5/18/2020

ΦΑΝΑΡΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΠΑΣΧΑ

Ανάσταση 2020 στο Φανάρι - Φώτο: Ν. Μαγγίνας

Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ
Άρχων Προστάτης των Γραμμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Δεν αποτελεί πρωτότυπη ούτε πρωτάκουστη διαπίστωση το ότι το φετινό Πάσχα ήταν εντελώς διαφορετικό από την πασχαλιά άλλων ετών, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι χριστιανοί το γιορτάσαμε. Συνήθως στη διατύπωση αυτή δίνεται αρνητική χροιά, υπό την έννοια της στέρησης του εκκλησιασμού και της μετοχής στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, που επέβαλαν οι υγειονομικές συνθήκες τις οποίες ο νέος κορωνοϊός επέβαλε. Για μένα όμως, καθώς οικογενειακώς τηρήσαμε πιστά τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και δεν προσπαθήσαμε να μπούμε από το παραπόρτι στον «κλειστό» κατά τα άλλα ναό, όπως δυστυχώς πολλοί έπραξαν συνεργούντων αρκετών κληρικών, μια πράξη παρακοής, διακρίσεως και κατάλυσης της ίδιας της έννοιας και της πρακτικής της ευχαριστηριακής κοινωνίας, για την οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι θα δώσουν λόγο στον Κύριο «εν ημέρα κρίσεως», υπήρξαν και ορισμένες θετικές παράμετροι αυτού αναγκαστικού εξωεκκλησιασμού, σε μία εκ των οποίων θα αναφερθώ αμέσως παρακάτω.
Κάθε Πάσχα, όλα τα χρόνια της μέχρι σήμερα ζωής μου, βρισκόμουν στο ναό, και έτσι δεν είχα την ευκαιρία ούτε μια φορά να παρακολουθήσω τηλεοπτικές αναμεταδόσεις ακολουθιών. Φέτος όμως, αναγκάστηκα να το πράξω. Ομολογώ ότι αν και η ζωντανή συμμετοχή στο ναό δεν αναπληρώνεται με τίποτε, και παρακαλώ τον Θεό να μην αξιώσει άλλους χριστιανούς να εορτάσουν Πάσχα όπως το φετινό, εντυπωσιάστηκα από την τηλεοπτική παρακολούθηση των ακολουθιών και των λειτουργιών στον πάνσεπτο πατριαρχικό ναό του αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι. Εγνώριζα βεβαίως βιωματικά και εξ εμπειρίας την πατριαρχική τάξη, με την ευκαιρία άλλων επισκέψεών μου στην Πόλη, οπότε είχαν πολλές φορές την ευκαιρία να λειτουργηθώ στο Πατριαρχείο. Αυτό όμως που είδα φέτος το Πάσχα, αυτό στο οποίο πήρα μέρος προσευχητικά, ήταν πραγματική και γνήσια ορθόδοξη λειτουργική μυσταγωγία.
Η διαφορά βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία, στα οποία παρακάτω θα επικεντρωθώ: το πρώτο έχει να κάνει με το λειτουργικό ήθος, σε όλες του τις διαστάσεις. Ψαλμωδίες παραδοσιακές και κατανυκτικές, όχι ψευδοκαντάδες ατέρμονες με το βλέμμα στο αν απαθανατίζει τον ψάλτη η κάμερα, ύφος γνήσιο πατριαρχικό, όπως το ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια και όπως βιωματικά το έχω συνδυάσει με τις πάνσεπτες αυτές μέρες, δεδομένου ότι έχω το προνόμιο να έχω γεννηθεί σε Μητρόπολη των λεγομένων «Νέων Χωρών», που πνευματικά και λειτουργικά βρίσκεται υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ψαλμωδίες όπως η παράδοση τις διασώζει και όχι όπως τις «πείραξαν» κανταδόροι ψάλτες και τις συνεχίζουν μαθητές τους που δήθεν σεμνύνονται ότι υπηρετούν ένα νέο είδος και ύφος της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Ψαλμωδίες για προσευχή του πιστού και όχι για επίδειξη του ψάλτη.

Και κοντά σε αυτά, ύφος εκφωνήσεων κατανυκτικό, ιεροπρέπεια στις κινήσεις, απλή λαμπρότητα των αμφίων, περιστολή άσκοπων κινήσεων και δήθεν «μεγαλοπρεπών» ψευδολειτουργικών θεατρινισμών. Στέκομαι στα άμφια, διότι τόσο οι μέρες, όσο και οι παρούσες περιστάσεις επέβαλαν προσεκτική επιλογή τους. Αρκεί κανείς να έβλεπε τον Παναγιώτατο λειτουργούντα ή χοροστατούντα, για να καταλάβει τι θα πει φαναριώτικη αρχοντιά, και πόσο αυτή μπορεί να διασταλεί από την επιδεικνυόμενη κάποτε επαρχιακή αρχοντοχωριατιά. Άμφια λαμπρά και απλά μαζί, φροντισμένα, λευκόχρυσα αλλά όχι κιτς, μέσα στην παραδοσιακή ορθόδοξη αισθητική, που καλό είναι να λειτουργήσουν ως παράδειγμα και καλή πρακτική για το μέλλον.
Με παρόμοιο τρόπο λειτούργησαν και οι πατριαρχικοί χοροί, στελεχωμένοι για την περίσταση από καλλίφωνα και μουσικολογιώτατα μέλη της πατριαρχικής αυλής, για τους οποίους ήδη έχει γραφτεί σχετικό σημείωμα στα ηλεκτρονικά εκκλησιαστικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι πατριαρχικοί χοροί με την σύνθεση και την ψαλμωδία τους έδωσαν την πληρέστερη απάντηση σε όσους τολμούν να μιλήσουν για εκκοσμίκευση, αφού τους επάνδρωναν κληρικοί, δεδομένου ότι μονή είναι, το μέγα μοναστήρι της Ρωμηοσύνης μάλιστα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και όχι εναλλασσόμενες βάρδιες λαϊκών βοηθών, που βρήκαν έτσι την ευκαιρία να λειτουργηθούν, εξαιρούμενοι κι αυτοί από τον περιορισμό, κατά τα όσα και παραπάνω αναφέρθηκαν.
Κυριολεκτικά, στον πάνσεπτο πατριαρχικό ναό, κατά τις ακολουθίες της μεγάλης Εβδομάδας και της λειτουργίας της Αναστάσεως ούτε ένας δεν περίσσευε, σε αντίθεση με περιττές επιδείξεις ενός ξεπερασμένου δήθεν «μεγαλείου», που σε άλλες περιπτώσεις δυστυχώς επιδείχθηκαν, προκαλώντας όχι κατάνυξη, αλλά δυσφορία. Όλα έγιναν ευσχημόνως και κατά τάξη, βοηθώντας κι εμάς που «εκκλησιαζόμασταν» τηλεοπτικώς από το σπίτι να βιώσουμε, να κατανυχθούμε, να προσευχηθούμε, και προσευχητικώς να συναντήσουμε τον Κύριο, συμμετέχοντας στα ζωηφόρα πάθη και την λαμπροφόρο Ανάστασή Του.
Το δεύτερο σημείο, έχει να κάνει με το κηρυγματικό ύφος: τόσο ο Παναγιώτατος, όταν κήρυξε ή ανέγνωσε εγκυκλίους, όσο και ο εκάστοτε διάκονος του πατριαρχικού άμβωνος, υπήρχαν εύστοχοι, φωτισμένοι, πραγματικά θεηγόροι. Εξέφρασαν λόγο πατρικό, λόγο καταλλαγής και παρακλήσεως, με στόχο να παραμυθήσουν το ορθόδοξο ποίμνιο, που βρισκόταν έγκλειστο στα σπίτια, αλειτούργητο και ακοινώνητο. Μίλησαν, πρωτίστως ο Παναγιώτατος, με τη φωνή του πατέρα που απευθύνεται στα πάσχοντα παιδιά του, χωρίς δυσνόητες εκφράσεις και έννοιες. Μίλησαν κατευθείαν στην καρδιά των απογοητευμένων, των ασθενούντων, των αποκαρδιωμένων, σταλάζοντας την αισιοδοξία και την ελπίδα που φέρνει η πίστη στον Αναστημένο Χριστό, αυτόν που καταπάτησε τη φθορά και τον θάνατο, αλλάζοντας μια για πάντα την μοίρα, τον προορισμό και την πορεία του ανθρώπου.
Δεν χρειάζονταν σε τέτοιες περιπτώσεις στρυφνά και δύσληπτα θεολογικά μηνύματα, δεν χρειάζονταν «θεολογικούρες», όπως δυστυχώς από άλλους άμβωνες άκουσα, στα πλαίσια κηρυγμάτων που πραγματικά ένιωσα ότι ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Δεν χρειάζονταν περιττές ηθικολογίες και φιλοσοφικοί στοχασμοί. Ο εμπερίστατος χριστιανός του φετινού Πάσχα είχε ανάγκη να νιώσει κοντά του την Εκκλησία ως στοργική και συμπάσχουσα μητέρα, όχι ως ηθικολογούσα «κυρά δασκάλα». Γιατί μητέρα μας είναι προπάντων η Εκκλησία, και ανάλογο λόγο πρέπει να αρθρώνει, ιδίως σε κρίσιμες και οριακές στιγμές, ώστε το κήρυγμα να μην είναι κατώτερο των περιστάσεων, ούτε υπόθεση των λίγων, αλλά λόγος πνευματικός και ζωντανός, που να δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας βάζοντας λάδι στις πληγές των ακροατών, σωματικές και ψυχικές.
Καλό θα ήταν διάφοροι περισπούδαστοι και σπουδαιοφανείς κατά το ύφος ιεροκήρυκες να αναζητήσουν τα κείμενα αυτά για να παραδειγματιστούν, και να μάθουν πώς πρέπει να εκτελούν την διακονία που τους ανατέθηκε, εφόσον θέλουν να τελούν έργο πνευματικό, και με το λόγο τους να συγκεντρώνουν – και όχι να απομακρύνουν – τους πιστούς από τον οίκο του Θεού, από την αυλή του οίκου του Ουράνιου Πατέρα τους. Γιατί τότε μόνο, όταν δηλαδή ο ιεροκήρυκας συνειδητοποιήσει ότι δεν πραγματοποιεί διάλεξη σε θεολογικό συνέδριο ή ομιλία στα πλαίσια μοναστηριακής αδελφότητος, αλλά απευθύνεται στο λαό του Θεού άνευ αποκλεισμών και διακρίσεων – αποκλεισμών που η ποιότητα, το περιεχόμενο και το ύφος του λόγου του θέτουν – μπορεί ο λόγος του να επιτύχει το στόχο του και να βοηθήσει τους χριστιανούς να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Σε διαφορετική περίπτωση «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται».
Εμπειρία λοιπόν μοναδική ήταν η φετινή παρακολούθηση – ελέω κορωνοϊού – των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος και της Αναστάσεως από τον πατριαρχικό ναό του Φαναρίου. Εμπειρία πνευματικής αρχοντιάς, λειτουργικής παραδόσεως, κηρυγματικής ευστοχίας από το Σεπτό Κέντρο της Ορθοδοξίας, το οποίο σε πείσμα ποικίλων εκκλησιαστικών και άλλων εθνικισμών κηρύσσει πάντα την οικουμενικότητα του μηνύματος της Ορθοδοξίας, την κατάργηση των κάθε είδους διακρίσεων ενώπιον του κοινού ποτηρίου της ζωής και την ισότητα και ισοτιμία των ανθρωπίνων προσώπων, στα πλαίσια μιας πνευματικής μαρτυρίας οικουμενικών αξιών.
Εύχομαι ο Αναστάς Κύριος να χαρίζει στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη μας και σε όλα τα μέλη της πατριαρχικής αυλής υγεία, ευλογία, δύναμη και μακροημέρευση, για να μας φωτίζουν και να δίνουν το καλό παράδειγμα σε όλους. Και βέβαια, να αξιωθούμε οικογενειακώς να ζήσουμε κι από κοντά αυτά που τηλεοπτικώς φέτος μας νουθέτησαν, μας στήριξαν, μας κατένυξαν και μας πατραμύθησαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου