6/01/2016

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ "ΤΟΜΟΣ ΑΓΑΠΗΣ" Vatican-Phanar (1958-1970)


Δημήτρης Μπαλτᾶς 
Τόμος ἀγάπης Vatican-Phanar (1958-1970), Rome-Istanbul 1971, σελ. 733 
Ἡ σημερινή κατάθεση ἀφορᾶ σ’ ἕνα μνημειῶδες ἔργο πού εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας πρίν ἀπό 45 ἀκριβῶς χρόνια. Πρόκειται γιά τόν Τόμο Ἀγάπης, δηλαδή γιά τά συνολικῶς 284 κείμενα (ἐπιστολές καί προσφωνήσεις) πού ἀντάλλαξε ἡ Ἁγία Ἕδρα καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά τά ἔτη 1958-1971. 
Ἀναφέρεται στόν Πρόλογο τοῦ τόμου ὅτι «τά κείμενα ταῦτα ἀποβαίνουσι μάρτυρες μιᾶς κοινῆς ζωῆς [τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν χριστιανῶν] … Ἐθεωρήθη ὅτι τά κείμενα ταῦτα, ἐλάχιστα ἤ ἀνεπαρκῶς γνωστά, ἔδει ἵνα ὑποβληθῶσιν εἰς τήν κρίσιν τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος». Ἐπειδή λοιπόν νομίζω ὅτι τά κείμενα αὐτά ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν ἄγνωστα στό «χριστιανικό πλήρωμα» καί ἐπειδή ὁ ἀπομονωτισμός, πού χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα πολλά μέλη τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυστυχῶς καθοριστικός τῶν ἐξελίξεων, προχωρῶ στήν σύντομη παρουσίαση τοῦ Τόμου. 
Ἀναφερόμενος στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ Καθολική Ἐκκλησία διαπνέεται ἐκ τοῦ συναισθήματος ἀγάπης πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν» (σ. 68). Ἀκολούθως θά γίνει τόσο ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὅσο καί ἀπό τόν Πάπα Παῦλο VI, πολύς λόγος γιά τήν ἑνότητα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν (σ. 86, σ. 189, σ. 193, σ. 264, σ. 387, σ. 597), οἱ ὁποῖες θά προχωρήσουν σέ ἕναν «καρποφόρο θεολογικό διάλογο» (σ. 174), τόν λεγόμενο «διάλογο τῆς ἀγάπης» (σ. 191, σ. 317). Αὐτή ἡ ἀναζητουμένη ἑνότητα θά καταστεῖ πραγματικότητα ἀκριβῶς μέ τόν «διάλογο τῆς ἀγάπης» (σ. 197). Μάλιστα σέ μία προσφώνησή του ὁ Πάπας (27.7. 1967) θά προχωρήσει ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας ὅτι «ἐάν ἡ ἑνότης πίστεως ἀπαιτεῖται διά τήν πλήρη κοινωνία [τῶν δύο Ἐκκλησιῶν], ἡ ποικιλία τῶν ἐθίμων δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιον δι’ αὐτήν» (σ. 375). Βεβαίως, σέ μία προηγούμενη προσφώνηση τοῦ γνωστοῦ καρδιναλίου Α. Bea πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα ἀναγνωρίζεται ὅτι «δέν θά εἶναι εὐχερής ἡ γεφύρωσις ἑνός χάσματος ἐννέα αἰώνων» (σ. 199). 
Στήν σχετική ἀντιφώνησή του ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τονίζει, μεταξύ ἄλλων, ὅτι «ἐν τῇ ἀποκαταστάσει τῆς ἀγάπης, ἐξουδετεροῦντες τήν ἀποξένωσιν καί γεφυροῦντες τήν ἀπόστασιν … ἀναζητοῦμεν … τήν ἀποκατάστασιν τοῦ ἀρχαίου κάλλους τῆς Μιᾶς καί Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας» (σ. 204). Σέ μία ἄλλη προσφώνηση, ἐκείνη τοῦ Μητρ. Ἡλιουπόλεως καί Θείρων Μελίτωνος, τονίζεται χαρακτηριστικά ὅτι «διά τῆς πράξεως ταύτης [πράξεως ἀγάπης] δέν ἀποκαθίσταται ἡ πλήρης κοινωνία μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθ’ ὅσον αὕτη οὐδεμίαν ἐπιφέρει μεταβολήν εἰς τήν ὑφιστάμενην σήμερον ἐν ἑκατέρᾳ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν κατάστασιν δογματικῆς διδασκαλίας, κανονικῆς τάξεως, θείας λατρείας καί ἐν γένει ἐκκλησιαστικοῦ βίου, οὐδέ ὑποσημαίνει ἀποκατάστασιν τῆς κοινῆς μυστηριακῆς ζωῆς» (σσ. 262-264). 
Πάντως ἱστορική εἶναι ἡ στιγμή (7 Δεκεμβρίου 1965) τῆς ἄρσεως «ἀπό τῆς μνήμης» (σ. 292) τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054. Ὡστόσο, ἐπισημαίνεται ὅτι «ἡ χειρονομία αὕτη δικαιοσύνης καί ἀμοιβαίας συγγνώμης δέν δύναται νά ἐξαρκέσῃ εἰς τερματισμόν τῶν διαφορῶν, παλαιῶν καί νεωτέρων … αἵτινες, τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά ὑπερπηδηθῶσιν… » (σσ. 280-283). 
Ἐκτός τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητας, γιά τίς ὁποῖες γίνεται πολύς λόγος, στόν Τόμο Ἀγάπης ἀποτυπώνεται καί προβάλλεται ἡ πραγματικότητα τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» (σ. 348, σ. 391, σ. 445), τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς. 
Χαρακτηριστικό εἶναι τό σημεῖο τῆς προσφωνήσεως τοῦ Πατρ. Ἀθηναγόρα (Βασιλική τοῦ Ἁγίου Πέτρου, 26.10.1967) ὅπου ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ ἔξοδος ἡμῶν ἐκ τῆς ἀπομονώσεως καί τῆς αὐταρκείας ἀπεκάλυψεν ἡμῖν τήν ἀλήθειαν ὅτι πλείονα εἰσί τά ἑνοῦντα καί ὀλιγώτερα τά χωρίζοντα ἡμᾶς» (σ. 414). 
Βεβαίως ἡ ἡμέρα ἐκείνη τήν ὁποία εὔχονταν τόσο ὁ Πατρ. Ἀθηναγόρας ὅσο καί ὁ Πάπας Παῦλος VI γιά τήν «πλήρη κοινωνία» (σ. 443, σ. 537) καί τήν «τελικήν ἕνωσιν» (σ. 586) τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δέν ἔχει φθάσει ἀκόμη, ἄν καί εἶχε γίνει τότε μεγάλη πρόοδος (σ. 584, σ. 611). 
Σέ μία γενικότερη ἀποτίμηση, θά ἔλεγα ὅτι στά κείμενα πού συναπαρτίζουν τόν Τόμο Ἀγάπης διακρίνεται, ἐκτός ἀπό ἕνα πνεῦμα ἀγάπης καί οἰκειότητας, μία εἰλικρινή διάθεση νά φθάσουν οἱ δύο Ἐκκλησίες ὄχι ἁπλῶς σέ μία προσέγγιση ἀλλά σέ πλήρη ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών τους πού εἶχαν διαρραγεῖ ἐπί αἰῶνες. 
Σήμερα, δεκαετίες μετά τήν ἔκδοση τοῦ Τόμου Ἀγάπης, εἶναι, νομίζω, ἐπιβεβλημένο νά ἀναδειχθοῦν ἐκ νέου τά κείμενα αὐτά, στό πλαίσιο τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου. Διότι μόνον ὁ διάλογος θά βγάλει τό «χριστιανικό πλήρωμα» ἀπό τόν ἀπομονωτισμό καί τήν περιχαράκωση στήν ὁποία ἔχει περιέλθει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου