5/30/2013

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Η ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ

Το τεράστιο έργο αποκατάστασης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που ολοκλήρωσε το ΑΠΘ με το επιστημονικό του δυναμικό, παρουσίασε σήμερα η ομάδα εργασίας του Πανεπιστημίου, με επικεφαλής τον Πρύτανη Γιάννη Μυλόπουλο, ενώπιον της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη και του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου. 
Πρόκειται για μια ιστορική στιγμή για το ΑΠΘ, που ανέλαβε την εκπόνηση του έργου ως ελάχιστη προσφορά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία ανοίγει το δρόμο για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. 
Στην αποστολή του ΑΠΘ που έκανε την παρουσίαση συμμετείχαν οι καθηγητές του Τμήματος Αρχιτεκτονικής Γιώργος Παπακώστας (πρόεδρος Τμήματος), Σάσα Λαδά, Κλειώ Αξαρλή και Βίλμα Χαστάογλου, του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Ιωάννης Δουδούμης και Χρήστος Ιγνατάκης και του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών Θωμάς Ξένος. 
Ο Πατριάρχης και ο Πρύτανης του ΑΠΘ Γ. Μυλόπουλος
Το έργο «Διερεύνηση μεθόδων αποκατάστασης του ιστορικού κτιρίου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης», που ανατέθηκε στο ΑΠΘ από την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Οκτώβριο του 2011, ολοκλήρωσε η Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, υπό την επιστημονική εποπτεία του Πρύτανη του ΑΠΘ, Γιάννη Μυλόπουλου. 
Η ερευνητική ομάδα αποτελούνταν από 26 καθηγητές και 23 υποτρόφους μεταπτυχιακούς φοιτητές από όλα τα Τμήμα της Πολυτεχνικής Σχολής. Η συμμετοχή των καθηγητών ήταν εθελοντική, ενώ τα ανελαστικά έξοδα του έργου καλύφθηκαν από την Επιτροπή Ερευνών του ΑΠΘ. Η ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ αποτύπωσε την υφιστάμενη κατάσταση του κτιρίου και κατέγραψε τις αναγκαίες επισκευές και βελτιώσεις, καθώς και τις προτάσεις για την αξιοποίησή του κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να πληροί τις προδιαγραφές ενός σύγχρονου πανεπιστημιακού ιδρύματος. 
Αναλυτικά στοιχεία για το έργο θα παρουσιαστούν σε συνέντευξη Τύπου, που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 6 Ιουνίου, στις 10 π.μ., στην Αίθουσα Συγκλήτου του ΑΠΘ, παρουσία του σεβασμιότατου Ηγούμενου της Μονής και Μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρου. 
Οι Πρυτανικές Αρχές, 
Ιωάννης Α. Μυλόπουλος, Πρύτανης ΑΠΘ
Ιωάννης Δ. Παντής, Αναπληρωτής Πρύτανη (Αντιπρύτανης Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης)
Δέσπω Αθ. Λιάλιου, Αναπληρώτρια Πρύτανη (Αντιπρύτανις Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού)
Σοφία Α. Κουίδου-Ανδρέου, Αναπληρώτρια Πρύτανη (Αντιπρύτανις Έρευνας)

π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ: ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ- ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Μία ιστορική φωτογραφία από τον Άγιο Πέτρο Γενεύης (1967) - Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας πλαισιωμένος από τον Μ. Αρχιδιάκονο Ευάγγελο Γαλάνη (νυν Μητροπολίτη Πέργης) και τον Μ. Πρωτοπρεσβύτερο  π. Γεώργιο Τσέτση

Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση 
(Ομιλία κατά στην Ημερίδα για τον Πατριάρχη Αθηναγόρα που διοργάνωσε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης - 18.5.2013)
Για ένα πρεσβύτη Φαναριώτη κληρικό, ο οποίος, τον Ιανουάριο του 1949, ως κανοναρχάκι των Πατριαρχικών χορών, είχε εκφωνήσει το «Κέλευσον Δέσποτα...» στον μόλις αναρρηθέντα στον Οικουμενικό Θρόνο Πατριάρχη Αθηναγόρα, αποτελεί υψίστη τιμή να ομιλεί σήμερα από του βήματος αυτού, 64 χρόνια μετά, περί της Μητρός Εκκλησίας, περί του τιμωμένου με την παρούσα τελετή οραματιστού και ρηξικέλευθου αυτού Πατριάρχου, όπως και περί του ρόλου της Κωνσταντινουπόλεως και του Πατριάρχου Αθηναγόρου προσωπικά, στο θέμα της Χριστιανικής ενότητος. Εκ βάθους καρδίας εκφράζω τις ευχαριστίες μου προς Υμάς Σεβασμιώτατε και φίλτατε Αρχιεπίσκοπε Κρήτης κ. Ειρηναίε και προς την περί Υμάς Ιεράν Επαρχιακήν Σύνοδον, για την τιμητική αυτή πρόσκληση, η οποία, παρέλκει να τονίσω, μου παρέχει ανείπωτη αγαλλίαση και χαρά.
***** 
Είναι γνωστό ότι η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, «τό περιβόητον τοῦτο πρᾶγμα καί ὄνομα» καθώς την χαρακτήριζε Θεόδωρος ο Βαλσαμών[1], ανέκαθεν βρέθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Θεσμός αιώνιος που άντεξε στα παλαίσματα των καιρών και την χαλεπότητα των ημερών, η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως αφού παρέλαβε από τα χέρια Ανδρέου του Πρωτοκλήτου την Αποστολική σκυτάλη, με την μαρτυρία και την θεολογική της προσφορά σφράγισε διά μέσου των αιώνων την ζωή της Εκκλησίας, και βρέθηκε πάντοτε στο επίκεντρο κάθε προσπάθειας η οποία απέβλεπε στην ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας, και στην αποκατάσταση της αληθείας αυτής, οσάκις διασπαστικά κινήματα έπλητταν την ενότητα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και τούτο διότι, καθώς έλεγε ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας, όσο μια Εκκλησία έχει συνείδηση ότι κατέχει την αλήθεια και μένει πιστή στον λόγο του Χριστού, στην Παράδοση και την αποστολή της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας, τόσο οφείλει και έχει ευθύνη όπως, εν πνεύματι αγάπης, ταπεινώσεως και διακονίας, συνδιαλέγεται και συνεργάζεται με τις άλλες Εκκλησίες, για τον θρίαμβο της αληθείας και την οικοδομή του σώματος του Χριστού[2]. 
«Τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα, συμφωνίας ὄνομα καί ὁμονοίας ἐστί»[3] τόνιζε στην εποχή του ο Ιερός Χρυσόστομος. Και όμως, η ιστορία των χριστιανικών ερίδων είναι τόσο παλαιά, όσο παλαιά είναι και η ιστορία αυτής της Εκκλησίας. Καθώς παρατηρεί Θεόδωρος ο Στουδίτης, «ἀπό τῶν Ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσερράγησαν αὐτῇ˙ καί ρυπάσματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν»[4]. Η «Μία» Εκκλησία του Χριστού και η ενιαία πίστη στον Θεό και Σωτήρα Ιησού, που, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις, είχε γίνει αποδεκτή εν «αφελότητι καρδίας» από την πρωτογενή Εκκλησία (Πράξεις, 2, 46), άρχισε ταχέως να κατατεμαχίζεται, σε βαθμό που σύμπας ο εν σπαργάνοις ακόμη ευρισκόμενος χριστιανικός κόσμος, να εμφανίζεται ως ένα μωσαϊκό αλληλοσυγκρουόμενων αντιλήψεων, για ένα και το αυτό πράγμα. Την αποκαλυφθείσα αλήθεια. 
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι δια μέσου της ιστορίας διαπιστώθηκε η οδυνηρή αυτή τάση προς διαίρεση, οι Εκκλησίες πάντοτε προσπάθησαν να ενώσουν τα διεστώτα, μιας και ο χωρισμός τους δεν είχε σβύσει για πάντα την επιθυμία και την ελπίδα της ενώσεως. Καθώς παρατηρούσε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Α΄, ο Παπαγεωργίου, «Ἐκκλησίες καί ἐκκλησιαστικές ὁμάδες εὑρισκόμενες στήν πλάνη ἤ τήν αἵρεση, ποτέ δέν εἶχαν θεωρηθεῖ ὡς σώματα ἀμελητέα ἤ ἀνάξια ἀγάπης»[5], αλλά αντιμετωπίσθηκαν με την δέουσα προσοχή και φιλανθρωπία, με τον μοναδικό δε σκοπό να μη πληγεί η ακεραιότης της πίστεως και διασπασθεί η ενότης της Εκκλησίας. 
Τοιουτοτρόπως, δια μέσου των αιώνων, ακολουθώντας την προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου ότι «ψυγείσης ἐν πολλοῖς τῆς ἀγάπης... τό ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ΄ἀλλήλων διατμηθείσας», ήταν επιτακτικό καθήκον όσων «γνησίως καί ἀληθινῶς δουλεύουσι τῷ Κυρίῳ»[6], η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επεχείρησε πάντοτε τον διάλογο καταλλαγής, δίνοντας «τό ἱερόν σύνθημα τῆς καταργήσεως τοῦ μεσοτοίχου σχίσματος καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς»[7]. 
Αλλεπάλληλα περιστατικά κατά τον ρου της ιστορίας, έρχονται να καταδείξουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέκαθεν είχε θεωρήσει ότι αδιαφορία για τα εκκλησιαστικά δρώμενα, βρισκόταν σε αντίθεση με την αποστολή που είχε αυτό μέσα στο Εκκλησιαστικό σώμα. Παλεύοντας εναντίον αναρίθμητων δυσχερειών που παρεμβάλλονταν στην εκτέλεση της ιεράς του κλήσεως, και αγωνιζόμενο για την περφρούρηση της ιεράς παρακαταθήκης της Χριστιανικής κληρονομίας, της οποίας είχε καταστεί φρουρός και θεματοφύλαξ, το Πατριαρχείο ποτέ δεν είχε παύσει να έχει τα μάτια του στραμμένα προς την υψηλή ιδέα της Χριστιανικής ενότητος. Έτσι, έχοντας βαθειά συναίσθηση ότι η ενότης είναι το ουσιώδες γνώρισμα της Εκκλησίας, και ότι ο κατακερματισμός της χριστιανωσύνης αντίκειται στο θέλημα του Κυρίου, που θέλει «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ιω. 17, 21), η Κωνσταντινούπολις επεδίωξε την επαφή, την συνάντηση και τον διάλογο της ενδογενώς πλέον διηρημένης Εκκλησίας, διότι, όπως έλεγε ο αείμνηστος δάσκαλός μας, ο Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος, η διαδικασία αυτή του διαλόγου «ἦταν ὁ μόνος τρόπος καθορισμοῦ τῆς θέσεως τῆς ὀρθά πιστευούσης μερίδος, ἀπέναντι στήν πλανώμενη»[8]. 
Η ιστορία μάς πληροφορεί ότι ήδη ευθύς μετά το μεγάλο σχίσμα του 1054, πάμπολλες ήταν οι απόπειρες διεξαγωγής θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Ανατολής και της Λατινικής Δύσης. Οι ενωτικές προσπάθειες από τον ενδέκατο έως τον δέκατο πέμπτο αιώνα, επί αυτοκρατόρων Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), Μανουήλ Κομνηνού (143-1180), Ιωάννη Δούκα Βατάτζη (1222-1255), Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1274), Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341), και Ιωάννου Ζ΄ Παλαιολόγου (1438-1439), στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας), ήταν σαφή παραδείγματα της βουλήσεως της Νέας Ρώμης για καταλλαγή και κοινωνία με την Πρεσβυτέρα Ρώμη, άσχετα αν το ζήτημα της επανένωσης των δύο αδελφών Εκκλησιών δεν τοποθετούνταν πάντοτε στην ορθή του βάση, αλλά μετατρεπόταν σε πολιτικό ζήτημα και σε μέσο επιτεύξεως αλλοτρίων σκοπών, καθώς παρατηρούσε ο αοίδιμος Ιωάννης Καρμίρης[9]. 
Διαπιστώνουμε όμως ότι και μετά την εμφάνιση του νέου σχίσματας στην Δύση, τον δέκατο έκτο αιώνα, και την, συνεπεία αυτού, αλματώδη άνοδο της Προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως, η Κωνσταντινουπόλις βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο και επιχειρεί τον διάλογο. Και σε μια περίοδο αντιξοοτήτων και ποικίλων δοκιμασιών, λόγω της επισφαλούς θέσεώς του στην Πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι μόνο δεν διστάζει, αλλά θεωρεί επιβαλλόμενο καθήκον του να έλθει σε επαφή και να συνδιαλεχθεί με εκπροσώπους του Προτεσταντισμού, με Λουθηρανούς και Καλβινιστές Θεολόγους, αλλά και με Αγγλικανούς παράγοντες, και «την στιγμή που χειμάζεται, δεν παύει να αισθάνεται υπεύθυνο για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου». Έτσι, επί Πατριαρχών Ιωάσαφ Β΄, Ιερεμίου Β΄ και Κυρίλλου Λουκάρεως, «λαμβάνει την πρωτοβουλία και παρακολουθεί την κρίση της Δυτικής Εκκλησίας, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να την θεωρήσει ως μια οδυνηρή υπόθεση του Ρωμαιοκαθολικισμού»[10]. Και ενεργούσε τοιουτοτρόπως το Σεπτό Πατριαρχείο μας, διότι πίστευε ότι «ὁ καθορισμός τῆς στάσεως καί τῆς θέσεώς του πρός τόν ραγδαίως διαφοροποιούμενο κόσμο τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως, περνοῦσε ἀπό τήν διαδικασία τοῦ διαλόγου καί τῆς πειθοῦς»[11]. 
Σ΄αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι πρωτόβουλες ενέργειες του Φαναρίου στις αρχές του εικοστού αιώνος, με την εξαπόλυση των Εγκυκλίων Ιωακείμ του Γ΄ το 1902 και 1904, που συνηγορούσαν υπέρ της προσεγγίσεως των Ορθοδόξων και των Χριστιανών της Δύσεως, όπως και με την Συνοδική Εγκύκλιο του 1920, η οποία, ως γνωστόν είχε προτείνει στον απανταχού της γης Χριστιανικό κόσμο την σύσταση μιας «Κοινωνίας των Εκκλησιών», που 28 χρόνια μετά, το 1948, έλαβε σάρκα και οστά ως «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (ΠΣΕ)[12]. 
Η εκλογή του Πατριάρχου Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο τον Νοέμβριο του 1948, συνέπιπτε χρονικά με την επίσημη ίδρυση του ΠΣΕ, που είχε πραγματοποιηθεί τρεις μήνες νωρίτερα στο Άμστερτναμ της Ολλανδίας. Ανερχόμενος, λοιπόν, στον Πρώτο της Ορθοδοξίας Αποστολικό αυτό Θρόνο, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εύρισκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη μέλος, ιδρυτικό μάλιστα, του Διαχριστιανικού αυτού Οργανισμού, βλέποντας έτσι την υλοποίηση εκείνου που είχε αυτό οραματισθεί και προτείνει, με την Εγκύκλιο του 1920, τουτέστι την δημιουργία μιάς «Κοινωνίας των Εκκλησιών». (Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων θα ήθελα να τονίσω ότι στην Εγκύκλιο αυτή ο όρος «Κοινωνία» είχε χρησιμοποιηθεί με την έννοια του «συνασπισμού», της «λίγκας», και όχι με εκείνη της «κοινωνίας εν τη πίστει και τοις μυστηρίοις»). 
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος στον ενθρονιστήριο λόγο του είχε απευθύνει τον ειθισμένο ειρηνικό χαιρετισμό όχι μόνο στους Ορθοδόξους Προκαθημένους, αλλά και προς τους αρχηγούς άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών, της Ρώμης, της Εκκλησίας της Αγγλίας, της Επισκοπελιανής τοιαύτης, όπως και διαφόρων Προτεσταντικών Ομολογιών, «χεῖρα ὀρέγων καί αὐτοῖς εἰς συνεργασίαν ἀπέναντι τῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινωνίας κινδύνων»[13], στον τομέα των διαχριστιανικών σχέσεων εμφανιζόταν, από την πρώτη ήδη μέρα της Πατριαρχείας του, ως συνεχιστής της διαχρονικής οικουμενικής διακονίας του Φαναρίου και της γραμμής που είχαν χαράξει διάσημοι προκάτοχοί του, μάλιστα δε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄. Να μη λησμονηθεί ότι, όταν Ιωακείμ ο Γ΄, με τις προαναφερθείσες Εγκυκλίους του, έθιγε το καίριο και επείγον θέμα της σύμπνοιας και ενότητος της ταλαιπωρούμενης τότε από διενέξεις και σχίσματα Ορθοδόξου Εκκλησίας, έθετε ταυτοχρόνως υπ΄όψη των Ορθοδόξων Προκαθημένων και το ζήτημα «τῶν σχέσεων ἡμῶν μετά τῶν δύο μεγάλων, τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας», συνηγορώντας υπέρ της εξευρέσεως τρόπων «φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως» αυτών[14], δοθέντος ότι, καθώς τόνιζε, «τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καί αὐτοί πιστεύοντες καί τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθῆναι ἐλπίζουσιν»[15]. 
Η ιδιαιτερότητα όμως της συμβολής του Αθηναγόρα στην γενικώτερη οικουμενική διακονία του Φαναρίου, έγκειται στην ακλόνητη βούλησή του να προωθήσει τον διάλογο της αγάπης και της αληθείας, παρά τις συνεχείς και κατά μέτωπο αντιδράσεις που συναντούσε στην υλοποίηση των οραματισμών του για χριστιανική καταλλαγή και συνεργασία, εκ μέρους εκείνων που πίστευαν (και υπάρχουν πολλοί σήμερα που πιστεύουν ακόμη), ότι «το όνομα του Χριστού δοξάζεται μόνο και κυρίως εν μέσω φανατικών αντιπαραθέσεων, αλληλοαναθεματισμών, και διθυραμβικών συγκρούσεων»[16]. Ομιλώντας ενώπιον Αγιορειτών πατέρων, κατά την ιστορική επίσκεψή του στον Άθω το 1963, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας έλεγε τα εξής: «Τονίζω μέ ὅλη μου τήν δύναμη, ὅτι δέν ὑπάρχει γλυκύτερον πρᾶγμα εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τό νά ἔχει διάλογον μέ τόν ἄλλον. Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τό νά μήν εἶναι εἰς διάλογον μέ τόν ἄλλον...Έάν εἶναι διηρημένος ὁ κόσμος, τοῦτο ὀφείλεται στήν ἔλλειψη διαλόγου μεταξύ τῶν ἀνθρώπων»[17]. Την προσπάθεια αυτή του Αθηναγόρα όπως προωθήσει την καταλαγή και το διάλογο, αλλά και το «άνοιγμα» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς την ετερόδοξη Δύση, την ερμήνευε, νομίζω, ως άριστα, και με την στοχασιά που τον διέκρινε, ο μακαριστός Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Όταν διαλεγόμαστε, έλεγε ο ευαίσθητος αυτός και σοφός Φαναριώτης Ιεράρχης, «τό ʺἐγώʺ συναντᾶται μέ τό ʺσύʺ καί γινόμεθα ʺἡμεῖςʺ. Ἡ ἐλευθερία ἡ ἀνθρώπινη γεννιέται στή συνάντησιν τοῦ ʺἐγώʺ μέ τό ʺσύʺ. Δέν μπορεῖ νά ἐννοηθῇ ἡ ἐλευθερία μόνη της, μόνο στήν ὕπαρξί μας, καί στήν ὁρμή τῆς ὑπάρξεώς μας πρός τό μέλλον...Ἴδιον τῆς ἐλευθερίας εἶναι νά αὐξάνῃ, καί αὐξάνει μονάχα στήν ἐπαφή μέ τόν ἄλλον... Γιά νά ἀναπτύσσεται ἡ ἐλευθερία, πρέπει νά ὑπάρχῃ δοχή. Πρέπει νά περιμένωμε καί ἀπό τόν ἄλλον ὅ,τι ἔχει νά μᾶς δώσῃ. Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἐλευθερία. Αὐτό θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν στειρότητα, ἀπό τήν σκληρότητα »[18]. 
Πιστεύοντας πως όλοι οι λαοί είναι καλοί και ότι η ζύμη της παγκόσμιας ενότητας πρέπει να είναι η Χριστιανική ενότης, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας διακήρυττε ότι η ενοποίηση της ανθρωπότητος, είναι ταυτόχρονα η έκφραση και η αναζήτηση της δικής μας τέλειας ενότητας εν Χριστώ. Θεωρούσε ότι ο αιώνας μας, έπρεπε να είναι αιώνας αγάπης και αδελφωσύνης, όπου δεν είχαν πλέον θέση οι διαχριστιανικές έριδες και οι αντιδικίες του παρελθόντος. Πίστευε πως «βασική προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ενότητας του Χριστιανισμού είναι εγκατάλειψη της λογικής των συγκρούσεων, της αντιπαράθεσης, της καχυποψίας, της μισαλλοδοξίας, της εξουθένωσης». Δι΄ αυτόν τον λόγο είχε επιλέξει «τον δρόμο της ειρηνικής προσέγγισης, η οποία, χωρίς να παραβλέπει τις ουσιώδεις Θεολογικές διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών, οδηγεί στην νέκρωση των θρησκευτικών παθών, στην καταλλαγή και στον καρποφόρο διάλογο»[19]. Γι΄αυτό και συχνά παρατηρούσε ότι οι Χριστιανοί ηγέτες έπρεπε με κάθε τρόπο να βγούν από τα χαρακώματα της χθές, προκειμένου να αγωνισθούν για την εκπλήρωση του αιώνιου και απαραχάρακτου σχεδίου του Θεού, που είναι αγάπη, οικοδομή και ενότητα.

Ο καινοτόμος αυτός Πατριάρχης, είχε το αίσθημα, και το εκδήλωνε συχνά, ότι στην εποχή μας ζούμε ένα είδος «αποκαλύψεως εν τη ιστορία», όπου οι όροι Ανατολή και Δύση λαμβάνουν ένα όλως διόλου καινούργιο νόημα. Ήταν βαθειά πληγωμένος από τα δεινά του ανθρώπου, έτσι όπως τον συνάντησε παντού όπου τον είχε οδηγήσει ο Θεός κατά την διάρκεια της μακρόχρονης εκκλησιαστικής του διακονίας. Μάλιστα δε όταν, την δεκαετία του 1910, ήταν Αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεως Πελαγωνίας, στο Οθωμανοκρατούμενo τότε Μοναστήρι, τα σημερινά Βιτώλια του Σκοπιανού κρατιδίου, όπου, λαοί φυλαί και γλώσσαι αλληλομισούνταν, αλλά και ομόδοξα έθνη απεργάζονταν, ως μή ώφελε, το ένα την εξόντωση του άλλου. Έτσι, ο Αθηναγόρας πίστευε ότι στις αγωνίες του συγχρόνου ανθρώπου θα μπορούσε να απαντήσει μόνο ένας συμφιλιωμένος και επανενωμένος Χριστιανισμός, κραταιωμένος με την πνευματική δύναμη της Μιάς και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Γι΄αυτό και διακήρυττε ότι ο σκοπός της παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση, ήταν ακριβώς η φανέρωση του θησαυρού της πίστεως και του πλούτου της Παραδόσεώς της, δοθέντος ότι Πίστη και Παράδοση, έχουν ως τέλος την εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου. Σε μια εποχή, έλεγε, όπου λαοί και έθνη εργάζονται εντατικά για την από κοινού αντιμετώπιση των απασχολούντων την ανθρωπότητα προβλημάτων, υπάρχει ανάγκη εμφανίσεως ενός ηνωμένου Χριστιανικού κόσμου, έναντι των εν τω κόσμω αντιχριστιανικών τάσεων και κατευθύνσεων. Ως εκ τούτου, προσέθετε, η προσέγγιση και η συνεργασία των Εκκλησιών, αποτελεί «ὑποχρέωσιν ἱεράν καί καθῆκον ἅγιον, ἀπ΄αὐτῆς τῆς ἰδιότητος καί τῆς ἀποστολῆς αὐτῶν ἀπορρέον»[20]. Και στην προπάθεια αυτή, ο Πατριάρχης ήθελε συνόλη την Ορθοδοξία να διαδραματίζει ρόλο ηγετικό. 
***** 
Μια δεκαετία περίπου μετά την ανάρρησή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και η περί αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος, λαμβάνουν την πρωτοβουλία επανεργοποιήσεως της, δια ποικίλους λόγους, διακοπείσης διαδιακασίας προπαρασκευής μιάς Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία είχε ξεκινήσει το 1923, σε χρόνια δίσεκτα για το Γένος και την Ρωμιοσύνη της Πόλης, με το Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως επί Πατριαρχείας Μελετίου Δ΄ του Μεταξάκη, και στη συνέχεια είχε λάβει συγκεκριμένη μορφή επί Πατριάρχου Φωτίου Β΄, χάρις στο έργο της «Διορθοδόξου Προκαταρκτικής Επιτροπής», που είχε συνέλθει τον Ιουνίο του 1930 στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου και ήταν επιφορτισμένη με την προετοιμασία και συγκρότηση μιας Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας. 
Τοιουτοτρόπως, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας τον Σεπτέμβριο του 1961 συγκαλεί στην Ρόδο την Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη, προκειμένου να προβληθεί στον κόσμο η πραγματική διάσταση της Ορθοδοξίας, η εκκλησιολογική της ενότητα. Καθώς τόνιζε στον Λόγο που είχε εκφωνήσει κατά την Εναρκτήρια Θεία Λειτουργία ο Γενικός Γραμματεύς της Διασκέψεως, και από εξαμήνου μόλις Μητροπολίτης Μύρων (και μετέπειτα Εφέσου) Χρυσόστομος, η Διάσκεψη εκαλείτο «νά προβάλῃ τοῖς ἔξω μίαν Ὀρθοδοξίαν ἡνωμένην, Ὀρθοδοξίαν σφριγῶσαν, Ὀρθοδοξίαν δυναμένην νά καταστήσῃ ἀκουστήν τήν φωνήν της εἰς τάς συνειδήσεις καί τάς ψυχάς τῶν τέκνων της καί τῶν ἀνθρώπων γενικῶς». Επρόκειτο, έλεγε, για μια Διάσκεψη που θα απεδείκνυε ότι «ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει συνείδησιν τῶν ἀπαιτήσεων τῶν καιρῶν καί τῆς εὐθύνης της ὡς δυνάμεως, φύσει καί θέσει ταχθείσης, ὡς ρυθμιστικῆς μεταξύ τῶν ἀντιφερομένων ἐν πολλοῖς ρευμάτων καί τάσεων τοῦ συγχρόνου χριστιανισμοῦ»[21]. 
Την προσπέλαση, λοιπόν, του Δυτικού χριστιανισμού, περί της οποίας μιλούσε Ιωακείμ ο Γ΄, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας την μεθόδευσε εντάσσοντας το ζήτημα αυτό στην ημερησία διάταξη της εν λόγω Διασκέψεως. Η οποία, με την σειρά της, συμπεριέλαβε στο πινάκιο θεμάτων της προγραμματιζόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ζητήματα αναφερόμενα στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον ετερόδοξο χριστιανισμό, ειδικώτερα δε, με την Οικουμενική Κίνηση[22]. 
Τρία χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1964, η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου κάμει ένα περαιτέρω βήμα και αποφασίζει την έναρξη θεολογικών διαλόγων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Αγγλικανικούς και τους Παλαιοκαθολικούς. Μετά τετραετία δε, η Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Γενεύης το 1968, αποφασίζει τον εγκαινιασμό Διαλόγων με τις Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ανατολής, (τουτέστι, με Αρμενίους, Κόπτες, Αιθίοπες και Συρο-ιακωβίτες), όπως και με τις δύο κύριες ιστορικές εκφάνσεις του Προτεσταντισμού, δηλ. τους Λουθηρανούς και τους Μετερρυθμισμένους. Οι εν λόγω διμερείς διάλογοι εγκαινιάσθηκαν τελικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έπειτα από δεκαπεντάχρονη σχεδόν προπαρασκευή, προκειμένου όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία δώσει «δυναμικήν μαρτυρίαν τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα», καθώς δήλωνε, το 1986, με περισσή σαφήνεια η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις[23]. 
Δυστυχώς, όπως ο Μωϋσής δεν είχε αξιωθεί από τον Θεό να διαβεί τον Ιορδάνη ποταμό και εισέλθει στη Χαναάν, την «Γη της Επαγγελίας» έτσι και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δεν μπόρεσε να δει στις μέρες του την έναρξη των Διμερών Θεολογικών διαλόγων της Ορθοδοξίας με τον λοιπό Χριστιανισμό, για τους οποίους είχε καταβάλει τόσους κόπους στα πλαίσια των τεσσάρων Πανορθοδόξων Διασκέψεων που είχε συγκαλέσει την δεκαετία του 1960. 
***** 
Οι εν λόγω διάλογοι άρχισαν, ως γνωστόν, επί Πατριαρχείας Δημητρίου του Σεμνού, και έκτοτε συνεχίζονται με τα αναπόφευκτα «ανεβοκατεβάσματά» τους. Είναι αυτονόητο ότι κάθε διμερής διάλογος διακρίνεται από τα δικά του χαρακτηριστικά και ασφαλώς επηρεάζεται από την ιστορία των διαλεγομένων μερών. Μερικοί από αυτούς αποβλέπουν απλώς στην αλληλογνωριμία και την εξοικείωση της Ορθοδοξίας με Εκκλησίες και Ομολογίες με τις οποίες δεν έχει οποιοδήποτε ιστορικό δεσμό, όπως είναι π.χ. οι διάλογοί της με Αγγλικανούς, Λουθηρανούς και Μετερρυθμισμένους. Ενώ άλλοι, αποσκοπούν στην αποκατάσταση, Θεού ευδοκούντος, της ενότητος των Εκκλησιών εκείνων, οι οποίες κάποτε συγκροτούσαν την Μία και αδιαίρετο Εκκλησία, αλλά κατά τον ρου της ιστορίας αποξενώθηκαν, για ποικίλους λόγους, και τελικά βρέθηκαν χωρισμένες απ΄αλλήλων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, αναντίρρητα, οι διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ρωμαιοκαθολικούς, και τους Προχαλκηδόνιους. Ουδεμία υπάρχει αμφιβολία ότι οι θεολογικοί διάλογοι της Εκκλησίας μας με τις δύο ιστορικές αυτές εκφάνσεις του Χριστιανισμού στην Ανατολή και τη Δύση, (που έχουν, ας σημειωθεί, πολλά κοινά με εμάς στοιχεία, όπως η αποστολική διαδοχή, το ιερατείο, τα επτά μυστήρια, η τιμή της Παναγίας και των Αγίων), βοηθούν στον εντοπισμό των προβλημάτων και των ποικίλων θεολογικών, εκκλησιολογικών και ποιμαντικών αδιεξόδων που δημιουργήθηκαν διά μέσου των αιώνων. 
Η θεματολογία των διμερών διαλόγων είναι πλουσιώτατη. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικά με την Πίστη και το Δόγμα, τις Πηγές της Θείας Αποκαλύψεως, την Αποστολική Παράδοση, την Χριστολογία, την Φύση και Αποστολή της Εκκλησίας, την Ενότητα της Εκκλησίας, τα Μυστήρια, την Αυθεντία στην Εκκλησία, το Λειτούργημα του Αποστόλου Πέτρου, την Μαρτυρία του Χριστιανισμού στον σύγχρονο κόσμο, ή ακόμη την ποιμαντική των μεικτών γάμων. 
Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο, νομίζω, να υπογραμμίζονταν δύο πράγματα, λόγω της συγχύσεως που επικρατεί σε ουκ ολίγους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, αλλά και στο ευρύτερο κοινό, όσον αφορά στον σκοπό των διαλόγων και την φύση των κειμένωνπου εκπονούνται από τους διαλεγομένους, έπειτα από συζήτηση ενός συγκεκριμένου θεολογικού θέματος. Ότι δηλ., οι διμερείς αυτοί διάλογοι ουδόλως είναι «ενωτικαί Σύνοδοι», και πως τα κείμενα που εκπονούνται σ΄αυτούς, δεν έχουν χαρακτήρα «συμφωνίας», πολύ δε περισσότερο «κοινής ομολογίας πίστεως», όπως συχνά πιστεύεται και επιμόνως, ίσως δε καί κακοβούλως, επαναλαμβάνεται. Είναι απλώς «κείμενα εργασίας», υποβαλλόμενα από τους διαλεγομένους στις Εκκλησίες τους προς αξιολόγηση και σχολιασμό. Και εν αναφορά, φυσικά, adreferendum, προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η οποία είναι και το μόνο αρμόδιο Πανορθόδοξο Σώμα για να αποφασίσει. Πρόκειται για κείμενα τα οποία βοηθούν απλώς την κοινή πορεία προς την χριστιανική ενότητα. Κείμενα τα οποία οι Εκκλησίες μπορεί να απορρίψουν, καθώς απεδείχθη στην πράξη. 
Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί προκειμένου και περί των κειμένων τα οποία εκπονούνται από τους πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους που διεξάγονται στα πλαίσια της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» από το 1927 ήδη, δηλ. προτού ακόμη αυτή ενταχθεί στο ΠΣΕ το 1948. Οίκοθεν νοείται ότι οι πολυμερείς αυτοί διάλογοι έχουν ουκ ολίγες προβληματικές πτυχές, λόγω της ανομοιογένειας των διαλεγομένων μερών. Ως εκ τούτου είναι ουτοπία να πιστεύεται ότι η "Πίστις και Τάξις", πολύ δε περισσότερο ο οργανισμός που την στεγάζει σήμερα, είναι σε θέση να επιτύχουν την ένωση των Εκκλησιών "εδώ και τώρα". Μάλιστα δε την ένωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα ποικίλα, προτεσταντικής προελεύσεως, εκκλησιαστικά σχήματα που συμμετέχουν στον εν λόγω διαχριστιανικό οργανισμό, και τα οποία διέπονται από μια εκ διαμέτρου αντίθετη από ημάς θεολογία καί εκκλησιολογία. 
Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, συν τω χρόνω, ουκ ολίγες Εκκλησίες και Ομολογίες του Προτεσταντισμού, που μέχρις εσχάτων θεωρούσαν ενδεχομένως ότι η ιστορία της Εκκλησίας εγκαινιάζεται ουσιαστικά τον δέκατο έκτο αιώνα με την Μεταρρύθμιση του Λουθήρου και του Καλβίνου, άρχισαν να κάμουν πλέον λόγο περί Αποστολικής παραδόσεως και Πατερικής θεολογίας˙ πρεσβεύουν ότι το Επισκοπικό αξίωμα είναι ουσιαστικό στοιχείο τού εκκλησιαστικού πολιτεύματος˙ κοσμούν τους ναούς των με εικόνες και κανδήλες (πράγμα αδιανόητο πριν από σαράντα χρόνια)˙ και, το κυριώτερο, θεωρούν την Θεία Ευχαριστία, έστω υπό την μορφή της απλής «αναμνήσεως» της Κυριακής Θυσίας, ως το εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της λατρείας. Ως γνωστόν, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, στις περισσότερες Προτεσταντικές Ομολογίες, η Ευχαριστιακή Σύναξη τελούνταν συνήθως τέσσερις φορές τον χρόνο, δοθέντος ότι ουσιαστικό στοιχείο της λατρείας εθεωρείτο ο Θείος λόγος και όχι η Θεία Ευχαριστία. Η εξέλιξη αυτή στα σπλάχνα του Προτεσταντικού κόσμου, μαρτυρεί ότι, παρά τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς, και που δημιουργούνται ακόμη, υπήρξε κάποια πρόοδος. Και τούτο χάρις στην παρουσία και την θεολογική μαρτυρία και προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική κίνηση. 
***** 
Κατά την τελευταία δεκαετία της μακράς Ποιμαντορίας του, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας είχε, ως γνωστόν, στραφεί με ιδιαίτερη προσοχή προς τη Ρώμη, πιστεύοντας πως η θεμελιώδης ρωγμή στην ιστορία του χριστιανικού κόσμου, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, έπρεπε πρώτα να επανορθωθεί μεταξύ των δύο «πρωταγωνιστών» της, δηλ. της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Γνώμη του ακράδαντη ήταν ότι Ανατολή και Δύση έχουν κοινές ρίζες και κοινή κληρονομιά, και ότι για την εξάλειψη του μίσους που φώλιαζε μέσα μας, έπρεπε «να γίνει μια κάθαρση της μνήμης μας από το φοβερό παρελθόν»[24]. 
Προσφωνώντας τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄, όταν αυτός είχε επισκεφθεί το Φανάρι τον Ιούνιο του 1967, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δεν μπορούσε να είναι σαφέστερος όταν έθιγε το καίριο θέμα της Χριστιανικής ενότητος με ευθύτητα και ρεαλισμό. «Βεβαίως δέν παραγνωρίζομεν», ἔλεγε, «οὔτε τόν ἀριθμόν, οὔτε τήν σοβαρότητα τῶν ἐνώπιον ἡμῶν προβλημάτων. Ἐν τῇ ἀποκαταστάσει ὅμως τῆς ἀγάπης, ἐξουδετεροῦντες τήν ἀποξένωσιν καί γεφυροῦντες τήν ἀπόστασιν, ὑπό νέον ὅλως φῶς ἐκτιμῶμεν τάς διαφοράς, καί, ἐγγύς πλέον ἀλλήλων ἱστάμενοι, ἀναζητοῦμεν τήν ἀρίστην ὁδόν πρός τήν αὔριον, τήν ὑπισχνουμένην τήν ἐπανόρθωσιν τοῦ παρελθόντος καί τήν ἀποκατάστασιν τοῦ ἀρχαίου κάλλους τῆς Μιᾶς καί Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας»..... Λοιπόν, «χωρήσωμεν πρόσσω καί ἄρωμεν τά ἐμπόδια» ἔλεγε. «Οἱ Χριστιανοί καί ὁ κόσμος σύμπας μετ΄ἐλπίδων προσβλέπουσιν, ἀναμένοντες ἀφ΄ἡμῶν τό ἱερόν σύνθημα τῆς καταργήσεως τοῦ μεσοτοίχου σχίσματος καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς»[25].

Είναι αλήθεια ότι οι κάπως θεαματικές, αλλά βαθειές σε νόημα, συναντήσεις του Πατριάρχου Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη, αλλά και η εκατέρωθεν άρση των αναθεμάτων τον Δεκέμβριο του 1965, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αμοιβαία θέληση για καταλλαγή και πρόσκληση σ΄ένα διάλογο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκατάσταση της εκκλησιατικής ζωής έτσι όπως είχε βιωθεί αυτή κατά την πρώτη χιλιετία, όλα αυτά ίσως είχαν δώσει την εντύπωση ότι τα οικουμενικά ενδιαφέροντα του Αθηναγόρα ή ακόμη και τα ενδιαφέροντα αυτού του Φαναρίου, είχαν αλλάξει κατεύθυνση. Την εντύπωση αυτή ήρθε να περιστείλει ο ίδιος ο Πατριάρχης τον Νοέμβριο του 1967, όταν, μετά την συνάντηση του με τον Πάπα στη Ρώμη, επισκέφθηκε την εν Γενεύη έδρα τού ΠΣΕ. 
Απευθυνόμενος σ΄ένα πυκνό ακροατήριο που απετελείτο απ΄ό,τι εκλεκτό είχε να παρουσιάσει η «Διεθνής» και «Διαχριστιανική» Γενεύη, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, αναφερόμενος στο νόημα της Ορθοδόξου συμμετοχής στην Οικουμενική Κίνηση και ειδικώτερα στο ΠΣΕ, επιβεβαίωνε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρέμενε θερμός κήρυξ της γνήσιας οικουμενικής ιδέας, του ακραιφνούς οικουμενικού διαλόγου «προς κάθε κατεύθυνση». «Ἐντεῦθεν», ἔλεγε, «ἡ ἐν εἰλικρινεῖ συνεργασία μετά τοῦ Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης Παύλου ΣΤ΄ ἀνοιγεῖσα νέα ἐποχή σχέσεων μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν ἡ καλλιέργεια καί προώθησις διμερῶν σχέσεων μετ΄ Ἐκκλησιῶν μελῶν τοῦ ΠΣΕ, ὡς ἡ Ἀγγλικανική, ἡ Παλαιοκαθολική, αἱ Μεταχαλκηδόνιοι Ἐκκλησίαι καί ἡ Λουθηρανική. Τό καθ΄ ἡμᾶς Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον», τόνιζε ὁ Πατριάρχης, «ἐργαζόμενον πρός τάς κατευθύνσεις αὐτάς, ἐνεργεῖ ἐν τῇ σταθερᾷ πεποιθήσει ὅτι συγχρόνως προάγει τό ἔργον τοῦ ΠΣΕ»[26]. 
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, με πειστικά, αλλά συχνάκις παρεξηγημένα, λόγια, προσπάθησε να διερμηνεύσει την οικουμενική ιδέα του Θρόνου τον οποίο λάμπρυνε επί εικοσιτέσσερα συναπτά έτη. Σήμερα, έλεγε, βρισκόμαστε ή ενώπιον του πειρασμού να αρκεσθούμε στα επιτεύγματά μας και να οδηγήσουμε τον διαχριστιανικό διάλογο σε μια στατικότητα, ή μπροστά στην ευκαιρία να εμποτίσουμε τον διάλογο αυτό με μια νέα δυναμική ενέργεια, η οποία θα μας οδηγούσε προς μια ανακαίνιση, που αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την συνάντηση των Εκκλησιών στον δρόμο της ενότητος. Ο επανευαγγελισμός του Χριστιανισμού, παρατηρούσε, είναι το αδυσώπητο αίτημα του καιρού μας, προσθέτοντας ότι το ιδεώδες της χριστιανικής ενότητος, βρισκόταν πέραν δογματισμών και εγωϊστικών μεγαλαυχιών[27]. Δεν έπαυε να λέγει πως η ένωση των Εκκλησιών είναι θέλημα του Αναστάντος Χριστού, πόθος και εκκίνηση ακατάσχετη των Χριστιανικών λαών, χρέος και τιμή των υπευθύνων. Και προσευχόταν αδιαλείπτως «υπέρ της των πάντων ενώσεως». 
Στον επικήδειο λόγο τον οποίο είχεν εκφωνήσει την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας τού Πατριάρχου, ο φίλος Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος παρατηρούσε ότι, «Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ ἀπεκάλυψεν ὅτι ἦτο ″Πατριάρχης″, εἴτε περιβεβλημένος τόν Σάκκον τῆς Τιβεριάδος, εἴτε τό ἁπλοῦν μοναχικόν τριβώνιον. (...) Τό σχῆμα του καί ἡ μορφή του ἐνέπνεον προσευχήν, ὅπως καί ὁ ἴδιος προσηύχετο ἐν ἑκάστῃ καταπαύσει τοῦ ἔργου». Προσευχόταν υπέρ της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου της οποίας ήταν Ηγούμενος˙ υπέρ της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας την οποία οιακοστροφούσε˙ υπέρ της Πόλεως της οποίας ήταν Αρχιεπίσκοπος˙ προσευχόταν υπέρ πάσης πόλεως και χώρας. Εκεί, όμως, όπου εστρέφετο διηνεκώς η προσευχή του, μαρτυρεί ο επί πολλά έτη Αρχιδιάκονός του Μητροπολίτης Πέργης, «ἦτο ὁ πόθος ″ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως″. Ἦτο ἡ πορεία πρός Ἐμμαούς». Ένα μέγιστο μέρος της λάμψης των κεριών που άναβε ο Αθηναγόρας κάθε βράδυ στον Νάρθηκα του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού, λέγει ο άγιος Πέργης, φώτιζαν αυτό ακριβώς το όραμά του, το όραμα της Πανορθοδόξου Αδελφότητος και το όραμα της Παγχριστιανικής Ενότητος[28].
Υπεύθυνος ηγέτης ηγέτιδος Εκκλησίας ο ίδιος, υπάκουος στο θέλημα του Θεού, αλλά και άκρως ευαίσθητος στο να συλλαμβάνει τα μηνύματα του λαού, Αθηναγόρας ο Ηπειρώτης, καθ΄όλη τη διάρκεια της μακράς του Πατριαρχείας, δεν είχε παύσει να κηρύττει αγάπη και κατανόηση, να προσεύχεται για μια αναγεννημένη μέσα στην Αποστολική Παραδόση Εκκλησία, η οποία, αναδυόμενη από το σημερινό Εκκλησιαστικό χάος, θα επέτρεπε σύμπαντα τον Χριστιανικό κόσμο να συναντηθεί εν Χριστώ, μέσα στο Κοινό Ποτήριο. 
***** 
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς, αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί, κυρίες και κύριοι, επιτρέψατέ μου να περάνω τον λόγο με ένα ερώτημα: Τέσσερεις και πλέον δεκαετίες μετά την προς Κύριον εκδημία του, και από τας αιωνίους Μονάς όπου αυλίζεται η ψυχή του, τι διαλογισμούς να κάμει άραγε ο οραματιστής αυτός Πατριάρχης, όταν διαπιστώνει την σημερινή αποτελμάτωση των διαχριστιανικών θεολογικών διαλόγων; Τι να φρονεί για την καρκινοβατούσα πορεία της κάποτε σφριγηλής και δυναμικής Οικουμενικής Κινήσεως του δευτέρου ημίσεος του εικοστού αιώνος; Και το κυριώτερο, τι να σκέπτεται όταν βλέπει το μετέωρο βήμα τής Ορθοδοξίας, η οποία φαίνεται να είναι πλέον ανήμπορη, για να μη πω ανίκανη, να συγκαλέσει μιαν Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, για την οποία ομιλεί εδώ και 90 χρόνια, από το 1930, και προετοιμάζει επί μισό αιώνα; Κύριος oίδε τι σκέπτεται ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας, σεβαστή ομήγυρις, Κύριος οίδε. 
Παραπομπές:
[1]Βλ. Γ.Ράλλη-Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, Ἀθήνησιν, 1854, τ. Δ΄, σελ. 542
[2] Βλ «Στάχυς», τ. 10-11, 1968, σελ. 15 
[3] Πρός Γαλάτας, Migne,PG, 61, 646 
[4] Ἐπιστολή ΚΗ΄. Migne, PG, 99, 1003 
[5] Παντελεήμονος Θεσσαλονίκης, Οἰκουμενικά, Θεσσαλονίκη, 1959, σελ 27 
[6]Ἐπιστολή ΡΔΙ΄ τοῖς ἐν Ταρσῷ, Migne, PG, 32, 528 
[7]Προσφώνση Πατριάρχου Αθηναγόρα προς Καρδινάλιο Μπέα, Τόμος Ἀγάπης, Vatican-Phanar (1959-1970), Rome-Istanbul 1971, σελ. 206 
[8] Χρυσοστόμου Μύρων (μετέπειτα Εφέσου), Ὀρθόδοξοι Κατόψεις, τ. Α΄, Τέρτιος 1991, σελ. 232 [9]Ἰ. Καρμίρη, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν διαλόγῳ μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι, 1975, σελ. 72 
[10]Ν. Ματσούκα, Οικουμενική Κίνησις-Ιστορία Θεολογία, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 216 
[11] Χρυσοστόμου Μύρων, όπ.π. σελ. 325 
[12] Σχετικά με τον ρόλο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στην σύσταση του ΠΣΕ, βλ. στο Γεωργίου Τσέτση, Ἡ συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, 1988 
[13]Βλ. Ὀρθοδοξία, έτος24, (1949), σελ 41 
[14] Βλ. Εγκύκλιο του 1902, στο Γεωργίου Τσέτση, (επ.) Οἰκουμενικός Θρόνος καί Οἰκουμένη-Ἐπίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, Τέρτιος, 1989, σελ. 26-34 
[15] όπ.π., σελ. 43 
[16]Αποστόλου Νικολαΐδη, Η Οικουμενική πολιτική του Πατριάρχη Αθηναγόρα, στο «Ενατενίσεις», τεύχος 16, Ιαν/Απριλ. 2012, σελ. 54 
[17]Βλ. Ἀριστείδου Πανώτη, Παῦλος στ΄-Ἀθηναγόρας α΄, Εἰρηνοποιοί, Ἀθῆναι 1971, σελ. 46 [18]Πριγκηποννήσων Δωροθέου, «Ἡ Συνάντησις», Ἀθῆναι, 1960, σελ. 5-6 
[19]Α. Νικολαΐδη, όπ. π. [20]Εγκύκλιος του 1952, βλ. Γεωργίου Τσέτση, όπ.π. σελ. 71 [21]Χρυσοστόμου Μύρων, Ορθόδοξοι Κατόψεις, τ. Β΄, σελ. 182 εξ. 
[22]Βλ. Μονογραφηθέντα Πρακτικά τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (24 Σεπτ.-1 Οκτ.1961), εν «Ὀρθοδοξία», ΛΖ΄(1962), σελ 83 
[23] Βλ. Πρακτικά-Κείμενα Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ 1986) 
[24] Olivier Clément,Dialogues avec le Patriarche Athénagoras, Fayard, 1969, σελ. 391 
[25]Βλ. «Τόμος Ἀγάπης», , σελ 204 εξ. 
[26]Βλ. Γεωργίου Τσέτση, Ἡ Συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, 1988, σελ 131. 
[27] Δημητρίου Τσάκωνα, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, Ἀθῆναι, 1976, σελ. 139. [28]Πέργης Εὐαγγέλου. Ἐπικήδειος εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν. Βλ. «Στάχυς». Τεῦχος, 28-29, (Ιουλ. 1971-Ιουν.1974), σελ.290

ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ - ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΕΝΤΟΝΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ


Η παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου συγκέντρωσε γύρω του επί το αυτό στο Πρέσοβ της Σλοβακίας μετά το τέλος της Θ.Λειτουργίας τους Πρέσβεις Ελλάδος Νικόλαο Κανέλλο, Τουρκίας Gülhan Ulutekin, Κύπρου Μάριο Κουντουρίδη και Βουλγαρίας Margarita Ganeva, υπό το βλέμμα της ιεράς ξυνωρίδος των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Φωτογραφία με έντονα συμ- βολικό χαρακτήρα. (Φωτ./Λεζ.: Νίκος Μαγγίνας)

Ο ΚΥΔΩΝΙΩΝ ΑΘΗΝAΓΟΡΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΤΟΥ


φωτογραφίες για το Φως Φαναρίου: Γιώργος Μαρόπουλος 
Ο Μητροπολίτης Κυδωνιών Αθηναγόρας ολοκλήρωσε την πρώτη επίσκεψή του, ως Επίσκοπος, στη γενέτειρά του, στον Ορχομενό Βοιωτίας, την περασμένη Κυριακή 26 Μαϊου, τελώντας τη Θεία Λειτουργία στον ιστορικό ναό της Παναγίας Σκριπούς. 
Να θυμίσουμε ότι εκεί υπήρχε η μονή της Παναγίας Σκριπούς (9ος αιώνας), αλλά σήμερα λειτουργεί μόνο το καθολικό της, το οποίο είναι το πιο σημαντικό μνημείο από τη σειρά ναών του τύπου «σταυροειδής μεταβατικός», στον ελλαδικό χώρο.
Σ' αυτή την ιστορική εκκλησία, εκεί όπου βαπτίστηκε και διηκόνησε ως ιερόπαις, κοντά στον εφημέριο παπα - Χαράλαμπο, λειτούργησε για πρώτη φορά ως Επίσκοπος ο Κυδωνιών Αθηναγόρας, συλλειτουργούντων του Αρχιμ. Αλεξίου Σαμαρτζή, του εφημερίου π. Χαραλάμπους, του συμφοιτητού του πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τουλουμάκου και άλλων κληρικών. 

Πολύς κόσμος εκκλησιάστηκε και έσπευσε να πάρει την ευχή του συντοπίτη του Μητροπολίτου. Χαρακτηριστικό του ενθουσιαστικού κλίματος που επικράτησε στον Ορχομενό κατά την παρουσία του Μητροπολίτου Κυδωνιών, ήταν και οι αφίσες που ο επισκέπτης συναντούσε παντού και ανήγγειλαν την χαρά για την επίσκεψη του "δικού τους παιδιού" στη γενέτειρά του. 
Π.Α.Α.
Ο Μητροπολίτης Κυδωνιών δείπνησε και με παλαιούς συμμαθητές του μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα

5/29/2013

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΤΙΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ


Την Κυριακή 19 Μαίου στον Ιερό Ναό του Αγίου Αποστόλου Τίτου, στο Ηράκλειο, εορτάστηκε η επέτειος της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Τίτου, πρώτου Επισκόπου Κρήτης. 
Το εσπέρας της εορτής χοροστάτησε στον Εσπερινό ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κ. Αθανάσιος, συμπροσευχομένων του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου και των μελών της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης. 
Της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας προεξήρχε ο Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κ. Αθανάσιος, συνιερουργούντων των Σεβ. Μητροπολιτών Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίου, Πέτρας και Χερρονήσου κ. Νεκταρίου, Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου και Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλοχίου. 
Τόσο στον Εσπερινό, όσο και στην Θεία Λειτουργία υπήρξαν προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις υπό του προεξάρχοντος Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Αθανασίου, εκπροσώπου της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού ημών Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, όσο και υπό του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου. 
Την ομιλία του Γέροντος Χαλκηδόνος στον Εσπερινό μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Το εσπέρας της κυριωνύμου ημέρας τελέστηκε Πανηγυρικός Εσπερινός και λιτάνευσις της Τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου στην πόλη του Ηρακλείου, με την συμμετοχή του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου και μελών της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης. 
Παραθέτουμε στη συνέχεια την ομιλία του Γέροντος Χαλκηδόνος Αθανασίου κατά την Θ. Λειτουργία. 
ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ 
ΕΝ Τῼ Ι. ΝΑῼ ΑΓ. ΤΙΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 
(19.5.2013) 
ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου 
Τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἡ Κρήτη ἑορτάζει πανηγυρικῶς τὴν μνήμην τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἀπὸ τῆς ἐπισκέψεως του εἰς αὐτὴν, ἐν συνδυασμῷ μὲ τὸ ἱστορικὸν γεγονὸς τῆς ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἀποστόλου Τίτου εἰς Ἡράκλειον. Καὶ εἶναι ἔκδηλος ἡ παραδοσιακὴ θεοσέβεια τοῦ εὐλογημένου λαοῦ τῆς Μεγαλοννήσου, ὁ ὁποῖος συμμετέχει εὐλαβῶς εἰς αὐτάς, ἔχων "εἰρηνεύοντα" καὶ ἀγαπητὸν ὁμογάλακτον Ἀρχιεπίσκοπον, νέαν δὲ καὶ δυναμικὴν ἱεραρχίαν, διὰ τὴν ὁποίαν σεμνύνεται ὁ Θρόνος. Τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης, τὸν γλυκὺν καὶ μειλίχιον ἐκ τῶν φοιτητικῶν χρόνων, τὸν ἀεικίνητον καὶ ἀκοίμητον κατὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων, τὸν ὁποῖον ἐπιτρέψατέ μοι τοὐλάχιστον ποιητικῇ ἀδείᾳ, νὰ τολμήσω καὶ νὰ τὸν χαρακτηρίσω ὡς "ἀ-Κρητικόν", ὡς ὁ διαπρεπὴς φίλος ζωγράφος καὶ γλύπτης Βαρθολομαῖος (Βάκης) Παπαδαντωνάκης, ὁ ὁποῖος ὅμως καταγόμενος ἐκ τῶν Σφακίων καὶ τῆς Μάνης, κατόπιν ὁρισμένων ἐκ τῶν ἄνω χαρακτηριστικῶν ἀντέταξεν: "Πάτησέ με στὸν κάλον καὶ βλέπομεν". 
Ἐκ τῆς ἀφορμῆς αὐτῆς ἐπέλεξα νὰ σᾶς ὁμιλήσω συντόμως δὲ ἓν λίαν σοβαρὸν θέμα, τὸ ὁποῖον ταλανίζει ἀπὸ ἐτῶν ὁλόκληρον τὸν Χριστιανισμόν: "Τὴν φυγὴν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν". 
"Οὐδεὶς ὀφείλει νὰ φοβεῖται κοινωνικὰς ποινάς, 
ἀποστρεφόμενος τὸν Χριστιανισμόν. Τὸ εἶναι τινὰ 
ἄθρησκον εἶναι φυσικόν. Διατί λοιπὸν ὀφείλει τις 
νὰ ἔχει μίαν θρησκείαν;, Νὰ εἶναι Χριστιανός;" 
(Teilhard de Chardin) 

Σεβασμιότατοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, 
Δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναί τις καλός. Τοῦτο ἠμποροῦν καὶ ἄλλοι. Τί σκέπτεται ὅμως καὶ πράττει ὁ Χριστιανός; Οἱ θεολόγοι δοκιμάζουν τοῦτο μὲ ὀγκώδη συγγράμματα. Δὲν ἀπέβησαν ὅμως λίαν ἐπιτυχημένοι πρὸς τοῦτο εἰς ἀνθρώπους πολλούς. 
Ἐπειδὴ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ προφανῶς ὀλιγότεροι διαρκῶς ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ ἀπαντήσουν πειστικῶς, ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ὅλον καὶ περισσότεροι. Καὶ εἴς τι ἔγκειται τοῦτο; Ὑπερέβη ὁ Χριστιανισμὸς τὴν ἡμερομηνίαν παρακμῆς του; Δὲν ἔχει πλέον τίποτε τὸ ὁποῖον γοητεύει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς συναρπάζει, τοὺς συγκλονίζει, παρηγορεῖ καὶ σώζει, παρακινεῖ καὶ καθιστᾶ εὐτυχεῖς ὅπως ἄλλοτε; 
Αἱ ἀπαντήσεις ποικίλλουν. Οἱ μὲν θεωροῦν ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι αἱ ταυτιζόμεναι μὲ τοὺς πιστούς δὲν ἀληθεύουν. Ἐὰν κληρικοί, παρὰ τὰς "ἐπαναστάσεις" καὶ τὰ μεταρρυθμιστικὰ κινήματα, κατηγοροῦνται διὰ σεξουαλικὰ σκάνδαλα ἢ ζοῦν "ἐν πορφύρᾳ καὶ βύσσῳ", ἐὰν ἐμφανίζονται διοικητικά, οἰκονομικὰ καὶ σκάνδαλα διαφθορᾶς, ὅπως καὶ ἀλλοῦ, ἐὰν διαρκῶς ἀναφέρονται εἰς τὴν ἰδίαν αὐθεντίαν, τὴν ὑπακοὴν καὶ τὴν κηδεμόνευσιν τῶν λαϊκῶν, τότε πλέον οἱ πιστοὶ ἀπομακρύνονται ἐκ τῆς Ἐκκλησίας καὶ συχνάκις γίνονται πολέμιοι αὐτῆς1. Τοῦτο δὲ ὄχι ἐπειδὴ πολλάκις εἶναι καλλίτεροι οὗτοι, ἀλλὰ πρῶτον διότι ἀπαιτοῦν διάκρισίν τινα ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς καὶ δεύτερον διότι εὐκολότερόν ἐστι τὸ κρίνειν ἀφ’ ὑψηλοῦ ἢ τὸ κρίνεσθαι. 
Ἕτεροι ἀποχωροῦν διότι αἱ Ἐκκλησίαι προκαλοῦν ἀνίαν εἰς αὐτοὺς –ἀγνοοῦντες σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὴν "λειτουργικὴν" ἔννοιαν τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου– καὶ φαίνονται ἄχρησται, βεβαίως κρυφίως καὶ διὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν ἐκκλησιαστικὸν φόρον. Ὁ ζητῶν δὲ ψυχικὴν τροφήν, στρέφεται πρὸς ἄλλους ἢ ἀντιπαρέρχεται αὐτάς. 
Τέλος ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν ἠμποροῦν νὰ πιστεύσουν τὸ ὀφειλόμενον πιστεῦσαι: Τὸν Δημιουργόν Θεὸν καὶ τὸ Σωτηριῶδες τοῦ Κυρίου Ἔργον. 
Ὡσὰν δὲ νὰ μὴν ἤρκουν ταῦτα, ἐμφανίζονται ἐνιαχοῦ καὶ αἱ "ἐξωτικαὶ ὀπῶραι" τοῦ νεο-γεροντισμοῦ, τοῦ παθολογικοῦ νεοσυντηρισμοῦ καὶ τῆς "θεολογικῆς ἀλητείας", αἱ ὁποῖαι στοχεύουν συχνάκις μόνον εἰς τὴν ἀποπλάνησιν τῶν ἀδαῶν καὶ τῶν οὕτω καλουμένων "θεουσῶν" μὲ ἀπροβλέπτους συνεπείας. 
Τοιουτοτρόπως ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ "ζεῖ ἐν ἐξορίᾳ" ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τούτοις ἡ ζωὴ αὕτη δημιουργεῖ χῶρον δι’ ἀλλαγὴν – πνευματικήν, θεολογικὴν καὶ ἐκκλησιαστικήν2. Τελικῶς δέ, τοὐλάχιστον εἰς τὴν Γηραιὰν Ἤπειρον εὑρισκόμεθα εἰς μίαν μετα-χριστιανικὴν ἐποχήν, εἰς μίαν Εὐρώπην ἄνευ Θεοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ἀπότοκος τῆς ὁποίας τυγχάνει ἡ οἰκονομικὴ καὶ ἠθικὴ παγκόσμιος κρίσις, ἐνῶ ὀργιάζουν καὶ ἀνθοῦν τὰ ἀλλότρια θρησκεύματα. 


Τοῦτο δὲ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ναοὶ -λόγῳ βεβαίως καὶ τοῦ κόστους συντηρήσεώς των- μένουν κενοί, "καρναβαλοποιοῦνται" ἔχοντες ἢ μὴ ἱστορικὴν καὶ καλλιτεχνικὴν ἀξίαν, πωλοῦνται, ἐνοικιάζονται εἰς ἄλλα χριστιανικὰ δόγματα, μετατρέπονται παραλλασσόμενοι ἀρχιτεκτονικῶς εἰς ναοὺς σεκτῶν, τεμένη, βιβλιοθήκας, σχολεῖα, μουσεῖα, αἰθούσας συναυλιῶν, χώρους ἐκθέσεων, συνεδρίων καὶ ἄλλων πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων, γραφεῖα, γυμναστήρια καὶ οἰκίας, βίλας, ἀκόμη δὲ καὶ μπάρ, κλάμπ, μπιστρό, μπιραρίας, πιτσαρίας, καφετερίας, νυκτερινὰ κέντρα διασκεδάσεως, ἑστιατόρια, καζίνα, νοσοκομεῖα, ἀποθήκας γεωργικῶν εἰδῶν καὶ σανοῦ, στάβλους, πολυβολεῖα, WC καὶ –ἄκουσον ἄκουσον– ἄντρα ναρκομανῶν, καθὼς καὶ ἕτερα προσοδοφόρα ἢ μὴ καταστήματα (business center)3
Τί πράττουν δὲ οἱ παραμένοντες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν; Ἐνίοτε ἀκούει κανείς, ὅτι θεωροῦνται Χριστιανοί, οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμον. "Ἡ Ἐκκλησία εἶναι παροῦσα μόνον ἐφ’ ὅσον ὑφίσταται διὰ τοὺς ἄλλους" κατὰ τὸν D. Bonhoeffer. Πολλοὶ ὅμως δὲν γνωρίζουν τίποτε περὶ τούτου καὶ ὅπως, λέγει ὁ J.B. Metz ὁ Χριστιανισμὸς εἰς τὰς δυτικὰς χώρας ὑπεβιβάσθη εἷς ἕνα ὀργανισμὸν ἱκανοποιήσεως λειτουργικῶν καὶ μυστηριακῶν ἀναγκῶν. Οἱ δὲ πιστοὶ χρησιμοποιοῦν ἐξ αὐτοῦ ὅ,τι τοὺς "βολεύει" ὅπως ἡ μέριμνα διὰ τὸν γάμον ἐντὸς θεαματικοῦ πλαισίου, τὸ βάπτισμα τῶν τέκνων, καὶ ἡ ἀξιοπρεπὴς κηδεία τοῦ πάππου. 
Ἔχει παρέλθει πλέον ἡ πλήρης φαντασίας ἐποχὴ τῶν Χριστιανοπαίδων. Ἄνθρωποι λογικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀναλύουν, ὀργανώνουν καὶ εὑρίσκουν, ὅτι τὸ παίγνιον μὲ τὰς ἐφευρεθείσας ἱστορίας πρέπει κάποτε νὰ λάβει τέλος. Τὰ δόγματα εἶναι "ἑρμηνεῖαι" καὶ δέον κατὰ τὴν ἀναπτυσσομένην γνώσιν νὰ ἀλλαγοῦν ὡς πρὸς τὸ "ἀσύστατον" αὐτῶν (K.-P. Jörns). Αἱ Ἐκκλησίαι δέον νὰ ἀπορρίψουν ὅλας τὰς δοκιμὰς παραστάσεως τῶν ἱστορικο-κριτικῶν διαπιστώσεων ἐπὶ τῆς προελεύσεως τῆς Βίβλου, ὡς ἐπιζημίων διὰ τὴν πίστιν. 


Τοιουτοτρόπως ζητεῖται σήμερον σὺν τοῖς ἄλλοις, μία ἰσχυροτέρα συμμετοχὴ τῶν λαϊκῶν, εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς –τῆς ὁποίας πικρὰν βεβαίως πεῖραν ἔχουν τινὲς ἐξ ἡμῶν ἔκ τε τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καὶ ἀσφαλῶς τοῦ "μέλλοντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος"– μία βελτιωμένη δομὴ τοῦ δικαίου, ὁ σεβασμὸς τῆς συνειδήσεως τοῦ ἑτέρου, ἡ ἀντιστροφὴ ἐξ ἑνὸς ναρκισσιστικοῦ ριγκορισμοῦ, ὁ ἐμπλουτισμὸς τῶν λειτουργιῶν ἢ καὶ ἡ ἁπλοποίησις αὐτῶν –μακρὰν πάντως συγκρητιστικῶν τάσεων– ἀντὶ τῆς "κεντρικῆς ἑνοποιήσεως", ἀλλὰ καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν κλῆρον καὶ γενικότερον τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀπαιτεῖται λοιπὸν ἐργασία καὶ ἐγρήγορσις διὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀργότερον βρυχηθμοὶ καὶ συριγμοὶ ἀλλὰ μόνον τοὐλάχιστον ἀποχωρήσεις καὶ ἀναθέματα, ὅπως μέχρι τοῦδε! 
Ὁ Θεὸς μαζί Σας
 ____________________________________ 
1- B. Baas, Erwarte das Neue. Das Christentum verändert das Gesicht. Immer wieder, immer anders. Was wird? Und was bleibt? Publik-Forum ἀρ. 23 (2012) 28-32. 
2- F. Hengsbach, Gottesvolk im Exil. Anstösse zur Kirchenreform, Publik-Forum. K. Lehmann, Hat das Christentum Zukunft? Glaube und Kirche an der Jahrtausendwende, Μαγεντία 2000. W. Lück, Die Zukunft der Kirche, Ντάρμστατ 2006, Α. Παπᾶ, Χαλκηδόνος, "Σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἐκ τοῦ σταυροῦ" (Μάρκ. 15,30), Ἀπογευματινὴ 3.4.87 (2012) 4. 
3- Τοῦ Αὐτοῦ, Memento mori!, Ἔνθ. ἀνωτ. 5.12 88 (2013) 3.

ΜΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΠΡΑΣΙΝΟ" ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

Ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. Παναγιώτης Καποδίστριας, στο πλαίσιο του Προγράμματος "Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία" του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, υποστήριξε πριν λίγες μέρες  την διπλωματική εργασία του, με θέμα: "Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, ΕΚΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ". 
Ακαδημαϊκός υπεύθυνος ήταν ο Καθηγητής Χρήστος Τερέζης. Επιβλέποντες Καθηγητές οι κ.κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου και Νικόλαος Κόϊος.
Η εργασία βαθμολογήθηκε με ΑΡΙΣΤΑ, κι έτσι ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας είναι πλέον κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος, και από το Φως Φαναρίου ευχόμαστε από καρδιάς πάντοτε τα κάλλιστα.
Στην παρουσίαση της εργασίας παρέστησαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Δωδώνης κ. Χρυσόστομος και Ζακύνθου κ. Διονύσιος Δ΄, αφού ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας είναι Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Ζακύνθου. 
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο π. Π.Κ. έχει μακρά θητεία στην θεολογία της οικολογίας.  Ήδη από το 1991 εξέδωσε την πρώτη του σχετική μελέτη: Στο μέγα καύμα χλωρός (Μια οικολογική προσέγγιση στην Αποκάλυψη από θεολογική άποψη). Κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2004-2010 δίδαξε στο Α.Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων (Τμήμα Οικολογίας και Περιβάλλοντος Ζακύνθου) το μάθημα «Θρησκεία και Περιβάλλον» ως εργαστηριακός συνεργάτης. Το βιβλίο του Κεφάλαια Θεολογίας του Περιβάλλοντος (εκδόσεις Μητροπόλεως Ζακύνθου, 2006) αποτελεί πηγή, θα λέγαμε, για το θέμα αυτό και περιλαμβάνει πολλές αναφορές στις δραστηριότητες του "Πράσινου" Πατριάρχη.
Στις 29 Νοεμβρίου 2010, η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος τού απένειμε το οφφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου για την μακροχρόνια συμβολή του στη Θεολογία του Περιβάλλοντος και την ανάδειξη, μέσω των συγγραφών και του διαδικτύου, των σχετικών πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Θρόνου.
Μια γεύση της διαδικτυακής εργασίας του π. Π.Κ. για το περιβάλλον, μπορεί να πάρει ο καθείς επισκεπτόμενος το "πράσινο"  ιστολόγιό του NaturaZante.
Παραθέτουμε στη συνέχεια τα περιεχόμενα της εργασίας του π. Π. Καποδίστρια, που εγκρίθηκε ως αρίστη από το Ε.Α.Π.

Αναμνηστική φωτογραφία από την παρουσίαση της Διπλωματικής Εργασίας του π. Π.Κ. στο Ε.Α.Π.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α 

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η 
1. Οι πρωτοβουλίες για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος από τον Δημήτριο στον Βαρθολομαίο (σελίδα 10) 
2. Ορισμένες αντιδράσεις στις εκ του Φαναρίου περιβαλλοντικές δράσεις (σ. 15) 
3. Σύνοψη των σημαντικότερων πατριαρχικών πρωτοβουλιών για το περιβάλλον (σ. 16) 
4. Λόγος εκκλησιαστικός, οικουμενικός, ρεαλιστικός, πολιτισμικός, παραμυθητικός και ελπιδοφόρος (σ. 19) 
• 4.1 Ο εκ του Φαναρίου οικολογικός λόγος είναι κατά βάσιν θεολογικός (σ. 19) 
• 4.2 Ο εκ του Φαναρίου οικολογικός λόγος συνεχίζει να είναι ζωντανός και δυναμικός, εκπέμποντας μηνύματα προς την Οικουμένη, χριστιανούς και μη (σ. 21) 
• 4.3 Ο εκ του Φαναρίου οικολογικός λόγος είναι ρεαλιστικός και διατυπώνεται επί πραγματικών στοιχείων (σ. 22) 
• 4.4 Ο εκ του Φαναρίου οικολογικός λόγος είναι και πολιτισμικός (σ. 24) 
• 4.5 Ο εκ του Φαναρίου οικολογικός λόγος δεν είναι μονάχα καταγγελτικός ή παιδαγωγικά αυστηρός(όπως, άλλωστε, χρειάζεται να είναι), αλλά συγχρόνως παραμυθητικός και ελπιδοφόρος (σ. 25).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ 
1.1 Με αφελότητα καρδίας και δοξολογία ενώπιον των δικαιωμάτων του Θεού (σ. 27) 
1.2 Το χρέος της εφαρμοσμένης συναλληλίας και η ισχύς του αδύναμου (σ. 30) 
1.3 Επιχειρώντας την αναστήλωση του θρησκευτικού δέους στις ανθρώπινες καρδιές (σ. 36) 
1.4 Ο ιερός τόπος της συναντήσεως Θεού και κόσμου είναι ο άνθρωπος (σ. 42) 
1.5 Προβληματισμοί για την ανάληψη οικολογικών δράσεων από τον ορθόδοξο Κλήρο (σ. 44) 
1.6 Η εν γένει ικανοποίηση του Φαναρίου (σ. 48) 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 
ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΗΘΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ 
2.1 Από το μηδέν στο είναι (σ. 50) 
2.2 Η αστοχία του βασιλέα, η πτώση και η αποκατάστασή του (σ. 53) 
2.3 Η συνέργεια της Θεοτόκου στην χριστοποίηση της υλικότητας της κτίσεως (σ. 62) 
2.4 Η χρεία ευχαριστιακού ήθους (σ. 66) 
2.5 Οικοδομώντας ασκητικό ήθος (σ. 69) 
2.6 Λειτουργικό ήθος συν τοις άλλοις (σ. 72) 
2.7 Η παράμετρος της Θυσίας στις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον (σ. 75)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ 
3.1 Το σύμπαν και η ανθρωπική αρχή (σ. 80) 
3.2 Ο χωρισμός της αλήθειας της επιστήμης από την αλήθεια της πίστεως, γενεσιουργός αιτία των οικολογικών εκτροπών (σ. 83) 
3.3 Η υπέρβαση του επιστημονισμού προϋπόθεση για έναν οικολογικό πολιτισμό (σ. 86) 
3.4 Πίστη, τεχνολογία και ο πόθος τού οικολογείν ως επιστημονικός ζήλος (σ. 92) 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ ή ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ 
4.1 Ένας ιδιότυπος υλισμός (σ. 96) 
4.2 Η διαχρονική στάση του ορθόδοξου Μοναχισμού έναντι του φυσικού περιβάλλοντος (σ. 101) 
4.3 Ο θετικός αντίκτυπος των οικολογικών δραστηριοτήτων του Οικουμενικού Θρόνου (σ. 110) 
4.4 Η πρόσληψη και αναγνώριση των πατριαρχικών ενεργειών ανά την οικουμένη (σ. 119)

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ (σ. 124) 


Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α 

• ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ «ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΑΞΙΩΝ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ» (Ζωγράφειο Λύκειο, 1.3.2013) [σ. 130] 
• ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΠΙ Τῌ ΗΜΕΡᾼ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ἀναπεμπομένη τῇ 1ῃ Σεπτεμβρίου καί 5ῃ Ἰουνίου (ποίημα π. Παναγιώτου Καποδίστρια) [σ. 135] 

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α (σ. 141-158)

5/28/2013

ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Ι’ ΣΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ


O νέος Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης Ι' θα πραγματοποιήσει τις επόμενες ημέρες την επίσημη ειρηνική επίσκεψή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας θα αφιχθεί στην Κωνσταντινούπολη, με τη συνοδεία του, το βράδυ της Παρασκευής 31 Μαϊου.
Το Σάββατο 1 Ιουνίου στις 9.30 το πρωί, θα προστή Δοξολογίας στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι και στη συνέχεια θα γίνει επισήμως δεκτός από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την περί Αυτόν Ιεραρχία, στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου θα ανταλλαγούν προσφωνήσεις. 
Την Κυριακή 2 Ιουνίου στον Πατριαρχικό Ναό θα τελεσθεί Πατριαρχικό Συλλείτουργο, με τη συμμετοχή ιεραρχών και από τις δύο Εκκλησίες. 
Κατά την Θεία Λειτουργία  θα συμπροσευχηθούν  και τα  μέλη της  Αδελφότητος Οφφικιάλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος», ως είθισται κάθε χρόνο αυτή τη μέρα.  Στο τέλος της Θ. Λειτουργίας θα γίνει ανταλλαγή επίσημων προσφωνήσεων και αναμνηστικών δώρων μεταξύ των δύο Προκαθημένων.
Την Δευτέρα 3 Ιουνίου και ώρα 6 - 8 μ.μ. θα παρατεθεί δεξίωσις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο προς τιμήν του Προκαθημένου της Αντιοχειανής Εκκλησίας. 

Το ανώτατο παράσημο της Δημοκρατίας της Σλοβακίας απονεμήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη

Σλοβακία, ρεπορτάζ-φωτογραφίες του Νικολάου Μαγγίνα 
Με το ανώτατο παράσημο της Δημοκρατίας της Σλοβακίας τιμήθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, από τον Πρόεδρο της Σλοβακίας Ivan Gasparovic. 
Κατά την τελετή η οποία πραγματοποιήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο στην Μπρατισλάβα, απονεμήθηκε στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο από τον Πρόεδρο της χώρας, η ανώτατη κρατική διάκριση «του Τάγματος του διπλού Σταυρού» για την προσφορά του στην αλληλοκατανόηση μεταξύ των λαών του κόσμου, όπως αναφέρει το σχετικό δίπλωμα. 
Ο Πρόεδρος επεσήμανε τους ισχυρούς δεσμούς Οικουμενικού Πατριαρχείου και Σλοβακίας στο πλαίσιο των 1150 χρόνων από την αποστολή των Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου από τον άγιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο τον Μέγα στη Μεγάλη Μοραβία. Επίσης αναφέρθηκε στους ακατάλυτους δεσμούς και στην ευγνωμοσύνη της χώρας του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

5/27/2013

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟ MIKULCICE ΤΗΣ ΤΣΕΧΙΑΣ


Χαιρετισμός 
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος 
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου 
κ. κ. Βαρθολομαίου 
πρός τόν Τσεχικόν Λαόν 
μετά τό Πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας 
ἐν τῷ Ἀρχαιολογικῷ Χώρῳ Mikulčice 
(25 Μαΐου 2013) 
Ἱερώτατοι Ἀδελφοί, 
Ἐξοχώτατοι καί Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν, 
Ἐντιμότατοι Περιφερειάρχαι, 
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, 
Χριστός Ἀνέστη! 
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διά τῆς Ἀναστάσεώς Του καταργήσας "τήν φθοράν καί τόν θάνατον", μᾶς ὁδηγεῖ καθημερινῶς "ἐξ ἀπιστίας εἰς πίστιν" "ἀθυμίας τήν κατήφειαν λύων", μᾶς παρέχει τύπον καί ὑπογραμμόν τῆς νέας βιοτῆς καί πολιτείας, τῆς κατά τό ἱερόν εὐαγγέλιόν Του, διά νά ἑορτάζωμεν καθ᾿ ἡμέραν "Πάσχα τό τερπνόν[...]Πάσχα λύτρον λύπης" καί νά ἀκούωμεν καί ἡμεῖς τῆς διά τῶν Μυρoφόρων Γυναικῶν θείας προτροπῆς "κηρύξατε Ἀποστόλοις". 
Εἶναι ὄντως ἰδιαιτέρα ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά εὑρισκώμεθα σήμερον "ἐν τῇ τῆς Ἀναστάσεως ἡμέρᾳ", "λαμπρυνόμενοι τῇ πανηγύρει καί περιπτυσσόμενοι ἀλλήλους", εἰς τόν ἱερόν αὐτόν χῶρον, ὅπου ἔζησαν καί προσηυχήθησαν καί ἤρξαντο ἱερᾶς ἀ π ο σ τ ο λ ῆ ς , π ο ρ ε ί α ς, κ η ρ ύ γ μ α τ ο ς καί δ ρ α σ τ η ρ ι ό τ η τ ο ς ἀνεξιτήλου οἱ Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι, Θεσσαλονικεῖς τήν καταγωγήν, Κύριλλος καί Μεθόδιος. 
Τούς Ἁγίους ἀπέστειλεν εἰς Μοραβίαν τό ἑδρεῦον ἐν Κωνσταντινουπόλει Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ὁ ἐν Ἁγίοις Πατριάρχης Φώτιος ὁ Μέγας, κατόπιν παρακλητικοῦ αἰτήματος τοῦ Ἁγίου Βασιλέως τῶν προγόνων σας Ραστισλάβου, διά νά εὐαγγελισθοῦν εἰς τόν λαόν σας, τήν "Ὁδόν, τήν Ἀλήθειαν καί τήν Ζωήν" (πρβλ. Ἰωάν. ιδ΄ 6), δηλαδή τήν Χριστιανικήν πίστιν, καί μάλιστα τήν ᾽Ο ρ θ ό δ ο ξ ο ν. 
Δοξάζομεν τόν Κυριάρχην τοῦ παντός Κύριον καί Θεόν ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ εὐσπλαγχνίᾳ Αὐτοῦ ἀξιώνει ἡμᾶς ὡς Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά π ο ρ ε υ ώ μ ε θ α συνεχῶς πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν διά νά εὐαγγελιζώμεθα πάντοτε καί μόνον ἀ γ α θ ά: τήν εἰρήνην, τήν εὐδοκίαν, τήν εὐημερίαν τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου, πάντοτε, ἐπαναλαμβάνομεν, ἐν ἀ γ ά π ῃ πρός πάντας, στοιχοῦντες τῷ προστάγματι ᾧ Ἐκεῖνος ἐνετείλατο ἡμῖν: "Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν" (Ματθ. κη΄ 19-20). 
Ἡ παρουσία, λοιπόν, ἡμῶν ἐνταῦθα ὡς δ ι α χ ρ ο ν ι κ ο ῦ ἀποστολέως τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, αὐτήν τήν ἔ ν ν ο ι α ν περικλείει. Τήν διαρκῆ π ο ρ ε ί α ν πρός τόν κόσμον καί τόν συνάνθρωπον, τόν ἀγαπῶντα καί τόν μισοῦντα ἡμᾶς· τόν ε ὐ α γ γ ε λ ι σ μ ό ν τοῦ Ἀγαθοῦ· τήν μ α θ η τ ε ί α ν ἑαυτῶν καί ἀλλήλων· καί, τέλος, τήν ἀ γ ά π η ν, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει διά τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καταστάσεις καί πάθη ἀνθρώπινα καί σ φ ρ α γ ί ζ ε ι τήν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ὑπέρ πάντα καί πάντοτε νικᾷ, διότι εἶναι Αὐτός ὁ Χριστός. 
Ἤλθομεν, λοιπόν, ἐνταῦθα σήμερον ἵνα "ἐν συμβόλοις" μεταφέρωμεν τό ἄ ρ ω μ α, τήν ε ὐ ω δ ί α ν καί τό π ν ε ῦ μ α τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἰς τήν Χώραν καί τόν εὐσεβῆ καί γενναῖον Τσεχικόν λαόν, ὁ ὁποῖος πανθομολογουμένως τήν θεωρεῖ ὡς πνευματικήν του μ η τ έ ρ α καί π α τ ρ ί δ α. 
Ἤλθομεν διά νά ἀνανεώσωμεν εἰς τήν μνήμην τήν οἰκοδομητικήν γ ν ω ρ ι μ ί α ν μετά τοῦ λαοῦ τῆς Τσεχίας καί νά εὐφρανθῶμεν πνευματικῶς, καθώς εὑρισκόμεθα εἰς μίαν Χώραν συμμέτοχον, μετά τήν λῆξιν τῆς ἀ π ο σ τ ο λ ῆ ς τῶν δύο Ἁγίων, ἐπί δέκα καί πλέον αἰῶνας, τοῦ χριστιανικοῦ π ο λ ι τ ι σ μ ο ῦ καί ἡ ὁποία Χώρα διετήρησε μέχρι σήμερον, ἔστω καί ὑπό δυσχερεῖς συνθήκας, τό "μικρόν λῆμμα", τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καί τό ηὔξησε καί τό κατεπλούτισε, καί σήμερον ἀνθεῖ καί συνεχίζει τήν π ρ ο σ φ ο ρ ά ν πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν. Διετήρησεν ἀκόμη τήν Ὀρθόδοξον λατρευτικήν καί μυστικήν παράδοσιν, ἐναντίαν εἰς τό ἐκκοσμικευμένον, τό ἀτομοκεντρικόν καί οὑμανιστικόν πνεῦμα τῆς συγχρόνου καί ἄλλων ἐποχῶν. 
Ἰδιαιτέρως χαιρόμεθα, ὁμοῦ μετά τῶν πρεσβευτῶν ὅλων μας πρός τόν Κύριον Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου καί πάσης τῆς ἐ κ κ λ η σ ί α ς, διαπιστοῦντες ὅτι σεῖς ὅλοι, οἱ Τσέχοι ἀδελφοί μας, σέβεσθε καί ἀνακαλύπτετε συνεχῶς τάς ρ ί ζ α ς τῆς πνευματικότητός σας, ἀναζητεῖτε τόν Θεόν καί νοσταλγεῖτε τήν ἀληθινήν πίστιν εἰς Αὐτόν, τήν πνευματικήν παραμυθίαν καί εἰρήνην· ζητεῖτε νά ψηλαφήσητε "σαρκός τήν πρόσληψιν" καί "πνεύματος τήν φύσιν", δηλαδή τήν θ ε α ν θ ρ ω π ί ν η ν παρουσίαν καί ἀποστολήν τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς, μέχρις ὅτου ἀναβοήσῃ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, Ἰησοῦς Χριστός ὁ χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας. 
Μέ τήν βεβαιότητα καί τήν πίστιν ταύτην εὑρισκόμεθα "πρόσωπον πρός πρόσωπον" μαζί σας, διά νά συμπανηγυρίσωμεν καί τιμήσωμεν ἀπό κοινοῦ τούς Ἁγίους μας, τήν κ ο ι ν ή ν ταύτην κληρονομίαν, ἐν πίστει, ἐν ἀγάπῃ, ἐν ὁμονοίᾳ, ἐν θεανθρωπίνῳ ἀναλογισμῷ τῶν ἐπιτελεσθέντων διά τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου καί τῆς ε ὐ θ ύ ν η ς ὅλων ἡμῶν, πολιτικῶν καί πνευματικῶν ἡγετῶν, ἀλλά καί πάντων τῶν κυττάρων τῆς εὐλογημένης αὐτῆς κοινωνίας τῆς Τσεχίας. 
Καί θά ἠθέλομεν νά ἐπισημάνωμεν εἰς τό σημεῖον τοῦτο ὅτι ἱερά σ τ ο χ ο θ ε σ ί α καί κατά Χάριν σ κ ο π ο θ ε σ ί α τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπῆρξε πάντοτε καί συνεχίζεται: Τό Φ ῶ ς τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του, ἡ ἐνίσχυσις τῆς Ὀρθοδόξου καί Χριστινιακῆς μ α ρ τ υ ρί α ς, ἡ ἔργοις καί λόγοις ἐ ξ α γ γ ε λ ί α τῆς ἀποκαλυφθείσης θείας ἀληθείας, ἡ ἐν εὐσεβείᾳ καί ἁγιότητι δ ι α τ ή ρ η σ ι ς πάντων ὅσων παρέλαβε καί μετέδωκεν εἰς τούς ὑπό τήν πνευματικήν καί μή αὐτοῦ ἐπιστασίαν καί μέριμναν λαούς, καί ἡ σ ω τ η ρ ί α τῶν πιστῶν. 
Ὁ σ τ ό χ ο ς αὐτός ἐπετεύχθη, ὡς μαρτυρεῖται καί ἐκ τοῦ ἔργου τῆς ἀποστολῆς εἰς τά Χώρας τῶν Σλαύων τῶν δύο ἀσήμων μοναχῶν τότε, σήμερον ὅμως τιμωμένων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, καί τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ἔ ρ γ ο υ εὐαγγελισμοῦ αὐτῶν, τοῦ διακωμωδήσαντος τό ψεῦδος καί κηρύξαντος τήν ἀλήθειαν. Τά περισσότερα ἀνθρώπινα ἔργα, ὡς μαρτυρεῖ ἡ ἀψευδής ἱστορία, γίνονται καί λησμονοῦνται· προγραμματίζονται καί δέν ἐφαρμόζονται· ἐνεργοῦνται ἀλλά δέν λαμβάνουν σάρκα καί ὀστᾶ· πολλάκις οὐδόλως καταγράφονται, ἀλλά ὡς "ἔπεα πτερόεντα", δέν δ ι α μ έ ν ο υ ν καί δέν π α ρ α μ έ ν ο υ ν , δέν "ποιοῦν μ ο ν ή ν" ἐν Χριστῷ, διά νά μείνουν καί ἐν τῇ μ ν ή μ ῃ τῶν γενεῶν. 
Ἡ π ο ρ ε ί α τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί εἰς τάς εὐλογημένας ταύτας Χώρας τοῦ Σλαβικοῦ κόσμου ἐπέτυχε διότι δέν ἐ π ε δ ί ω κ ε ν οὔτε δόξας, οὔτε τιμάς, μήτε ἰδίαν προβολήν, μήτε ἐ θ ν ο φ υ λ ε τ ι κ ά ς τάσεις κατακτήσεως τοῦ ὑλικοῦ "θησαυροῦ" τῶν λαῶν τούτων, ἀλλά μόνον τήν πνευματικήν ἀ ν ά π λ α σ ι ν τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀ ν α γ έ ν ν η σ ί ν του. 
Καί ἀπεδείχθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνστατινουπόλεως ἐμπειρικῶς καί διαχρονικῶς μία πνευματική μ ή τ ρ α, ἡ ὁποία συνεχῶς ἀ ν α γ ε ν ν ᾷ ὅσους προστρέχουν εἰς αὐτήν καί τούς εἰσάγει εἰς μίαν καινήν ζ ω ή ν, τῆς ὁποίας τ έ ρ μ α δέν εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη βιολογική ἐν τῇ νεότητι δύναμις καί ἐν συνεχείᾳ γεροντική ἐξασθένησις καί ἀδυναμία ἀλλά ἡ αἰώνιος καί ἄφθαρτος βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καταυγαζομένη ὑπό τοῦ ἀφθάρτου Φωτός τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἔνθα θά ζῶμεν, κατά τό Ἔλεος καί τήν Κρίσιν Του καί πάντοτε "κατά τά ἔργα ἡμῶν", σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, ἀπολαμβάνοντες τό κ ά λ λ ο ς τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου. 
Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι διά τούς ὁποίους τό ἔργον τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου εἶχεν ἀ π ο τ έ λ ε σ μ α καί μένει ἀ ν ε ξ ί τ η λ ο ν καί π α ρ α μ ό ν ι μ ο ν· ἀνεξίτηλον εἰς τάς ψυχάς, παραμόνιμον δέ ἐν τῇ Θεανθρωπίνῃ πορείᾳ τοῦ συνανθρώπου καί τοῦ κόσμου. 
Ἡ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος π ο ρ ε ί α καί ἀ π ο σ τ ο λ ή, λοιπόν, τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθῶς τό μυστικόν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὡς ἰδιαιτέρα καί αὐτοτελής Θεανθρωπίνη Παρουσία, μέ τούς ἰδικούς της πνευματικούς νόμους, εἶναι ἡ μ ε τ ά γ γ ι σ ι ς τῆς θείας ἐνεργείας εἰς τούς πιστούς καί διά τῆς χαλινώσεως τῶν αἰσθήσεων ἐκ τοῦ "κακοῦ νοός" καί καθάρσεως ἀπό τῶν παθῶν ε ἴ σ ο δ ο ς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν, ἡ ὁποία εἶναι π α ρ α μ ο ν ή ἐν τῷ Θεῷ (Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης). 
Ἐκτός ὅμως ἀπό τό δ ῶ ρ ο ν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως οἱ δύο Ἅγιοι ἐκόμισαν, συμφώνως πρός τό βαθύτατα ο ἰ κ ο υ μ ε ν ι κ ό ν πνεῦμα καί τήν π α ρ ά δ ο σ ι ν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλως, καί τό δ ῶ ρ ο ν τῆς γλώσσης πρός τούς σλαβικούς λαούς. Τό δῶρον τοῦτο δέν ἦτο μόνον τό ἀ λ φ ά β η τ ο ν, ὡς διατείνονται πολλοί ἱστορικοί, ἀλλά ἡ δημιουργία -ἐν "χρησιμοποιήσει" ἀσφαλῶς τοῦ ἐννοιολογικοῦ πλούτου τῆς ἑλληνικῆς- μιᾶς νέας γραπτῆς γ λ ώ σ σ η ς , δυναμένης νά ἀποδώσῃ τόν ἐννοιολογικόν πλοῦτον τοῦ Εὐαγγελίου. 
Τό δ ῶ ρ ο ν τοῦτο τῆς χορηγηθείσης γλώσσης ἔχει ἀ ξ ί α ν ἀνωτέραν τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου, διότι ἔθεσε τόν λαόν σας τοῦτον καί τούς εὐαγγελισθέντας ἐν γένει λαούς εἰς τήν χορείαν τῶν πεπολιτισμένων λαῶν τῆς οἰκουμένης. Μεταφράζοντες τά λειτουργικά, ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά Πατερικά ἔργα οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, ἐκ τῆς ἑλληνικῆς, ἐδημιούργησαν μέγαν ἀριθμόν νέων λέξεων καί ἀφῃρημένων οὐσιαστικῶν καί μάλιστα συνθέτων, μή προϋπαρχόντων εἰς τήν μέχρι τότε γνωστήν σλαβικήν γλῶσσαν. Ἡ γλῶσσα αὕτη, γνωστή ὡς ἐ κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ή σ λ α β ι κ ή, κατέλιπεν ἀνεξίτηλον τήν σ φ ρ α γ ῖ δ α της ὄχι μόνον εἰς τάς ἐπί μέρους γλώσσας τῶν σλαβικῶν λαῶν ἀλλ᾿ εἰς ὅλον τόν πολιτισμόν των, κυρίως διότι ἀπετέλεσε τήν β ά σ ι ν διά τήν δημιουργίαν ἑνός α ὐ τ ο τ ε λ ο ῦ ς σλαβικοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ. 
Τέλος, ἡ σημερινή κ ο ι ν ω ν ί α καί προσευχητική δέησις ὅλων μας, ἐπιβεβαιώνει ὄχι ἁπλῶς μίαν συμβολικήν ἀ ν ά μ ν η σ ι ν τοῦ ἔργου τῶν δύο ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἀποσταλέντων ἀδελφῶν Ἰσαποστόλων, ἀλλά καί τό κοινόν μας ἰ δ ε ῶ δ ε ς, τήν κοινήν π η γ ή ν τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί τό ν ό η μ α τῆς ἀνθρωπίνης καί ἐπιγείου ἱστορίας μας, ἡ ὁποία βεβαίως "ὡς ὄναρ παρέρχεται", παραμένει ὅμως ὄχι δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν ἱστορίαν ἀλλά διά τήν ζ ω ή ν, δηλαδή τήν κ λ ῆ σ ι ν καί τόν π ρ ο ο ρ ι σ μ ό ν ὅλων μας, λαῶν, ἐθνῶν, πιστῶν καί ἀπίστων. Καί ἡ κλῆσις καί ὁ προορισμός μας εἶναι ἡ ἀγάπη πρός πάντας, ἡ εἰρήνη μέ τόν ἑαυτόν μας καί μέ τούς ἄλλους, ἡ εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις καί ἡ ἑνότης κατά τό πρότυπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἤ σώματος καί ψυχῆς, ὥστε νά ἁγιάζωμεν καί νά καταξιῶμεν τήν ζωήν μας διά τῆς Χάριτος καί μόνον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον ἐκίνει καί τάς πράξεις καί τά νοήματα τῶν δύο Ἁγίων καί τό Ὁποῖον 1150 ἔτη μετά ζῇ καί θά ζῇ καί θά κυβερνᾷ τήν Ἐκκλησίαν, τήν ἀνθρωπότητα, τόν κόσμον. 
Ἡ ἑορταζομένη ἐπέτειος παρακινεῖ ὅλους μας καί τάς Ἐκκλησίας μας νά ἀ φ υ π ν ί σ ω μ ε ν ἀκόμη περισσότερον τό ζῆλον τῆς μελέτης τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, γεννητόρων πνευματικῶν τοῦ Τσεχικοῦ καί τοῦ Σλοβακικοῦ λαοῦ, ὄχι ἁπλῶς ὡς τοπικῶν Ἁγίων, ἀλλά καί ὡς προστατῶν τῆς Εὐρώπης καί ὡς κορυφαίων μορφῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, μέ οἰκουμενικήν ἐμβέλειαν καί ἀποστολήν. 
Ἐξοχώτατοι, Ἀδελφοί, Πατέρες καί Τέκνα ἐν Χριστῷ, 
Ὁ π ν ε υ μ α τ ι κ ό ς ἡγέτης, οἷοι ὑπῆρξαν οἱ Κύριλλος καί Μεθόδιος, ἐάν ὑπελόγιζε τήν ὑλικήν δύναμιν τῶν ὀλίγων πνευματικῶν του τέκνων καί τήν συνέκρινε μέ τήν ὑλικήν δύναμιν κρατῶν, κοινωνιῶν καί λαῶν ὁλοκλήρων, ἀσφαλῶς θά ἐδίσταζε νά ἀντιταχθῇ διά τῶν τριακοσίων τοῦ Λεωνίδου κατά τῶν μυριάδων τοῦ Ξέρξου. 
Ἀλλ᾿ ἡ πάλη ἡμῶν δέν εἶναι πρός αἷμα καί σάρκα, ὡς πρός τά ὁποῖα ὑπερισχύει ὁ ἀ ν τ ί π α λ ο ς, ἀλλά πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου· ὄχι μόνον καί κυρίως πρός τούς ἐν τῇ γῇ ἀλλά πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (πρβλ. Ἐφεσ.ς΄,12-13). 
Τά πνευματικά ταῦτα τῆς πονηρίας, παρ᾿ ὅσον καί ἄν ὑποστηρίζωνται ἐν τῇ γῇ, εἰς οὐδέν ἰσχύουν κατά τῆς ἀ λ η θ ε ί α ς, διά τήν ὁποίαν καί ὑπέρ τῆς ὁποίας μ ά χ ε τ α ι ὁ Ἀρχηγός τῶν Ὀρθοδόξων.
"Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τήν ὀσφύν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ" (Ἐφεσ. ς΄,14) καί αὐτό ἀρκεῖ διά νά ν ι κ ή σ η τ ε, ἀδελφοί καί τέκνα προσφιλῆ. Διότι "ὑπέρ πάντα ν ι κ ᾷ ἡ ἀ λ ή θ ε ι α" (Α´ Ἔσδρ. γ΄,12). 
Αὐτό εἶναι τό μ ή ν υ μ ά μας καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετά 1150 ἔτη ἀπό τῆς κλήσεώς σας κλήσει ἁγίᾳ. Αὐτή εἶναι ἡ παράκλησις καί προτροπή μας ὡς Πατριάρχου καί ὡς ἐκπροσώπου τῆς εὐαγγελισάσης ὑμᾶς εἰς Χριστόν Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι ἡ κληρονομία σας, ἡ πορεία σας, τό μέλλον σας. Ἡ ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ καί ἑνότητι ἀτελεύτητος, μέχρι τῆς συνετελείας τοῦ αἰῶνος, πορεία σας.
Καί μή λησμονῆτε ὅτι: Εἶναι ἀδύνατον ἡ σ ά ρ ξ τῶν ἀλλοτρίων, ἡ φρονοῦσα κατά τοῦ κυριαρχοῦντος ἐν ἡμῖν Πνεύματος, νά κατανοήσῃ τά νοήματά σας, ἀλλά καί εἶναι ἀδύνατον ἡμεῖς οἱ πνευματικοί νά προσχωρήσωμεν εἰς τό στρατόπεδον τῶν "σαρκικῶν" κατά τό φρόνημα. Ὁ δ ι ά λ ο γ ο ς μετ᾿ αὐτῶν, τῶν "σαρκικῶν", εἶναι διάλογος κωφῶν καί ἀλλογλώσσων καί ἡ συνεννόησις ἀδύνατος. Καί ἡ πορεία μας ἐν διαλόγῳ, ὅπου καί ἄν εὑρισκώμεθα, καί ὁ σκοπός της εἶναι ἡ σαγήνευσις τῶν συγγενῶν ἐκείνων ψυχῶν, γεγεννημένων ἐκ τοῦ Πνεύματος αἱ ὁποῖαι ἑλκύονται ἀπό τήν ἀλήθειαν καί ἀπωθοῦνται πολλάκις ἀπό τήν "καισαροποίησιν" τῆς Ἐκκλησίας, ἠθελημένως ἤ ἀθελήτως. 
Οἱ ἡγέται, οἱ ἐμφορούμενοι ἀπό τήν "ζωώδη" ἐπιθυμίαν τῆς ἐπικρατήσεως, εἶναι ἀδύνατον νά συνεννοηθοῦν μαζί μας. 
Ἡ ἰδική μας ἐσωτερική σ κ ο π ο θ ε σ ί α συνιστᾷ ἀπόκλισιν ἐπικίνδυνον διά τούς κατόχους τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσμου τούτου, ἰδίᾳ δέ τούς κατόχους τῆς ἀπολύτου θρησκευτικῆς ἐξουσίας. 
Ἡ μ α ρ τ υ ρ ί α καί τά μ α ρ τ ύ ρ ι α ἐδῶ τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου ὁμιλοῦν περί τούτου εὐγλώττως. Δέν ἠφανίσθησαν, δέν ἐλησμονήθησαν, δέν τά διέγραψεν οὔτε τά παρέγραψεν ἡ ἱστορία. Διότι εἶναι ἔ ρ γ α ἀληθείας καί διά τοῦτο καί ὑπάρχουν, καί ζοῦν καί τιμῶνται καί ἐκτιμῶνται καί θά ὑπάρχουν. Καί ἐφ᾿ ὅσον αὐτά δέν ἐξαφανίζονται στρουθοκαμηλικῶς ἤ αὐτοβούλως ἤ διά τῆς δράσεως τῶν δυνάμεων τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου τούτου ἐνεργοποιοῦνται οἱ ἐνοχλούμενοι ἀπό τήν περί τοῦ οὐρανίου κόσμου μ α ρ τ υ ρ ί α ν των καί προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν "πεποιθάσθωσαν ἐπί τόν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτούς, εἰ θέλει αὐτούς" (πρβλ. Ματθ. κζ΄,43). 
Ἤλπιζον καί ἐλπίζουν, βεβαίως, οἱ ἄνθρωποι ἐν τῷ σκοτίζοντι αὐτούς ψυχικῷ πάθει ὅτι "θά ταφῇ ἡ ἀλήθεια" καί τοιουτοτρόπως θά δικαιωθῇ ἡ ἄποψις αὐτῶν περί τῆς ὀρθότητος τῶν ἐπιλογῶν αὐτῶν, ὑπό "δοράν λύκου ἤ λέοντος ἤ τινος τῶν τοιούτων" συμπεριφερόμενοι καί προσποιούμενοι "ἄκακον καί φιλάδελφον ἀρνίον" λησμονοῦντες ὅτι Ἀνέστη Χριστός, ὡς μόνος κραταιός καί δυνατός, τοῦ Ὁποίου εἶδον καί οἱ πρόγονοί σας, βλέπετε σεῖς καί ἡμεῖς καί οἱ πάντες "τήν πλευράν, ἔνθεν ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα· καί τήν πληγήν ἐξ ἧς ἰάθη τό μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος" καί ὅτι "Πάσχα ἱερόν ἡμῖν καί σήμερον ἀναδέδεικται· Πάσχα καινόν, ἅγιον· Πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε·...Πάσχα πάντας ἁγιάζον πιστούς". Ἡμεῖς ὅμως δέν λησμονοῦμεν ὅτι ἐπλάσθημεν ἵνα τοῦ Πάσχα τούτου "τρυφήσωμεν πάντες" καί ἀναβοῶμεν Χριστός Ἀνέστη! καί καλοῦμεν ἅπαντας: μείνατε ἐν Αὐτῷ πάντοτε, οἱ κληρονόμοι τῆς πολιτείας καί τοῦ ἔργου Κυρίλλου καί Μεθοδίου, ὡς συγκληρονόμοι τῆς δόξης, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἀμήν.