Του Γιάννη Γιγουρτσή
Φιλολόγου της Μεγάλης του Γένους Σχολής
Το Πάσχα στην Πόλη είναι αλλιώτικο. Παράδοση αιώνων που συνεχίζεται αδιάλειπτη και όμως, κάθε χρονιά μπορεί να είναι λίγο διαφορετική, όπως κάθε ζωντανή παράδοση. Πάσχα κάποτε απρόβλεπτο, πάντα συγκινητικό-αρκεί να έχεις και εσύ τις κεραίες σου ανοιχτές και να συλλαμβάνεις τις εικόνες και τις αισθήσεις.
Τα τελευταία χρόνια κάνω συνήθως Ανάσταση στην γειτονία μου, τα Ταταύλα, το σημερινό Κουρτουλούς, και στην κεντρική εκκλησία τους, τον Άγιο Δημήτριο.
Τα Ταταύλα ήταν η κατεξοχήν ελληνική συνοικία της Πόλης, κάποτε. Μια παλιά συνοικία, ένα χωριό, με αποκλειστικά ελληνικό πληθυσμό, που χτίστηκε, ήδη από τον 17ο αιώνα, στην κορφή, αρχικά, του λόφου πίσω από το υγρό Κασίμ Πασά, να αγναντεύει τον Κεράτιο πέρα, αλλά και κοντά στα ναυπηγεία όπου δούλευαν οι περισσότεροι άντρες του χωριού. Οι πιο πολλοί από αυτούς είχαν έρθει από νησιά ή άλλες παράλιες περιοχές του Αιγαίου για να δουλέψουν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Τα Ταταύλα μεγάλωσαν και απλώθηκαν με τον καιρό, έπιασαν τις πλαγιές του λόφου: μέχρι το Ντολάπ Ντερέ από τη μία, το ταπεινό ρέμα της φτωχολογιάς, που το χώριζε από τον απέναντι λόφο του αριστοκρατικού Πέρα, ως το Οκ Μειντάνι από την άλλη, το πεδίο βολής του όπου έκαναν ασκήσεις στην τοξοβολία τα πριγκιπόπουλα από το οθωμανικό παλάτι μαζί με τους φίλους τους και αυριανούς πασάδες του ντοβλετιού.
Στη συνέχεια, όταν ο κόσμος πλήθυνε ακόμα περισσότερο, τα Ταταύλα επεκτάθηκαν προς τα βόρεια, δεξιά και αριστερά από την μεγάλη ομώνυμη λεωφόρο που άνοιξε και κατευθυνόταν προς τα μνήματα και τις εξοχές του Σισλί. Τις 40.000 ανθρώπους, έφτανε κάποτε ο πληθυσμός τους, τις μέρες της μεγάλης ακμής, στις αρχές του 20ου αιώνα, λίγο πριν να αλλάξουν όλα με την μεγάλη πυρκαγιά του 1928. Τότε τα Ταταύλα καταστράφηκαν, σε μια μεγάλη φωτιά, από αυτές που ταλαιπώρησαν αιώνες της Πόλης, που έκαψε ένα μεγάλο μέρος τους. Με την επανοικοδόμηση δόθηκε η αφορμή να αλλάξει και το όνομα και ως έναν βαθμό και ο χαρακτήρας της περιοχής, που είχε πια μετατραπεί σε συνοικίας μιας Πόλης που ολοένα και μεγάλωνε. Τα Ταταύλα έγιναν Κουρτουλούς (Απελευθέρωση) και άρχισαν να έρχονται, εκτός από τους Αρμεναίους που υπήρχαν από παλιότερα και μουσουλμάνοι πλέον κάτοικοι. «Απελευθέρωση από εμάς» μου είπε κάποτε με πίκρα ένας παλιός Ταταυλιανός. «Αυτό ήθελαν. Γι' αυτό το είπαν έτσι.» Βέβαια θα πάρει λίγο ακόμα μέχρι να αδειάσει η συνοικία από τους γηγενείς Έλληνες κατοίκους της που ακολούθησαν την μοίρα των Ρωμιών της Πόλης εν γένει. Τα Ταταύλα, το Κουρτουλούς,, είχαν μεταμορφωθεί στο μεταξύ, την δεκαετία του 1950 -1950 σε μια μεσοαστική ελληνική συνοικία με νοικοκυραίους και κυράδες, μεροκαματιάρηδες και υπαλλήλους, εργάτες και μαγαζάτορες που οι περισσότεροι είχαν τα καταστήματα και τις δουλειές τους στη περιοχή ή και στις γειτονικές συνοικίες, το Φερίκιοϊ, το Σισλί, το Πέρα.
Οι Ταταυλιανοί ως παλιοί Ρωμιοί της Πόλης και λόγω της σύστασης και του δυναμισμού της κοινότητας τους, αποτελούσαν τον πυρήνα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Μπορεί να μην είχαν τα Ταταύλα την λάμψη του Πέρα, το βάρος της Ιστορίας του Φαναρίου, ή τον κοσμοπολιτισμό των Νησιών και κάποιων χωριών του Βοσπόρου, συνιστούσαν όμως μια συμπαγή κοινότητα που αποτελούσε το σώμα, τον κύριο πληθυσμιακό κορμό της πολιτικής Ρωμιοσύνης. Όταν το σώμα είναι γερό πάει καλά ο άνθρωπος, όταν το σώμα πάσχει, αδυνατίζουν και τα άκρα σίγα σιγά
Οι περισσότεροι Ρωμιοί τελικά έφυγαν, τους έδιωξαν, τους ανάγκασαν να φύγουν, και τα τρία αν προτιμάτε κατά περίπτωση. Τα μαγαζιά άλλαξαν χέρια, τα σπίτια πουλήθηκαν. Νέοι κάτοικοι ήρθαν, ξένοι ανατολίτες, αργότερα και άλλοι μέτοικοι, τα τελευταία χρόνια πρόσφυγες και μετανάστες από το εξωτερικό. Τελικά αρχές της δεκαετίας του 1980 έκλεισε και το ιστορικό σχολείο. Τα Ταταύλα έγιναν για τα καλά πλέον Κουρτουλούς.
Ωστόσο η κοινότητα, αν και εξασθενημένη δεν πέθανε.
Στην περιοχή, ακόμα και σήμερα, έχεις την μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων της Πόλης, Ρωμιών και Ελλαδιτών. Είναι αυτοί που έμειναν, σε πείσμα των καιρών, και εμείς που ήρθαμε, που –επιλέξαμε να μείνουμε εδώ-, όχι γιατί είναι η πιο όμορφη περιοχή της Πόλης, αλλά γιατί μαζί με τα τόσα θετικά και καλά που έχει (πολύ κοντά στο κέντρο, καλή συγκοινωνία, εξαιρετική αγορά, σχετικά λογικές τιμές στα ενοίκια, γειτονιές συμμαζεμένες) έχει και κάτι που σε τραβάει ανεξήγητο να έρθεις να μείνεις. Ίσως να είναι το ότι ακόμα εδώ θα ακούσεις να μιλάνε κάποτε στον δρόμο ελληνικά, θα μπεις σε μαγαζιά που όταν ξέρουν πως είσαι Έλληνας θα σου πουν καλημέρα στη γλώσσα σου, θα γνωρίσεις ανθρώπους που θα σου αφηγηθούν ιστορίες για τους Ρωμιούς γείτονες, τους φίλους τους που έφυγαν και τους λείπουν, θα πας στα ζαχαροπλαστεία-όλα ελληνικά κάποτε-και θα βρεις να πουλάνε και σήμερα τσουρέκια, σοκολατένια πασχαλινά λαγουδάκια και βαμμένα κόκκινα αυγά, θα δεις την φημισμένη ταβέρνα της Δέσποινας, θα δεις τους μασκαράδες για το Μπακλαχοράνι –το ταταυλιανό καρναβάλι- που τελευταία αναβιώνει και πάλι.
Η κοινότητά μας στο Κούρτουλους έχει πάντα σαν κέντρο το περίφημο ναό του Αγίου Δημητρίου, μια μεγάλη εκκλησία, χαρακτηριστική κατασκευή του 18ου αιώνα, που μοιάζει με αποθήκη εξωτερικά, όπως όφειλαν να φαίνονται οι εκκλησίες της εποχής για να μην δίνουν στόχο, που μέσα όμως δείχνει τον πλούτο και την ευμάρεια που κάποτε είχε η κοινότητα, αλλά και το μεράκι των κατοίκων της.
Το λαμπρό –και πανάκριβο-τέμπλο, που πρόσφατα συντήρησε υποδειγματικά η δραστήρια επιτροπή της Κοινότητας, αποτελεί το ορατό δείγμα της παλιάς αίγλης. Και σήμερα όμως Άγιος Δημήτριος έχει τον χαρακτήρα ενορίας ενεργής. Έχει μόνιμο παπά και διάκο και λειτουργεί κάθε Κυριακή και όλες τις μεγάλες γιορτές φυσικά, έχοντας ποίμνιο τακτικό και όχι μικρό-για τα τωρινά δεδομένα-, και βεβαίως εξαιρετικούς ψάλτες, ανάμεσά τους και ο καλύτερος ίσως πρωτοψάλτης της Πόλης, μετά την αποχώρηση του μεγάλου Λεωνίδα Αστέρη από τον Πατριαρχικό ναό.
Στα Ταταύλα λοιπόν, και στον Άγιο Δημήτριο γιορτάσαμε και φέτος την Ανάσταση. Πολύ νωρίς βέβαια, στις 8.30 και ενώ ο ουρανός ήταν ακόμα φωτεινός, είπαμε το Χριστός Ανέστη. Για λόγους ασφαλείας γίνονται όλα αυτά "Δια το φόβον των Ιουδαίων" που δεν είναι φυσικά καθόλου Ιουδαίοι σήμερα.
Σημεία των καιρών. Οι άνθρωποι σφιγμένοι λόγω του κλίματος των τελευταίων μηνών, με τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε τακτική βάση, με την αστυνομία μέσα στο προαύλιο και γύρω από τον ναό για λόγους ασφάλειας δικής μας βεβαίως, ήρθαν ωστόσο να γιορτάσουν την Ανάσταση και να πάρουν το Άγιο Φως στο σπίτι τους, φως που δεν ήρθε ασφαλώς με κανένα πρωθυπουργικό αεροπλάνο από τα Ιεροσόλυμα, αλλά καίει, όπως συμβαίνει εδώ και αιώνες, στην ακοίμητη κανδήλα του ναού.
Έλειψαν βέβαια κάποιοι, και κυρίως οι πολυπληθείς άλλοτε, επισκέπτες από την γειτονιά, μουσουλμάνοι ντόπιοι ή νεοφερμένοι που έρχονται στον φιλόξενο ναό από περιέργεια και μια λανθάνουσα κατάνυξη και παρακολουθούν την ακολουθία και τις «περίεργες», μακρόσυρτες, αλλά ωραίες τελετές των χριστιανών γειτόνων τους.
Η ακολουθία τελείωσε γρήγορα. Στις 10 είχε ήδη κάνει απόλυση και ο Δεσπότης, αρχιερατικός προϊστάμενος της περιφέρειας, μοίρασε τα νόστιμα μικρά ψωμάκια που δίνει σε τέτοιες περιπτώσεις ως αντίδωρο η εκκλησία- φροντίδα και αυτή, ασφαλώς, του μερακλή και δραστήριο Προέδρου και της Κοινότητας.
Προηγουμένως, αμέσως μετά την Ανάσταση, ο Δεσπότης είχε ευλογήσει και τα κόκκινα αυγά, τα οποία φρόντισε να μοιράσει.
Την επομένη ο ναός δεν θα έκανε τον Εσπερινό της αγάπης. Το Πάσχα πέφτει φέτος Πρωτομαγιά, και η Πρωτομαγιά στην Πόλη κάθε άλλο παρά μέρα χαράς και χαλάρωσης είναι. Η αστυνομία είχε παρακαλέσει να μην αργήσουμε, όσο γίνεται στις ακολουθίες, ενώ την επομένη πολλοί δρόμοι που οδηγούν στην περιοχή θα είναι κλειστοί, για να αποφευχθεί η κάθοδος στην πλατεία Ταξίμ, διαδηλωτών που πιθανόν θα ήθελαν να γιορτάσουν εκεί την Πρωτομαγιά.
Παρά το αντίξοο της βραδιάς και το ακατάλληλο της ώρας (Ανάσταση τέτοια ώρα έκανα μόνο μια φορά στην ζωή μου, στον στρατό, όταν υπηρετούσα σε ένα ορεινό χωριο της Χίου- αξέχαστη εμπειρία), η αίσθηση πληρότητας, η κατάνυξη και συγκίνηση υπήρξαν ακέραια.
Λίγο μετά τις 10 ήμουν στο σπίτι, κρατώντας το φώς μέσα στο αυτοσχέδιο φαναράκι που χρησιμοποιώ κάθε χρόνο για το σκοπό αυτό: ένα κουτί του νέσκαφε μέσα στο οποίο βάζω μέσα ένα κερί-ρεσό. Πήρα την λαμπάδα και έκανα τον καθιερωμένο σταυρό στο κατώφλι του σπιτιού μου. Μπήκα μέσα, άναψα ένα μεγάλο κερί με το φως και είπα να καθίσω να ξεκουραστώ.
Και εκείνη την στιγμή όμως, συνειδητοποίησα πως η ώρα ήταν ακριβώς η κατάλληλη για να σηκωθώ και να πάω στο Φανάρι, να παρακολουθήσω και εκεί την Ανάσταση, στο Πατριαρχείο, όπου βεβαίως γίνεται κανονικότατα και στην ώρα της με την τάξη και την μεγαλοπρέπεια που ο χώρος και η Ιστορία επιβάλλουν. «Ευκαιρία. Δεν θα έχει και κόσμο φέτος» σκέφτηκα και ξεκίνησα για να φύγω για το μετρό. Αυτά όμως είναι μια άλλη πολίτικη ιστορία.
Χριστός Ανέστη !
Πόλη, Πάσχα του 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου