Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Άρχων Προστάτης των Γραμμάτων της Μ.τ.Χ.Ε.
Πολύς λόγος έχει γίνει τους τελευταίους μήνες για το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα, και πολλές απόψεις έχουν εκατέρωθεν ακουστεί. Απόψεις ψύχραιμες και μη, αισιόδοξες και καταστροφολογικές, από κληρικούς και λαϊκούς. Απόψεις που άλλοτε απηχούν τις τρέχουσες αντιλήψεις ορισμένων που τις περιέχουν, άλλοτε συντάσσονται με συμφέροντα τρίτων και άλλοτε στηρίζονται σε παλαιότερες διαμάχες και διχοστασίες, καθώς προσπαθούν με αφορμή το ουκρανικό να πάρουν ένα ιδιότυπο είδος εκδίκησης για διαφωνίες που κάποιοι κατά καιρούς έχουν σχετικά με τον χειρισμό άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Είναι λοιπόν επόμενο το θέμα να έχει περιπλακεί, και ο καλόπιστος αναγνώστης και παρατηρητής να μην μπορεί να φτάσει σε ένα στέρεο συμπέρασμα. Αν μάλιστα σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι το όλο ζήτημα έχει αναμειχθεί με πολιτικές σκοπιμότητες και ευρύτερες γεωπολιτικές συνισταμένες, εύκολα γίνεται κατανοητό ότι έχει σχηματιστεί μια περίπλοκη και δυσεξήγητη κατάσταση. Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, που από χρόνια είχε ξεκινήσει να διαμορφώνεται, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενεργώντας μέσα στα όρια της πανορθόδοξης και οικουμενικής δικαιοδοσίας του, έδωσε λύση με την έκδοση του γνωστού σε όλους μας τόμου αυτοκεφαλίας που επιδόθηκε προς τον εκλεγέντα Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο. Και αυτό, όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, πυροδότησε μια σειρά εξελίξεων και αντιδράσεων, που στο τέλος τους δεν μπορούν παρά να καταλήξουν στην αναγνώριση της απόφασης και της σχετικής κανονικής ενέργειας του Οικουμενικού Θρόνου, και στην εκκλησιαστική απομόνωση όσων διατυπώνουν φωνή ασεβή, έξαλλη, πανικόβλητη και κακόβουλη, όπου κι αν αυτοί βρίσκονται.
Ας δούμε όμως μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των αντιδράσεων αυτών, τα οποία μπορούν να ομαδοποιηθούν και είναι απολύτως ενδεικτικά για τις προθέσεις και τις τοποθετήσεις των αντιστοίχων εντύπων και ηλεκτρονικών κειμένων:
Αρχικώς είναι η οξύτητα και η επιθετικότητα του λόγου. Αντί για νηφάλιες τοποθετήσεις, ορισμένα επικριτικά της ουκρανικής αυτοκεφαλίας κείμενα έχουν υιοθετήσει έναν λόγο έξαλλο και μισαλλόδοξο, ταυτίζοντας οπωσδήποτε τον ορθόδοξο κατά την άποψή τους λόγο με την θρησκευτική υστερία. Έτσι, υιοθετώντας την δριμύτητα των λεκτικών σχημάτων και ένα σχεδόν υβριστικό ύφος αυτοδικαιώνονται και πείθουν περί του δικαίου που θεωρούν ότι έχουν. Φυσικά, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει, όχι μόνο δεν προβάλλουν πειστικά τις απόψεις τους, αλλά τουναντίον αυτοτοποθετούνται στον χώρο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ώστε με την πρώτη ανάγνωση τα κείμενά τους να απορρίπτονται από κάθε νηφάλιο και καλόπιστο αναγνώστη.
Κατόπιν είναι η άκριτη και απεριόριστη πολυγνωσία. Όλοι τα ξέρουν όλα, και γνωματεύουν περί πάντων. Κι ας υπάρχουν για επιμέρους πτυχές των εμπλεκομένων ζητημάτων, όπως λ.χ. για το κύρος των χειροτονιών καθηρημένων επισκόπων, εμπεριστατωμένες γνωματεύσεις ειδικών καθηγητών. Κάποια κείμενα, θεωρώντας ότι αυτοδικαίως είναι φωτισμένα, άρα συνιστούν παντογνώστες, πιστεύουν πως έχουν την μοναδική έγκυρη γνώμη, ρίχνοντας ταυτοχρόνως στον καιάδα του αναθέματος όποιον διατυπώσει αντίθετα επιχειρήματα, ακόμη και αν είναι αναγνωρισμένου κύρους ειδικός. Άλλωστε ο «ξερολισμός» αποτελεί παλαιό και συνεχές πάθος της φυλής μας, που εκδηλώνεται συχνά και πάντοτε επιθετικά, σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Στη συνέχεια πρέπει να σημειώσουμε την ακατάσχετη συνωμοσιολογία. Τα κείμενα αυτά βλέπουν πίσω από τα πάντα συνωμοσίες, και με τίποτε δεν μπορούν να παραδεχτούν το αυταπόδεικτο σε όλους τους καλής πίστεως παρατηρητές, ότι δηλαδή η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ενήργησε εν προκειμένω χωρίς να υποκύπτει σε πιέσεις και χωρίς να προσπαθεί να εξυπηρετήσει κανενός είδους συμφέροντα, με μόνο γνώμονα το πνευματικό συμφέρον των πιστών της Ουκρανίας και την αποκατάσταση της κανονικής τάξης στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά την άποψη των κειμένων αυτής της κατηγορίας σκοτεινές δυνάμεις συνωμοτούν διαρκώς εναντίον της Ορθοδοξίας, και όποιοι δεν ακολουθούν τις δικές τους ιδεοληψίες οπωσδήποτε πρέπει να αποτελούν μίσθαρνα όργανα των κέντρων αυτών της απόκρυφης και συχνά εωσφορικής εξουσίας. Έτσι όμως αμφισβητούν τις προθέσεις όποιων ασχολήθηκαν με τον χειρισμό αυτού του ζητήματος από πλευράς της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, ενώ όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι άνθρωποι καλών προθέσεων και αγαθής προαιρέσεως, εγνωσμένου κύρους και διακεκριμένων δεξιοτήτων, που ανάλωσαν χρόνο και μόχθο μόνο και μόνο για να λύσουν ένα χρονίζον πρόβλημα και να αποκαταστήσουν την κανονική εκκλησιαστική τάξη στην Ουκρανία.
Μία ακόμη διάσταση όλων αυτών αποτελεί ο συμπλεγματικός επαρχιωτισμός. Ορισμένα δηλαδή από τα επί του θέματος κείμενα ταυτίζοντας την Ορθοδοξία με το ένα ή το άλλο κράτος και την ιδιότητα του Ορθοδόξου με αυτήν του μέλους ενός έθνους, αδυνατούν να κατανοήσουν το θέμα της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας στις διεθνείς διαστάσεις του, αλλά και την οικουμενική διάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και ερμηνεύουν τα πάντα εθνοκεντρικά. Κι έτσι πέφτουν στην παγίδα του εθνοκεντρισμού και στο δόκανο του εθνοφυλετισμού, για το οποίο έχουμε και κατά το παρελθόν μιλήσει σε σχετικά με το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα άρθρα μας, στα οποία και παραπέμπουμε. Και είναι η τάση αυτή που τα εξωθεί να συνταυτίζονται με τις επί του θέματος εκφράσεις του ρωσικού εκκλησιαστικού εθνικισμού, πιστεύοντας μάλιστα ότι έτσι εξυπηρετούν την αποκατάσταση της ενότητας της Ορθοδοξίας, ενώ ακριβώς το αντίθετο πράττουν, συμβάλλοντας στην προσπάθεια της υποδούλωσής της σε ένα εθνικής αρχής και ιδεολογίας κέντρο.
Η τάση αυτή συνδέεται στενά με μία ακόμη, εκείνην που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως εθελοτυφλική αϊστορική θεώρηση. Πρόκειται για το φαινόμενο να κρατούν κάποια κείμενα επιφυλακτική στάση έναντι της ουκρανικής αυτοκεφαλίας αν και η ίδια η ύπαρξη των δικών τους Εκκλησιών στηρίζεται στις ίδιες ακριβώς αρχές που υπαγόρευσαν το αίτημα του λαού της Ουκρανίας για την χορήγηση της αυτοκεφαλίας από τον Οικουμενικό Θρόνο. Και μάλιστα, αυτό αφορά και ορισμένα κείμενα, η ύπαρξη της Εκκλησίας των συγγραφέων των οποίων προήλθε από σχισματικές ενέργειες, που σκανδάλισαν και ζημίωσαν πολύ, για να καλυφθούν κατόπιν και εκ των υστέρων με βάση την αρχή της οικονομίας από την Μητέρα Εκκλησία. Οι εκπρόσωποι αυτών των Εκκλησιών ωστόσο δεν αναγνωρίζουν στους άλλους το δικαίωμα που οι προκάτοχοί τους εξασφάλισαν για τους εαυτούς και τους διαδόχους τους, και αντί να σπεύσουν σήμερα να συνταχθούν στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου «διυλίζουν τον κώνωπα» και διατυπώνουν λόγο περί συνάξεων και περί ενωτικών πράξεων, αν και αυτά δεν ετηρήθησαν στις δικές τους περιπτώσεις, τις οποίες δείχνουν να ξέχασαν.
Είναι και άλλα κείμενα που έχουν οχυρωθεί πίσω από μια ανεξήγητη τυπολατρία, προβάλλοντας κανόνες και κανονισμούς ως απαράβατες διατυπώσεις, μια στάση που παραπέμπει στο παλαιό θεμελιώδες ερώτημα αν το Σάββατο δημιουργήθηκε για τον άνθρωπο, ή αν ο άνθρωπος πλάστηκε για το Σάββατο. Αυτά βέβαια λησμονούν τις λύσεις που έδωσε ο Κύριός μας όταν βρέθηκε απέναντι σε περιπτώσεις άκριτης τυπολατρίας και επιμένουν στην ακαμψία τους, σύμφωνα με την οποία ουσιαστικά δεν έπρεπε να δοθεί καμία λύση. Κι ας εννοούν έτσι την Εκκλησία ως ένα απολίθωμα, αντίθετα στην ζωντάνια που διακρίνει το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα ανά τους αιώνες.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η τάση του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος ως λαϊκή ιδεολογία δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, και να διαδίδεται. Μια τάση που ταυτίζει το μέλλον του έθνους μας με το «ξανθόν Γένος», και η οποία κρατώντας ακόμη από τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, έχει συμπυκνωθεί σε μια παντελώς αϊστορική και ιδεοληπτική αντιμετώπιση του ιστορικού γίγνεσθαι και ανάλογη ερμηνεία της επικαιρότητας. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με την ίδια την ιστορία, την οποία διαβάζοντας μπορεί κανείς να βρει αν και πότε οι Ρώσοι βοήθησαν τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις, αλλά και ποια ήταν τα κριτήρια και οι ενέργειές τους, κάθε φορά που ενεπλάκησαν σε ζητήματα που μας αφορούσαν άμεσα και καθοριστικά, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μικρασιατικής Καταστροφής που επηκολούθησε. Και βέβαια, η ανάμειξη αυτών των ζητημάτων με τις εκκλησιαστικές εξελίξεις, αποτελεί κλασική περίπτωση αναχρονισμού, που κάθε άλλο παρά βοηθά στην κατανόηση και ερμηνεία των κατά καιρούς εκκλησιαστικών εξελίξεων.
Βεβαίως, οι τάσεις αυτές δεν υπάρχουν σε όλα τα κείμενα που ασχολούνται με το ζήτημα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, δεν είναι γενικευτική η ισχύς τους. Υπάρχουν κείμενα, κληρικών και λαϊκών, που προβληματίζονται με έναν λόγο γνήσια πνευματικό και εκκλησιοκεντρικό, που δεν προσβάλουν και δεν καταδικάζουν. Που με την όποια κριτική τους δομούν και δεν αποδομούν. Μπορεί να είναι συγκριτικά λιγότερα, αλλά συμβάλλουν γόνιμα στο διάλογο. Κι εννοώ βεβαίως τον διάλογο πριν την χορήγηση της αυτοκεφαλίας, διότι από την στιγμή που η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία εκφράστηκε, η απόφασή της είναι οριστική και τελεσίδικη, και οι πάντες οφείλουν να δείξουν την υπακοή που διαπρυσίως κηρύττουν και προβάλουν. Τα κείμενα αυτής της κατηγορίας έχουν να επιδείξουν σεβασμό και ευπρέπεια, διατυπώνοντας την όποια κριτική τους, τις πιθανές διαφωνίες τους σε χειρισμούς και αποφάσεις, σε στάσεις και αντιμετωπίσεις, στα όρια του κοσμίου και του εκκλησιαστικώς αποδεκτού, γι’ αυτό και συμβάλλουν ουσιαστικά στον χειρισμό του ζητήματος.
Κατόπιν όλων αυτών, που εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας έντυπα και ηλεκτρονικά δημοσιευμένα κείμενα, δεν είναι να απορούμε γιατί δύσκολα ο μέσος αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει τι γίνεται. Ωστόσο πρέπει να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να καταλάβουμε ότι πέρα από εθνικά, οικονομικά ή άλλα γεωπολιτικά συμφέροντα βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, της οποίας Πρωτοκορυφαίος Θρόνος είναι εκείνος της Κωνσταντινουπόλεως, και Πρώτος είναι ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο σε ουδέτερα ή ακίνδυνα πράγματα, αλλά κατεξοχήν στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι αποφάσεις είναι επιβεβλημένες αλλά δύσκολες, κατά το ότι ενδέχεται να εγείρουν αντιδράσεις έντονες.
Αν κάποιος διαβάσει τις ιστορικές αναγωγές του κ. Αριστείδη Πανώτη, τις εκκλησιολογικές τοποθετήσεις του π. Γεωργίου Τέτση, τις νομικές απόψεις του κ. Αν. Βαβούσκου και τις νομοκανονικές αποφάνσεις του κ. Συμεών Πασχαλίδη, για να αναφέρω ενδεικτικά αλλά όχι εξαντλητικά τη σχετική αρθρογραφία, μπορεί να κατανοήσει τα πράγματα μέσα από έναν νηφάλιο, τεκμηριωμένο και εξόχως ρεαλιστικό λόγο, που αποκρούει την όποια εξαλλοσύνη άλλων τοποθετήσεων, τις οποίες συλλογικά και συνοπτικά κρίναμε παραπάνω. Κι αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει να ενημερωνόμαστε επιλεκτικά, καθώς όλα όσα δημοσιεύονται δεν έχουν την ίδια αξία, αλλά ορισμένα αποσκοπούν, εξαιτίας κυρίως όσων προαναφέρθηκαν, στο να γίνεται θόρυβος, κάτι που φυσικά «ουδέν ωφελεί».
Όλα αυτά καλό είναι να τα λάβουν υπόψη τους και οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι, αλλά πρωτίστως οι Προκαθήμενοι, των ανά τον κόσμο Ορθοδόξων Εκκλησιών, και να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, παίρνοντας θέση στο ζήτημα της αναγνώρισης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Κι αυτό επειδή οι αναβολές και τα στρατηγικά τεχνάσματα, αλλά και οι επικλήσεις στην σύγκληση θεσμικών οργάνων που όλοι γνωρίζουν ότι δεν θα οδηγήσουν πουθενά, δεν λύνουν το πρόβλημα, ούτε αφήνουν κάποιους στο απυρόβλητο της ιστορίας. Άλλωστε δεν πρέπει να αυταπατόμαστε ότι υπάρχουν αξιώματα που καθιστούν τους φέροντες αυτά απρόσβλητους από κριτική, καθώς σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή ισχύει η ουσία της κρητικής μαντινάδας, σύμφωνα με την οποία «ο άντρας κάνει τη γενιά, κι όχι η γενιά τον άντρα».
Τα πάντα κρίνονται από την ιστορία κατά τα ανθρώπινα, αλλά και από τον Κύριό μας, τον Δομήτορα της Εκκλησίας. Και οι δύο κρίσεις αυτές, είτε στο εδώ, είτε στο επέκεινα, θα είναι αδέκαστες, γι’ αυτό και φοβερές, και τούτο καλό είναι να το έχουμε όλοι κατά νου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου