Μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος και π. Γεώργιος Τσέτσης φωτό: Ιδιωτική Οδός (από Συνέδριο στη Ζάκυνθο το 2009) |
Με αφορμή τον αφορισμό που επέβαλε χθες (Κυριακή 17-5-2020) ο μητροπολίτης πρ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος στον πρωθυπουργό της Ελλάδος Κυριάκο Μητσοτάκη, στην υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως και στον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας Νίκο Χαρδαλιά, θυμόμαστε ότι ο πρ. Καλαβρύτων Αμβρόσιος έχει εξαπολύσει κατά καιρούς σφοδρές επιθέσεις εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, στο όνομα της "αμωμήτου ημών πίστεως" πάντα.
Παραθέτουμε στη συνέχεια μια συντριπτική απάντηση του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου της Μ.τ.Χ.Ε. π. Γεωργίου Τσέτση, στις διάφορες αιτιάσεις του πρ. Καλαβρύτων, γραμμένη πριν 8 χρόνια, αλλά λίαν επίκαιρη ακόμα, καθώς τα εν λόγω στερεότυπα αναμασώνται συνεχώς από τον πρ. Καλαβρύτων και τους ομοίους του αντιπατριαρχικούς.
Ένα σχόλιό μου, τιτλοφορούμενο «Το κατά του Φαναρίου μένος» (16-8-2012), αναφερόταν
σε ένα ευρύ φάσμα αντιπατριαρχικών κύκλων της Ελλάδος, ενώχλησε μεγάλως τον Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιο. O οποίος, θεωρώντας ότι τα γραφόμενά μου στόχευαν
αποκλειστικά την Σεβασμιότητά του, εξ αφορμής δε μιας φράσης που διόλου δεν τον
αφορούσε, εξαπέλυσε εν τάχει, και «πριν αλέκτωρα φωνήσαι», ένα μακροσκελή και δριμύτατο
«φιλιππικό», όπου, μεταξύ άλλων, μου έθετε και μερικά ερωτήματα, ζητώντας απαντήσεις,
σχετικά με την θέση και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχου στο Ορθόδοξο
στερέωμα, όπως και διευκρινήσεις όσον αφορά σε ένιες, άστοχες ως νόμιζε, επιλογές
τού, κλεΐζοντος σήμερα τον Θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου.
Ευχαρίστως ανταποκρίνομαι στο αίτημα του Σεβασμιωτάτου, αντιπαρερχόμενος τους ποικίλους χαρακτηρισμούς με τους οποίους με περιέλουσε στην αγανακτισμένη, και μάλλον εσπευσμένη, προς εμέ απάντησή του, ευρισκόμενος προφανώς σε ψυχικό αναβρασμό.
Ευχαρίστως ανταποκρίνομαι στο αίτημα του Σεβασμιωτάτου, αντιπαρερχόμενος τους ποικίλους χαρακτηρισμούς με τους οποίους με περιέλουσε στην αγανακτισμένη, και μάλλον εσπευσμένη, προς εμέ απάντησή του, ευρισκόμενος προφανώς σε ψυχικό αναβρασμό.
1-Ερωτά ο άγιος Καλαβρύτων αν αναγνωρίζω το «ισότιμο των
Αρχιερέων» και αν, δοθείσης της ισοτιμίας αυτής, δέχομαι ότι ο Οικουμενικός
Πατριάρχης απλώς είναι «Πρώτος μεταξύ ίσων» (primus inter pares). Θέτει ένα ερώτημα στο οποίο εδόθη απάντηση εδώ και
αιώνες τώρα. Ερώτημα, όμως, το οποίο παίρνει μια ιδιαίτερη χροιά όταν τίθεται, με
τον τρόπο που τίθεται, και στο πλαίσιο μέσα στο οποίο τίθεται, από ένα Ιεράρχη που
αρχιερατεύει σε μια ιδιότυπη, αν όχι «ανορθόδοξη» από εκκλησιολογικής σκοπιάς, «πολυκέφαλη»
Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που στερείται Προκαθημένου, με την κανονική σημασία του
όρου, και από την οποία, ελέω Maurer και Φαρμακίδη, λείπει παντελώς η έννοια του «Πρώτου»,
έτσι όπως διαμορφώθηκε αυτό διά μέσου των αιώνων στην καθ΄ημάς Ανατολή.
Βεβαίως
υπάρχει ισοτιμία μεταξύ Αρχιερέων. Εφόσον άπαντες, είτε Πατριάρχες είναι αυτοί,
είτε «μείζονες» Αρχιεπίσκοποι (τουτέστι Προκαθήμενοι Αυτοκεφάλων Εκκλησιών), ή Μητροπολίτες,
Αρχιεπίσκοποι, Χωρεπίσκοποι και Επίσκοποι, έχουν τη αυτή Αποστολική διαδοχή, φέρουν
τον ίδιο βαθμό της Ιερωσύνης, και όλοι, ως εικόνες τού μόνου Αρχιερέως εις τον
αιώνα, του Χριστού, έχουν ισότιμη και ισάξια αγιαστική και διδακτική εξουσία, όπως
έχουν και την απόλυτη ελευθερία του εκφράζεσθαι επί Συνόδου και το δικαίωμα του
συναποφασίζειν, αλλά και του διαφωνείν. Γι΄αυτό και όλοι, συμφωνούντες και
διαφωνούντες, ομού μετά του Πρώτου, υπογράφουν τα Συνοδικά Πρακτικά κατά το
αρχαίον έθος, που θέλει όπως «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω».
Ωστόσο,
στην διοικητική δομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχει, από αμνημονεύτων χρόνων, και
μια ιεράρχηση αξιωμάτων. Ο Προκαθήμενος μιας τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν αποκαλείται
«Πρώτος» απλώς «τιμής ένεκα». Είναι, βέβαια, ίσος μεταξύ των συνεπισκόπων του
ως προς την Αρχιερωσύνη, κείται όμως υπεράνω αυτών, και τούτο διότι εκλέγεται
από την Ιεραρχία στον Θώκο του Πρώτου, προκειμένου να λειτουργεί ως οιακοστρόφος,
ρυθμιστής και εγγυητής της ενότητος της Εκκλησίας του. Αυτήν, ακριβώς, την
σημασία έχει η εκ μέρους των Αρχιερέων μιας Εκκλησίας μνημόνευση του Πρώτου, -και
μόνο του Πρώτου-, στο «Εν πρώτοις μνήσθητι....». Η μνημόνευση ενός πολυκέφαλου
σώματος, όπως μια Ιερά Σύνοδος, αποτελεί θεολογικό, εκκλησιολογικό και
λειτουργικό σολοικισμό. Δεν είναι δε τυχαίο ότι, από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων, στα
πρεσβυγενή Πατριαρχεία, κατά την τέλεση Πατριαρχικής και Συνοδικής Θείας
Λειτουργίας, μόνον ο «Πρώτος» φέρει Μίτρα και κρατά Αρχιερατική ράβδο. (Κάτι
που, σημειωθήτω, εφαρμοζόταν μέχρις εσχάτων και στην Εκκλησία Κύπρου).
Ό,τι
ισχύει, όμως, σε μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία ενός συγκεκριμένου τόπου, το ίδιο ισχύει
προκειμένου και για την ανά την οικουμένη «μία και αδιαίρετη» Ορθόδοξο
Εκκλησία. Όπου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι μεν «Πρώτος μεταξύ ίσων» ομολόγων του, αλλά το Πρωτείο του κάθε άλλο
παρά μόνο «τιμητικό» είναι.
Καθώς
παρατηρούσε ο μακαριστός Μητροπολίτης Eφέσου Χρυσόστομος, τα «Πρεσβεία τιμής τού
Κωνσταντινουπόλεως ήταν και είναι μια προσφορά διακονίας, η οποία παρέχεται υπέρ της κοινωνίας και της ολότητος των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών». Δεν πρόκειται
περί Πρωτείου «Παπικού τύπου», όπως αποφαίνονται ευκαίρως-ακαίρως ημέτεροι και ξένοι «Φαναριομάχοι»! Και παρέχεται η διακονία αυτή: α) για να καλυφθεί χωρίς καμιά
μορφή «Παπο-καισαρισμού», το κενό που είχε δημιουργηθεί στη ζωή και την ιστορία
της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά την έκλειψη του αυτοκρατορικού παράγοντος, ο
οποίος μέσα σ’ ένα θεοκρατικό σύνολο είχε μια ειδική ευθύνη στη ζωή της Εκκλησίας
συγκαλώντας Οικουμενικές Συνόδους, και β) για να υπάρχει ένα κέντρο αναφοράς, ένας
συντονιστικός παράγων, έτοιμος να θέτει σε κίνηση τον μηχανισμό της συνολικής ευθύνης
και της συλλογικότητας μεταξύ των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οσάκις παρίσταται
ανάγκη. Χωρίς τον παράγοντα αυτό, οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες μας θα κατέληγαν να
είναι μια προτεσταντικού τύπου Συνομοσπονδία, ή το πολύ 14 ανεξάρτητα απ’αλλήλων
«καπετανάτα», κατά την έκφραση του
αείμνηστου Τρεμπέλα. Όταν στο Σύμβολο της
Πίστεως ομολογούμε πίστη εις «Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», εννοούμε
την απανταχού της οικουμένης «μία και αδιαίρετη» Ορθόδοξο Εκκλησία και όχι τις
Αυτοκέφαλες, πολλάκις δε και
εθνοφυλετικού χαρακτήρος, κατά τόπους Εκκλησίες μας.
Λόγω
ακριβώς της «διακονικής» αυτής ιδιότητας του Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου, η
Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον ρουν της ιστορίας, αλλά και μέχρις εσχάτων
ακόμη, εκλήθη από διάφορες Εκκλησίες (Ιεροσολύμων, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος,
Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας/Σλοβακίας, Ουκρανίας, Εσθονίας, της Ρωσσικής
διασποράς) προκειμένου να τις συμπαρασταθεί οσάκις αντιμετώπιζαν ζωτικής φύσεως
εσωτερικά προβλήματα.
Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης δεν παρεμβαίνει με το «έτσι θέλω» σε ξένες δικαιοδοσίες. Απλώς, ανταποκρίνεται
σε αιτήματα εμπερίστατων αδελφών Εκκλησιών. Να μη λησμονείται ότι στο Φανάρι
απετάθη η Εκκλησία της Ελλάδος το 1987 εκλιπαρούσα τον μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο να καταργήσει την
Αυτοκεφαλία της, προκειμένου να γλυτώσει με τον τρόπο αυτό την Εκκλησιαστική
περιουσία από τα χέρια του Τρίτση! (Να σημειωθεί, για την ιστορία, ότι το σχέδιο άρσεως της Αυτοκεφαλίας είχε
εκπονηθεί από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος, μετέπεια δε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
Χριστόδουλο). Λοιπόν, «καλό και άγιο» το Οικουμενικό Πατριαρχείο οσάκις
εξυπηρετούνται τα «καλά και συμφέροντά» μας, και «άστοργο σαν μητριά» (προσφιλής
έκφραση του αγίου Καλαβρύτων), όταν αυτό απαιτεί τον σεβασμό τών, και Συνταγματικά
ακόμη κατοχυρωμένων, κανονικών του δικαιωμάτων στις λεγόμενες Νέες Χώρες;
2-Τον Ιεροσολύμων Ειρηναίο δεν τον αδίκησε ο Οικουμενικός
Πατριάρχης, καθώς ισχυρίζεται ο άγιος Καλαβρύτων. Τον αποκήρυξε από Ηγούμενό
της (και ως εκ της ιδιότητός του αυτής «Πρώτο» της Σιωνίτιδος Εκκλησίας) η
Αγιοταφική Αδελφότης, βάσει των εκείσε κρατούντων, και διά λόγους που μόνον εκείνη
(και όχι το μακρόθεν εστώς και θερμαινόμενον Νομικό Συμβούλιο της Ελλάδος)
γνώριζε. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, απλώς συνεκάλεσε, κατόπιν αιτήματος των
Αγιοταφιτών, Πανορθόδοξο Σύνοδο (και όχι Συνδιάσκεψη καθώς λέγει η Σεβασμιότης
του), προκειμένου να επιληφθεί της Ιεροσολυμιτικής Εκκλησιαστικής κρίσεως. Μια
Σύνοδο, στην οποία συμπαρήδρευσαν έξι Προκαθήμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Ιεροσολύμων
Ειρηναίος, όπως και δεκαοκτώ Αρχιερείς και πολλοί άλλοι κληρικοί, εκπροσωπούντες
σχεδόν όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Το Πανορθόδοξο αυτό Συνοδικό
Σώμα είναι εκείνο που αποφάσισε την διαγραφή από τα Δίπτυχα του ονόματος του
Πατριάρχου Ειρηναίου. Και τούτο για να
ειρηνεύσει η Εκκλησία Ιεροσολύμων, σε μια άκρως ταραχώδη περίοδο της ζωής και
μαρτυρίας της στον ευαίσθητο χώρο της Παλαιστίνης. Ένα χώρο, όπου συγκρούονται μεγάλα
συμφέροντα και διαδραματίζονται ποικίλα παίγνια γεωπολιτικής, διπλωματικής,
οικονομικής, αλλά, φευ, και εκκλησιαστικής υφής. Αν ο αγαπητός άγιος Καλαβρύτων
θεωρούσε ότι ήταν «στημένη» η Σύνοδος των Προκαθημένων προκειμένου να
καταδικασθεί ένας «αθώος», καθώς οψίμως διατείνεται,
τότε ώφειλε να αποτρέψει τον Χρυσοπηγιώτη παραδελφό του, μακαριστό Αρχιεπίσκοπο
Χριστόδουλο, από του να συμμετάσχει στην εν λόγω ad hoc Πανορθόδοξο Σύνοδο. Τουλάχιστον για να μη καταγραφεί
στην ιστορία ότι και η Εκκλησία της Ελλάδος βρισκόταν μεταξύ εκείνων που συνέβαλαν
στην έκπτωση του Πατριάρχου Ειρηναίου από τον Ιεροσολυμιτικό Θρόνο. Έστω και αν
αυτή είχε συμβάλει, ενεργώς μάλιστα, στην ανάρρησή του σ’ αυτόν!
Ο
μαχόμενος για την τήρηση της Κανονικής τάξεως στην Ορθόδοξο Εκκλησία άγιος Καλαβρύτων, επιμένει να αναγνωρίζει ως
κανονικό και νόμιμο Πατριάρχη της Σιωνίτιδος Εκκλησίας τον Ειρηναίο.
Συνειδητοποιεί, όμως, ότι με την επιμονή του αυτή βρίσκεται ο ίδιος εκτός
κανονικής τροχιάς, την στιγμή κατά την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι απανταχού
της οικουμένης Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι μνημονεύουν στα Δίπτυχα Θεόφιλο και όχι
Ειρηναίο; Ή μήπως φρονεί ότι η οποιαδήποτε Επισκοπική έδρα μιας Αυτοκέφαλης
Εκκλησίας είναι «αυτόνομο» σώμα, όπου ο ποιμαίνων αυτήν Ιεράρχης έχει το
δικαίωμα του αποφασίζειν και αποφαίνεσθαι, δίκην «Πάπα», για το ποιός είναι
κανονικός και ποιός αντικανονικός Πατριάρχης ή Επίσκοπος; (Όρα και περίπτωση
Αρτεμίου στο Κοσσυφοπέδιο).
3-Ο σεβαστός επικριτής μου, αποδοκιμάζει τον Οικουμενικό
Πατριάρχη Βαρθολομαίο επειδή προσφέροντας στα πλαίσια μιας τελετής ένα Κοράνιο σε
κάποιο Μουσουλμάνο παράγοντα, το είχε χαρακτηρίσει ως «Άγιο», ενώ θα μπορούσε να
το αποκαλέσει «Ιερό» άνευ προβλήματος! Άγιος Καλαβρύτων dixit : «Ο Παναγιώτατος
Πατριάρχης μας δεν κατακρίθηκε επειδή αποκάλεσε το Κοράνιο ʺιερόʺ, αλλά επειδή
το χαρακτήρισε ʺάγιοʺ». Και μου θέτει το ερώτημα αν είναι επιτρεπτό να
θεωρείται ότι «η Αγία Γραφή των Χριστιανών και το Άγιο Κοράνιο των Μουσουλμάνων
είναι ισοδύναμα μεγέθη».
Δεν
γνωρίζω αν η Σεβασμιότης του είδε το video-clip της σχετικής τελετής, ή αν απλώς
επανέλαβε κάτι που διάβασε σε κανένα έντυπο. Το εν λόγω video δεν αφήνει χώρο για
καμιά παρεξήγηση. Όταν προσέφερε το Κοράνιο στον φιλοξενήσαντα αυτόν
Μουσουλμάνο επίσημο, ο Πατριάρχης, μιλώντας αγγλικά, χρησιμοποίησε απλούστατα την
συνήθη ονομασία με την οποία ο
μουσουλμανικός κόσμος αποκαλεί την δική του «Βίβλο», ήτοι Qur’an-ı Kerim. Ό εστί μεθερμηνευόμενον στην αγγλική «Ηοly Qur’an». («Άγιο
Κοράνιο») Είναι περίεργο, όμως, ότι ο άγιος Καλαβρύτων, ενώ διαρρηγνύει τα
ιμάτια αυτού για την χρήση του όρου «Άγιος», αποφεύγει να παραθέσει την πλήρη
φράση που χρησιμοποίησε ο Πατριάρχης επιδίδοντας το δώρο του. Φράση η οποία
είχε ως εξής: «...σας προσφέρω το άγιο Κοράνιο, το ʺιερό βιβλίο των
Μουσουλμάνωνʺ» («...the sacred book of Moslems»).
Και
ερωτώ με τη σειρά μου. Δοθέντος ότι η Σεβασμιότης του απεφάνθη πως το Κοράνιο μπορούσε
να χαρακτηρισθεί ως «ιερό», (όχι όμως «άγιο»), και εφόσον ο Πατριάρχης μίλησε ακριβώς περί «ιερού
βιβλίου των Μουσουλμάνων», πού βρίσκεται το πρόβλημα; Και πού βλέπει κανείς το
«ισοδύναμο» των δύο βιβλίων; Και ποιός είπε πως η λέξη «άγιος» είναι μονοσήμαντη
και ισχύει μόνο με την έννοια που της αποδίδουμε στην λατρευτική και
λειτουργική μας παράδοση; Το επίθετο «άγιος» δεν χρησιμοποιείται, άραγε, και ως
τιμητική προσαγόρευση; Όταν προτάσσει
κανείς την λέξη «άγιος» στον τίτλο ένος Επισκόπου ή οποιουδήποτε οφφικιούχου κληρικού
ή μοναχού, (λ.χ. «άγιε Καλαβρύτων», «άγιε Πρωτοσύγκελλε», «άγιε
Εκκλησιάρχα», «άγιε Διάκε», «αγία Ηγουμένη»), μήπως σημαίνει πως όλοι αυτοί «άγιασαν»
ευρισκόμενοι ακόμη εν ζωή;
Η
δωρεά Κορανίου σε κάποιο Μουσουλμάνο παράγοντα του Μεσανατολικού χώρου, από ένα
Πατριάρχη της καθ΄ημάς Ανατολής, (είτε ο Κωνσταντινουπόλεως είναι αυτός, είτε ο
Αλεξανδρείας, ή ο Ιεροσολύμων), δεν έχει τίποτα το επίμεμπτο, ούτε δε και
κρύβει σκοπιμότητες, καθώς ισχυρίζεται ο άγιος Καλαβρύτων. Πρόκειται περί
χειρονομιών Ποιμένων, οι οποίοι σε χρόνους δίσεκτους αναζητούν με κάθε τρόπο την
καλή γειτονία με τους ετερόθρησκους, και όχι πάντοτε φιλικά διακείμενους, κρατούντες.
Πρόκειται περί ενεργειών υπεύθυνων Ηγετών που πασχίζουν να κρατήσουν «με νύχια
και με δόντια» πανάρχαιους θεσμούς και που μάχονται να διασώσουν ό,τι ακόμη μπορεί
να σωθεί εκεί πέρα στις «χαμένες πατρίδες». Αυτά πρέπει να έχει κανείς υπ΄όψιν του
προτού ασκήσει κριτική μέσα από την ασφάλεια
και άνεση που παρέχει σ΄αυτόν η διαβίωση σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, και να διερωτάται
αν ένας Πατριάρχης «έχει το δικαίωμα να δωρίζει Κοράνιο σ΄ένα Μουσουλμάνο».
4- Σε συνάφεια με τα ως άνω, και σχολιάζοντας μια φράση του
άρθρου μου που έλεγε πως, για λόγους ευνοήτους, είναι καλλίτερη η δωρεά ενός
Κορανίου σε κάποιο Μουσουλμάνο παράγοντα, παρά η επιβράβευση με χρυσό Σταυρό τού, επί γενοκτονία
δικαζόμενου σήμερα στη Χάγη, Βοσνο-Σέρβου ηγέτη Ράντοβαν Καράτζιτς, ο άγιος Καλαβρύτων με ψέγει
δριμύτατα, δηλώνοντας ότι ουδέποτε προσέφερε σ΄αυτόν «χρυσό ή αργυρό ή χάρτινο Σταυρό».
Λοιπόν, ομολογώ, πως έχει απόλυτο
δίκαιο. Όντως, δεν τίμησε τον εν λόγω πολιτικό άνδρα με χρυσό Σταυρό, καθώς εσφαλμένα
ανέφερα στο εν λόγω άρθρο μου. Και του ζητώ συγγνώμη γι΄αυτό.
Ωστόσο,
όμως, τον τίμησε με ένα άλλο, εξίσου πολύτιμο,
δώρο. Με μια Ιερά Εικόνα της Παναγίας της Τρυπητής, καθώς μας πληροφορεί το
περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων «Διακονία και Μαρτυρία», (τεύχος
ιε΄, αρ. 226, 12 Οκτωβρίου 1994), στο οποίο κατέφυγα προκειμένου να δω σε τι ακριβώς
ωφείλετο το λάθος μου. Οπότε, βρισκόμαστε στον ίδιο παρονομαστή! Διότι το θέμα
δεν είναι το είδος του δώρου που προσεφέρθη στον Πρόεδρο του Βοσνο-Σερβικού
κρατιδίου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αλλά η πολιτική διάσταση μιας χειρονομίας
προς ένα, από πολλού ήδη καιρού, αμφιλεγόμενο πρόσωπο, εξ υπαιτιότητος του
οποίου και των συν αυτώ, υπέστησαν ουκ ολίγα δεινά τόσο η Σερβία, όσο και η Εκκλησία
της Σερβίας, σε βαθμό που να γίνουν επί εικοσαετία ολόκληρη οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της διεθνούς κοινωνίας.
Όταν
περί το τέλος του 1994 ο άγιος Καλαβρύτων μετέβη στο Βοσνο-Σερβικό κρατίδιο για
να κομίσει, (καλώς ποιών), ανθρωπιστική βοήθεια, ίσως αγνοούσε την δράση του
Κάρατζιτς και του (επίσης δικαζόμενου στη Χάγη) συνοδοιπόρου του Ράτκο Μλάτνιτς,
καθώς αφήνει να εννοηθεί σ΄ένα σημείο τού κατ΄εμέ «φιλιππικού»του. Ενδεχομένως η
Σεβασμιότης του να μη γνώριζε όσα είχε καταγγείλει εξ αφορμής των
διαδραματιζόμενων αιματηρών γεγονότων στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την Κράϊνα ο
μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας Παύλος την Κυριακή της Πεντηκοστής τού έτους 1992.
Τουτέστι, δύομισυ χρόνια προτού επισκεφθεί το Πάλε ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων και συγχρωτισθεί με
την ξυνωρίδα Κάρατζιτς-Μλάντιτς. (βλ. σχετικά στο προαναφερθέν περιοδικό). Προφανώς
να αγνοούσε τον τρόπο με τον οποίο η άγια εκείνη μορφή είχε κατακεραυνώσει με
λόγους σκληρούς σύμπασα την πολιτική ηγεσία των Σέρβων για την ανεύθυνη,
επικίνδυνη και ολέθρια για τον Σερβικό λαό πολιτεία τους. Ιδού τι έλεγε ο
μακαριστός Σέρβος Πατριάρχης μπροστά σε μια εν απογνώσει ευρισκόμενη Ορθόδοξη λαοθάλασσα
στο Βελιγράδι την ημέρα εκείνη : «...μερικοί δεν εννοούν να ακούσουν, ούτε θέλουν
να δουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους, οι οποίοι απειλούν την
Σερβία. Με τα εγκλήματα που πράξαμε και με το μίσος που σπείραμε, φθάσαμε στο
σημείο να αισχύνεται και αυτός ακόμη ο διάβολος» Οι αγανακτισμένοι αυτοί λόγοι του
αλήστου μνήμης Σέρβου Πατριάρχη είχαν γίνει την επομένη, Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος,
πρωτοσέλιδη είδηση σχεδόν σε όλα τα παγκόσμια ΜΜΕ. (Βλ. «International Herald
Tribune», «Journal de Genève», «Gazette de Lausanne» της 15ης Ιουνίου 1992). Πιθανόν,
ο Ελλαδικός Τύπος, ευρισκόμενος τις μέρες εκείνες στη ραστώνη των διακοπών του
«τριημέρου της Πεντηκοστής» να μην τους πήρε καν είδηση, αφήνοντας έτσι απληροφόρητο
τον Ορθόδοξο Έλληνα!!!
Αυτά
λοιπόν τα ολίγα ως προς την επιβράβευση του Ράντοβαν Κάρατζιτς. Ζητώντας και
πάλι συγγνώμην από την Σεβασμιότητά του
διότι αντί Εικόνος της Παναγίας, έκαμα λόγο περί Σταυρού.
Προτού κατακλείσω, θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής. Ο
άγιος Καλαβρύτων οσάκις ασκεί κριτική κατά του Φαναρίου και του Πατριάρχου
Βαρθολομαίου, δηλώνει προοιμιακά πως σέβεται απολύτως τον Οικουμενικό Θρόνο ως
θεσμό, αλλά και τον Πατριάρχη
Βαρθολομαίο «ως λίαν σπουδαίο πρόσωπο»(sic). Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πείθει. Η προς τον
Πατριάρχη «καλόπιστη», όπως την αποκαλεί, κριτική του, μόνο εμπάθεια και εχθρότητα
προδίδει. Κυρίως όταν τον χαρακτηρίζει «Χωροφύλακα της Ορθοδοξίας» και τον
παρομοιάζει με «είδωλο» που δεν πρόκειται ποτέ να προσκυνήσει!
Όσο για το σεβασμό του προς τον Θεσμό του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση
με εκείνα τα οποία πιστεύει και διακηρύσσει urbi et orbi. Ο αγαπών και σεβόμενος
τον Πατριαρχικό Θεσμό, δεν χαρακτηρίζει ως «Έκτρωμα του Κανονικού Δικαίου» το
εκκλησιαστικό καθεστώς της Ελλάδος, επειδή οι Επαρχίες της Βορείου Ελλάδος, της
Κρήτης και της Δωδεκανήσου, υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και
επιτροπικώς μόνο διοικούνται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Ούτε,
όμως, αποστέλλει υπομνήματα στην Ελλαδική Ιεραρχία σημαίνοντας συναγερμό και ισχυριζόμενος
ότι με τις συχνές Πατριαρχικές επισκέψεις στις Νέες Χώρες κινδυνεύει η
Αυτοκεφαλία και η εδαφική ακεραιότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος!
Ως προς το τελευταίο τούτο σημείο, θα ήταν καλό, ο πολιός
Αρχιποίμην των Καλαβρύτων, αλλά και όσοι άλλοι, κληρικοί τε και λαϊκοί, που τάσσονται
αναφανδόν υπέρ της εκπαραθυρώσεως του Οικουμενικού Θρόνου από τον Ελλαδικό χώρο
με την ενσωμάτωση στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος των εν Ελλάδι Επαρχιών
του (μήπως, όμως, και του Αγίου Όρους;), να μας έλεγαν πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται
τον Πατριαρχικό Θεσμό. Πώς ερμηνεύουν τα
προνόμια τα οποία του ανέθεσαν Οικουμενικαί Σύνοδοι. Πώς εκτιμούν την θέση και
το διακόνημα της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως μέσα στον Ορθόδοξο
κόσμο. Πώς οραματίζονται το μέλλον της. Επιθυμούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να
είναι μια ζωντανή παρουσία ανάμεσά τους, πολύ περισσότερο που εξ αιτίας
ανεύθυνων πολιτικών και θερμοκέφαλων στρατιωτικών της Ελλάδος, το ποίμνό του ξερριζώθηκε
από τις προγονικές εστίες της Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, πήρε το
δρόμο της προσφυγιάς και βρήκε καταφύγιο στις ανωτέρω, ως επί το πολύ, Ελλαδικές περιοχές; Ή, μήπως, προτιμούν
να αποβεί αυτό ένας Θεσμός «Σύμβολο», χωρίς ενδοχώρα, χωρίς ποίμνιο, συρρικνωμένος
μέσα σ΄ένα Μοναστήρι κάπου στον Κεράτιο, αναμένοντες την εκπλήρωση κάποιας προφητείας
για την Πόλη σύγχρονου τινός Γέροντος, άδοντες δε στο μεταξύ και ψάλλοντες
νοσταλγικά το «πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικιά μας θα ΄ναι»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου