3/22/2021

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1988

ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΟΝ ΣΕΒΑΣ

Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης

κυρού Διονυσίου Λ. Ψαριανού

στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών

την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 28η Φεβρουαρίου 1988

Ιερότατοι Πατέρες,

Εντιμότατοι Άρχοντες,

Ορθόδοξοι Χριστιανοί,

α΄. Ήταν πραγματικά ιερή κι αληθινά ορθόδοξη η πράξη εκείνων, που σκέφθηκαν και όρισαν τον κοινό εορτασμό από την Εκκλησία και την Πολιτεία σήμερα Κυριακή της Ορθοδοξίας. Όχι με μια λεγόμενη Δοξολογία, σαν εκείνες που αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι βρίσκονται μαζί μέσα στον ναό του Θεού σε μια εθνικοθρησκευτική ή κοινωνικοπολιτική συγκέντρωση. Αλλά με θεία Λειτουργία, όπου σε μια κοινωνία αδελφών «εν αγίω πνεύματι» συνυπάρχουμε οι οικείοι της πίστεως. Αυτό είναι η Εκκλησία κι αυτό είναι η Ορθοδοξία∙ η κοινωνία του αγίου Πνεύματος, η λειτουργική και ευχαριστιακή σύναξη, η «εν ενί στόματι και μιά καρδία», δοξολογία και ανύμνηση του Θεού.

          β΄. Σ’ αυτή την σύναξη έχω την εντολή και την τιμή να ομιλήσω σήμερα. Επαινώ «τον προσθέντα τον λόγον τόνδε» στην σημερινή εορτή, «ως καλόν αγορεύεσθαι αυτόν», για να θυμηθώ, έστω και άκαιρα, τον αρχαίο Αθηναίο πολιτικό! Αλλ’ αμέσως μού έρχονται στον νου τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ουκ ίστε τον αγώνα τον ημέτερον, αδελφοί∙ … Ουκ ίστε πηλίκον από Θεού δώρον η σιωπή και το μη έχειν ανάγκην λόγου παντός». Δεν ξέρετε, αδελφοί, τον αγώνα μας∙ δεν ξέρετε πόσο μεγάλο δώρο από τον Θεό είναι η σιωπή και το να μην βρίσκεται κανείς στην ανάγκη να ομιλήσει. Το λέγει αυτό ένας άνθρωπος, που πολύ αγάπησε αλλά και σεβάστηκε τον λόγο. «Ιερουργούμεν τον λόγον», έλεγε και, με την ίδια συστολή, που πλησίαζε στην αγία Τράπεζα για να λειτουργήσει, ανέβαινε στον ιερό Άμβωνα για να ομιλήσει.

          γ΄. Η πρώτη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στην μάχη της Εκκλησίας εναντίον όλων των αιρέσεων και στην νίκη της Ορθοδοξίας, «ως εποφειλομένη προς τον Θεόν ευχαριστία, καθ’ ην ημέραν απελάβομεν την του Χριστού Εκκλησίαν, συν αποδείξει των της Εκκλησίας δογμάτων». Σήμερα, λοιπόν, Κυριακή της Ορθοδοξίας, σε επίσημη εκκλησιαστική τελετή και ιερή Λιτανεία επαναλαμβάνουμε όσα όρισε η Σύνοδος, με τα οποία διακηρύττουμε και επιβεβαιώνουμε την ορθόδοξη πίστη μας: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν… ο Χριστός ως εβράβευσεν∙ ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν. Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων…».

          δ΄. Δεν πρόκειτ’ εδώ, βέβαια, για κενή ρητορεία, που κουράστηκαν να ακούν οι άνθρωποι κι έχασαν πια κάθε εμπιστοσύνη στον λόγο. Η Εκκλησία, σε ιερατικό και προφητικό τόνο, διατρανώνει την πίστη της και για την πίστη αυτή εγγυάται και παίρνει την ευθύνη απέναντι στην ζωή και την ιστορία του κόσμου. Δεν ομιλεί ένας άνθρωπος, υψώνοντας τραγικά το ανάστημά του μπροστά στον Θεό. Ομιλεί η Εκκλησία, της οποίας αρχή «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»∙ με θείο δικαίωμα, με ουράνιο κύρος, με την πνευματική της εξουσία και με την συνείδηση της ευθύνης της για την ορθή πίστη.

Η Εκκλησία, που κρατεί μέσα της και σηκώνει την αποκάλυψη του Θεού∙ τις οράσεις των Προφητών, την παράδοση των Αποστόλων, την διδασκαλία των Πατέρων. Η Εκκλησία, που αυτή είναι η αποκάλυψη του Θεού, παίρνει επάνω της την πίστη και την συνείδηση του λαού του Θεού, την κατοχυρώνει σε Δογματικούς Όρους και ιερούς Κανόνες και την παραδίδει από γενεά σε γενεά. Όχι ως ιδεολογική θεολογία και αντικειμενοποιημένη γνώση, αλλά ως πνευματική εμπειρία και ζωή∙ ως «μάθος» μεσ’ από το «πάθος». Ας επαναλάβουμε κι εμείς σήμερα τα λόγια του χορού στην αρχαία τραγωδία. Δόξα στον Θεό, «τον φρονείν βροτούς οδώσαντα τω πάθει μάθος θέντα κυρίως έχειν».

          Τον δρόμο μας, που είναι η μετάνοια, δεν τον βρίσκουμε, και τον σκοπό μας, που είναι η σωτηρία, δεν τον φτάνουμε, αν δεν περάσουμε από το πάθος, αν δεν πονέσουμε μέσα μας κι αν δεν σταυρωθούμε. Πνεύμα δεν παίρνουμε, αν δεν δώσουμε αίμα και με καμιά θεολογία δεν φτάνουμε να δούμε το άκτιστο φως του Θεού, αν δεν πατήσουμε γερά επάνω στην πράξη∙ «Πράξις θεωρίας επίβασις» είναι το αξίωμα των ορθοδόξων Πατέρων.

          ε΄. Ότι δεν πρόκειται κι εδώ για ρητορεία, εμείς οι ορθόδοξοι λαοί και μάλιστα οι Έλληνες είμαστε σε θέση να το ξέρουμε καλά. Η εθνική μας ιστορία και η επιβίωση της φυλής είναι δεμένη με την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας έτσι, που Έλλην ή Ρωμηός και Ορθόδοξος να σημαίνουν σχεδόν το ίδιο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μαζί με την ευθύνη της αποστολικής και πατερικής παράδοσης, πήρε επάνω της και τον σταυρό της εθνικής προστασίας των λαών της, κι αυτό είναι η καύχησή της, αλλά και το δράμα της. Κάτω από την σκέπη της Εκκλησίας, κι ας το αρνούνται άλλοι για δικούς των λόγους, προστατεύθηκαν οι ορθόδοξοι λαοί για πολλούς αιώνες. Της Εκκλησίας, που άσχετα με τις εθνικές και φυλετικές διαφορές των λαών της, ονομάζεται Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.

          στ΄. Αυτός ο τίτλος δεν είναι χαριστικός για τους Έλληνες και άδικος για τους άλλους ορθόδοξους λαούς. Αποτελεί τον ακριβή χαρακτηρισμό της Ορθοδοξίας, της οποίας η γλώσσα, η θεολογία, η λατρεία, η τέχνη, οι διοικητικοί θεσμοί, όλα είναι ελληνικά. Το μεγάλο δένδρο της Ορθοδοξίας, η καλλιέλαιος, επάνω στην οποία εγκεντρίσθηκαν τα έθνη, άπλωσε κλαδιά και σκεπάζει τους λαούς ή, πιο σωστά, αυτά τα ίδια τα κλαδιά αποτελούν την παραδοσιακή και πολύπαθη οικογένεια των ορθόδοξων λαών. Και είναι κρίμα, που η πολιτική των λαών αυτών αγνόησε και δεν εκμεταλλεύτηκε θετικά και ειλικρινά την κοινή εκκλησιαστική πίστη και παράδοση, ως την πιο γερή και ασάλευτη βάση, για την ίδρυση, τουλάχιστον εδώ στον βαλκανικό χώρο, μιας ορθόδοξης συμπολιτείας. Ο Ιησούς Χριστός, που είναι η Εκκλησία, απέθανε όχι μόνο για το έθνος του, «αλλ’ ίνα και τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις έν». Άλλη δύναμη με τόση έλξη κι άλλη μάνα με τόση αγάπη, που να συνάγει και να σκεπάζει τους ανθρώπους, σαν την Εκκλησία, δεν υπάρχει. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός μέσα στην οποία σώζονται οι άνθρωποι στον αέναο κατακλυσμό του κόσμου.

          ζ΄. Αλλά την θέση της μέσα στους λαούς της, όχι ως εξουσία, αλλ’ ως πνευματική διακονία, η Εκκλησία δεν την κατέχει χωρίς θλίψη και χωρίς σταυρό. Αυτός είναι ο κλήρος της Εκκλησίας, να διώκεται και να πληρώνει ξένες αμαρτίες. Έτσι, όμως, η Εκκλησία νικά τον κόσμο, όχι για να τον εξουσιάσει, αλλά για να τον προσλάβει, να τον κάμει δικό της και να τον οδηγήσει στην Ανάσταση. Τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού στους Αποστόλους μετά τον Μυστικό Δείπνο είναι αυτά: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε∙ εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Και τα λέγει αυτά και ομιλεί για νίκη, όταν πορεύεται προς τον Σταυρό και τον θάνατο. Έτσι η Εκκλησία νικά τον κόσμο και τον κάνει δικό της, όταν ηττάται και σταυρώνεται. Είναι μεγάλος αθλητής η Εκκλησία και, καθώς γράφει ο αρχαίος αποστολικός Πατέρας, «μεγάλου εστίν αθλητού το δέρεσθαι και νικάν».

          η΄. Η εικονομαχία, με την οποία ειδικότερα συνδέεται η σημερινή εορτή, είναι μία και δεν είναι η μόνη επίθεση στην ζωή και την ιστορία της, που σήκωσε η Εκκλησία. Όχι πια από την ειδωλολατρία, αλλ’ από τους δικούς της ανθρώπους∙ «και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες, λαλούντες διεστραμμένα…», προειδοποιούσε ο μεγάλος Απόστολος στην Μίλητο τους πρεσβυτέρους της Εφέσου. Πρόκειται για τους απειθάρχητους και άτακτους αδελφούς, που γέννησαν σχίσματα και αιρέσεις στο σώμα του Χριστού. Η εικονομαχία υπήρξε η αίρεση, που ταλαιπώρησε την Εκκλησία για εκατό και παραπάνω χρόνια, από το 727 ως το 843. Συνοδικά καταδικάστηκε από την Εκκλησία κι από τον Θεόδωρο τον Στουδίτη χαρακτηρίσθηκε ως «αθεωτάτη μεταστοιχείωσις των απάντων», ως γενική δηλαδή και χωρίς φόβο Θεού ανατροπή των πραγμάτων της Εκκλησίας. Οι αρχηγοί της εικονομαχίας ήσαν εκ των ικανοτέρων ανθρώπων του Βυζαντίου, αλλ’ η ανάμιξή των στα πράγματα της Εκκλησίας υπήρξε μία ατυχής πολιτική πράξη.

          θ΄. Αλλ’ ενώ δεν είμαι πια στην αρχή της ομιλίας μου, θα ξαναθυμηθώ τον αρχαίο Αθηναίο πολιτικό και θα επαναλάβω ό,τι εκείνος λέγει στην αρχή του περίφημου και γνωστού λόγου του: «Χαλεπόν το μετρίως ειπείν, εν ώ μόλις και η δόκησις της αληθείας βεβαιούται»∙ δύσκολο είναι να πει κανείς ό,τι πρέπει κι όπως πρέπει, ώστε να μπορέσουν οι ακροατές να σχηματίσουν μια κάποια γνώμη για την αλήθεια. Μα, όταν μιλούμε μέσα στην Εκκλησία και για την Εκκλησία, δεν μας χρειάζεται η διαλεκτική επιχειρηματολογία και η τέχνη του λόγου, για να σχηματίσουμε εμείς οι ίδιοι γνώμη για την αλήθεια την δική μας, για την πίστη μας και για την ζωή μας. Ακριβώς για την ζωή μας, γιατί η πίστη της Εκκλησίας δεν είναι ιδεολογική θεωρία, αλλά προσωπική πνευματική εμπειρία και ζωή∙ μια προσδοκία που μας συνέχει και όχι μια αγωνία που μας προβληματίζει∙ μια εσωτερική θεοπτία κι όχι μια αντικειμενοποιημένη γνώση.

          ι΄. Τί είναι, λοιπόν, η Ορθοδοξία, για την οποία σήμερα ο λόγος; Η Ορθοδοξία όχι θεωρητικά και ιδεολογικά, αλλά η Εκκλησία, που είναι ιστορική πραγματικότητα ή, πιο σωστά, η αποκάλυψη και η είσοδος του Θεού στην ιστορία του κόσμου. Διαβάζουμε στην θεία Γραφή ότι η Εκκλησία είναι «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών, νυνί δε εφανερώθη τοις αγίοις αυτού, οίς ηθέλησεν ο Θεός γνωρίσαι τίς ο πλούτος της δόξης του μυστηρίου τούτου… ός εστι Χριστός εν ημίν, η ελπίς της δόξης». Σ’ αυτό το χωρίο από την προς Κολοσσαείς επιστολή ο απόστολος Παύλος ομιλεί για την εντολή που του δόθηκε, για να κηρύξει το μυστήριο του Ιησού Χριστού και της Εκκλησίας, που ήταν κρυμμένο για πολλούς αιώνες και γενεές και τώρα φανερώθηκε στους Αγίους του Θεού. Σ’ αυτούς ο Θεός θέλησε να κάμει γνωστό πόσο μεγάλος είναι ο ένδοξος πλούτος αυτού του μυστηρίου, δηλαδή ο Χριστός μαζί μας και μέσα μας, αυτός που είναι η ένδοξη ελπίδα μας. Ας θυμηθούμε εδώ τον λόγο του αγίου Αυγουστίνου, ότι η Εκκλησία είναι ο Χριστός μαζί μας στους αιώνες.

          ια΄. Άλλο ένα χωρίο του ίδιου Αποστόλου είναι πολύ αποκαλυπτικό για την Εκκλησία, δια της οποίας και οι Άγγελοι έμαθαν την οικονομία της πολυποίκιλης σοφίας του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Χριστός δεν ίδρυσε κάποια θρησκεία που λέγεται χριστιανισμός, αλλά φανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο του Θεού, που είναι η Εκκλησία. Στο δεύτερο θεόπνευστο χωρίο τώρα ο μεγάλος Απόστολος ομιλεί πάλι για την χάρη που του δόθηκε «ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ, τω τα πάντα κτίσαντι δια Ιησού Χριστού, ίνα γνωσθή νυν ταις αρχαίς και ταις εξουσίαις εν τοις επουρανίοις δια της Εκκλησίας τίς η πολυποίκιλος σοφία του Θεού κατά πρόθεσιν των αιώνων, ην εποίησεν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών». Σ’ εμένα, γράφει ο Απόστολος, δόθηκε η χάρη να κηρύξω ποιος είναι ο ανεξιχνίαστος πλούτος του Χριστού και να φωτίσω όλους ποιο είναι το μυστικό σχέδιο, που ήταν κρυμμένο από αιώνες μέσα στην βουλή του Θεού, ο οποίος δημιούργησε τα πάντα δια του Ιησού Χριστού, για να γνωρισθεί τώρα στις επουράνιες αρχές και εξουσίες δια της Εκκλησίας η πολυποίκιλη σοφία του Θεού, σύμφωνα με τον αιώνιο σκοπό, που πραγματοποίησε δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

          ιβ΄. Αν βαθύνουμε στα νοήματα των δύο αυτών αποστολικών χωρίων κι αν μέσα στα θεόπνευστα λόγια ξεχωρίσουμε την φράση «δια της Εκκλησίας», τότε θα καταλάβουμε τί πραγματικά είναι η Εκκλησία κι αν μπορούμε να αντικαταστήσουμε την θεϊκή αυτή πραγματικότητα ή και το όνομά της ακόμα να αλλάξουμε. Στο Σύμβολο της Πίστεως ο καθένας για τον εαυτό του κι όλοι μαζί ομολογούμε: «Πιστεύω εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Η ίδια πίστη, δηλαδή, που ανήκει στον Θεό, ανήκει και στην Εκκλησία, γιατί η Εκκλησία δεν είναι χειροποίητο είδωλο, αλλά θεία πραγματικότητα, «Εκκλησία Θεού ζώντος». Συμβαίνει, όμως, να μην πιστεύουμε στο μυστήριο της Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεν αναφέρουμε το όνομά της, αλλ’ αντί για Εκκλησία λέμε διαρκώς για χριστιανισμό και για χριστιανική θρησκεία. Αυτό με την μάταιη σκέψη ότι κάνουμε επιστήμη και αντικειμενοποιούμε την αλήθεια, επειδή συγχέουμε κάθε γνώση με την αλήθεια και πιστεύουμε πως η αλήθεια είναι έξω από τον άνθρωπο.

          ιγ΄. Σ’ αυτό εδώ το σημείο γίνεται η μεγάλη καταστροφή∙ αντί να πιστεύουμε στην Εκκλησία, που είναι το μεγάλο μυστήριο της πολυποίκιλης σοφίας του Θεού, ομιλούμε για χριστιανισμό, για ένα δηλαδή θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα κάποιων ιδεολογικών αρχών πίστεως και κανόνων βίου. Έτσι, μπορούμε να συγκρίνουμε τον λεγόμενο χριστιανισμό με όλους τους θρησκευτικούς και πολιτικοκοινωνικούς          -ισμούς και να μετατρέπουμε το θείο έργο και το κήρυγμα της Εκκλησίας για την σωτηρία του ανθρώπου σε θρησκειολογία, σε κοινωνιολογία, σε λαογραφία και σε πολιτιστική κουλτούρα. Όχι, λοιπόν, χριστιανισμός ούτε χριστιανική θρησκεία, αλλά Εκκλησία.

          ιδ΄. Θα προχωρήσω ένα βήμα ακόμα και θα πω: Ορθόδοξη Εκκλησία. Γιατί από εδώ αρχίζει μια δεύτερη καταστροφή, που οδήγησε στο σκάνδαλο των αιώνων, στον χωρισμό των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης. Τα πιο πέρα, όσα συνέβησαν στην Ευρώπη, μετά τον λεγόμενο Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και το δεύτερο σχίσμα στην Δυτική Εκκλησία, δεν έχουν θέση να λέγονται τώρα. Παρανοήσεις και πλάνες οδήγησαν μέχρι που να πουν κάποιοι ότι «ο Θεός πέθανε» και κάποιοι άλλοι ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Αλλά, είχαν δίκιο οι άνθρωποι∙ δεν είπαν για την Εκκλησία, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν την ήξεραν και δεν την είδαν, αλλά για κάποιον χριστιανισμό και για κάποια θρησκεία και για κάποια θεολογία, που δεν είναι πίστη και ζωή, αλλά μάταιη προσπάθεια να αποδειχθεί λογικά η αλήθεια σαν και η αλήθεια να είναι αντικειμενική γνώση. Αλλά, έξω από τον Θεό και τον άνθρωπο, στον οποίο ο Θεός αποκαλύπτεται, δεν υπάρχει αλήθεια, γιατί η αλήθεια δεν είναι πράγμα και αντικείμενο, αλλά πρόσωπο: «Εγώ ειμί η αλήθεια», είπε ο Χριστός.

          ιε΄. Το μυστήριο της Εκκλησίας είναι το μυστήριο του Χριστού, κι αυτό θεολογικά σημαίνει ότι Εκκλησιολογία είναι η Χριστολογία. Θεάνθρωπος ο Ιησούς Χριστός, θεανθρώπινος οργανισμός και η Εκκλησία. Ως θείο μυστήριο, πιστεύουμε στην Εκκλησία, και ως ανθρώπινη οργάνωση την υπηρετούμε. Ας πιστεύουμε στο μυστήριο της Εκκλησίας∙ είναι το μυστήριο της σωτηρίας, που «ενεργείται εν τω κόσμω». Έτσι θα μάθουμε, και κλήρος και λαός, «πώς δει αναστρέφεσθαι εν τω οίκω του Θεού», πώς να φερόμαστε στην Εκκλησία και πώς να την υπηρετούμε. Ό,τι μας λείπει είναι η πίστη στο μυστήριο της Εκκλησίας, κι ό,τι μας πειράζει είναι τα σφάλματα εκείνων, που υπηρετούν την Εκκλησία. Ας μάθουμε, λοιπόν, να πιστεύουμε στην Εκκλησία, για να ξέρουμε πώς να την υπηρετούμε.

          ιστ΄. Οι αρχαίοι Πατέρες, που ήξεραν καλά τί είναι η Εκκλησία, επειδή πίστευαν και ζούσαν μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας, το είχαν αξίωμα ότι έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτή είναι κι η δική μας πίστη, γι’ αυτό και μένουμε στην Εκκλησία, «σωτήρα απεκδεχόμενοι Κύριον Ιησούν Χριστόν». Δεν λέμε για τους άπιστους και για τους άθεους, γιατί δεν ξέρουμε αν στ’ αλήθεια υπάρχουν άπιστοι και άθεοι στον κόσμο. Λέμε για όλους, που δεχθήκαμε το θείο Βάπτισμα κι έχουμε επάνω μας την σφραγίδα της δωρεάς του αγίου Πνεύματος, που όσο πιο πολύ ο καθένας γονατίζουμε κάτω από το βάρος της αμαρτίας μας, τόσο περισσότερο θέλουμε να συγκροτούμε την Εκκλησία και να είμαστε η Εκκλησία και να βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία, γιατί μόνο μέσα στην Εκκλησία και ως Εκκλησία θα σωθούμε. Κανένας δεν σώζεται μόνος του και χωριστά από τους άλλους. Ο Ιησούς Χριστός είπε πως «ού εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών». Η Εκκλησία, λοιπόν, μέσα στην οποία σωζόμαστε, είναι η σύναξη στο όνομα και με την παρουσία του Ιησού Χριστού. Η σύναξη αυτή της Εκκλησίας είναι λειτουργική. Όλη η Εκκλησία, ο Θεός, οι Άγγελοι και οι άνθρωποι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι, παρόντες στην θεία Λειτουργία. Σ’ έναν ύμνο των αποστολικών χρόνων, ενσωματωμένο στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του αποστόλου Παύλου, η Εκκλησία είναι το μέγα μυστήριο της ευσεβείας: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον…». Πάει να πει ότι η ορθόδοξη πίστη και ευσέβεια είναι εκκλησιαστική και λειτουργική. Το μέγα της ευσεβείας μυστήριο είναι η Εκκλησία, όταν τελεί την θεία Λειτουργία. Έξω από την σύναξη της Εκκλησίας και την θεία Λειτουργία κανένας δεν μπορεί να λέγει πως είναι ευσεβής, ότι πιστεύει στην Εκκλησία και την υπηρετεί.

          ιζ΄. Αλλά, η Ορθοδοξία, όπως αμυδρά και άτεχνα προσπαθώ να την περιγράψω, εν γνώσει ότι δεν περιγράφεται, γιατί η Ορθοδοξία ή η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία και σύστημα, η Ορθοδοξία, λοιπόν, τί τάχα έχει να πει και να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο, τον προσωπικά αλλοτριωμένο μέσα στις συνθήκες του κοινωνικού βίου; Το ερώτημα τίθεται χωρίς και να είναι καιρός και να υπάρχει η δυνατότητα για να δοθεί τώρα η απάντηση. Θα περιορίσω, λοιπόν, τον λόγο σ’ ένα σημείο, που αφορά στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, και θα κλείσω την ομιλία μου, γιατί δεν επιθυμώ να ξεπεράσει τα επιτρεπόμενα χρονικά όρια.

          ιη΄. Κινδυνεύουμε, όταν ομιλούμε για ζητήματα τόσο σπουδαία, όπως είναι η Ορθοδοξία, να κριθούμε ότι βρισκόμαστε έξω από τα πράγματα και την ζωή, ότι εμμένουμε σε κάποιες άγονες τάχα αντιλήψεις και διαμάχες των περασμένων αιώνων. Αλλ’ όμως, για όλους τους ορθόδοξους λαούς, και περισσότερο για μας τους Έλληνες, η Ορθοδοξία δεν είναι μια ανάμνηση του περασμένου καιρού, αλλά η ζωή μας σήμερα και η επαγγελία του αύριο. Τίποτε στην πίστη της Εκκλησίας δεν είναι απλή ανάμνηση, αλλ’ ό,τι μια φορά αποκαλύφθηκε διαιωνίζει «έως της συντελείας του αιώνος»∙ όσο περισσότερο το αισθανόμαστε να ζει μέσα μας, τόσο λιγότερο μπορούμε λογικά να το εξηγήσουμε. Ο μεγάλος Απόστολος, για κάτι που κάποτε σ’ αυτόν συνέβη και εξακολουθούσε να τον συγκλονίζει, έγραφε προς Κορινθίους: «είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα». Πάει να πει πως ο νους και οι αισθήσεις, που είναι οπωσδήποτε λειτουργίες του σώματος, δεν φθάνουν για να καλύψουν το πλάτος της ζωής και να εξηγήσουν πνευματικές καταστάσεις. Άλλο διάνοια κι άλλο πνεύμα, κι είναι κι αυτό ένα γνώρισμα της Ορθοδοξίας, ότι δεν συγχέει την πνευματικότητα με την διανοητικότητα και δεν χάνεται για να πιάσει λογικά τον Θεό και την αλήθεια. Αλλά, τέλος πάντων, το θέμα τώρα είναι άλλο, και το διατυπώνω όσο μπορώ πιο επιγραμματικά. Οι ορθόδοξοι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης δεν πρέπει να αγνοούμε και να το ξεχνάμε ότι πληρώνουμε τα δεινά της Δύσης∙ τόσο ακριβότερα, όσο πιο πλούσιος μας έρχεται από κει ο τεχνικός πολιτισμός, που δεν μπορούμε να τον αγνοήσουμε και να τον αρνηθούμε.

          ιθ΄. Καλά κάνουν οι πολιτικοί μας και κουράζονται έτσι ή αλλιώς για την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ο κόσμος σήμερα, όλος ο πλανήτης της γης, δεν θα σωθεί από μια τελειωτική καταστροφή, αν δεν ειρηνεύσουν και δεν ενωθούν οι λαοί. Ο μακαρισμός του Χριστού ανήκει σε όλους, που αναπτύσσουν ειλικρινή δραστηριότητα για την ειρήνη: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί…». Μέσα σ’ αυτούς πρώτη η Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία κάθε ιερέας και στο πιο απόμακρο χωριό κάθε ημέρα δεν βάζει πετραχήλι και να μην δεηθεί: «Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου…». Και δεν χωρεί αμφιβολία πως είναι πιο αποτελεσματικός αυτός ο τρόπος και πιο δραστικός ο λόγος της εκκλησιαστικής δέησης παρά όλες οι πορείες και οι φωνές στον δρόμο, όχι μόνο για την ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου», αλλά και για οποιοδήποτε ζήτημα, για το οποίο τυχαίνει να διαφωνούν και να ερίζουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Είναι φυσικό, γιατί για να ειρηνεύσουμε μεταξύ μας, πρέπει πρώτα να ειρηνεύσουμε μέσα μας, εισπνέοντας το πνεύμα του Χριστού, «ός εστιν η ειρήνη ημών».

          κ΄. Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μάς θυμίζει μια εποχή πριν από πεντακόσια πενήντα χρόνια. Το ίδιο κάπως γινότανε τότε, όπου οι ανατολικοί πήγαιναν κι έρχονταν στην Ιταλία κι έκαναν εκκλησιαστικές Συνόδους, με την ελπίδα πως η Δύση θα βοηθούσε για να αποτραπεί ο κίνδυνος που απειλούσε την Ανατολή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ύστερ’ από χίλια εκατό χρόνια, ήταν φυσικό να διαλυθεί, μα η Ορθοδοξία έπρεπε και είχε την δύναμη να ζήσει, για να στηρίξει τους λαούς της στην πικρή αιχμαλωσία τους. Γι’ αυτό οι ομολογητές τότε, με επικεφαλής τον Επίσκοπο της Μητροπόλεως Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό, γυρίζοντας στην Πόλη, όσοι γύρισαν, ταλαιπωρημένοι από την Σύνοδο της Φλωρεντίας, έδιναν την υπόσχεση και, σαν και να ορκίζονταν, έλεγαν: «Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία∙ ου ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας». Φαίνεται κι εδώ ότι ούτε κοσμική εξουσία ούτε κρατική υπηρεσία είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά σέβασμα στις συνειδήσεις των πιστών.

          κα΄. Πηγαίνοντας τώρα στην Ευρώπη, δεν πηγαίνουμε σαν φτωχοί συγγενείς, μόνο για να πάρουμε, αλλά και για να δώσουμε∙ και πιστεύουμε πως έχουμε να δώσουμε. Αλλά, πώς θα πάμε και με ποια ταυτότητα, που να δείχνει και να βεβαιώνει ποιοι είμαστε και τί φέρνουμε μαζί μας; Όχι, βέβαια, μόνο ως Έλληνες, αλλά και ως ορθόδοξοι χριστιανοί. Αυτή είναι η ταυτότητά μας, κι όποιοι δεν το καταλαβαίνουν ή δεν τους αρέσει θα πρέπει να είναι, καθώς έλεγε ο Μακρυγιάννης, μολεμένοι από το πνεύμα της Δύσης. Αλλά, θα πρέπει εδώ να πω κάτι τολμηρό, που όμως είναι αλήθεια∙ η Ορθοδοξία, που δεν ηττήθηκε στην Σύνοδο της Φλωρεντίας, πληρώνει τα δεινά της Δύσης, από τότε που κάποιος μεγάλος στην Ιστορία άνοιξε τις πύλες, για να μπει ελεύθερα στην Ανατολή το πνεύμα της Ευρώπης. Τώρα η ορθόδοξη εκκλησιαστική μας οικογένεια, αν δεν διαλύθηκε, περνάει δύσκολες ημέρες∙ σηκώνει τον σταυρό της και πορεύεται προς την Ανάσταση. Εμείς οι άλλοι, σαν και να είμαστε μόνοι, βρισκόμαστε στην ανάγκη να περιμένουμε πάλι από την Δύση. Αλλά, η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι θέμα μόνο πολιτικό και οικονομικό∙ είναι, και μάλιστα πρώτα, θέμα πνευματικό. Πώς, λοιπόν, θα πάμε στην Ευρώπη; Με ποια πνευματική εξάρτυση και με ποια παιδεία; Είμαστε λιγοστοί και ανάδελφοι, καθώς ελέχθη∙ αν βρεθούμε και άοπλοι εσωτερικά, κινδυνεύουμε να χαθούμε.

          κβ΄. Όταν οι Ισραηλίτες έφευγαν από την Αίγυπτο για την Παλαιστίνη, ζήτησαν και πήραν από τους Αιγύπτιους αργυρά και χρυσά σκεύη και ιματισμό, πράγματα που θα τους χρειάζονταν για την πορεία τους στην έρημο και για την εγκατάστασή τους εκεί που θα πήγαιναν. Έτσι είπε ο Θεός στον Μωυσή: «Λάλησον κρυφή εις τα ώτα του λαού και αιτησάτω έκαστος παρά του πλησίον σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν». Εμείς, βγαίνοντας για την Ευρώπη, δεν θα πάρουμε κρυφά και δεν θα κλέψουμε ξένα εφόδια. Θα πάρουμε την κληρονομιά των πατέρων μας και την δική μας περιουσία. Θα πάρουμε μαζί μας την Ορθοδοξία μας. Αμήν.

Από το βιβλίο του Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανού(†) Ο λόγος του Θεού. Τ. Β΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου