11/14/2020

Ο ΤΑΜΑΣΟΥ ΗΣΑΪΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΙΕΒΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟ (ΜΕΡΟΣ Β´)


Του θεολόγου Γιώργου Βλαντή
Σε γνωστό για τις φιλορωσικές θέσεις του «Πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων» δημοσιεύτηκε άρθρο ιεροδιακόνου, με το οποίο ο συγγραφέας του απαντάει, χωρίς να με κατονομάζει, στις θέσεις που συνόψισα σε χθεσινό μου κείμενο για τις εκκλησιολογικές συνέπειες της μνημόνευσης του Πρώτου της Εκκλησίας της Κύπρου από τον Μητροπολίτη Ταμασού Ησαΐα. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης δεν έκρινε σκόπιμο να αντιδράσει. Την υπεράσπισή του ανέλαβε ιεροδιάκονος. Αν το έκανε μόνος του ή σε συνεννόηση, αν όχι κατ᾽ εντολή του θιγόμενου ιεράρχη, είναι ζήτημα που δεν με ενδιαφέρει. Και μόνο ο καινοφανής και ασαφής τρόπος παράθεσης του επιπέδου των σπουδών του («με Μεταπτυχιακό στο Κανονικό Δίκαιο») υποψιάζει για την ποιότητα του άρθρου. Ο συντάκτης του κρίνει σκόπιμο να μη με κατονομάσει, τακτική που θα ακολουθήσω κι εγώ, ώστε ο αρθρογράφος να μην εκτεθεί περαιτέρω και σε προσωπικό επίπεδο. Αρκούν οι ουσιαστικές εκκρεμότητες του περιεχομένου της συμβολής του. 
Το άρθρο του ιεροδιακόνου είναι γραμμένο με προφανή σπουδή και αμηχανία, κάτι που με κάνει να αντιμετωπίζω με κατανόηση κρίσεις μειωτικές και ερωτήματα με υπονοούμενα που θέτει. Φρονώ ότι καθεαυτό το κείμενό του μαρτυρεί απλώς την εκκλησιολογική σύγχυση η οποία επικρατεί στην εν Κύπρω μειοψηφία που αρνείται να συμμορφωθεί με τις επιταγές των Ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής Παράδοσης, οι οποίες, ως προς το ουκρανικό ζήτημα, έχουν συνοψιστεί σε σειρά επίσημων πατριαρχικών και συνοδικών κειμένων της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και στο εκκλησιολογικώς και κανονικώς μνημειώδες απαντητικό γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου σε άστοχες αιτιάσεις του Αλβανίας Αναστασίου, τον οποίο συνοδεύουν και οι δικές μου ευχές για ταχεία και πλήρη ανάρρωση. 
Οι ισχυρισμοί του ιεροδιακόνου δεν αντέχουν σε θεολογική κριτική. Περιορίζομαι στην επισήμανση των ακολούθων: 
1. Η εισαγωγή μιας μορφής διάκρισης, αν όχι διαβάθμισης μεταξύ φυσικής συμμετοχής ενός ιεράρχη σε συλλείτουργο με τον Πρώτο της Εκκλησίας του και στην εν Ευχαριστία μνημόνευσή του είναι καινοφανής και αντικείμενη όχι απλώς στην πράξη, αλλά και στη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έχοντας την τιμή της ευθύνης του συντονισμού του διαλόγου 22 Εκκλησιών στο επίπεδο της Βαυαρίας, θα μπορούσα να υποδείξω στον σεβαστό ιεροδιάκονο σε ποιες εκφάνσεις του χριστιανισμού θα μπορούσε να αναγνωρίσει μία ορισμένη συγγένεια με τις θέσεις του, και αυτή όμως λίαν περιορισμένη. Ματαίως θα ψάξει στις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η τέλεση της Ευχαριστίας, του υπερτάτου Μυστηρίου του Σώματος του Χριστού ως κοινωνίας ζώντων και τεθνεώτων, αλλά και πάντων των πιστών απανταχού της γης, δεν ενδείκνυται ούτε για ακτιβιστικές εκδηλώσεις, ούτε για θεατρινισμούς, ούτε επιτρέπει διαβαθμίσεις και διαχωρισμούς που επιβάλλουν φυσικές πραγματικότητες. Την εκκλησιολογική του συνείδηση και τις συνέπειές της τις δηλώνει ο προεστώς της Ευχαριστίας επίσκοπος με την πράξη της μνημόνευσης του Πρώτου της Εκκλησίας του, όχι με το πρόγραμμα των εμφανίσεών του. Αν ο ίδιος θεωρεί ότι η φυσική του παρουσία ή απουσία υποδηλώνει εκκλησιολογικές διαφοροποιήσεις, προφανώς αρνείται ότι το Μυστήριο υπερβαίνει τοπικές και λοιπές διακρίσεις, εκκοσμικεύει την Ευχαριστία και σίγουρα κινείται εκτός του πλαισίου της ορθόδοξης Παράδοσης. 
2. Την ανεπιτυχή παραπάνω διάκριση που εισάγει ο ιεροδιάκονος συνοδεύει η εξ ίσου ανεπιτυχής σύγχυση ακρίβειας και οικονομίας την οποία πραγματώνει, παραθέτοντας μάλιστα άστοχα, άσχετα και αφηρημένα αποσπάσματα εκτός των συμφραζομένων τους από πρόσφατη μελέτη συναδέλφου, αποσιωπώντας μία εκτενέστατη, βαρύνουσα και ad hoc βιβλιογραφία για τα ζητήματα της εκκλησιαστικής οικονομίας. Στην παρούσα συνάφεια αρκεί να επισημανθεί ότι ο Ταμασού Ησαΐας δεν μνημονεύει τον Πρώτο της Εκκλησίας του κατ᾽ οικονομίαν, αλλά απολύτως κατ᾽ ακρίβειαν, η δε μνημόνευση αυτή είναι κριτήριο για την εγκυρότητα της υπ᾽ αυτόν Ευχαριστίας. Σειρά ολόκληρη Ιερών Κανόνων και το πεντόσταγμα της νεότερης ορθόδοξης εκκλησιολογίας επισημαίνουν τον ιδιαίτερο ρόλο του Πρώτου ως εγγυητή της ενότητας μιας τοπικής Εκκλησίας και την εκκλησιολογική σημασία της μνημόνευσής του. Η εφαρμογή της οικονομίας προϋποθέτει μία σαφέστατη ιδέα για το περιεχόμενο της ακρίβειας, όπως γνωρίζει και ο πρωτοετής της θεολογίας. Αν μνημονεύει κατ᾽ οικονομίαν τον Προκαθήμενό του, ποιον θα έπρεπε να μνημονεύει κατ᾽ ακρίβειαν ο Ταμασού Ησαΐας; Προφανώς δεν αντιλαμβάνεται ο ιεροδιάκονος ότι η εκκλησιολογική και κανονική βαρύτητα της μνημόνευσης του Πρώτου δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές κρίσεις επί μέρους μελών της Ιεράς Συνόδου ως προς την κανονικότητα πράξεων του Προέδρου τους, από τη στιγμή που δεν έχει ληφθεί συνοδική απόφαση καταδίκης και αντικατάστασής του. Καμία οικονομία δεν εφαρμόζει, σε κανέναν δεν κάνει χάρη και σε κανέναν δεν τείνει χείρα φιλανθρωπίας ο Ταμασού Ησαΐας μνημονεύοντας τον Προκαθήμενό του. «Το κεφάλι του» σώζει, διότι έχει την ευφυΐα να μην κατρακυλήσει σε σχίσμα, παρά τους κατά καιρούς λεονταρισμούς και τις απρόσεκτες χρήσεις εκφράσεων εκ μέρους του. 
3. «H διακοπή της μνημόνευσης του Προκαθημένου είναι ουσιαστικά σχίσμα, οπότε, αν το πράξει αυτό ένας Συνοδικός, σημαίνει, ότι αποσχίζεται από τη Σύνοδο και είναι σχισματικός.» Ορθώς γράφει ο εκ Κύπρου (;) ιεροδιάκονος. Καθώς ισχυρίζεται μία ορισμένη επάρκεια στο Κανονικό Δίκαιο, καλό είναι να του τεθεί το ερώτημα mutatis mutandis: Σε ποιο καθεστώς βρίσκεται μία αυτοκέφαλη Εκκλησία η οποία αρνείται να μνημονεύσει όχι μόνο τον Πρώτο, αλλά και τον δεύτερο στην κοινωνία των Ορθοδόξων Εκκλησιών, δηλαδή τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας; 
Ρώσοι κληρικοί διακηρύσσουν καθημερινά, εμμονικά και μανικά ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σχισματικό, ότι δεν είναι καν ορθόδοξο, ότι είναι εκτός Εκκλησίας. Για να θεμελιώσουν τη θέση τους επικαλούνται την κανονική αρχή πως «ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνὼν ἀκοινώνητος», με αναφορά στην απόφαση της Πρωτόθρονης Εκκλησίας να άρει τα επιτίμια των σχισματικών κληρικών και λαϊκών της Ουκρανίας, απόφαση την οποία εσκεμμένα ερμηνεύουν εσφαλμένα και να χορηγήσει αυτοκεφαλία σε μια πολύπαθη Εκκλησία. 
Οι λαλίστατοι κληρικοί παραβλέπουν, και πάλι εσκεμμένα, ότι δώδεκα αυτοκέφαλες Εκκλησίες, εκτός της Ουκρανίας, είναι σε ευχαριστιακή κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη συλλογιστική τους, πρέπει να είναι και αυτές οι Εκκλησίες ακοινώνητες, δεν πρέπει να είναι καν Εκκλησίες. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι κληρικοί αυτοί αποσιωπούν ότι η δική τους Εκκλησία είναι σε ευχαριστιακή κοινωνία με τις Εκκλησίες αυτές, με τις Εκκλησίες οι οποίες κοινωνούν με τη σχισματική Κωνσταντινούπολη, με τις Εκκλησίες τις ακοινώνητες. Η έσχατη συνέπεια αυτής της συλλογιστικής: Καθώς κοινωνεί (δήθεν) ακοινωνήτοις, η Εκκλησία της Ρωσίας αφόρισε τον εαυτό της. Ή όχι; Πώς βλέπει το εκκλησιολογικό και κανονικό αυτό ζήτημα ο ιεροδιάκονος που προέβαλε τον στην αρχή του σημείου 3 αναφερθέντα ισχυρισμό; Αν κάτι ισχύει για έναν συνοδικό, τι πρέπει να ισχύει για μια ολόκληρη αυτοκέφαλη Εκκλησία; 
4. Ερμηνεύοντας τη στάση του Μητροπολίτη Ταμασού ο ιεροδιάκονος επικαλείται απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου που ελήφθη στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, ότι πρέπει να διατηρηθεί η «ουδετερότητα» στο ουκρανικό ζήτημα. Διαβάζοντας όμως το ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου, το οποίο δημοσιεύεται μεταξύ άλλων και στην ιστοσελίδα του «Πρακτορείου εκκλησιαστικών ειδήσεων» που φιλοξενεί το ιεροδιακονικό άρθρο, δεν βρίσκει κανείς ούτε μία λέξη για το ουκρανικό. Ποιο είναι ακριβώς το κείμενο της απόφασης και γιατί αποσιωπάται στο ανακοινωθέν; 
Ακόμη όμως και αν είχε ληφθεί μία τέτοια απόφαση, ουδόλως θα ήταν δεσμευτική για τον Προκαθήμενο, διότι η ένταξη νεοσύστατης Εκκλησίας στα Δίπτυχα αποτελεί αποκλειστικό κανονικό του δικαίωμα, το οποίο δεν υπόκειται σε συνοδική κρίση. Η Σύνοδος που ήταν αρμόδια για την εκφορά κρίσης για την ουκρανική Αυτοκεφαλία ήταν αυτή που έλαβε και τη σχετική απόφαση: Η Αγία και Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο κανονολόγος ιεροδιάκονος οφείλει να γνωρίζει πως αυτή και μόνο έχει το δικαίωμα χορήγησης αυτοκεφάλου, οι δε κρίσεις της δεν υπόκειται στην αρμοδιότητα των επί μέρους συνοδικών οργάνων των άλλων Εκκλησιών. Μη θέτοντας υπό την κρίση της Συνόδου το συγκεκριμένο ζήτημα ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ακολουθήσει τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, όπως έκαναν σοφά οι Αλεξανδρείας Θεόδωρος και Αθηνών Ιερώνυμος. Προσεκτική μελέτη των αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος δείχνει ότι και η Σύνοδος αυτή ουδέποτε αμφισβήτησε το κανονικό δικαίωμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να χειριστεί μόνος το θέμα της αναγνώρισης, όπερ και εγένετο. Διάβασε τα σχετικά κείμενα ο ιεροδιάκονος; 
Η ένταξη στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Κύπρου μιας νεοσύστατης Εκκλησίας αποτελεί αδιαπραγμάτευτο κανονικό δικαίωμα του Πρώτου της Συνόδου της, ουσιαστική έκφραση της διακονίας του ως του Πρώτου και ένα από τα προνόμια που συνδέονται άρρηκτα με τη λειτουργία του ως Προκαθημένου. Είναι ένα από τα τεκμήρια της ορθής λειτουργίας του συνοδικού πολιτεύματος, όπου ο Πρώτος δεν είναι απλώς ένας από τους πολλούς. Ο Πρώτος έχει προνόμια που δεν έχουν οι λοιποί συνοδικοί και τα οποία ακριβώς εγγυώνται την υγεία της λειτουργίας της. Ο ισοπεδωτικός συνοδισμός, ο οποίος παρατηρείται στην ιστορία και στην πράξη άλλων εκφάνσεων του χριστιανισμού, δεν έχει θέση στην Ορθοδοξία. Ορθώς, λοιπόν, έπραξε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και δεν έθεσε υπό κρίση συνοδική ένα προνόμιο που εκπορεύεται από την ιδιαίτερη λειτουργία του στη Σύνοδο. Εννοείται επίσης ότι η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου είναι κανονικώς αναρμόδια να κρίνει τις περί αυτοκεφαλίας αποφάσεις της μόνης Εκκλησίας που δικαιούται στην Ορθοδοξία να απονέμει αυτοκέφαλα. 
Υπό την έννοια τούτη, αυτό που λογίζεται ως κανονικό δικαίωμα του Πρώτου μίας Συνόδου έναντι των υπόλοιπων μελών της είναι ταυτοχρόνως και κανονική υποχρέωσή του έναντι της όλης κοινωνίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ουσιαστική συμβολή στη διακονία της ενότητας. Η πράξη της υπακοής στην απόφαση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για τη χορήγηση αυτοκεφαλίας είναι η μόνη θεμιτή οδός για τη διαφύλαξη της ενδοορθόδοξης ειρήνης, διότι απορρέει από τη μακρά πρακτική που καθαγιάστηκε από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και τη μακραίωνη εκκλησιαστική Παράδοση. Είναι θετικό πως, έστω και με περιττή καθυστέρηση, κατέστη αυτό σαφές και στην Εκκλησία της Κύπρου. Δεν είναι ούτε η «ουδετερότητα», ούτε οι «διπλωματικές πρωτοβουλίες», ούτε οι δόλιες «αδελφικές συναντήσεις» αυτές που φέρουν ειρήνη στην Εκκλησία. Αν όλοι οι Προκαθήμενοι είχαν εξ αρχής κάνει αυτό που αποτελεί εκκλησιολογική και κανονική τους υποχρέωση, το όλο πρόβλημα θα ήταν παρελθόν. Κάτι ήξεραν οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι Πατέρες. 
Στη συνάφεια αυτή πρέπει να τονιστεί πως ουδέποτε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αμφισβήτησε το κανονικό προνόμιο του Προκαθημένου της για το χειρισμό της υπόθεσης μιας νέας Αυτοκεφαλίας. Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ουδόλως αντέστη, λοιπόν, στις θέσεις της Συνόδου του, η οποία οφείλει να σέβεται και να εφαρμόζει τα όσα η Ιερά Παράδοση καθαγίασε. 
5. Ο ιεροδιάκονος δεν δείχνει να κατανοεί αυτές τις εκκλησιολογικές και κανονικές προδιαγραφές, επιμένοντας σε μία λίαν προβληματική εκδοχή συνοδισμού, αντιδιαστέλλοντας μία υποτιθέμενη απόφαση προς τα καθαγιασμένα προνόμια του Πρώτου μιας Συνόδου, τα οποία όμως υπέρκεινται μίας ευκαιριακής και νεφελώδους συνοδικής έκφρασης. Το ότι ανάγει μία τέτοια υποτιθέμενη απόφαση σε κριτήριο για την ερμηνεία των πράξεων του Μητροπολίτη Ταμασού και για τον προσδιορισμό της ακρίβειας και της οικονομίας που αυτός ο ιεράρχης εφαρμόζει, υποψιάζει για τις ξένες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις με τις οποίες διακονεί θεολογικώς ο ιεροδιάκονος. Οι θεολογικές αδυναμίες του συνοψίζονται εύγλωττα, όσο και σοκαριστικά, στην ακόλουθη φράση: «Ο Πρώτος δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος και κατά το δοκούν, αλλά λειτουργεί και οφείλει να εκφράζει τις αποφάσεις του Σώματος της Ιεραρχίας, η οποία Ιεραρχία είναι και η πηγή της διοικητικής εξουσίας του και όχι ο εαυτός του, ο οποίος, ως Αρχιερέας, ορίζει τα της επαρχίας του.» Καθώς ανέπτυξα προηγουμένως ορισμένες θέσεις για τα δικαιώματα του Πρώτου και τον κίνδυνο του συνοδισμού, μένω προς στιγμήν στον ισχυρισμό ότι «η Ιεραρχία είναι και η πηγή της διοικητικής εξουσίας του» Πρώτου. Και μόνο η φράση αυτή, η οποία εκλαμβάνει την Ιεραρχία ως την «πηγή της διοικητικής εξουσίας του Πρώτου» είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς τις εκκλησιολογικές εκκρεμότητες του ιεροδιακόνου, ο οποίος απρόσεκτα γράφει περί της Ιεραρχίας ως πηγής και ακόμη πιο απρόσεκτα αναφέρεται στη διοικητική εξουσία, ωσάν η τελευταία να μπορούσε να αντιδιασταλεί από βαθύτατες εκκλησιολογικές πραγματικότητες και ωσάν ο ρόλος του Πρώτου να κατανοείται μόνον λειτουργιστικά. 
Προφανώς θα χρειαστεί χρόνος μέχρις ότου ο ευπρεπής διάκονος ενδιατρίψει στα στοιχειώδη της εκκλησιολογίας και αντιληφθεί ότι μέτρον Ορθοδοξίας δεν είναι ένας Μητροπολίτης (μήπως πρόκειται για τον δικό του προϊστάμενο;), αλλά υπέρτερα όργανα, για τις αποφάσεις των οποίων θα πρέπει με πολύ περισσότερη προσοχή και σεβασμό να κρίνει αυτός, ένας ιεροδιάκονος. 
Καθώς μνημονεύει τον εν κοινωνία προς τον Κιέβου Επιφάνιο ευρισκόμενο Πρώτο της Εκκλησίας του, ο Μητροπολίτης Ταμασού αναγνωρίζει τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Άνευ υποσημειώσεων. Αν η αρχιερατική του συνείδηση δεν του επιτρέπει κάτι τέτοιο, δύναται να αιτηθεί από την Ιερά Σύνοδο να τον απαλλάξει, τουλάχιστον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, από τη διαποίμανση της Μητροπόλεώς του και από το ιερουργείν εν γένει. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, η εκκλησιολογική πραγματικότητα που θα καθρεφτίζει με τη στάση του στο Άγιο Θυσιαστήριο θα είναι αυτή της κοινωνίας με τον Πρώτο του, άρα και με σύμπασα την Ορθοδοξία, άρα και με τον Κιέβου Επιφάνιο και την Αγιωτάτη Εκκλησία της Ουκρανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου