Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Καθηγητού Πέτρου Βασιλειάδη
Ομιλία στην Θεολογική Ημερίδα με θέμα: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας», που διοργάνωσε ο Παγκρήτιος Σύνδεσμος Θεολόγων με την υποστήριξη της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
(Ρέθυμνο, 16 Απριλίου 2016)
Χωρίς να αρνούμαστε τη σημασία όλων των συμφωνηθέντων και ομόφωνα εγκριθέντων υπό πασών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών κειμένων, το κείμενο για την Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Σύγχρονο Κόσμο είναι υψίστης και εξαιρετικής σημασίας. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι το κείμενο αυτό εμφανίζεται πρώτο στον κατάλογο που υπέβαλε η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Γενεύη (2016) προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και είναι σημαντικό, γιατί η Εκκλησία υπάρχει για τον κόσμο, και όχι για τον εαυτό της. Όπως πολύ σοφά το διατυπώνει και ο προηγούμενος της Ι.Μ. Ιβήρων, π. Βασίλειος Γοντικάκης στην πρώτη ουσιαστική και πνευματική παρέμβαση στον διάλογο για την Πανορθόδοξη Σύνοδο, «Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἔρχεται νὰ δώση σ' αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ μαρτυρία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ δὲν κάνει τὸ θέλημά της ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ὁρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της».
Η αποστολή, λοιπόν,της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα και της Πανορθόδοξης Συνόδου, στον κόσμο αποτελεί υψίστης σημασίας γεγονός. Πριν προχωρήσω, όμως, σε μια πολύ συνοπτική παρουσίαση ορισμένων στοιχείων του ιεραποστολικού αυτού κειμένου της Πανορθοδόξου Συνόδου, και κυρίως πριν αναλύσω αυτήν την σχετικά άγνωστη στο ευρύτερο θεολογικό κοινό της Ορθοδοξίας προφητική διάσταση της χριστιανικής μαρτυρίας, θα ήθελα ακροθιγώς να αναφερθώ και στις αντιδράσεις από μια μικρή μερίδα ζηλωτών «ου κατ’ επίγνωσιν», μερικοί των οποίων καταφέρονται και εναντίον και αυτής ακόμη της συγκλήσεως της Συνόδου. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς διατείνονται πως δεν πρέπει να γίνει Πανορθόδοξη Σύνοδος γιατί…δεν υπάρχουν σήμερα άγιοι. «Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι – υποστηρίζει πολύ ορθά ο π. Βασίλειος – μιλοῦν ὡς ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι ἂν μιὰ φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας. Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα».
Συνεχίζει μάλιστα γι’ αυτήν την αντιδρώσα μειοψηφία, λέγοντας πως, «ἐνῶ παριστάνουν τοὺς θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότωσι τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν, ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας ποὺ σοῦ σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία. Δὲν σὲ ὁδηγεῖ στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀναπαύσεως».
Άλλοι πάλι αντιδρούν εν ονόματι δήθεν της αληθείας και της Ορθοδόξου παραδόσεως. Θα χρησιμοποιήσω τις πολύ χαρακτηριστικές εκφράσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου στην τελευταία επί τη εορτή της Ορθοδοξίας Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιο επί τη συγκλήσει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Ἡ διάκριση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, δὲν εἶναι πάντοτε εὐχερής. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ πίστευαν καὶ πιστεύουν ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια, καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ χαρακτηρίζουν ὡς «αἱρετικοὺς» όσους δεν συμφωνούν με τις απόψεις τους. Η Ορθόδοξη Ἐκκλησία στὴν περίπτωση αὐτὴ μία καὶ μόνον αὐθεντίαν ἀναγνωρίζει: τὴν Σύνοδον τῶν κανονικῶν ἐπισκόπων της. Ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκριση μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δὲν εἶναι δυνατή. Ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες της φέρουν τὴν σφραγῖδα τῆς συνοδικότητος. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος».
Κατά τη γνώμη μου οι σπασμωδικές αντιδράσεις των παντοίων αυτοαποκαλούμενων υπερασπιστών της Ορθοδοξίας, που μάλιστα εμφανίζονται από την αρχή – πριν από έναν αιώνα – της προσυνοδικής διαδικασίας, είναι αναμενόμενη, αφού διαβλέπουν τη συνοδική καταδίκη των απόψεων και ενεργειών τους, και μάλιστα ομόφωνα από σύνολη την ανά την οικουμένην Εκκλησία, δια του άρθρου 22 του εκκλησιολογικού κειμένου (Σχέσεις της Ορθόδοξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο), το οποίο σαφέστατα δογματίζει πως «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως».
Η Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη, που για πρώτη φορά σε αυτό το επίπεδο πρόκειται να διατυπωθεί επίσημα, και με αυτήν κυρίως θα απασχολήσω την αγάπη σας, έρχεται σε μια ιστορική στιγμή, κατά την οποία όλος ο κόσμος, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή ακόμη και μη-θρησκευτικές πεποιθήσεις, έχει με ενθουσιασμό αποδεχθεί παρόμοια ιεραποστολικά κείμενα: Και πρώτα και κύρια την περίφημη Αποστολική Προτροπή Evangelii Gaudiumαπό τον Πάπα Φραγκίσκο (2013), την οποία μάλιστα ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Οικουμενικού μας Πατριάρχη, και επισκόπου της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινουπόλεως, συμπληρώνει με την περσινή του εγκύκλιο Laudato Si (2015), αλλά και πρόσφατα με την αναφερόμενη σε θέματα οικογενείας Amoris Laetitia (2016). Παράλληλα όμως με την ιεραποστολική διακήρυξη της Αγίας Έδρας, και σχεδόν ταυτόχρονα (2013), το σύνολο της χριστιανικής κοινότητας δημοσιεύει τη νέα ιεραποστολική διακήρυξη (Together towards Life: Missionand Evangelismin Changing Landscapes) στο χώρο της παγκόσμιας χριστιανικής ιεραποστολής/μαρτυρίας.
Η Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη αποτελείται από ένα εισαγωγικό προοίμιο και 6 ενότητες με αντίστοιχους τίτλους: Α. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, Β. Περί ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης, Γ. Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης, Δ. Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου, Ε. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων, και ΣΤ. Ἡ προφητική ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ.
Στο Προοίμιο τονίζεται εμφατικά, και σε αντίθεση με επικρατούσες αντι-ακτιβιστικές απόψεις συντηρητικών ως επί το πλείστον κύκλων της Ορθοδοξίας, ότι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, συμμετέχει εἰς τήν ἀγωνίαν καί τά ὑπαρξιακά προβλήματά του… διά τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης. Ὁ λόγος της πρός τόν κόσμον ἀποβλέπει πρωτίστως ὄχι εἰς τό νά κρίνῃ καί καταδικάσῃ τόν κόσμον (πρβλ. Ἰωάν. 3,17 καί 12, 47), ἀλλά εἰς τό νά προσφέρῃ εἰς αὐτόν ὡς ὁδηγόν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Στην Α΄ενότητα περί της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, αφού θεμελιώνεται θεολογικά «η ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπορρέουσα ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ καί ἐκ τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ εἰς τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον», τονίζεται πως «εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου». Το κείμενο μάλιστα απευθύνει και μία έκκληση: «Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, καλοῦνται νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν». Και μάλιστα προχωράει ακόμη πιο πέρα: «έχομεν τήν πεποίθησιν ὅτι, ὡς «Θεοῦ συνεργοί» (Α´ Κορ. 3,9), δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἀπό κοινοῦ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως».
Στην Β΄περί ελευθερίας και ευθύνης ενότητα, αφού καταφάσκεται η υψίστη δωρεά από το Θεό της ελευθερίας του ανθρώπου, καταγγέλλεται προφητικά «ἡ κοινωνική ἀνισότης, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἰς τόν χῶρον τῆς ἐλευθερίας τῶν συνειδήσεων καί τῆς θρησκευτικῆς εἰδικώτερον ἐλευθερίας,…ἡ οἰκονομική ἀθλιότης, ἡ ἄνισος κατανομή ἤ καί ἡ παντελής στέρησις τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρός τό ζῇν ἀγαθῶν, ἡ πεῖνα τῶν ὑποσιτιζομένων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, αἱ βίαιαι μετακινήσεις πληθυσμῶν καί ἡ ἀθέμιτος διακίνησις ἀνθρώπων, τό προσφυγικόν χάος, ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος». Χωρίς να απαξιώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα δίνεται παράλληλα έμφαση και στην ευθύνη των ανθρώπων: «Ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλευθερίας».
Στις ενότητες Γ' και Δ' περί ειρήνης και δικαιοσύνης και η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου αντίστοιχα, διατρανώνεται ότι «τά δῶρα τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης ἐξαρτῶνται καί ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖ πνευματικά δῶρα, ὅταν ἐν μετανοίᾳ ἐπιζητῶμεν τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ. Τά δῶρα ταῦτα τῆς εἰρήνης καί δικαιοσύνης ἐμφανίζονται ἐκεῖ ἔνθα οἱ Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εἰς τό ἔργον τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (Α΄ Θεσ. 1,3)». Επίσης, εκφράζεται η αλληλεγγύη εξαιτίας «τῶν καταπιέσεων καί διώξεων τῶν χριστιανῶν καί ἄλλων κοινοτήτων, ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως αὐτῶν, εἰς τήν Μέσην Ἀνατολήν καί ἀλλαχοῦ, καθώς καί αἱ ἀπόπειραι ἐκριζώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ τῶν παραδοσιακῶν κοιτίδων αὐτοῦ», ενώ και πάλι αναφέρεται, ότι «ἀπειλοῦνται αἱ ὑφιστάμεναι διαθρησκειακαί καί διεθνεῖς σχέσεις», αλλά δίνεται η διαβεβαίωση πως «οἱ ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξοι συμπάσχουν μετά τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν χριστιανῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων διωκομένων ἐν τῇ περιοχῇ καί καλοῦν εἰς ἐξεύρεσιν δικαίας καί μονίμου λύσεως τῶν προβλημάτων τῆς περιοχῆς».
Η Ε΄ ενότητα, με τίτλο η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των διακρίσεων, διαλαμβάνει το θέμα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων «ἐν τῷ πνεύματι τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τῶν ἀνθρώπων», ανεξαρτήτως θρησκείας, φύλου, χρώματος, φυλής, έθνους κλπ. «Ἡ θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἐν προκειμένῳ σαφής. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ‘ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς’ (Πράξ. 17, 26) καί ὅτι ἐν Χριστῷ ‘οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ’ (Γαλ. 3, 28)». Βεβαίως, υποστηρίζεται, σε αντίθεση με τις εντεινόμενες κοσμικές απαιτήσεις , ότι η Εκκλησία «ἀξιολογεῖ τήν ἐφαρμογήν τῶν ἀρχῶν αὐτῶν ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί τῶν μυστηρίων, τῆς οἰκογενείας, τῆς θέσεως τῶν δύο φύλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῶν ἐν γένει ἀξιῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως». Και μάλιστα διακηρύσσει, ότι «ἡ Ἐκκλησία ἔχει δικαίωμα ἵνα διακηρύττῃ τήν μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας της εἰς τὀν δημόσιον χῶρον».
Η ΣΤ΄ και τελευταία ενότητα με τίτλο Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ, αποτελεί αναμφίβολα την πλέον ριζοσπαστική και προφητική διακήρυξη που εξέρχεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και δείγματα μιας τέτοιας μαρτυρίας είχαν διαφανεί στα ανακοινωθέντα του εγκαινιασθέντος από την δεκαετία του ’90 επί πατριαρχίας Βαρθολομαίου θεσμού των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, σε μια προσπάθεια αναβίωσης του συνοδικού θεσμού της Ορθοδοξίας.
Ψήγματα μόνο, λόγω του περιορισμένου χρόνου, από τις 15 μεστές περιεχομένου υπο-ενότητες/παραγράφους θα αναφέρω: «Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται νά μείνῃ ἀδιάφορος ἔναντι τῶν οἰκονομικῶν καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. Ἐπιμένει εἰς τὴν ἀνάγκην, οὐχί μόνον ἡ οἰκονομία νά ἐρείδηται ἐπί ἠθικῶν ἀρχῶν, ἀλλά καί ἐμπράκτως νά διακονῆται δι᾽ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος» (παρ. 3).«Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς… στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί ἀνθρωπιστικῆς εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος. Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης» (παρ. 4).
Εκτός από τις αναφορές στα θέματα της κοινωνικής ευθύνης των πιστών (παρ. 5), της ανάγκης στενότερης συνεργασίας λαών και κρατών για ειρηνική επίλυση των διαφορών (παρ. 6), του καταναλωτισμού (παρ. 7), της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (παρ. 8), της εκκοσμίκευσης (παρ. 9), της επιστημονικής έρευνας (παρ. 11),της βιο-ηθικής (παρ. 12), της από-ιεροποίησης των πάντων στο σύγχρονο πολιτισμό (παρ. 13), και της ιερότητας του γάμου και της παραδοσιακής οικογένειας (παρ.14), το κείμενο αναλύει και το προσφιλές στον Οικουμενικό μας Πατριάρχη, τον παγκοσμίως αναγνωριζόμενο και ως «πράσινο» Πατριάρχη, θέμα της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας: «Ἡ οἰκολογική κρίσις, ἡ ὁποία συνδέεται πρός τάς κλιματολογικάς ἀλλαγάς καί τήν ὑπερθέρμανσιν τοῦ πλανήτου, καθιστᾷ ἐπιτακτικόν τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως συμβάλῃ, διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς πνευματικῶν μέσων, εἰς τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνθρωπίνης ἀπληστίας. Ἡ ἀπληστία διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν πνευματικήν πτώχευσιν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅτι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Δημιουργοῦ: ‘Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ’ (Ψαλμ. 23,1)... Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα ὅτι ὄχι μόνον αἱ σημεριναί, ἀλλά καί αἱ μελλοντικαί γενεαί ἔχουν δικαίωμα ἐπί τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Δημιουργός» (παρ. 10).
Και το κείμενο καταλήγει: «Εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν καί ἀείποτε, ἡ προφητική καί ποιμαντική φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀπευθύνεται εἰς τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί καλεῖ αὐτόν, μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἵνα ἐνστερνισθῇ καί βιώσῃ ‘ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα’ (Φιλιπ. 4,8), τήν θυσιαστικήν ἀγάπην τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου της, τήν μόνην ὁδόν πρός ἕνα κόσμον εἰρήνης, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν» (παρ. 15).
Tο κείμενο αυτό, βέβαια, αν και σχολιάστηκε θετικά υπό ομάδος 15 επιστημόνων με ειδίκευση την ιεραποστολική δέχτηκε ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας διορθωτικές προτάσεις, οι οποίες αξιολογούνται από Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, στις οποίες καθηκόντως υποβλήθηκαν. Για τον Οικουμενικό, μάλιστα, Πατριάρχη στην προμνημονευθείσα εγκύκλιο δεν αποτελεί τον τελευταίο λόγο της Εκκλησίας για την μαρτυρία της Εκκλησίας μας στον κόσμο, ο οποίος «ἀναμένει νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (καί ἐπὶ πολλῶν ἄλλων) ἐκ τῶν φλεγόντων προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον. Εκρίθη ἀναγκαῖον ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διευθετήσῃ πρῶτον τὰ τοῦ οἴκου της πρὶν ἢ ἐκφέρῃ λόγον πρὸς τὸν κόσμον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει παύσει νὰ θεωρῇ χρέος της. Τὸ ὅτι μετὰ τὴν πάροδον τόσων αἰώνων ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράζει τὴν συνοδικότητά της ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἀποτελεῖ τὸ πρῶτον καὶ ἀποφασιστικὸν βῆμα, τὸ ὁποῖον ἀναμένεται ὅτι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μετ᾿ οὐ πολὺ θὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλα διὰ τῆς συγκλήσεως, σὺν Θεῷ, καὶ ἄλλων Πανορθοδόξων Συνόδων».
Ποια άραγε θέματα υπονοεί ο Παναγιώτατος, με δεδομένη την πληρότητα του ιεραποστολικού κειμένου που μόλις τώρα αναλύσαμε; Ασφαλώς την αδυναμία συναίνεσης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών περί το ακανθώδες ζήτημα του κοινού εορτασμού του Πάσχα. Το θέμα δηλαδή που αποτελεί το σημείο αιχμής ουσιαστικό ζήτημα όλων των αντι-οικουμενικών συνδρόμων που ταλανίζουν την δύσμοιρη Ορθοδοξία, και μάλιστα σε εκκωφαντική αντίθεση προς της επιταγές της Α΄Οικουμενικής Συνόδου, της επονομαζόμενης «αγίας και μεγάλης συνόδου» της Εκκλησίας, που εν μέρει προσδιόρισε και την ονομασία της φετινής Πανορθοδόξου Συνόδου.
Και είναι σημαντικό, γιατί η Εκκλησία υπάρχει για τον κόσμο, και όχι για τον εαυτό της. Όπως πολύ σοφά το διατυπώνει και ο προηγούμενος της Ι.Μ. Ιβήρων, π. Βασίλειος Γοντικάκης στην πρώτη ουσιαστική και πνευματική παρέμβαση στον διάλογο για την Πανορθόδοξη Σύνοδο, «Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἔρχεται νὰ δώση σ' αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ μαρτυρία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ δὲν κάνει τὸ θέλημά της ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ὁρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της».
Η αποστολή, λοιπόν,της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα και της Πανορθόδοξης Συνόδου, στον κόσμο αποτελεί υψίστης σημασίας γεγονός. Πριν προχωρήσω, όμως, σε μια πολύ συνοπτική παρουσίαση ορισμένων στοιχείων του ιεραποστολικού αυτού κειμένου της Πανορθοδόξου Συνόδου, και κυρίως πριν αναλύσω αυτήν την σχετικά άγνωστη στο ευρύτερο θεολογικό κοινό της Ορθοδοξίας προφητική διάσταση της χριστιανικής μαρτυρίας, θα ήθελα ακροθιγώς να αναφερθώ και στις αντιδράσεις από μια μικρή μερίδα ζηλωτών «ου κατ’ επίγνωσιν», μερικοί των οποίων καταφέρονται και εναντίον και αυτής ακόμη της συγκλήσεως της Συνόδου. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς διατείνονται πως δεν πρέπει να γίνει Πανορθόδοξη Σύνοδος γιατί…δεν υπάρχουν σήμερα άγιοι. «Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι – υποστηρίζει πολύ ορθά ο π. Βασίλειος – μιλοῦν ὡς ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι ἂν μιὰ φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας. Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα».
Συνεχίζει μάλιστα γι’ αυτήν την αντιδρώσα μειοψηφία, λέγοντας πως, «ἐνῶ παριστάνουν τοὺς θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότωσι τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν, ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας ποὺ σοῦ σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία. Δὲν σὲ ὁδηγεῖ στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀναπαύσεως».
Άλλοι πάλι αντιδρούν εν ονόματι δήθεν της αληθείας και της Ορθοδόξου παραδόσεως. Θα χρησιμοποιήσω τις πολύ χαρακτηριστικές εκφράσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου στην τελευταία επί τη εορτή της Ορθοδοξίας Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιο επί τη συγκλήσει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Ἡ διάκριση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, δὲν εἶναι πάντοτε εὐχερής. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ πίστευαν καὶ πιστεύουν ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθεια, καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ χαρακτηρίζουν ὡς «αἱρετικοὺς» όσους δεν συμφωνούν με τις απόψεις τους. Η Ορθόδοξη Ἐκκλησία στὴν περίπτωση αὐτὴ μία καὶ μόνον αὐθεντίαν ἀναγνωρίζει: τὴν Σύνοδον τῶν κανονικῶν ἐπισκόπων της. Ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκριση μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δὲν εἶναι δυνατή. Ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες της φέρουν τὴν σφραγῖδα τῆς συνοδικότητος. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος».
Κατά τη γνώμη μου οι σπασμωδικές αντιδράσεις των παντοίων αυτοαποκαλούμενων υπερασπιστών της Ορθοδοξίας, που μάλιστα εμφανίζονται από την αρχή – πριν από έναν αιώνα – της προσυνοδικής διαδικασίας, είναι αναμενόμενη, αφού διαβλέπουν τη συνοδική καταδίκη των απόψεων και ενεργειών τους, και μάλιστα ομόφωνα από σύνολη την ανά την οικουμένην Εκκλησία, δια του άρθρου 22 του εκκλησιολογικού κειμένου (Σχέσεις της Ορθόδοξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο), το οποίο σαφέστατα δογματίζει πως «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως».
Η Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη, που για πρώτη φορά σε αυτό το επίπεδο πρόκειται να διατυπωθεί επίσημα, και με αυτήν κυρίως θα απασχολήσω την αγάπη σας, έρχεται σε μια ιστορική στιγμή, κατά την οποία όλος ο κόσμος, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή ακόμη και μη-θρησκευτικές πεποιθήσεις, έχει με ενθουσιασμό αποδεχθεί παρόμοια ιεραποστολικά κείμενα: Και πρώτα και κύρια την περίφημη Αποστολική Προτροπή Evangelii Gaudiumαπό τον Πάπα Φραγκίσκο (2013), την οποία μάλιστα ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Οικουμενικού μας Πατριάρχη, και επισκόπου της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινουπόλεως, συμπληρώνει με την περσινή του εγκύκλιο Laudato Si (2015), αλλά και πρόσφατα με την αναφερόμενη σε θέματα οικογενείας Amoris Laetitia (2016). Παράλληλα όμως με την ιεραποστολική διακήρυξη της Αγίας Έδρας, και σχεδόν ταυτόχρονα (2013), το σύνολο της χριστιανικής κοινότητας δημοσιεύει τη νέα ιεραποστολική διακήρυξη (Together towards Life: Missionand Evangelismin Changing Landscapes) στο χώρο της παγκόσμιας χριστιανικής ιεραποστολής/μαρτυρίας.
Η Ορθόδοξη ιεραποστολική διακήρυξη αποτελείται από ένα εισαγωγικό προοίμιο και 6 ενότητες με αντίστοιχους τίτλους: Α. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, Β. Περί ἐλευθερίας καὶ εὐθύνης, Γ. Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης, Δ. Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου, Ε. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων, και ΣΤ. Ἡ προφητική ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ.
Στο Προοίμιο τονίζεται εμφατικά, και σε αντίθεση με επικρατούσες αντι-ακτιβιστικές απόψεις συντηρητικών ως επί το πλείστον κύκλων της Ορθοδοξίας, ότι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, συμμετέχει εἰς τήν ἀγωνίαν καί τά ὑπαρξιακά προβλήματά του… διά τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης. Ὁ λόγος της πρός τόν κόσμον ἀποβλέπει πρωτίστως ὄχι εἰς τό νά κρίνῃ καί καταδικάσῃ τόν κόσμον (πρβλ. Ἰωάν. 3,17 καί 12, 47), ἀλλά εἰς τό νά προσφέρῃ εἰς αὐτόν ὡς ὁδηγόν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Στην Α΄ενότητα περί της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, αφού θεμελιώνεται θεολογικά «η ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπορρέουσα ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ καί ἐκ τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ εἰς τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον», τονίζεται πως «εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου». Το κείμενο μάλιστα απευθύνει και μία έκκληση: «Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, καλοῦνται νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν». Και μάλιστα προχωράει ακόμη πιο πέρα: «έχομεν τήν πεποίθησιν ὅτι, ὡς «Θεοῦ συνεργοί» (Α´ Κορ. 3,9), δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἀπό κοινοῦ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως».
Στην Β΄περί ελευθερίας και ευθύνης ενότητα, αφού καταφάσκεται η υψίστη δωρεά από το Θεό της ελευθερίας του ανθρώπου, καταγγέλλεται προφητικά «ἡ κοινωνική ἀνισότης, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἰς τόν χῶρον τῆς ἐλευθερίας τῶν συνειδήσεων καί τῆς θρησκευτικῆς εἰδικώτερον ἐλευθερίας,…ἡ οἰκονομική ἀθλιότης, ἡ ἄνισος κατανομή ἤ καί ἡ παντελής στέρησις τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρός τό ζῇν ἀγαθῶν, ἡ πεῖνα τῶν ὑποσιτιζομένων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, αἱ βίαιαι μετακινήσεις πληθυσμῶν καί ἡ ἀθέμιτος διακίνησις ἀνθρώπων, τό προσφυγικόν χάος, ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος». Χωρίς να απαξιώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα δίνεται παράλληλα έμφαση και στην ευθύνη των ανθρώπων: «Ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλευθερίας».
Στις ενότητες Γ' και Δ' περί ειρήνης και δικαιοσύνης και η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου αντίστοιχα, διατρανώνεται ότι «τά δῶρα τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης ἐξαρτῶνται καί ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖ πνευματικά δῶρα, ὅταν ἐν μετανοίᾳ ἐπιζητῶμεν τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ. Τά δῶρα ταῦτα τῆς εἰρήνης καί δικαιοσύνης ἐμφανίζονται ἐκεῖ ἔνθα οἱ Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εἰς τό ἔργον τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (Α΄ Θεσ. 1,3)». Επίσης, εκφράζεται η αλληλεγγύη εξαιτίας «τῶν καταπιέσεων καί διώξεων τῶν χριστιανῶν καί ἄλλων κοινοτήτων, ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως αὐτῶν, εἰς τήν Μέσην Ἀνατολήν καί ἀλλαχοῦ, καθώς καί αἱ ἀπόπειραι ἐκριζώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ τῶν παραδοσιακῶν κοιτίδων αὐτοῦ», ενώ και πάλι αναφέρεται, ότι «ἀπειλοῦνται αἱ ὑφιστάμεναι διαθρησκειακαί καί διεθνεῖς σχέσεις», αλλά δίνεται η διαβεβαίωση πως «οἱ ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξοι συμπάσχουν μετά τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν χριστιανῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων διωκομένων ἐν τῇ περιοχῇ καί καλοῦν εἰς ἐξεύρεσιν δικαίας καί μονίμου λύσεως τῶν προβλημάτων τῆς περιοχῆς».
Η Ε΄ ενότητα, με τίτλο η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των διακρίσεων, διαλαμβάνει το θέμα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων «ἐν τῷ πνεύματι τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τῶν ἀνθρώπων», ανεξαρτήτως θρησκείας, φύλου, χρώματος, φυλής, έθνους κλπ. «Ἡ θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἐν προκειμένῳ σαφής. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ‘ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς’ (Πράξ. 17, 26) καί ὅτι ἐν Χριστῷ ‘οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ’ (Γαλ. 3, 28)». Βεβαίως, υποστηρίζεται, σε αντίθεση με τις εντεινόμενες κοσμικές απαιτήσεις , ότι η Εκκλησία «ἀξιολογεῖ τήν ἐφαρμογήν τῶν ἀρχῶν αὐτῶν ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί τῶν μυστηρίων, τῆς οἰκογενείας, τῆς θέσεως τῶν δύο φύλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῶν ἐν γένει ἀξιῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως». Και μάλιστα διακηρύσσει, ότι «ἡ Ἐκκλησία ἔχει δικαίωμα ἵνα διακηρύττῃ τήν μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας της εἰς τὀν δημόσιον χῶρον».
Η ΣΤ΄ και τελευταία ενότητα με τίτλο Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ, αποτελεί αναμφίβολα την πλέον ριζοσπαστική και προφητική διακήρυξη που εξέρχεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και δείγματα μιας τέτοιας μαρτυρίας είχαν διαφανεί στα ανακοινωθέντα του εγκαινιασθέντος από την δεκαετία του ’90 επί πατριαρχίας Βαρθολομαίου θεσμού των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, σε μια προσπάθεια αναβίωσης του συνοδικού θεσμού της Ορθοδοξίας.
Ψήγματα μόνο, λόγω του περιορισμένου χρόνου, από τις 15 μεστές περιεχομένου υπο-ενότητες/παραγράφους θα αναφέρω: «Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται νά μείνῃ ἀδιάφορος ἔναντι τῶν οἰκονομικῶν καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. Ἐπιμένει εἰς τὴν ἀνάγκην, οὐχί μόνον ἡ οἰκονομία νά ἐρείδηται ἐπί ἠθικῶν ἀρχῶν, ἀλλά καί ἐμπράκτως νά διακονῆται δι᾽ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος» (παρ. 3).«Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς… στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί ἀνθρωπιστικῆς εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος. Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης» (παρ. 4).
Εκτός από τις αναφορές στα θέματα της κοινωνικής ευθύνης των πιστών (παρ. 5), της ανάγκης στενότερης συνεργασίας λαών και κρατών για ειρηνική επίλυση των διαφορών (παρ. 6), του καταναλωτισμού (παρ. 7), της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (παρ. 8), της εκκοσμίκευσης (παρ. 9), της επιστημονικής έρευνας (παρ. 11),της βιο-ηθικής (παρ. 12), της από-ιεροποίησης των πάντων στο σύγχρονο πολιτισμό (παρ. 13), και της ιερότητας του γάμου και της παραδοσιακής οικογένειας (παρ.14), το κείμενο αναλύει και το προσφιλές στον Οικουμενικό μας Πατριάρχη, τον παγκοσμίως αναγνωριζόμενο και ως «πράσινο» Πατριάρχη, θέμα της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας: «Ἡ οἰκολογική κρίσις, ἡ ὁποία συνδέεται πρός τάς κλιματολογικάς ἀλλαγάς καί τήν ὑπερθέρμανσιν τοῦ πλανήτου, καθιστᾷ ἐπιτακτικόν τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως συμβάλῃ, διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς πνευματικῶν μέσων, εἰς τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνθρωπίνης ἀπληστίας. Ἡ ἀπληστία διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν πνευματικήν πτώχευσιν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅτι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Δημιουργοῦ: ‘Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ’ (Ψαλμ. 23,1)... Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα ὅτι ὄχι μόνον αἱ σημεριναί, ἀλλά καί αἱ μελλοντικαί γενεαί ἔχουν δικαίωμα ἐπί τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Δημιουργός» (παρ. 10).
Και το κείμενο καταλήγει: «Εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν καί ἀείποτε, ἡ προφητική καί ποιμαντική φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀπευθύνεται εἰς τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί καλεῖ αὐτόν, μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἵνα ἐνστερνισθῇ καί βιώσῃ ‘ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα’ (Φιλιπ. 4,8), τήν θυσιαστικήν ἀγάπην τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου της, τήν μόνην ὁδόν πρός ἕνα κόσμον εἰρήνης, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν» (παρ. 15).
Tο κείμενο αυτό, βέβαια, αν και σχολιάστηκε θετικά υπό ομάδος 15 επιστημόνων με ειδίκευση την ιεραποστολική δέχτηκε ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας διορθωτικές προτάσεις, οι οποίες αξιολογούνται από Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, στις οποίες καθηκόντως υποβλήθηκαν. Για τον Οικουμενικό, μάλιστα, Πατριάρχη στην προμνημονευθείσα εγκύκλιο δεν αποτελεί τον τελευταίο λόγο της Εκκλησίας για την μαρτυρία της Εκκλησίας μας στον κόσμο, ο οποίος «ἀναμένει νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (καί ἐπὶ πολλῶν ἄλλων) ἐκ τῶν φλεγόντων προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον. Εκρίθη ἀναγκαῖον ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διευθετήσῃ πρῶτον τὰ τοῦ οἴκου της πρὶν ἢ ἐκφέρῃ λόγον πρὸς τὸν κόσμον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει παύσει νὰ θεωρῇ χρέος της. Τὸ ὅτι μετὰ τὴν πάροδον τόσων αἰώνων ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράζει τὴν συνοδικότητά της ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἀποτελεῖ τὸ πρῶτον καὶ ἀποφασιστικὸν βῆμα, τὸ ὁποῖον ἀναμένεται ὅτι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μετ᾿ οὐ πολὺ θὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλα διὰ τῆς συγκλήσεως, σὺν Θεῷ, καὶ ἄλλων Πανορθοδόξων Συνόδων».
Ποια άραγε θέματα υπονοεί ο Παναγιώτατος, με δεδομένη την πληρότητα του ιεραποστολικού κειμένου που μόλις τώρα αναλύσαμε; Ασφαλώς την αδυναμία συναίνεσης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών περί το ακανθώδες ζήτημα του κοινού εορτασμού του Πάσχα. Το θέμα δηλαδή που αποτελεί το σημείο αιχμής ουσιαστικό ζήτημα όλων των αντι-οικουμενικών συνδρόμων που ταλανίζουν την δύσμοιρη Ορθοδοξία, και μάλιστα σε εκκωφαντική αντίθεση προς της επιταγές της Α΄Οικουμενικής Συνόδου, της επονομαζόμενης «αγίας και μεγάλης συνόδου» της Εκκλησίας, που εν μέρει προσδιόρισε και την ονομασία της φετινής Πανορθοδόξου Συνόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου