10/11/2015

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ...«AΝΗΣΥΧΙΕΣ» ΤΙΝΩΝ «ΦΑΝΑΡΙΟΜΑΧΩΝ» ΠΕΡΙ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗΣ «ΔΙΑΣΠΑΣΕΩΣ» (!) ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Τα κανονικά δικαιώματα του Πατριαρχείου στις «Νέες Χώρες» 
• Σχολιασμός άρθρων του δημοσιογράφου του κ. Γ. Παπαθανασοπούλου, επισημάνσεις και απαντήσεις στις «απορίες» του για τη σχέση ελλαδικής Εκκλησίας - Φαναρίου 
Του Χάρη Ανδρεόπουλου
Με άρθρο του στο διαδίκτυο υπό τον τίτλο «Επιχείρηση διάσπασης της Εκκλησίας της Ελλάδος» ο δημοσιογράφος κ. Γεώργιος Ν. Παπαθανασόπουλος, αμφισβητεί ευθέως την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών». Ο κ. Παπαθανασόπουλος θεωρεί ότι η προβολή και εκ μέρους του Πατριαρχείου του κατοχυρωμένου αυτού δικαιώματός του συνιστά «προσπάθεια να διασπασθεί η ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος και να περιοριστεί ο ρόλος της στον ελληνικό λαό και στην Ορθοδοξία γενικότερα»1. Προς επίρρωσιν δε των ισχυρισμών του ο κ. Παπαθανασόπουλος καταφεύγει στο γνωστό, έωλο επιχείρημα, στο παλιό ξεπερασμένο πια «τροπάρι» ότι το (εδώ και 87 συναπτά έτη) υφιστάμενο status της διακριτής – σε σχέση με τον αυτοκέφαλο τμήμα – παρουσίας των Μητροπόλεων των «Νέων Χωρών» στην σύνολη Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί κατάσταση – άκουσον, άκουσον! – «πολιτικά και εθνικά επιζήμια», ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. H κατά πάντα αρμονική αυτή σχέση όχι μόνο επιζήμια δεν είναι, αλλά ειδικά στους καιρούς μας αποτελεί για εμάς τους Ελληνες ευλογία, δεδομένων των ιστορικών και εκκλησιαστικών δεσμών της χώρας μας με την ευσεβή πηγή του Γένους μας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επειδή το τελευταίο διάστημα και από άλλους, ομόφρονες του κ. Παπαθανασοπούλου, επιχειρείται να αμφισβητηθούν τα δικαιώματα του Πατριαρχείου στην ελλαδική επικράτεια και να υπονομευθεί η σχέση της κανονικής του ενότητας με την Εκκλησία της Ελλάδος, είναι ευκαιρία να φρεσκάρουμε την μνήμη όσων «βάζουν ζιζάνια» (Ματθ. 13, 24 – 30) μεταξύ Αθηνών και Φαναρίου. 
1. Το νομοκανονικό πλαίσιο 
Το νομοκανονικό πλαίσιο της σχέσεως ανάμεσα στο Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ρυθμίζεται με σειρά διατάξεων που περιγράφονται τόσο στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο (Π.Σ.Τ.) του 1850 με τον οποίο παραχωρήθηκε η αυτοκεφαλία με την Εκκλησία της Ελλάδος, όσο και με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη (Π.Σ.Π.) του 1928 με την οποία ρυθμίσθηκε η «άχρι καιρού»2  ανάθεση της επιτροπικής3  διοικήσεως των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Η ρύθμιση αυτή – η οποία πρωτίστως μας ενδιαφέρει στο θέμα που μας απασχολεί - είχε καταστεί αναγκαία εξ αιτίας του προβλήματος της διοικήσεως των Μητροπόλεων των «Νέων Χωρών», το οποίο δημιουργήθηκε ευθύς μετά τους νικηφόρους πολέμους του 1912/1913 και τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, οπότε απελευθερώθηκαν και ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα η η Μακεδονία, η Ηπειρος τα νησιά του Αιγαίου και η Θράκη, οι Μητροπόλεις και Επισκοπές των οποίων ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το εκκλησιαστικό καθεστώς των νέων αυτών εδαφών – των «Νέων Χωρών», όπως επονομάσθηκαν – έγιναν πολλές συζητήσεις και διαβουλεύσεις. Η παραμονή τους υπό την πλήρη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου προκαλούσε ανησυχίες πολιτικής και εκκλησιαστικής φύσεως, εξ αιτίας των πολεμικών γεγονότων της περιόδου 1912 – 1922 και των τεταμένων σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας και έτσι προκρίθηκε η λύση για την παραχώρηση της επιτροπικής διοικήσεώς τους στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Η ρύθμιση αυτή προέκυψε ύστερα από συνεννοήσεις μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου (επί πατριαρχίας Βασιλείου Γ΄ [Γεωργιάδη]), Ελληνικής Κυβερνήσεως (επί πρωθυπουργίας Ελ. Βενιζέλου) και Εκκλησίας της Ελλάδος (επί αρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου [Παπαδοπούλου]) και αποτυπώθηκε στο ν. 3615 της 10ης Ιουλίου 1928 και στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, που όρισαν επίσης τους γενικούς Ορους λειτουργίας του διοικητικού αυτού καθεστώτος. Ετσι, οι «Νέες Χώρες» συνέχισαν να υπάγονται πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά η διοίκησή τους διεξαγόταν πλέον «επιτροπικώς» από την αυτοκέφαλη Εκκκλησία της Ελλάδος4. Στο τριμερές αυτό συμβόλαιο μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου,Ελληνικής Κυβερνήσεως και Εκκλησία της Ελλάδος συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα κανονικά και νόμιμα καθώς ουδεμία αλλαγή επήλθε – εκτός κι΄ αν γνωρίζει κάτι διαφορετικό ο κ. Παπαθανασόπουλος και δεν μας το μαρτυρά… 
2. Η καταστρατήγηση των Πατριαρχικών Πράξεων επί Επταετίας 
Η κατά τα ως άνω τεθεσπισμένα αυτή σχέση θα διαταραχθεί σοβαρά κατά τη περίοδο της αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) [1967 – 1973] και θα καταστεί άκρως προβληματική, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ των Πατριαρχών Αθηναγόρα (Σπύρου) και Δημητρίου (Παπαδοπούλου) με τον Ιερώνυμο5  και δεδομένου του ότι τη περίοδο αυτή στη διατάραξη των σχέσεων της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο εμπλέκεται και ο πολιτειακός παράγοντας. Στη προκειμένη περίπτωση στην έννοια του πολιτειακού παράγοντα υποστασιάζεται, λόγω συγκυρίας, η στρατιωτική Kυβέρνηση η οποία, αντί να μεριμνήσει για την - επί τη βάσει των τεθεσπισμένων – διαφύλαξη της σχέσεως ισορροπίας ανάμεσα στην ελλαδική Εκκλησία με το Πατριαρχείο, διευκολύνοντας νομοθετικά και σε κάθε περίσταση την προσπάθεια του Ιερωνύμου και της υπ΄ αυτόν «Αριστίνδην» Συνόδου, συνέπραττε άμεσα στην επιχειρούμενη μείωση των κανονικών δικαιωμάτων του Πατριαρχείου στον ελλαδικό χώρο. Συνεργώντας έτσι στη πολιτική6  στόχευση της τότε διοικήσεως της ελλαδικής Εκκλησίας να διευρύνει την αυτοκεφαλία μεταλλάσσοντάς την σε «αυτοκεφαλαρχία»7. Επρόκειτο για μια συντονισμένη ενέργεια στην οποία διακρίνει κανείς την ενδιάθετη βούληση του Ιερωνύμου να αποσπάσει σύνολη8  την Εκκλησία της Ελλάδος από την υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την κανονική / εκκλησιολογική ενότητάς της μ’ αυτό, μέσω μιας στοχευμένης τακτικής για την απορρύθμιση των κανονιστικών διατάξεων (του Π.Σ.Τ. του 1850 και της Π.Σ.Π. του 1928) που όριζαν το νομοκανονικό πλαίσιο των σχέσεών τους. Εχοντας προς τούτο την απροκάλυπτη στήριξη του δικατορικού καθεστώς το οποίο, με τη σφραγίδα του νόμου επικύρωνε και – αν δεν υποκινούσε - κάλυπτε όλες τις αντικανονικές ενέργειες της τότε εκκλησιαστικής ηγεσίας εις βάρος του Πατριαρχείου. Παρά ταύτα η επιχείρηση απομειώσεως των κανονικών δικαιωμάτων του Πατριαρχείου θα αποτύχει. Υποθέτουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα της κανονολογικής και εκκλησιολογικής αφασίας που έζησε η Εκκλησία μας επί Επταετίας ο κ. Παπαθανασόπουλος, ως δημοσιογράφος και πτυχιούχος της Θεολογικής, θα τα γνωρίζει καλά. Όπως ασφαλώς θα πρέπει να γνωρίζει καλά, ότι την εποχή εκείνη της επιχειρηθείσης «σαρώσεως» των πατριαρχικών διατάξεων και των εξ αυτών απορρεόντων πνευματικών όσο και διοικητικών δικαιωμάτων για τους «νεοχωρίτες» Μητροπολίτες (ήτοι της θεσμικής συμμετοχής τους στην Διαρκή Σύνοδο με τη σειρά των πρεσβείων), κάποιοι ιεράρχες αντιστάθηκαν σθεναρά.


3. Η αποκατάσταση της κανονικότητας 
Στην «αποκαθήλωση» του Π.Σ.Τ. του 1850 και της Π.Σ.Π. του 1928, δηλαδή των δύο βασικών κειμένων επί των οποίων ερείδεται και εδράζεται η σχέση κανονικής ενότητος ανάμεσα στην ελλαδική Εκκλησία και στο Πατραρχείο, θα αντιδράσουν δυναμικά οι ιεράρχες και ιδιαίτερα οι «νεωχωρίτες» Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης) και Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (Νικολάου), οι οποίοι μέσω προσφυγής τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) θα θέσουν φραγμό στα αντιπατριαρχική πολιτική του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄(Κοτσώνη). Οι δύο αυτοί αρχιερείς με τη σθεναρή στάση τους θα ανοίξουν τον δρόμο για την «κανονική» συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.), επί τη βάσει των πρεσβείων της αρχιερωσύνης, όπως προέβλεπαν οι πατριαρχικές διατάξεις και όχι δι΄ επιλογής – διορισμού των συνοδικών, όπως προέβλεπε ο Καταστατικός Χάρτης του Ιερωνύμου (Ν.Δ. 126/1969). Θεωρεί άρα γε ο κ. Παπαθανασόπουλος ότι με την στάση και συμπεριφορά τους υπέρ των πατριαρχικών διατάξεων (Νέες Χώρες, πρεσβεία αρχιερωσύνης) οι δύο αυτοί μακαριστοί Μητροπολίτες, όπως, επίσης, οι μακαριστοί Μητροπολίτες Κίτρους Βαρνάβας (Τζωρτζάτος), Κορινθίας Παντελεήμων (Καρανικόλας), Μαρωνείας Τιμόθεος (Ματθαιάκης), Πειραιώς Χρυσόστομος (Ταβλαδωράκης), Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Θέμελης), Θήρας Γαβριήλ (Καλοκαιρινός), Φιλίππων Αλέξανδρος (Καντώνης), κ.α. που πρωτοστάτησαν στον αγώνα υπέρ των δικαίων του Πατριαρχείου, απέβλεπαν στην «διάσπαση της Εκκλησίας της Ελλάδος», ότι υπονόμευαν τα «εθνικά συμφέροντα» της χώρας; Η πλειοψηφία της Ιεραρχίας του Μαϊου του 1973 που διαμορφώθηκε με τη συμπαράταξη στη φιλοπατριαρχική πτέρυγα και των επί Ιερωνύμου εκλεγέντων Μητροπολιτών, όπως οι Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης), Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός (Οικονομίδης), Ελασσώνος Σεβαστιανός (Ασπιώτης), Παραμυθίας Παύλος (Καρβέλης), Υδρας Ιερόθεος (Τσαντίλης), Φωκίδος Χρυσόστομος (Βενετόπουλος), Γόρτυνος Θεόφιλος (Καναβός)9 και η οποία Ιεραρχία συντάχθηκε με το Πατριαρχείο, απέβλεπε άρα γε στην «διάσπαση της ενότητας ελλαδικής Εκκλησίας», στην «υπονόμευση» της χώρας; Στα αξιοσημείωτα συμβάντα της περιόδου καταγράφεται και το γεγονός ότι ο προηγούμενος της Μονής Πετράκη και πνευματικός προϊστάμενος της «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως» (Π.Ο.Ε) που εκδίδει μέχρι και σήμερα τη θρησκευτική εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, εστράφη εναντίον των έξι «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών (Αττικής Νικοδήμου [Γκατζιρούλη], Χαλκίδος Νικολάου [Σελέντη], Τρίκκης Σεραφείμ [Στεφάνου], Κασσανδρείας Συνεσίου [Βισβίνη], Διδυμοτείχου Κωνσταντίνου [Πούλου] και Κιλκισίου Χαρίτωνος [Συμεωνίδου]) που είχαν κινηθεί δικαστικά κατά της από 10ης Μαϊου του 1973 αποφάσεως της Ιεραρχίας με την οποία η Δ.Ι.Σ. συγκροτήθηκε κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, επιχειρώντας την ανατροπή της, αλλά εν τέλει χωρίς αποτέλεσμα. Ο π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος είχε υποβάλλει εναντίον των «6» μήνυση στην Ιερά Σύνοδο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο επειδή «προσπαθούν να απαξιώσουν την Μητέραν Εκκλησίαν εκ των επαρχιών αυτής» και ειδικά για τους εξ αυτών 3 των Νέων Χωρών «δια την έργω άρνησιν αυτών να εξαρτώνται εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου»10. Θεωρεί ο κ. Παπαθανασόπουλος ότι η κίνηση αυτή του π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου αποσκοπούσε στη «διάσπαση ενόητητας της Εκκλησίας της Ελλάδος», στην υπονόμευση των «εθνικών συμφερόντων» της πατρίδας; Καιρός να σοβαρευθούμε… 
4. Η συνταγματική κατοχύρωση 
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτεύσεως η Κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή κινείται προς την κατεύθυνση της χειραφετήσεως της Εκκλησίας από τον σφιχτό εναγκαλισμό του Κράτους και της εφεξής λειτουργίας της ως αυτοδιοικουμένου θεσμού επί τη βάσει των δύο βασικών οργανωτικών Κανόνων που αποτελούν τους «πυλώνες» της αυτοκεφαλίας της, ήτοι: α) του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 που ορίζει τις κατευθυντήριες αρχές του τρόπου λειτουργίας της και, β) της Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως του 1928 που ρυθμίζει την επιτροπική διοίκηση των «άρχι καιρού» παραχωρηθεισών στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος πατριαρχικών εκκλησιαστικών επαρχιών των Νέων Χωρών. Με το αρθ. 3 του Συντάγματος του 1975 για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής νομοθεσίας κατοχυρώνεται η Π.Σ.Π. του 1928 καθώς και ο Π.Σ.Τ. του 1850, ενώ παράλληλα κηρύσσεται διατηρητέο το καθεστώς και η κανονική εξάρτηση από του Οικουμενικού Πατριαρχείου των επαρχιών της Κρήτης και της Δωδεκανήσου. Για τη κατοχύρωση της Π.Σ.Π. του 1928 καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Αθανασίου Κανελλοπούλου, κεντρώου βουλευτού ν. Ηλείας και μετέπειτα Υπουργού και Κυβερνήσεων του Κων. Καραμανλή. Ο Αθ. Κανελλόπουλος σε παρέμβασή του υπενθυμίζοντας «τη μάχη την οποία έκανε ο Ιερώνυμος για να συγκροτήσει τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο κατά την κρίση του ελεύθερα χωρίς να υπόκειται σε καμμιά δέσμευση σε σχέση με την Πατριαρχική Πράξη»11  αναφέρθηκε «στα προβλήματα που δημιούργησε ο Ιερώνυμος με τη διάθεσή του να αποσπάσει την Εκκλησία από την υπαγωγή της στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως»12  και υποστηρίζοντας ότι «το πείραμα αυτό είναι δυνατόν να επαναληφθεί και από άλλους φιλόδοξους ιεράρχες»13  κάλεσε την Ολομέλεια της Επιτροπής επί του Συντάγματος να υιοθετήσει τη πρότασή του να κατοχυρωθούν αμφότερες τις πατριαρχικές πράξεις (1850 / 1928) προκειμένου αφ΄ ενός μεν να διασφαλισθεί η διοικητική αυτοτέλεια της ελλαδικής Εκκλησίας, αφ΄ ετέρου δε να ενισχυθεί κα ενδυναμωθεί το κύρος του Πατριαρχείου, όπερ και εγένετο. Μείζονος, επίσης, και καταλυτικής σημασίας υπήρξε η ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτου (ν. 570/7714) με τον οποίο κατοχυρώθηκαν νομοθετικά ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος περί του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1850, οι Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις των ετών 1866 περί υπαγωγής στην Εκκλησία της Ελλάδος των επαρχιών της Επτανήσου και 1882 περί υπαγωγής των επαρχιών της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, καθώς και η του έτους 1928 περί της «άρχι καιρού» παραχωρήσεως της επιτροπικής διοικήσεως των πατριαρχικών επαρχιών των Νέων Χωρών (Μακεδονίας, Ηπείρου, Θράκης, κ.λ.π) στη Εκκλησία της Ελλάδος, των πράξεων τούτων - των θεωρουμένων ως «ιερών κειμένων»15  - περιβληθέντων για πρώτη φορά με τέτοιο νομικό κύρος και ισχύ16. Με τον νέο Καταστατικό Χάρτη τέθηκαν οι βάσεις για την αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας και χαράχθηκε ο δρόμος της αγαστής συνεργασίας της με το Κράτος, στο συνταγματικό πλαίσιο μιας πολιτειοκρατικής μεν πάντα σχέσεως, αλλ΄ εφεξής ηπιότερης μορφής και σαφώς χαλαρότερης εξαρτήσεως, μέσω της οποίας διαμορφώθηκε ένα καθεστώς αρμονικής συναλληλίας, αμοιβαίου σεβασμού και διακριτών ρόλων το οποίο σε γενικές γραμμές διατηρείται και στις μέρες μας. Αν περί τούτων έχει αντιρρήσεις ο κ. Παπαθανασόπουλος παρακαλούμε να τις καταθέσει. Μετά χαράς να τις συζητήσουμε. 
5. Οι «νέες μάχες» (2000 – 2004) 
Η επιχείρηση μειώσεως των κανονικών δικαιωμάτων του Πατριαρχείου θα συνεχισθεί τρείς δεκαετίες μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ δικαιώνοντας τόσο τη «προφητεία» του ότι «η μάχη συνεχίζεται, δεν ετελείωσεν (…). Ασφαλώς θα ακολουθήσουν και πολλαί ακόμη φάσεις της μάχης αυτής. Αυτάς θα τας διεξαγάγουν αι νέαι δυνάμεις, που έχουν εν τω μεταξύ εισέλθει και θα εισέλθουν εις το μέλλον εις την Εκκλησίαν (…) για να κτίσουν ένα μέλλον απηλλαγμένον από κάθε αρρωστημένο “κατεστημένο”…»17, κ.λ.π., όσο και την (υπό εντελώς διαφορετικό πνεύμα και άποψη) διατυπωθείσα πρόβλεψη του Αθαν. Κανελλοπούλου18. Η θλιβερή διένεξη – επί αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου (Παρασκευαϊδη) [1998 – 2008] - ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη τετραετία 2000 – 2004, με επίδικο αντικείμενο το θέμα των «Νέων Χωρών», συνδέεται ιστορικά με τη περίοδο της δικτατορίας, αποτελώντας, επί της ουσίας μεταγενέστερο στάδιο της κρίσεως που είχε εκδηλωθεί στις σχέσεις τους σε ενδιάμεσο διάστημα (1969 – 1973) της Επταετίας. Και σ΄ αυτή τη φάση επιδιώχθηκε η διαφύλαξη της «αυτοκεφαλίας» η οποία θεωρήθηκε ότι απειλείται (!) από ποιόν λέτε; Από τον ίδιο τον θεσμό – αν είναι δυνατόν! - που την παρεχώρησε στην ελλαδική Εκκλησία, ήτοι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον σχετικό Συνοδικό και Πατριαρχικό Τόμο (Π.Σ.Τ.) του 1850 ο οποίος εκδόθηκε προκειμένου να θεραπευθεί το άκρως αντικανονικό και πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο (το και «κακοκέφαλο» αποκληθέν) του 1833, το οποίο είχε σχεδιάσει και νομοθετήσει η «τρόϊκα» των Οθωνος – φόν Μάουρερ – Θεοκλήτου Φαρμακίδου. Ωστόσο κι αυτή, η νέα «μάχη» της περιόδου 2000 – 2004, η οποία είχε την ίδια πρόθεση και στόχο19 - ήτοι τη διαμόρφωση μιας «αυτοκεφαλίας» υπό τη έννοια της αυτοκεφαλαρχίας εν είδει εκκλησιαστικού «καπετανάτου» - είχε την ίδια άδοξη κατάληξη. Μετά από τριμερείς διαβουλεύσεις ανάμεσα στην ελλαδική Εκκλησία, την ελληνική Κυβέρνηση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος θα υποχωρήσει και οικονομώντας τις περιστάσεις με πνεύμα καταλλαγής θα εισηγηθεί και η Ιεραρχία, στη συνεδρίασή της την 28η Μαϊου 2004, θα υπερψηφίσει (μειοψηφούντος μόνον του Μητροπολίτου Καλαβρύτων Αμβροσίου [Λενή]) την έκδοση αποφάσεως με την οποία «Η Iερά Σύνοδος της Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος εν αγάπη Χριστού και σταθερώ πόθω ενότητος μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διακηρύσσει τόν σεβασμόν και την τήρησιν του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 καί όλων των διατάξεων της Πατριαρχικής καί Συνοδικής Πράξεως του 1928», αναγνωρίζοντας έτσι ξεκάθαρα τις πνευματικές δικαιοδοσίες του Πατριαρχείου στην ελληνική επικράτεια και ειδικότερα στις Ιερές Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων Χωρών» (Μητροπόλεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Θράκης, Νησιών Βορείου Αιγαίου). Θα πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι στη συμπεριφορά των δύο αυτών Αρχιεπισκόπων παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση: ενώ ο Ιερώνυμος παραμένει άκαμπτος μέχρι τέλους στις απόψεις του, τηρώντας μια στάση που τον κρατά διαρκώς «απέναντι» απ΄ το Πατριαρχείο, ο Χριστόδουλος, όταν η κατάσταση φθάνει στα άκρα, οικονομεί τις περιστάσεις με πνεύμα αγάπης, καταλλαγής και σε ατμόσφαιρα πνευματικής συνδιαλλαγής - και από απέναντι βρίσκεται ξανά δίπλα στο Πατριαρχείο20
* Έρχεται, όμως, ένδεκα χρόνια μετά την ανωτέρω σαφή, σαφεστάτη απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ο βετεράνος δημοσιογράφος (και πνευματικό τέκνο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου) κ Γιώργιος Παπαθανασόπουλος και την περιφρονεί, την υποτιμά, επιχειρεί να την απαξιώσει έως και να την διαστρέψει. Με τα άρθρα του ξύνει πληγές. Ισως να οραματίζεται κι αυτός «νέες μάχες» κατά του Πατριαρχείου, αλλά – αν τούτο είν΄ η επιδίωξή του – ας βρεί τουλάχιστον κάποιες πιο «αξιοπρεπείς» (δημοσιογραφικά και εκκλησιολογικά) αφορμές. Η συμμετοχή των Μητροπολιτών της Νέων Χωρών στη σύναξη της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου είναι βέβαιο ότι δεν προσφέρεται ως τέτοια αφορμή. Δεν νομίζω να υπάρχει σοβαρός Διευθυντής ή αρχισυντάκτης εφημερίδος ο οποίος διαβάζοντας τα κείμενα του κ. Παπαθανασόπουλου θα έκρινε ότι αρμόζουν εις αυτά «πιασάρικοι» τίτλοι του τύπου «Επιχείρηση διάσπασης στην Εκκλησία της Ελλάδος», γιατί και η πρόκληση θορύβου μέσω τεχνητού διχασμού - ακόμη κι αυτή - για να ευσταθήσει ως θεωρητικό σχήμα προϋποθέτει ορισμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις, εν προκειμένω ανύπαρκτες για να στηρίξουν ένα «πιασάρικο» (κατά τη δημοσιογραφική «αργκό») θέμα. Δεν νομίζω, επίσης, ότι μπορεί να υπάρχει θεολόγος (λαϊκός ή κληρικός) και δη Έλληνας ο οποίος μπορεί να πάρει στα σοβαρά απόψεις του τύπου ότι π.χ. κινδυνεύει με «διάσπαση» η Εκκλησία της Ελλάδος επειδή λαμβάνουν μέρος σε σύναξη του Πατριαρχείου Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» οι οποίοι ανήκουν μεν διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, κατά το ένα σκέλος αυτής21, τελούν, όμως, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, μνημονεύουν του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου22. Φυσικά και έχει δικαίωμα να διατυπώνει απορίες ο κ. Παπαθανασόπουλος23  και να εκφράζει τους ποικίλους προβληματισμούς του. Η ελευθερία γνώμης σ΄ αυτή τη χώρα είναι απολύτως κατοχυρωμένη. Αποτελεί, όμως, στοιχειώδη υποχρέωση του κάθε αρθρογράφου να σέβεται τους κανόνες, τους νόμους και τους θεσμούς επί των οποίων υποστασιάζεται ιστορικά η πραγματικότητα. Στη προκειμένη περίπτωση ο «φαναριομάχος» αρθρογράφος, με τις εξωϊστορικές και έντονα μυθοποιημένες θεωρίες και προσεγγίσεις του, ξεφεύγει από τα όρια της θεμιτής κριτικής. Εγγίζει τα όρια της εμπαθείας - αλλά έτσι δεν γράφεται ρεπορτάζ – ούτε Ιστορία. 
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος (xaan@theo.auth.gr) είναι καθηγητής Β/θμιας Εκπαίδευσης (ΠΕ01) και αρθρογράφος της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης. Εχει διατελέσει, παλαιότερα, ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, συντάκτης του εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού ρεπορτάζ (επί 15ετίαν, 1990 – 2005).
_______________________________________________

1 Π α π α θ α ν α σ ο π ο ύ λ ο υ, Γεωργίου, Ν., «Επιχείρηση διάσπασης της Εκκλησίας της Ελλάδος», Ακτίνες, (ιστολόγιο) 06.10.2015 (http://aktines.blogspot.gr/2015/10/blog-post_67.html#more). Το άρθρο δημοσιεύεται ταυτόχρονα και σε άλλα θρησκευτικά - σαφέστατα αντιπατριαρχικής αποκλίσεως - ιστολόγια και ιστοσελίδες 
2 Υπό την έννοια, δηλαδή, της προσωρινότητας («άχρι καιρού»), όπως ερμηνεύει την ανάθεση της επιτροπείας το Πατριαρχείο και όπως, παρομοίως, την απεδέχθη εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος η τετραμελής εξ αρχιερέων Επιτροπή, τον Απρίλιο του 1987, συνυπογράφοντας στο Φανάρι Κοινή Δήλωση για το θέμα της εν Ελλάδι εκκλησιαστικής περιουσίας που απασχολούσε εκείνη τη περίοδο την επικαιρότητα λόγω των τριβών με τη Πολιτεία. Τη τετραμελή εξ αρχιερέων Επιτροπή, η οποία απεδέχθη την κατά τα ως άνω ερμηνεία της αναφοράς «άρχι καιρού», αποτελούσαν οι Μητροπολίτες Κορίνθου Παντελεήμων [Καρανικόλας], Φλωρίνης Αυγουστίνος [Καντιώτης], Δημητριάδος Χριστοδούλος [Παρασκευαϊδης] και Περιστερίου Χρυσοστόμος [Ζαφείρης] ). Βλ. Β λ ά χ ο υ, Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Τα Συνοδικά και Πατριαρχικά Κείμενα. Συνοδικός Τόμος του 1850 και Πατριαρχική Πράξη του 1928, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδειά, 2004, σσ. 122 – 124. 
3 «Επιτροπική» σημαίνει όχι αφομοιωτική (όπως έγινε με την Επτάνησο, και την Θεσσαλία – Αρτα, που εντάχθηκαν, πλήρως – διοικητικά και πνευματικά – στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος), άρα ανακλητή, όταν και όπως αποφασίσει η Κωνσταντινούπολη. Βλ. Β α β ο ύ σ κ ο υ, Κων, Α., «Η Εκκλησία της Ελλάδος και αι σχέσεις της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείον», Δίκαιο και Πολιτική, τ. 15, αφιέρωμα: «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας»), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 22˙ Π α π α σ τ ά θ η, Χαραλάμπους Κ., Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά το Σύνταγμα του 1975, στο περιοδικό «Δίκαιο και Πολιτική» (τ. 15, αφιέρωμα: «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1988, σελ. 84. Του ιδίου, «Περί του κύρους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των Νέων Χωρών. Γνωμοδότηση», Νομοκανονικά, εκδ. Σάκκουλα, τ. 2/2004, σελ. 73 – 82˙ Του ιδίου «Κράτος και Εκκλησία στην Ελλάδα», Αντί, τ. 838, 25.03.2005, σσ. 40 - 42˙ Α γ γ ε λ ο π ο ύ λ ο υ, Αθανασίου Αν., Εκκλησιαστική Ιστορία, Η Εκκλησία των Νέων Χωρών, 1912 – 1928, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1998, σελ. 81. 
4 Βλ. σχετικώς, Α γ γ ε λ ο π ο ύ λ ο υ, Αθανασίου Α., Εκκλησιαστική Ιστορία, Η Εκκλησία των Νέων Χωρών 1912 - 1928, κ.λ.π., ο.π., σσ. 17- 21˙ Β α λ ά κ ο υ - Θ ε ο δ ω ρ ο ύ δ η, Μαλαματής, Πολιτικές και συνταγματικές πτυχές του καθεστώτος των Νέων Χωρών, κ.λ.π. ο.π., σσ. 39 – 141˙ Ν α ν ά κ η, Ανδρέα, Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Η Εκκλησία και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Εθνικό Ιδρυμα Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2008, σσ. 109 – 128. 
5 Βλ. Κ ο μ μ α τ ά, Δημητρίου, Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928, κ.λ.π., ο.π., σ. 408 – 414, 424 – 426, 438 – 440, 443 – 444, 447 – 458, 462 – 463. 
6 Τη παραδοχή ότι οι απορρυθμίσεις της Π.Σ.Π. του 1928 στις οποίες προχώρησε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος απέβλεπαν στην αποδυνάμωση του Πατριαρχείου εξέφρασε και ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου και μετέπειτα σημαίνον στέλεχος, υπουργός και αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων του Κων. Καραμανλή (Ν.Δ.), υποστηρίζοντας ότι «το εν λόγω θέμα δεν είναι τόσο θρησκευτικό˙ είναι περισσότερο πολιτικό. Διότι έτσι (σ.σ.: με τις απορρυθμίσεις - καταστρατηγήσεις της Π.Σ.Π.) μειώνεται η επιρροή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και ουσιαστικά αχρηστεύεται το Πατριαρχείο. Ενώ θα έπρεπε και αυτή τη στιγμή και στο μέλλον να το ενισχύουμε, αντί να το αποδυναμώνουμε». Βλ. «Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής επιτροπής, (Προεδρία Β Υποεπιτροπής Α. Μίχα)», Αθήναι, 1975, σσ. 412 – 413. 
7 Στη διάκριση μεταξύ της «αυτοκεφαλίας» και «αυτοκεφαλαρχίας» αναφέρεται ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ι ε ρ ό θ ε ο ς (Βλάχος), Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος, κ.λ.π., ο.π., σσ. 158 – 161, θεωρώντας ότι η πρώτη εννοείται ως αυτοδιοίκηση σ΄ ένα σύστημα κανονικής αλληλοεξαρτήσεως των Εκκλησιών για την ενότητά τους, με «Πρώτο» τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ η δεύτερη εννοείται ως μια τάση όχι μόνο αυτοδιοικήσεως, αλλά και ανεξαρτητοποιήσεως μιας Εκκλησίας από την ενότητα των Εκκλησιών. Πρόκειται για μια «ανεξαρτησία», με την έννοια ότι το έθνος προσδιορίζει την Εκκλησία. Ετσι, η Εκκλησία από Τοπική, βάσει των Ιερών Κανόνων, γίνεται Εθνική Εκκλησία, Εκκλησία ενός συγκεκριμένου Εθνους – Κράτους. Οτι, δηλαδή, ακριβώς επιχειρήθηκε με την πραξικοπηματική ανακήρυξη του «αυτοκεφάλου» της ελλαδικής Εκκλησίας το 1833 και συνεχίσθηκε ως τάση και σε μεταγενέστερες εποχές, ενίοτε δε με ιδιαίτερη ένταση, όπως τη περίοδο της Επταετίας. 
8 Δηλαδή αμφότερα τα σκέλη αυτής, ήτοι τόσο το αυτοκέφαλο, όσο και το πατριαρχικό, των «Νέων Χωρών», σύμφωνα με τον υφιστάμενο, βάσει της Π.Σ.Π. του 1928, διαχωρισμό, όπως τον περιγράφει και αναλύει ο καθηγητής Κων. B α β ο ύ σ κ ο ς, Η Εκκλησία της Ελλάδος και αι σχέσεις της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείον, κ.λ.π., ο.π., σσ. 14 – 16. Πρβλ. υποσημ. 21. 
9 Βλ. Ορθόδοξος Τύπος, αρ. φυλ. 189 – 190, 1/15.07.1973, σ. 1 και 10. 
10 Βλ. Ορθόδοξος Τύπος, αρ. φυλ. 189 - 190, 1/15.07.1973, σ. 9. 
11 Πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής (Προεδρία Β΄ Υποεπιτροπής Α. Μίχα, Αθήναι, 1975, σσ. 412 – 413. 
12 Για το ζήτημα αυτό ο Αθ. Κανελλόπουλος θα σημειώσει εμφατικά ότι «το εν λόγω θέμα δεν είναι τόσο θρησκευτικό˙ είναι περισσότερο πολιτικό. Διότι έτσι (σ.σ.: με τις απορρυθμίσεις - καταστρατηγήσεις της Π.Σ.Π. τις οποίες είχε προηγούμενως περιγράψει ) μειώνεται η επιρροή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και ουσιαστικά αχρηστεύεται το Πατριαρχείο. Ενώ θα έπρεπε και αυτή τη στιγμή και στο μέλλον να το ενισχύουμε, αντί να το αποδυναμώνουμε». 
13 Η πρόβλεψη αυτή του Αθ. Κανελλοπούλου, η εκφρασθείσα υπό την έννοια της υποψίας περί «φιλοδόξων ιεραρχών που ενδέχεται να επαναλάβουν το πείραμα του Ιερωνύμου, κ.λ.π.», θα επαληθευθεί τρείς περίπου δεκατίες αργότερα και συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2000 – 2004, πρβλ. § 5 του παρόντος άρθρου. 
14 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΦΕΚ τ. Α’, 146/31.05.1977), επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη. 
15 Κ α ρ ά, Μελίτωνος, αρχιμανδρίτου (νύν Μητροπολίτου Φιλαδελφείας), «Η περί της Διοικήσεως των εν ταις Νέαις Χώραις Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κ.λ.π.,» ο.π., σ. 143. 
16 Θετικά έχει εκφρασθεί για τον νέο Κατασταστικό Χάρτη (Ν. 590/1977), τον ψηφισθέντα επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος (Αρχοντώνης) λέγοντας «κινείται εντός των πλαισίων της παραδόσεως του χώρου δια τον οποίον και εψηφίσθη γενικώς, ειδικότερον δε της παραδόσεως των αγαθών σχέσεων της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως σχέσεων Μητρός και θυγατρός», βλ. Α ρ χ ο ν τ ώ ν η, Βαρθολομαίου, Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τω Συντάγματι της Ελλάδος και εν τω Καταστατικώ Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, κ.λ.π.», ο.π,, », σ. 413. 
17 Κ ο τ σ ώ ν η, Ιερωνύμου, Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου, Αθήναι, 1975, επανέκδοση «Σπορά», 2003, σσ. 207 – 208). 
18 Βλ. υποσημ. 13. 
19 Ο καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ., Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου Ανδρέας Ν α ν ά κ η ς, την εποχή της αντιπαραθέσεως της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Τα Νέα», 08.05.2004, σ. 18, αναφερόμενος στα γεγονότα της περιόδου 2000 – 2004 και σχολιάζοντας την πολιτική του τότε προκαθημένου της ελλαδικής Εκκλησίας Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (Παρασκευαϊδη) θα υποστηρίξει ότι «τα γενόμενα δεν είναι τυχαίες, αλλά μεθοδευμένες αντικανονικές πράξεις, με συγκεκριμένο στόχο: Την εκκλησιαστική ενοποίηση της ελληνικής επικράτειας, την ταύτιση του εθνικού και εκκλησιαστικού κέντρου κατά το πρότυπο των άλλων Ορθοδόξων εθνικών Εκκλησιών των Βαλκανίων». 
20 Καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος «κατά βάθος εσέβετο τον θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου και προσέβλεπεν εις την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ως την κιβωτόν και την ευσεβή πηγήν του Γένους, εκτιμών την μακραίωνα ιστορίαν και πολύτιμον οικουμενικήν προσφοράν αυτής», όπως είπε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος (Αρχοντώνης) κατά την προσλαλιά του στην εξόδιο ακολουθία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, βλ. Εκκλησία, τχ. 2 (Φεβρουαρίου), 2008. Αντίθετα, για το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) η γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνοδεύεται από αρνητικό πρόσημο, καθώς, ως εκρίθη, με απόφαση της επί πατριαρχείας Δημητρίου (Παπαδοπούλου) Συνόδου του «η όλη διακονία του επί κεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε τουτ΄ αυτό ουχί συντελεστική θυγατρικών και αδελφικών δεσμών μεταξύ των δύο Εκκλησιών, και ότι από πλευράς Εκκλησίας της Ελλάδος, ως μαρτυρούσιν αυτά ταύτα τα γεγονότα και η αδέκαστος ιστορία των ετών εκείνων, επεχειρήθη κατά τον χρόνον εκείνον μείωσις της θέσεως και του κύρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως εμφαίνεται και εξ ωρισμένων απαδουσών και μάλιστα αντικανονικών ενεργειών της διοικούσης τότε Εκκλησίας της Ελλάδος…», βλ. Κ ο μ μ α τ ά, Δημητρίου, Μητροπολίτου Σεβαστείας, Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928 παρακωλυομένη τοις όροις. Το επί τη βάσει του Πατριαρχικού και Συνοδικού Αρχείου ιστορικό του αγώνος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την διατήρηση των δικαίων του επί των Μητροπόλεών του των Νέων Χωρών, εκδ. «Φωτομέθεξις», Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 403, 404.
21«Η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελείται από δύο σκέλη» γράφει ο αείμνηστος καθηγητής Κων. Βαβούσκος. «Το έν είναι η αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος και το έτερον αι μετ΄ αυτής ηνωμέναι διοικητικώς Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου» βλ. Β α β ο ύ σ κ ο υ, Κω/νου, «Η Εκκλησία της Ελλάδος και αι σχέσεις της προς το Οικουμενικόν Πατραρχείον», Δίκαιο και Πολιτική, τχ. 15, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 14. Με την άποψη Βαβούστου συμφωνούν οι καθηγητές του Εκκλησιαστικού Δικαίου Ιωαν. Κονιδάρης και Χαρ. Παπαστάθης, καθώς ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Ευαγ. Βενιζέλος, ο οποίος, εξειδικεύοντας, επισημαίνει ότι: «..κατ΄ ακριβολογία «αυτοκέφαλη» δυνάμει του Τόμου του 1850 είναι (εδώ η ταυτολογία επιβάλλεται) η Αυτοκέφαλη Εκκλησία στην οποία έχει ανατεθεί- με την Πράξη του 1928 – «επιτροπικώς» η διοίκηση των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών. Ο συντακτικός νομοθέτης δεν είχε άλλωστε ούτε την πρόθεση, ούτε την αρμοδιότητα να καταστήσει αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος συνολικά (δηλαδή συμπεριλαμβανομένων και των Νέων Χωρών»)…», Β ε ν ι ζ έ λ ο υ, Ευαγ., Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 74. 
22 Σύμφωνα με τις ισχύουσες κείμενες εκκλησιαστικές διατάξεις οι ιεράρχες των «Νέων Χωρών» της Εκκλησία της Ελλάδος μνημονεύουν «Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου και Πατριάρχου ημών Βαρθολομαίου και της Ιεράς Συνόδου των ορθοτομούντων τον λόγον της Σης Αληθείας» ενώ οι ιεράρχες της «αυτοκεφάλου» Εκκλησία της Ελλάδος «Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε της Ιεράς ημών Συνόδου της ορθοτομούσης τον λόγον της Σης Αληθείας», βλ. εγκύκλιο Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος, με Α.Π. 2350/06.06.2013. 
23 Βλ. Π α π α θ α ν α σ ο π ο ύ λ ο υ, Γεωργίου, Ν.. «Απορίες για την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος», Ακτίνες, 05.10.2015 (http://aktines.blogspot.gr/2015/10/blog-post_47.html )

2 σχόλια:

  1. Aριστο κείμενο - απάντηση σ ΄ όσους επιχειρούν (χωρίς να ορρωδούν) να συσκοτίσουν την ιστορική αλήθεια χύνοντας τη χολή τους για το Πατριαρχείο. Τίποτα δεν διδάχθηκαν;... (Συγχαρητήρια κ. Ανδρεόπουλε, "καυστικό", αλλά και αρκούντως "απολαυστικό" το άρθρο σας)

    Παπα - Δημήτρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αξιος! Βάζει τα πράγματα στη θέση τους.... Λόγια που πρέπει να ειπωθούν για να μαθαίνουν οι νεώτεροι τη σύγχρονη εκκλησιαστική μας Ιστορία...

    Alekos Salonikios

    ΑπάντησηΔιαγραφή