9/07/2020

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΨΑΛΤΙΚΗ

Δρ Αντώνιος Χατζόπουλος 
Άρχων Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε. 
Η καθιέρωση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του νέου τρόπου γραφής της εκκλησιαστικής μουσικής αποτέλεσε σταθμό στην καθόλου εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων για τις επόμενες δεκαετίες. Η μουσική μεταρρύθμιση ήταν επιμελώς προετοιμασμένη καθότι ο ένας από τους τρεις διδασκάλους, ο Χουρμούζιος Γεωργίου, ο μετέπειτα τιμηθείς με το οφίκιο του Χαρτοφύλακος, είχε συγγράψει μία πλήρη, επιστημονική και συστηματική μέθοδο της εκκλησιαστικής μουσικής θεμελιώνοντας έτσι επιστημονικά την νέα μέθοδο [Χουρμουζίου Γεωργίου, (Αυτόγραφο στην ΕΒΕ), Εισαγωγή εις το Θεωρητικόν και Πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής κατά την νέαν της Μουσικής Μέθοδον, Κωνσταντινούπολις, 1829]. Η πρώτη επίσημη και τολμηρή θα έλεγα ανακοίνωση-κοινοποίηση της νέας μεθόδου της εκκλησιαστικής μουσικής από τη Μεγάλη Εκκλησία έγινε στις 25 Νοεμβρίου του 1815 με την Προκήρυξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εκδόθηκε επί της πατριαρχίας του σοφού Κυρίλλου του Στ΄, και η οποία είναι το πρώτο επίσημο κείμενο για την εκκλησιαστική της έγκριση. Στο κείμενο μνημονεύονται ως «εξ επαγγέλματος μουσικοί» οι τρεις άνδρες που πρωταγωνίστησαν στη μελέτη της νέας μεθόδου: «ο ιερολογιώτατος εν διακόνοις κυρ Χρύσανθος, ο Μουσικολογιώτατος Λαμπαδάριος της Μεγάλης εκκλησίας κυρ Γρηγόριος και ο μουσικολογιώτατος κυρ Χουρμούζιος». Η Προκήρυξη αυτή στάλθηκε συνημμένη μαζί με μία Πατριαρχική και Συνοδική Επιστολή-Εγκύκλιο προς τους Αρχιερείς του Θρόνου και με σκοπό να τους παρακαλέσει, αφ’ ενός για τη συλλογή οικονομικών πόρων, αφ’ ετέρου να τους προτρέψει να στείλουν μαθητές για να φοιτήσουν στη νέα Σχολή, που ήδη λειτουργούσε τέσσερεις περίπου μήνες πριν την αποστολή της. 
Τα δύο αυτά κείμενα είναι μοναδική εκκλησιαστική πηγή πληροφοριών και τεκμηρίωση για την παρακμή της παλιάς μουσικής γραφής και προετοιμασία των μουσικών για την αποδοχή και εφαρμογή της. Είχα την χαρά να τις βγάλω από την λήθη και να τις αναδημοσιεύσω από τα περιοδικά Λόγιος Ερμής και Ελληνικός Τηλέγραφος της Βιέννης, μετά από δυο περίπου αιώνες στην διατριβή μου (δημοσιεύονται παρακάτω). Η παλιά μουσική σημειογραφία ήταν συμβολική-συνοπτική και τα μουσικά σημάδια αντιστοιχούσαν σε μεγάλες μελωδικές γραμμές, τις οποίες ο μουσικός γνώριζε από μνήμης, μετά από μακροχρόνια τριβή.Η Προκήρυξη και η Επιστολή κάνουν λόγο για την παλιά γραφή, η οποία πλέον «μιμήσει μόλις και ακοή εγένετο μαθητή τοις οξυτέροις και φιλοπονωτέροις» και ότι οι μαθητευόμενοι έφριτταν για τον «ακαταληψίας γνόφον» και για τις δυσκολίες εκμάθησής της. Τα ιστορικά αυτά κείμενα αναφέρονται στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μαθητές λόγω πολυχρόνιας τριβής προκειμένου να την εκμάθουν, αλλά και στην παρακμή της «αγγελομιμήτου ταύτης ασματικής», η οποία είχε χάσει με την πάροδο του χρόνου κάθε ερμηνευτική μέθοδο, έντεχνη και κανονική θεωρία, «επιστήμονα λόγον», δεν υπήρχαν λύσεις για τις απορίες που προέκυπταν κατά την εκμάθησή της και πολλοί που ήθελαν να την σπουδάσουν, πολλές φορές στη μέση «της οδού πρύμναν εφάνησαν κρούοντες». Οι τρεις δάσκαλοι είχαν ασχοληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη σύνταξη της θεωρητικής βάσης του νέου συστήματος και μετά το πέρας των εργασιών τους παρέστησαν ενώπιον της Ι. Συνόδου της Μεγάλης Εκκλησίας, αλλά και των προυχόντων της Πόλης και εγγράφως διαβεβαίωσαν ότι για την παράδοση του συστήματος απαιτούνταν ένας μόνο χρόνος, για δε τη μεταγραφή των μουσικών κειμένων «εκ του ασαφούς επί το σαφές», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, απαιτούνταν δέκα χρόνια. Η νέα μέθοδος δεν παραχαράσσει το «αξιωματικόν ύφος» που επικρατεί στη Μεγάλη Εκκλησία, αλλά ούτε και αποκλίνει από την παράδοση. Είναι ακριβής, φωτιστική, αρίστη και εξηγεί θεωρητικά και πρακτικά τα μέλη και τα σχήματα των φωνών, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει η παλιά μέθοδος. Με τη νέα γραφή, αυτοί που για λίγο είχαν διδαχτεί την παλιά μέθοδο, έκαναν άλματα, αλλά και οι νέοι μαθητές έχουν τέλεια επίδοση, σύμφωνα με τον Πατριάρχη Κύριλλο. Η Προκήρυξη και η Εγκύκλιος Επιστολή του Νοεμβρίου 1815 κάνουν μεταξύ άλλων και μία σπουδαία επισήμανση. Στα χρόνια πριν τη μεταρρύθμιση υπήρχε έλλειψη μίας καλής μεθόδου, και η «καιρική περιπέτεια κατέχωσεν εις τον βυθόν της φθοράς και της λήθης» την εκκλησιαστική μουσική, η οποία ήταν γνωστή μόνο σε «δύω ή το πολύ τρία των ενταύθα μουσικών πρόσωπα». Αυτή η διαπίστωση του Πατριάρχου Κυρίλλου μαρτυρείται και νωρίτερα, κυρίως από ξένους ερευνητές, οι οποίοι είχαν επισημάνει ότι ελάχιστοι Έλληνες μουσικοί ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν τα εγχειρίδια της σημειογραφίας. Κατ’ επέκταση η παράδοση της μουσικής ήταν κυρίως προφορική και η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τα επίσημα πατριαρχικά χείλη ότι πράγματι η σημειογραφία είχε περιέλθει σε αχρηστία και ότι η εκμάθηση γινόταν από μνήμης και ίσως μέσω της χειρονομίας. Η μέθοδος αυτή, που επινόησαν οι «αξιέπαινοι και φιλόπονοι άνδρες», δίνει τη δυνατότητα στους νέους να μάθουν τη μουσική εντός ενός χρόνου αντί για δέκα και είκοσι του παλιού, να ψάλλουν κάτι με λίγη μελέτη «απαραλλάκτως με τον ασματογράφον και ποιητήν» και όλα αυτά δίχως η νέα μέθοδος «να παρεισάγη φωνών και σχημάτων νεωτερίσματα». Οι τέσσερεις μήνες λειτουργίας της Σχολής, από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο του 1815, που στάλθηκαν τα κείμενα της Προκήρυξης και της Επιστολής, οι μαθητές είχαν ήδη προοδεύσει, πράγμα που κατά τον Κύριλλο ήταν και η απόδειξη των όσων υπόσχεται η νέα μέθοδος. Σύμφωνα με μία μαρτυρία, μετά από την Εγκύκλιο του Πατριάρχου το Νοέμβριο του 1815, συρρέουν «σμήνη» νέων και ηλικιωμένων στην Πόλη, που ήθελαν να διδαχτούν την ψαλτική τέχνη με το νέο σύστημα [Λ. Ψαλτόπουλου, Οι τρεις δυνατοί και το δημιούργημά τους, Απ. Ανδρέας, Κων/πολη, 23.3.1960]. Μετά από τις έγγραφες διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει οι τρεις δάσκαλοι, αποφάσισαν την ίδρυση της Σχολής όλοι από κοινού, οι προύχοντες, η Σύνοδος, αλλά και οι «φιλόμουσοι και οι φιλόκαλοι» της Βασιλεύουσας. Η Σχολή λειτούργησε μέχρι το 1821. Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι οι απόφοιτοι της Σχολής αυτής έγιναν περιβόητοι και περιζήτητοι μουσικοδιδάσκαλοι, όχι μόνο στην Πόλη, όπου προτιμούνταν σε σχέση με άλλους ψάλτες, αλλά και στην Ελλάδα, στις παροικίες του εξωτερικού, στο Άγιον Όρος και αλλαχού, διαδίδοντας ταχύτατα την νέα μέθοδο και δημιουργώντας νέες σχολές. Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ΄ και ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος παίζουν καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο στην έγκριση και επικράτηση της νέας μεθόδου. Ο Κύριλλος είναι ο Πατριάρχης που δίνει τη θετική απάντηση σ΄ αυτή και ο Διονύσιος είναι αυτός που τον μεταπείθει. Ο Εφέσου Διονύσιος αργότερα είναι και ο πρώτος Έφορος της Μουσικής Σχολής. Χαρακτηριστικό του μαρτυρικού αυτού Πατριάρχη είναι ότι δεν αποφάσιζε ποτέ μόνος του, αλλά για όλες τις βαρύνουσες αποφάσεις ελάμβανε υπόψη του πάντα τη γνώμη της Συνόδου. Έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους εκπαιδευτικούς, είχε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα και στα θέματα της παιδείας, ήταν καλλίφωνος, αγαπούσε και γνώριζε την εκκλησιαστική μουσική. Και οι δύο αυτές οι κυρίαρχες φυσιογνωμίες της μουσικής μεταρρύθμισης, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο με εντολή της Πύλης, στις δύσκολες εκείνες συγκυρίες. Ο μεν Κύριλλος απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όντας πρώην Κωνσταντινουπόλεως, ο δε Διονύσιος στο Πέραν της Πόλης, εντός της ψαραγοράς [Ο Κύριλλος από ένα παράθυρο του μητροπολιτικού μεγάρου στην Αδριανούπολη, στις 18 Απριλίου του 1821, Τ. Τσονίδη, Κύριλλος ο στ΄, σελ.68, ο δε Διονύσιος στο γνωστό Μπαλούκπαζαρ (=Ιχθυαγορά), Πέτρου Α. Γεωργαντζή, Οι Αρχιερείς και το εικοσιένα, Ξάνθη, 1985, σελ. 291.] 
Τα περιοδικά στα οποία δημοσιεύτηκαν τα παραπάνω κείμενα Λόγιος Ερμής και Ελληνικός Τηλέγραφος της Βιέννης, που κυκλοφόρησαν λίγα χρόνια πριν την έγκριση της μουσικής μεταρρύθμισης, παρατηρούμε ότι η νέα μέθοδος προβάλλεται ως έργο των φωτισμένων ανδρών και κληρικών της εποχής. Αυτό έρχεται σε άμεση συνάρτηση με τις απελευθερωτικές τάσεις, με τον άνεμο ανεξαρτησίας που πνέει την εποχή εκείνη στους λαούς της περιοχής των Βαλκανίων. Αυτή καθεαυτή η μουσική μεταρρύθμιση είχε άλλωστε από την γένεσή της στοιχεία εθνικής αναγέννησης και ασπασμού νέων ιδεών. Όμως η επικράτηση και η διάδοση της νέας μεθόδου δεν ήταν εύκολη υπόθεση και οι φανερές και μυστικές αντιδράσεις πολλαπλές. Άλλωστε επί δεκαετίες χρησιμοποιούνταν παράλληλα και οι δύο γραφές και όπως είναι φυσικό υπήρξαν πολλές διχογνωμίες για την αναγκαιότητα ή μη της νέας μεθόδου. Ο Χρύσανθος που υμνήθηκε από τον Πατριάρχη Κύριλλο τον Στ’ ως έχων «φιλοπονίαν άκραν και επιμέλειαν υπερβάλλουσαν», προήχθη μεν εις Αρχιερέα, αλλά πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε δυσμένεια με το Πατριαρχείο, (κατηγορήθηκε για αμέλεια του ποιμνίου του και των νέων απέναντι στους Λουθηροκαλβινιστάς, αλλά και για άκρα φιλαργυρία), δίχως να προσφέρει περαιτέρω διδασκαλία στην Πόλη. Μάλιστα η υπηρεσία του σε Μητροπόλεις μακράν του Πατριαρχείου (Δυρράχιο, Σμύρνη, Προύσα) θεωρήθηκε ότι έγινε με σκοπό την απομάκρυνσή του από την πρωτεύουσα. Ο φιλοδυτική κοσμοθεωρία του, σε συνδυασμό με την μουσική μεταρρύθμιση που κατά πολλούς επικριτές ήταν εξευρωπαϊσμός της ψαλτικής, ίσως να έδωσαν λαβές σε συντηρητικούς κύκλους για τις παραπάνω κατηγορίες. Ως Μητροπολίτης Προύσης πάντως, στα τελευταία πριν το θάνατό του χρόνια, είχε πλούσια μουσική δράση. Ο Χουρμούζιος αφοσιώθηκε στην Πόλη επί δύο δεκαετίες αόκνως στο έργο της μεταγραφής-εξήγησης του μουσικού ρεπερτορίου στη νέα γραφή και απεβίωσε πένης. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν προσπάθειες για επανίδρυση της Μουσικής Σχολής, δίχως όμως επιτυχία. Αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές εναντίον της νέας μεθόδου και πολλοί αναπολούν την παλαιά γραφή. Στα 1866 ο Γάνου και Χώρας Χρυσάνθος, ο Αρχιμ. Γερμανός Σιναΐτης και ο Ηλίας Τανταλίδης, διαπιστώνουν ότι ήταν ατόπημα η απλούστευση του παλαιού συστήματος, που είχε περιορίσει τη μουσική στην πρακτική της διάσταση και κατέστησε προβληματική τη θεωρία. Στα 1888 η Μουσική Επιτροπή εντάσσει τη μουσική μεταρρύθμιση στο πνεύμα του νεωτερισμού και την αναφέρει ως κοινωνική ανάγκη. Ο Δημήτριος Πάσπαλλης, εκφράζει την άποψη ότι η μεταρρύθμιση των τριών διδασκάλων δεν ολοκληρώθηκε, όπως οι ίδιοι θα το επιθυμούσαν και ότι το έργο τους έμεινε ατελές, και θεωρήθηκε όμως τέλειο από τους μεταγενεστέρους ιεροψάλτες λόγω άγνοιας [Είχε υποβάλλει έκθεση στον Πατριάρχη το 1880. Δ. Πασπαλλή, Το ζήτημα της εκκλησιαστικής μουσικής, Ε.Α.12 (1887-1888), σελ. 177 και 178].Το 1899 τέλος ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε΄ παραδέχεται ότι υπάρχουν ασαφή και σκοτεινά θεωρούμενα σημεία του μεγάλου ζητήματος της Εκκλησιαστικής Μουσικής. Μέσα στα παραπάνω πλαίσια πρέπει να τοποθετηθούν και οι Μουσικές Επιτροπές οι οποίες αφενός μεν καλούνταν να στηρίξουν την νέα μέθοδο και αφετέρου να επιλύσουν τις μεταξύ των μουσικοδιδασκάλων διαφορές στη θεωρία και την πράξη. Η πρώτη Μουσική Επιτροπή στα 1846 για παράδειγμα είχε ως κύριο έργο της την εξέταση και παρατήρηση όλων των μουσικών έργων που κυκλοφορούσαν και είχαν εκδοθεί από διάφορους μουσικούς, και το αν αυτά «φυλάττουν το ύφος και το μέλος της εκκλησιαστικής μουσικής». Στα 1867 επί της δευτέρας πατριαρχίας του Γρηγορίου του Στ΄ σχηματίζεται και πάλι Μουσική Επιτροπή, η οποία επικρίνει τον Κ. Φιλοξένη για τη μη σωστή κατάταξη της ύλης. Απορρίπτει την άποψη του Φιλοξένους ότι η νέα μέθοδος της μουσικής υπολείπεται της αρχαίας, καθότι «ουδείς των ημετέρων μουσικοδιδασκάλων δύναται να έχει αξιώσεις κατά το μάλλον και ήττον βαθέως μουσικού, ειμή καθόσον είναι κατά το μάλλον και ήττον κάτοχος της παλαιάς μεθόδου». Το 1879 ο Π. Κηλτζανίδης κάνει έκκληση στον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ να «ενεργήση και συγκαλέση το ταχύτερον συνέλευσιν αρμοδίων μουσικοδιδασκάλων» με σκοπό τη διερεύνηση και οριστική και τελειωτική λύση του ζητήματος της μουσικής και προκειμένου να ληφθούν «τα δέοντα επιστημονικά μέτρα, όπως αναγεννηθή και αναλάμψη αύθις η πατροπαράδοτος, ωραία και πλουσία, αλλ’ υπό των αφρόνως νεωτεριζόντων περιφρονουμένη πολυπαθής εκκλησιαστική ημών μουσική» [Π. Κηλτζανίδου, Προυσαέως, Διατριβαί περί της Ελληνικής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Εν Κωνσταντινουπόλει, Τύποις Αν. Αστέρος, 1879, σελ.12, 17].Επί Ιωακείμ του Γ΄, το 1881, συνεδριάζει στο Αγιοταφιτικό Μετόχι στο Φανάρι νέα Μουσική Επιτροπή. Το ίδιο έτος και μετά από εννέα συνεδριάσεις η Επιτροπή υποβάλλει το πρώτο της πόρισμα-αναφορά, που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ανατρεπτικό για την εποχή: μεταξύ άλλων ζητά από το Πατριαρχείο να εισαχθεί «κατάλληλον όργανον» για τη μελέτη και τη διδασκαλία της μουσικής, να γίνουν αναγκαίες «βελτιώσεις» στη σημειογραφία, καθώς επίσης και «εισαγωγήν και ετέρας καταλλήλου γραφής προς χρήσιν του οργάνου». Η Μουσική αυτή Επιτροπή του 1881 μετά από εργασίες τεσσάρων ετών από την πρώτη σύγκλισή της, με μεγάλα διαστήματα αδράνειας και επί πατριαρχίας τώρα του Ιωακείμ του Δ΄, υποβάλλει το κύριο πόρισμά της ως Έκθεση στις 15.6.1885. Η Στοιχειώδης Διδασκαλία που συνέταξε και που αποτελεί και τη βάση της θεωρίας της εκκλησιαστικής μουσικής μέχρι σήμερα, υποβάλλεται χειρογράφως στον Πατριάρχη μαζί με την Έκθεσή της, όπως επίσης και τα πρακτικά εξηνταοκτώ συνολικά συνεδριάσεών της!. Η Στοιχειώδης Διδασκαλία όμως δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Εκκλησιαστική Αλήθεια μόλις το 1888 και εκδόθηκε από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο επί της Πατριαρχίας του Διονυσίου του Ε΄ [Στοιχειώδης Διδασκαλία της Εκκλησιαστικής Μουσικής εκπονηθείσα επί τη βάσει του Ψαλτηρίου υπό της Μουσικής Επιτροπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν έτει 1883, Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1888]. Η Επιτροπή κατηγορεί την αλλαγή της μουσικής γραφής και αναφέρει ότι το πνεύμα της προόδου και νεωτερισμού οδήγησε και υπέδειξε ακόμη και «ως ανάγκην κοινωνικήν την μεταρύθμισιν της μουσικής εκείνης, δ’ ής οι πατέρες ημών ύμνουν τον Θεόν». Από την άλλη πλευρά την αποδέχεται ως αισίως καρποφορήσαν , αποκαλώντας το έργο των τριών διδασκάλων «έργο μέγα». Παρ’ όλες τις αντιδράσεις και τις αντιπαραθέσεις η νέα μέθοδος τυγχάνει γενικής αποδοχής, καθότι η χρήση της από τους ιεροψάλτες δεν αλλοιώνει την εκτέλεση των μελωδιών. Λίγα χρόνια μετά την μεταρρύθμιση, το 1820, τυπώνεται το πρώτο μουσικό βιβλίο στο Βουκουρέστι, το Αναστασιματάριο του Πέτρου, το δε έτος 1824 τυπώνεται το πρώτο μουσικό βιβλίο στην Πόλη από το ιδιωτικό τυπογραφείο του Ντε Κάστρο, το Ταμείο Ανθολογίας του Χουρμουζίου . Ακολουθεί το 1839 το τυπογραφείο του Αγιοταφιτικού Μετοχίου στην Πόλη, με τρείς εκδόσεις και εν συνεχεία το 1841, το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, με το Δοξαστάριο του Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια τα πολυάριθμα ιδιωτικά τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης, και αυτό του Πατριαρχείου συντελούν στην ταχεία διάδοση της νέας μεθόδου. Με παρέμβαση της Μεγάλης Εκκλησίας το έτος 1897 η Ψαλτική εισάγεται ως επίσημο μάθημα στα Σχολεία της στοιχειώδους εκπαίδευσης της Πόλης, ως μέρος του γενικού αναλυτικού προγράμματος των Σχολείων [Αναλυτικόν Πρόγραμμα των Αστικών Σχολών των Αρρένων και των θηλέων της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1897, Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου]. 
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαδικασία καθιέρωσης της μεταρρύθμισης διήρκησε 100 και πλέον χρόνια. Η τελευταία στην Πόλη Μουσική Σχολή, αυτή του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου, στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα είναι τεράστιο και εφάμιλλο σε σημασία με αυτό της πρώτης Σχολής. Επί 26 έτη, από το 1899 έως το 1925 συνετέλεσε στην οριστική και αμετάκλητη καθιέρωση και αναγνώριση της νέας μεθόδου. Η Σχολή αυτή τέθηκε ευθύς εξ αρχής υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξε συστηματική διδασκαλία με βάση τους Κανονισμούς, που ο Σύλλογος ενέκρινε και όλα τα μαθήματα διδάσκονταν βάσει αναλυτικού προγράμματος. Η κανονικά φοιτήσαντες λάμβαναν πτυχίο σε ειδική τελετή στην οποία παρευρίσκονταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας της συνέβη, ό, τι και με την πρώτη Σχολή του 1815: οι απόφοιτοι πτυχιούχοι διέδωσαν στον ελλαδικό χώρο και στη διασπορά την ψαλτική τέχνη όπως την είχαν διδαχτεί στην κοιτίδα της, στην Πόλη. 
Συμπερασματικά και παραλληλίζοντας την λειτουργία των δύο αυτών σημαντικότερων Σχολών της νέας μεθόδου μπορούμε να πούμε ότι οι δύο αυτές Μουσικές Σχολές της ψαλτικής τέχνης, που λειτούργησαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Εκκλησίας στην Κων/πολη, η μεν πρώτη αμέσως μετά την μεταρρύθμιση από το 1815 έως το 1821, η δε τελευταία από το 1899 μέχρι το 1925 και οι οποίες έπαψαν να λειτουργούν λόγω δυσμενών συνθηκών διέδωσαν με θαυμαστό τρόπο τη μέθοδο αυτή, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην οριστική καθιέρωσή της. Ξεπερνά τα όρια της Πόλης το έργο τούτων των Σχολών, καθότι οι απόφοιτοι αυτών -εν μέσω χαλεπών καιρών και στις δυο περιπτώσεις- διδάσκουν και προωθούν την ψαλτική τέχνη στην Ελλάδα, στις κυριότερες ρωμαίικες παροικίες του εξωτερικού, αλλά και στους ομόδοξους λαούς. Η καθεαυτού αποδοχή της νέας μεθόδου που θεσπίζεται το 1814-15 επιτυγχάνεται σταδιακά -παρ’ όλες τις κατά καιρούς αντιδράσεις- μέσα στα επόμενα 110 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος θεμελιώνεται σταθερά και αμετάκλητα η νέα εκκλησιαστική μουσική παράδοση των ορθόδοξων λαών, με την συνεχή μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Προκήρυξις Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Εκκλησιαστική Μουσική by Panagiotis Andriopoulos on Scribd

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου