους τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν πιστῶν, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν εἰς τό νά ἁπαλύνουν τόν πόνον καί τήν ἔνδειαν συγκεκριμένων συνανθρώπων μας. Ἡ μακροδιακονία περιλαμβάνει ὅλας τάς πρωτοβουλίας, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν συμβολήν εἰς τήν οἰκοδόμησιν μιᾶς κοινωνίας ἐπί τῆς βάσεως τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἐλευθερίας, τῆς εἰρήνης καί τοῦ σεβασμοῦ τῆς δημιουργίας, συμφώνως πρός τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τό ὁποῖον εἶναι πνεῦμα ἀλληλεγγύης τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμον καί τόν ἄνθρωπον.
Παρατηροῦμεν ὅτι ἡ μικροδιακονία εἶναι περιστασιακή καί θεραπευτική, ἐνῷ ἡ μακροδιακονία μακρόπνοος καί προλαμβάνουσα. Εἰς τήν μακροδιακονίαν μας δέν καλούμεθα μόνον νά ἀνακουφίσωμεν τόν πόνον καί τήν ἀνάγκην τοῦ πλησίον, ἀλλά, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, νά καταπολεμήσωμεν τά αἴτιά των καί νά ἀγωνισθῶμεν διά τήν κοινωνικήν δικαιοσύνην.
Βεβαίως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος κατά τήν ἀπαιτητικήν κοινωνικήν αὐτήν δρᾶσιν νά λησμονηθῇ ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τούς πλησίον ἡμῶν εὑρισκομένους, νά μετατραπῇ ἡ χριστιανική ἀγάπη εἰς ἕν εἶδος πολιτικῆς πράξεως καί νά ἐμπλακῇ εἰς τήν ἀσάφειαν καί τήν ἀμφισημίαν τῶν κοινωνικῶν καί πολιτικῶν πραγμάτων. Εἶναι σαφές ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά παραμελῆται ὁ πλησίον εἰς τό ὄνομα τοῦ μακράν. Τό ζητούμενον καί ἐδῶ εἶναι ἡ διάκρισις, ἡ κινητοποίησις τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ. «Πλησίον» δέν εἶναι μόνον ὁ συνάνθρωπος πού ἔχει ἄμεσον τήν ἀνάγκην μου. Ἡ ἀγάπη δέν περιορίζεται εἰς τόν στενόν χῶρον τῆς σχέσεως Ἐγώ – Ἐσύ. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ὅμως μία ἀφῃρημένη μονάς, ἕνας ἀριθμός μέσα εἰς τήν ἀνώνυμον κοινωνίαν. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἀπρόσωπος πρᾶξις. Ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπον εἶναι πάντοτε περισσότερον ἀπό μέρος ἑνός συνόλου. Ὀρθῶς σημειώνεται ὅτι ἡ μικροδιακονία καί ἡ μακροδιακονία ἀλληλοσυμπληρώνονται. Οὕτως ἤ ἄλλως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν ἰσχύουν ποσοτικά κριτήρια. Δέν πρέπει νά λησμονῶμεν ὅτι διά τόν Χριστόν τά «δύο λεπτά» τῆς πτωχῆς χήρας ἀξίζουν ὡς προσφορά περισσότερον ἀπό τά «πολλά» πού κατέθεσαν οἱ πλούσιοι. Διότι οἱ πλούσιοι «ἐκ τοῦ περισσεύματος αὐτοῖς ἔβαλον∙ αὕτη δέ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν, ὅλον τόν βίον αὐτῆς» (Μρκ. 12, 41 – 44).
Ἐννοεῖται ὅτι μέ ὅσα ἀνεφέρθησαν δέν θίγεται ἡ ἀρχέγονος εὐαγγελική παράδοσις τῆς ἀγαθοεργίας καί τῆς ἐλεημοσύνης, πού δέν ἐπιτρέπεται νά γίνωνται «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς» (Μτθ. 6, 1). Ἰσχύει τό ὑπέροχον: «Σοῦ δέ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Μτθ. 6, 3). Τό καλόν ὄχι μόνον ὀφείλει νά κρύπτεται ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δέν πρέπει νά καταγράφεται οὔτε κἄν ἀπό αὐτόν πού τό ἀσκεῖ. Μία σπουδαία σύγχρονος φιλόσοφος, ἡ Ηannah Arendt, σχολιάζει τά ἀνωτέρω ὡς ἑξῆς: «Ὅταν ἡ καλοσύνη ἐμφανίζεται δημοσίᾳ, δέν εἶναι πλέον καλοσύνη, ἄν καί μπορεῖ νά παραμένῃ χρήσιμος ὡς ὠργανωμένη φιλανθρωπία ἤ ὡς πρᾶξις ἀλληλεγγύης. Ἡ καλοσύνη μπορεῖ νά ὑπάρχῃ μόνον ὅταν δέν γίνεται ἀντιληπτή, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον ἐκεῖνον πού τήν ἀσκεῖ· ὅποιος θεᾶται νά κάνῃ μίαν ἀγαθοεργίαν δέν εἶναι πλέον καλός, ἀλλά εἰς τήν καλυτέραν περίπτωσιν, ἕνα χρήσιμον μέλος τῆς κοινωνίας ἤ ἕνα ὑπάκουον μέλος τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔδωκε καί δίδει ἔμφασιν εἰς τό κοινωνικόν περιεχόμενον τοῦ χριστιανικοῦ εὐαγγελίου. Ἐκκλησία σημαίνει κοινότητα, μετοχή, ἀλληλεγγύη, ἄρνησις τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, προτεραιότης τῆς σχέσεως. Ὅλα αὐτά ἀντανακλοῦν εἰς τήν εὐρυτέραν κοινωνικήν ζωήν καί τήν μεταμορφώνουν εἰς ἀγαπητικήν κοινωνίαν.
Ἡ Τρίτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις ἐν Chambésy Γενεύης (1986) μέ τό ἐξαιρετικόν κείμενον, τό ὁποῖον υἱοθέτησε, ἐτόνισε τήν ζωτικήν σημασίαν τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀλληλεγγύης, ὡς πανανθρώπινον αἴτημα πού ἀπορρέει ἀπό τό κέντρον τῆς πίστεώς μας. Ἀντί ἄλλων, παραθέτομεν τρία ἀποσπάσματα ἀπό τό κείμενον αὐτό, τό ὁποῖον διατηρεῖ μίαν ἐντυπωσιακήν ἐπικαιρότητα. α) Καθ’ ὅλην τήν περίοδον τοῦ ἱστορικοῦ βίου της ἡ Ὀρθοδοξία ὑπηρέτησε μέ συνέπειαν, συνέχειαν καί ζῆλον τό μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέ ὅλην τήν ἀπολυτότητα καί καθολικότητα μέ τάς ὁποίας συνεδέθη τοῦτο εἰς τά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κορύφωσις καί συγκεφαλαίωσις τῆς θείας δημιουργίας καί ὡς κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν πλασθείς ὑπό τοῦ Δημιουργοῦ του, ὑπῆρξε διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τό καθ᾿ ὅλου περιεχόμενον τῆς ἀποστολῆς της εἰς τόν κόσμον καί τήν ἱστορίαν τῆς σωτηρίας. β) Εἰς τό ἐρώτημα «καί τίς ἐστι μου ὁ πλησίον;» ὁ Χριστός ἀπήντησε μέ τήν παραβολήν τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Καί οὕτω μᾶς ἐδίδαξε τήν κατάλυσιν κάθε μεσοτοίχου ἔχθρας καί προκαταλήψεως. Ἡ ὀρθοδοξία ὁμολογεῖ ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλῆς, ἐθνικότητος, γλώσσης, εἶναι φορεύς τῆς εἰκόνος Θεοῦ, ἀδελφός ἤ ἀδελφή μας, ἰσότιμον μέλος τῆς ἀνθρωπίνης οἰκογενείας. γ) Ἡ πεῖνα ὄχι μόνον ἀπειλεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ζωῆς ὁλοκλήρων λαῶν τοῦ ἀναπτυσσομένου κόσμου, ἀλλά καί συντρίβει ὁλοκληρωτικά τό μεγαλεῖον καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ οἰκονομικῶς ἀνεπτυγμέναι χῶραι, μέ τήν ἄδικον ἤ καί, συχνά, ἐγκληματικήν κατανομήν καί διαχείρισιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, προσβάλλουν ὄχι μόνον τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἰς τό κάθε ἀνθρώπινον πρόσωπον, ἀλλά καί τόν ἴδιον τόν Θεόν.
Στηριζόμενοι εἰς ὅσα ἀνεφέραμεν ἐπιθυμοῦμεν νά διατυπώσωμεν τάς ἑξῆς θέσεις καί προτάσεις διά τήν προώθησιν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης σήμερον καί εἰς τό ἐγγύς μέλλον:
Ἡ νέα τάξις πραγμάτων δέν πρέπει νά καθορίζεται ἀποκλειστικῶς ἀπό οἰκονομικά, πολιτικά καί στρατιωτικά κριτήρια, ἀλλά πρωτίστως ἀπό κοινωνικάς παραμέτρους. Βασικόν κριτήριον τῶν ἐπιλογῶν καί τῶν ἐξελίξεων ὀφείλει νά εἶναι ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ προστασία τῶν βασικῶν δικαιωμάτων, ἡ ἑδραίωσις τῆς εἰρήνης καί ἡ ἀειφορία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.
Ὀφείλομεν νά ἀσκῶμεν κριτικήν καί νά ἀντιστεκώμεθα εἰς ὅλας ἐκείνας τάς τάσεις, πού ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν καί παρεμποδίζουν τήν ἀνάπτυξιν τῆς ἀλληλεγγύης, εἰς ὅλας τάς ἀντιπερσοναλιστικάς δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι μετατρέπουν τόν ἄνθρωπον εἰς ἄπληστον καταναλωτήν πού ζῇ εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί εἰς βάρος τῆς κτίσεως. Ἀπορρίπτομεν τόν ἀνάλγητον εὐδαιμονισμόν, ἀτομικόν καί κοινωνικόν, καί τήν ἀπληστίαν τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἀφοῦ γιγαντώνουν τόν ἐγωϊσμόν καί τήν πλεονεξίαν.
Ἔχομεν χρέος νά συνεργασθῶμεν μέ τά οἰκολογικά, εἰρηνιστικά, ἀνθρωπιστικά, κοινωνικά κινήματα καί ὅλους τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως, πού ἀγωνίζονται διά τήν δικαιοσύνην. Χωρίς εὐρεῖαν συνεργασίαν δέν οἰκοδομεῖται ἡ κοινωνία τῆς ἀλληλεγγύης. Τά μεγάλα προβλήματα εἶναι σήμερον κοινά δι᾿ ὅλους καί ἀπειλοῦν τήν ἰδίαν τήν ἐπιβίωσίν μας! Ὅ,τι ἀφορᾷ εἰς ὅλους ἠμπορεῖ μόνον ἀπό κοινοῦ νά ἀντιμετωπισθῇ. Ἡ ἀλληλεγγύη δέν εἶναι ὑπόθεσις ἀτόμων μόνον, ἀλλά καί λαῶν καί κρατῶν καί πολιτισμῶν καί φυσικά καί τῶν θρησκειῶν.
Αἱ θρησκεῖαι δύνανται νά συμβάλουν καθοριστικῶς εἰς τήν συγκρότησιν μιᾶς κοινωνίας ἀλληλεγγύης. Ὀφείλουν νά ὀργανώνουν καί νά συντηροῦν ἐντός τοῦ πλαισίου τῶν δυνατοτήτων τους θεσμούς καί νά ἀναλαμβάνουν πρωτοβουλίας εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ συνανθρώπου. Φυσικά, αἱ θρησκεῖαι δέν ἠμποροῦν νά ὑποκαταστήσουν τήν πολιτικήν. Ἡ προσφορά των ὅμως εἰς τόν ἄνθρωπον συμβάλλει εἰς τόν ἐξανθρωπισμόν τῆς πολιτικῆς. Καί ἐδῶ, ἡ συμβολή ἡμῶν εἰς τόν τιτάνιον ἀγῶνα διά τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης, διά νά εἶναι ἀνταξία τῶν θρησκευτικῶν ἡμῶν παραδόσεων, πρέπει νά δίνεται μέ ταπείνωσιν καί χωρίς κομπασμούς, μέ ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τήν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖον προέρχεται πᾶσα δόσις ἀγαθή. Καί εἰς τόν καλόν ἀγῶνα δι᾿ ἕνα καλύτερον κόσμον δέν λησμονοῦμεν τό βιβλικόν «Τί δέ ἔχεις, ὅ οὐκ ἔλαβες;» (Α΄ Κορ. 4, 7).
Πιστεύομεν εἰς τήν δύναμιν καί τήν ἀποτελεσματικότητα τοῦ διαλόγου. Ὁ διάλογος δέν ἔχει χαμένους. Σαφέστατα οἱ ἑταῖροι ἔχουν τάς ἰδιαιτέρας των παραδόσεις, τά ἰδικά των Ἀπόλυτα, τάς πολυτίμους των ἀξίας. Ὅμως, διά τό τί σημαίνει πίστις εἰς τόν Θεόν διά τήν ὕπαρξιν καί διά τήν συνύπαρξιν ἡμῶν σήμερον, διά τά παγκόσμια σύγχρονα προβλήματα, διά τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην, διά τήν προστασίαν τοῦ ἀπειλουμένου περιβάλλοντος, ἐπί ὅλων αὐτῶν δυνάμεθα νά διαλεχθῶμεν, νά ἀναλάβωμεν κοινήν δρᾶσιν, νά διαμορφώσωμεν μέ κοινήν προσπάθειαν τό κοινόν ἡμῶν μέλλον. Ὁ διαθρησκειακός διάλογος, ἡ ἀλληλογνωριμία καί ἡ ἄρσις προκαταλήψεων, προωθοῦν τήν ἀλληλοκατανόησιν, τήν προσέγγισιν τῶν ἀτόμων, τῶν λαῶν, τῶν πολιτισμῶν. Ἡ ἀλληλεγγύη τῶν θρησκειῶν εἶναι πυρήν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότης. Εἶναι πλάνη νά πιστεύωμεν ὅτι ἡ κοινωνική συνοχή καί ἡ ἀλληλέγγυος ἀνθρωπότης εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθοῦν διά μέσου τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς οἰκονομικῆς ἀλληλεξαρτήσεως, τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου ἤ τοῦ διαδικτύου καί τῆς «κοινωνίας τῆς πληροφορίας».
Κυρίαι καί Κύριοι,
Ἄν οἱ δύο τελευταῖοι αἰῶνες ἦσαν περίοδος πάλης διά τήν ἐλευθερίαν καί τήν ἰσότητα, ὁ εἰκοστός πρῶτος αἰών ὀφείλει νά ἀναδειχθῇ εἰς αἰῶνα ἀδελφοσύνης. Ἡ ἀδελφοσύνη ἀνήκει τελικῶς εἰς τό κέντρον τῆς πολιτικῆς καί ἀποκαλύπτει τό βαθύτερον νόημα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἰσότητος, τήν ἐλευθερίαν μέσα εἰς τήν ἰσότητα καί τήν ἰσότητα ἐντός τῆς ἐλευθερίας. Χωρίς ἀδελφοσύνην, ὡς ἄξονα τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς, δέν ὑπάρχει ἐλπίς πραγματικῆς ἀλλαγῆς εἰς τόν χῶρον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος, βεβαίως, δέν εἶναι μόνον πολίτης τοῦ κόσμου ἀλλά καί «οὐρανοπολίτης», ὄν ὑπερβατικόν, ὄν τό ὁποῖον ἀναζητεῖ ἔσχατον σημεῖον ἀναφορᾶς, πατρίδα, νόημα ζωῆς, πέραν ἀπό τήν κοινωνικήν δρᾶσιν, τήν πολιτικήν, τήν ἐπίγειον εὐδαιμονίαν, πέραν ἀπό τό ζῆν καί τό εὖ ζῆν, πέραν ἀπό τήν ἐπιστήμην καί τάς προόδους της. Πράγματι, καμμία ἐπιστημονική πρόοδος, καμμία ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου, καμμία κάλυψις ἀναγκῶν δέν ἱκανοποιεῖ πλήρως τόν ἄνθρωπον, οὔτε ὑποκαθιστᾷ τήν ἀναζήτησιν νοήματος καί τόν πόθον τῆς αἰωνιότητος. Ὄντως ὁ ἄνθρωπος δέν ζῇ «ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ» (Μτθ. 4, 4).
Αὐτή ἡ διάστασις τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν δέν μᾶς καθιστᾷ ἀδιαφόρους διά τόν κόσμον καί τά προβλήματά του, διά τάς περιπετείας καί τά παθήματα τῶν ἑπτά περίπου δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων, ζωντανῶν εἰκόνων τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός εἰς τήν προσωπικήν του ζωήν δύναται νά ἐπιλέξῃ τήν παραίτησιν ἀπό τά δικαιώματά του, εἰς τόν κοινωνικόν ὅμως χῶρον καλεῖται νά ἀγωνισθῇ κατά τῆς ἀδικίας καί ὑπέρ τῆς συναδελφώσεως, νά συνεισφέρῃ εἰς τήν οἰκοδόμησιν μιᾶς κοινωνίας ἀλληλεγγύης. Ὁ Νικόλαος Μπερντιάγιεφ ὀρθῶς ἔγραψεν ὅτι «ἡ μέριμνα διά τό δικό μου ψωμί εἶναι ὑλικόν πρόβλημα. Ἡ μέριμνα διά τό ψωμί τοῦ ἄλλου εἶναι πνευματικόν πρόβλημα». Ἡ παθητικότης καί ἡ ἀβουλία εἶναι διαστρέβλωσις τοῦ νοήματος τῆς ἀγάπης. Μαζί μέ τόν ἐσωτερικόν ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν, ὀφείλομεν νά ἀντιμετωπίσωμεν καί τό κακόν ὡς κοινωνικήν πραγματικότητα. Καί ὄχι μόνον αὐτό! Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι οἱ γνήσιοι πιστοί εἶναι πιό φιλάνθρωποι ἀπό τούς ἀνθρωπιστάς, ἀφοῦ εἰς αὐτούς ἡ μέριμνα διά τόν συνάνθρωπον θεμελιώνεται εἰς τήν πίστιν των εἰς τόν Θεόν τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους. Ἡ φιλανθρωπία καί ἡ ἔμπρακτος ἀλληλεγγύη δέν εἶναι δι᾿ ἡμᾶς ἁπλῶς ἠθική ἐπιταγή, ἀλλά ἀπόρροια τῆς πίστεως, ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχουν ὑπεκφυγαί. «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰάκ. 2, 26). Ὀφείλομεν νά εἴμεθα «ποιηταί» τοῦ λόγου καί ὄχι ἁπλῶς «ἀκροαταί» (Ἰάκ. 1, 22). Ἄν ἁμαρτία εἶναι ἡ ζωή μακράν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλλοτρίωσις ἀπό τόν Θεόν, εἰς τήν κοινωνικήν της διάστασιν, εἶναι ἡ ζωή χωρίς τόν πλησίον, ἡ ἐσωστρέφεια καί ἡ ἀδιαφορία διά τόν συνάθρωπον, ἡ ζωή χωρίς ἀγάπην. Κατά τόν Φιοδόρ Ντοστογιέφσκι, τό νά μήν ἀγαπᾷ κανεῖς εἶναι ἡ κόλασις.
Τά χέρια μας πού κατά τήν προσευχήν ὑψώθησαν πρός τόν Θεόν, μέ γνησίαν πίστιν, πρέπει νά τά στρέψωμεν πρός τόν πλησίον, νά τείνωμεν χεῖρα βοηθείας πρός τούς ἐνδεεῖς. Καί, φυσικά, δέν εἶναι δυνατόν νά προσευχώμεθα διά τούς πεινασμένους, τούς πτωχούς, τούς ἀδικημένους καί νά τούς βοηθῶμεν ἀλλά νά μήν ἐνδιαφερώμεθα διά νά γνωρίσωμεν ποῖος προκαλεῖ τά δεινά, νά νίπτωμεν τάς χεῖρας ὡς Πόντιος Πιλάτος, ἔναντι τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ, ἀφήνοντας τούς ἀδικητάς νά θριαμβεύουν.
Εἰς τά μεγάλα θρησκευτικά κείμενα τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἀποτεθησαυρισμέναι αἱ πλέον βαθεῖαι καί πολύτιμοι ἀλήθειαι διά τόν ἄνθρωπον, διά τό νόημα τῆς ἐλευθερίας του καί διά τόν προορισμόν του. Διά τάς παραδόσεις μας, αἱ ὁποῖαι διασώζουν καί φυλάσσουν τάς ἀληθείας αὐτάς, ὁ πολιτισμός τῆς ἀλληλεγγύης ἀποτελεῖ τήν λυδίαν λίθον τῆς πιστότητός των εἰς τήν Ἀλήθειαν, τόν χῶρον ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ ἀληθής ταυτότης των, ἡ αὐθεντική των εἰκών διά τόν Θεόν καί διά τόν ἄνθρωπον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου