________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


8/05/2013

"ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ" - 'Ενα άρθρο του π. Νεκταρίου Μαρκάκη


Διαχριστιανικοί Διάλογοι και Συμπροσευχή 
Νεκτάριος Μαρκάκης 
Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου 
Για το Φως Φαναρίου
Διαβάζοντας, κάποιος, κείμενα και άρθρα τα οποία εναντιώνονται στους διαχριστιανικούς διαλόγους, έχει την αίσθηση ότι ενδεχομένως να υποβόσκει μια ασάφεια στο περιεχόμενο των όρων «διάλογος», «συμπροσευχή», «συλλειτουργία». Ιδιαιτέρως οι όροι «συμπροσευχή» και «συλλειτουργία» φαίνεται να μην έχουν κατανοηθεί και αποσαφηνισθεί πλήρως στη λογική κάποιων θεολόγων και ανθρώπων που ασχολούνται με τα εκκλησιαστικά, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι όροι, όπως συχνά συμβαίνει και με τους όρους «παρασυναγωγή», «σχίσμα» και «αίρεση»1. Θα επιθυμούσα, λοιπόν, να καταθέσω μερικές σκέψεις με αφορμή διάφορα άρθρα τα οποία δημοσιεύθηκαν στον απόηχο του εορτασμού της επετείου 1700 ετών από την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας. 
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η προσπάθεια να εξηγηθεί η χριστιανική θέση σε Εβραίους, σε Έλληνες και σε Ρωμαίους, ανέπτυξε διαλόγους της χριστιανικής πίστεως με τα υπόλοιπα θρησκευτικά ρεύματα της εποχής. Έτσι αναπτύσσονται οι διαθρησκειακοί διάλογοι, από τους οποίους προέκυψε ένα χριστιανικό «κίνημα», αυτό των Απολογητών. Στην συνέχεια, οι Πατέρες της Εκκλησίας διαλέχθηκαν με αιρετικούς για να αποδείξουν τις ορθόδοξες θέσεις. Όταν, αργότερα, η Ορθοδοξία αναγκάστηκε να γειτνιάσει με το Ισλάμ, ανέπτυξε μαζί του διαλόγους, στους οποίους μετείχαν επιφανείς πατέρες της Εκκλησίας μας. 
Η διεξαγωγή διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων δεν είναι σύγχρονη μέθοδος και επινόηση. Είναι παραδοσιακή πρακτική της Εκκλησίας μας η οποία ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Στη σύγχρονη εποχή, οι διάλογοι οι οποίοι διεξάγονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία με επικεφαλής το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν στηρίζονται μόνο στην απόφαση μιας τοπικής Εκκλησίας, αλλά διεξάγονται με την συναπόφαση όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με πανορθόδοξη σύμπνοια και συμφωνία και οι αρχές διεξαγωγής έχουν θεσμοθετηθεί από τις Πανορθοδόξους Διασκέψεις2
Οι κύριοι λόγοι που επιβάλλουν τον διάλογο με τους ετεροδόξους είναι δύο. Ο πρώτος λόγος είναι η ιεραποστολή και η μαρτυρία3. Δεν έχουμε δικαίωμα να φιμώσουμε το λόγο της πίστεώς μας. Οφείλουμε να δηλώσουμε και να μαρτυρήσουμε την Πίστη μας εις «πάντα τά ἔθνη»4, αφού «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται»5 και να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε απάντηση – απολογία σε κάθε άνθρωπο που το ζητάει6. Άλλωστε η διακονία της ιεραποστολής και μαρτυρίας είναι υποχρέωσή μας, αφού δεν είναι η δική μας επιβολή, αλλά το σχέδιο του Θεού να αποκαλυφθεί στην αναζήτηση του ανθρώπου7. Όμως μια ιεραποστολή η οποία στερείται διαλόγου και δρα με τη μέθοδο της επιβολής συνιστά θρησκευτικό ολοκληρωτισμό8, γι αυτό μια Εκκλησία που καλεί την ανθρωπότητα «ἐπ ἐλευθερία»9 οφείλει, όχι να επιβάλλεται, αλλά να διαλέγεται. Η ιεραποστολή και ο διάλογος δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Η σύνθεσή τους είναι μίμηση της πρακτικής του Χριστού10
Ο δεύτερος λόγος που επιβάλλει την συμμετοχή μας στο διάλογο είναι η αγάπη. Ανεξάρτητα από το τι και που πιστεύει ο κάθε άνθρωπος, εμείς πιστεύουμε ότι ο κάθε άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού και του οφείλουμε την αγάπη. Όταν δεν γίνεται σεβαστή η εικόνα του Θεού, τότε δεν κατανοείται το μέγεθος της ελευθερίας του ανθρώπου11. Η αγάπη προς κάθε άνθρωπο δεν είναι επιλογή μας, είναι εντολή του Χριστού12. Η διαφορετικότητα πίστεως δεν δικαιολογεί άρνηση της αγάπης. Όπως, παρόλη την ύπαρξη της αγάπης δεν δικαιολογείται παραχάραξη του δόγματος13, κατά ανάλογο τρόπο δεν είναι σωστό τα δογματικά θέματα να μειώνουν την αγάπη14. Έτσι επιτυγχάνεται το «ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ»15
Εμείς ως Ορθόδοξοι, συμμετέχουμε στο διάλογο από αγάπη στους συνομιλητές μας, ανεξάρτητα εάν εκείνοι ανταποκρίνονται στη δική μας αγάπη ή όχι, όπως ο Χριστός «ἀγάπησε τούς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική τους ἀνταπόκριση, πολλές φορές χωρίς ἐκείνοι νά τόν ἀγαπούν ἤ νά εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης Του, μόνο καί μόνο διότι Ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἡ Ἀγάπη»16. Η αγάπη του Θεού διαλύει το ψεύδος της απάτης17. Όταν η αντιμετώπιση προς τους ετεροδόξους στερείται αγάπης, τότε μπορεί η διατύπωση πίστεως να είναι Ορθόδοξη, όμως η μέθοδος αιρετίζει. Μπορεί να παρουσιάζουμε έτσι μια εικόνα του Θεού διαστρεβλωμένη από την εμπάθειά μας18. «Ἐάν δέν ἀγαπᾶται ἑνωτικῶς ὁ συνάνθρωπος, δέν ἀγαπᾶται ἀληθῶς ὁ Θεός»19. Γι αυτό η πίστη μας δεν είναι θεωρητική διατύπωση, αλλά «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη»20
Μόλις κυκλοφόρησε το σημαντικό
αυτό πόνημα του π. Νεκταρίου Μαρκάκη

Η «συμπροσευχή» είναι διαφορετική από τη «συλλειτουργία». Μπορεί ένας Ορθόδοξος να προσεύχεται αλλά αυτό δεν συνιστά Λειτουργία. Η συλλειτουργία απαιτεί ενότητα πίστεως και είναι πάντα δημόσια και κοινοτική, ενώ η προσευχή μπορεί να είναι και ιδιωτική – προσωπική. Η συμπροσευχή δεν απαιτεί κοινό δόγμα, οπότε δεν υπάρχει διασάλευση του δόγματος και της Ομολογίας Πίστεως εκάστου. Στη συμπροσευχή η κάθε ομολογία διατηρεί απαρασάλευτη τη διατύπωση δόγματος. Η συμμετοχή μας στη συμπροσευχή εμπνέεται από τον Χριστό, του Οποίου η ενανθρώπιση αφορά όλη την ανθρωπότητα, έτσι και η δική μας προσευχή δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε μερικούς. Και αφού ο Ίδιος ο Χριστός το έδειξε με την ένσαρκη παρουσία Του, έτσι κι εμείς οφείλουμε να το μαρτυρούμε με την παρουσία μας. Δεν παρεμποδίζεται η Ορθόδοξη προσευχή όταν την ίδια στιγμή και στον ίδιο χώρο προσεύχονται και άλλες ομολογίες. Η συμπροσευχή δεν δηλώνει κοινό δόγμα, δεν αφορά στο κεφάλαιο του δόγματος, αλλά στο κεφάλαιο της αγάπης. Η διαφοροποίηση «συμπροσευχής» και «συλλειτουργίας» είναι αποστολική πρακτική, αφού οι πρώτοι Ιουδαιοχριστιανοί αρχικά συμμετείχαν στην προσευχή της Συναγωγής, όμως τελούσαν τη Θεία Ευχαριστία ξεχωριστά, σε δική τους σύναξη21
Οι αντιδρώντες στις συμπροσευχές προβάλλουν σχετικούς Ιερούς Κανόνες. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε ότι οι εν λόγω Κανόνες προορίζονται για περιπτώσεις όπου η πρόθεση των ετεροδόξων απέναντί μας είναι εχθρική, πολεμική και προσηλυτιστική και όχι όταν είναι ευνοϊκή. Γι αυτό διαπιστώνουμε ότι άλλοι Κανόνες είναι αυστηροί κι άλλοι επιεικέστεροι. Έτσι ο 10ος και ο 45ος Κανόνες των Αγίων Αποστόλων και ο 33ος της Συνόδου της Λαοδικείας δεν επιτρέπουν γενικώς τη συμπροσευχή με σχισματικούς και αιρετικούς. Ο 6ος της Λαοδικείας και ο 9ος του Αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας δεν επιτρέπουν την είσοδο και παραμονή στη Θεία Λειτουργία αιρετικών εκτός αν δηλώσουν μετάνοια. Υπάρχουν όμως και πολλοί κανόνες, οι οποίοι προσδιορίζουν τον τρόπο εισόδου των αιρετικών στην Εκκλησία (όπως π.χ. ο 17ος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο 8ος και 9ος της Λαοδικείας κ.α.) χρησιμοποιώντας την οικονομία. 
Επιπλέον, οι Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με τους αιρετικούς και ετεροδόξους αναφέρονται σε προσωπικές και μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι σε εκπροσώπους Εκκλησιών εξ ονόματος της Εκκλησίας τους. Αναφέρονται στον «κάποιον» («Εἴ τίς...») που από προσωπική πρωτοβουλία θα συμμετάσχει και όχι σε ομόφωνη απόφαση Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος ή κάποιος Ιερέας, όταν μεταβαίνει εξ’ ονόματος της Εκκλησίας και συμπροσεύχεται με ετεροδόξους, όχι μόνον δεν κινδυνεύει, αλλά μαρτυρεί και ομολογεί την Ορθόδοξη πίστη και συνάμα την αγάπη του προς αυτούς, όχι μόνο διαλεγόμενος αλλά και προσευχόμενος. 
Στην περίπτωση προσέλευσης ετεροδόξων στο διάλογο, η Εκκλησία οφείλει να χρησιμοποιεί την Οικονομία22, όπως το ίδιο πράττει στην αναγνώριση – διαβάθμιση του Βαπτίσματος των ετεροδόξων ως «ανυπόστατου, έγκυρου ή ενεργού»23 όταν πρόκειται να προσέλθουν στην Ορθοδοξία24, στην τέλεση των μικτών Γάμων, στην τέλεση εξοδίου ακολουθίας σε μη ορθόδοξο, στην από πλευράς μας χρήση λατρευτικών χώρων ετεροδόξων για την τέλεση της Ορθοδόξου Θείας Λειτουργίας κ.α. Άλλωστε, όχι μόνο η συμπροσευχή, αλλά και η συμμετοχή στο πρώτο ήμισυ της Θείας Λειτουργίας επιτρεπόταν στους σχισματικούς και στους αιρετικούς όταν επρόκειτο να ενισχυθεί η προϋπόθεση για επανένταξη στο Σώμα της Εκκλησίας25. Ιδιαιτέρως όταν υπήρχε δήλωση αιρετικού ότι επιθυμεί την επιστροφή στην Εκκλησία, τότε του επιτρεπόταν η συμμετοχή και στο δεύτερο μέρος της Θείας Λειτουργίας26. Ο εκπεφρασμένος πόθος ετεροδόξων, για προσπάθεια προς επίτευξη κοινωνίας στο Κοινό Ποτήριο, επιβάλλει την από μέρους μας αποδοχή για συμπροσευχή μαζί τους, αλλά και αποδοχή να παρευρίσκονται στην Ορθόδοξη Θεία Ευχαριστία ως παρατηρητές. Η πρακτική αυτή επιπλέον προφυλάσσει τη Λατρεία μας, ώστε να μην μπορούν να τη διεκδικήσουν άλλες Ομολογίες ή ομάδες (όπως συμβαίνει με την Ουνία). Αυτό όμως δεν συνιστά συλλειτουργία27
Η αγωνία για τους ετεροδόξους και αιρετικούς αποτυπώνεται στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου στη φράση: «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε, καί σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ, καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υφίσταται λειτουργική κοινωνία με τους ετεροδόξους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε τελείως άσχετοι28. Η κίνηση άρσεως των αναθεμάτων με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν επέτρεψε τη λειτουργική κοινωνία29. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την παλαιά έχθρα, αφού οι δύο Εκκλησίες βρίσκονται «εἰς μίαν νέαν σχέσιν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν ἐν ἀκοινωνησίᾳ»30. Μη λησμονούμε βέβαια ότι αν και δεν έχουν επικρατήσει αποφάσεις Συνόδων για ένωσή μας με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εν τούτοις υφίσταται ένα προηγούμενο προσπάθειας ενώσεως31
Οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι στην περίπτωση επιθυμίας για αποκατάσταση της ενότητος, με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί αυτή εάν δεν ενώσουμε τις προσευχές μας με τους υπόλοιπους ετεροδόξους που επιθυμούν την εν Χριστώ ενότητα32. «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν περιόρισε τόν θεολογικό διάλογο καί τίς οἰκουμενικές σχέσεις σέ ἀκαδημαϊκές συζητήσεις»33. Κίνητρο είναι η αγάπη. 
Η παρουσία μας σε συμπροσευχές δηλώνει ότι δεν είμαστε εχθρικοί προς τις λοιπές ομολογίες, αλλά μαρτυρούμε την προσδοκία μας για την ειρήνη του κόσμου. Είναι αδιάλειπτο καθήκον μας η ειρήνη και η ελευθερία34. Στη συμπροσευχή μεταφέρουμε αυτό που δηλώνουμε στη Θεία Λειτουργία, το οποίο οι άλλοι Χριστιανοί δεν μπορούν να το βιώσουν μαζί μας και είναι η δέηση «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Η Θεία Λειτουργία δεν αφορά μόνο εμάς που την τελούμε, αλλά όλον τον κόσμο, όπως το εμβόλιο που μπορεί να γίνεται σε ένα μέρος του σώματος, αλλά αφορά όλο το σώμα35. Η συμπροσευχή αυτή, σε καμία περίπτωση δεν δηλώνει αποδοχή για δημιουργία μιας πανθρησκείας, αλλά αποφυγή της εκκοσμίκευσης. Η παραίτησή μας από την συμπροσευχή οδηγεί στην εκκοσμίκευση η οποία είναι αίρεση που ακυρώνει τον άνθρωπο ως ευχαριστιακό και ασκητικό36. Αντί να συζητάμε μόνο, συζητάμε προσευχόμενοι. Την ώρα της συμπροσευχής εμπνέουμε τους άλλους με τη δική μας προσευχή. 
Κλείνοντας, διαπιστώνουμε ότι δεν απαιτείται ιδιαίτερος κόπος, ούτε εξονυχιστική έρευνα για να ανακαλύψουμε την αυτονόητη αγάπη που πηγάζει από την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αγάπη αυτή προς πάντας δεν είναι κρυφή, αλλά δηλώνεται και διαχέεται στον κόσμο, στον άνθρωπο και στην κτίση, είναι όπως λέει ο λαός μας, «φώς φανάρι», για να προσθέσουμε ότι πηγάζει «εκ Φαναρίου». Το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο αντικατοπτρίζει την αγάπη του Θεού προς κάθε άνθρωπο. Η Ορθοδοξία προσφέρει την οφειλόμενη αγάπη προς τους ετεροδόξους και εργάζεται για την ειρηνική συνύπαρξη μαζί τους η οποία εκφράζεται με τη συμπροσευχή και τη συμμετοχή στους διαχριστιανικούς διαλόγους.
Παραπομπές:
1 Βλ. Βαρθολομαίος Οικουμενικός Πατριάρχης, Συνάντηση με το Μυστήριο, σ. 275. 
2 Βλ. Π. Γεώργιος Τσέτσης, Ιωακείμ ο Γ΄ και η Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1092, σ. 610. – Α. Καραπαναγόπουλος, Ο Διάλογος των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, τ. Γ΄, σ. 40. – Γρηγόρης Λιάντας, Διορθόδοξη Διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος.., σ. 33, 80 κ 84. 
3 Βλ. Κύριλλος Κατερέλος Επίσκοπος Αβύδου, Χριστιανισμός και Θρησκείες στο Θεολογικό Έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου), «Στα Βήματα του Αποστόλου Βαρνάβα», Λευκωσία 2008, σ. 322. 
4 Ματθ, 28, 19. 
5 Β΄ Τιμ. 2, 9. 
6 Α΄ Πέτρ. 3, 15. 
7 Βλ. Αναστάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, σ. 191. 
8 Βλ. R. Gibellini, Η Θεολογία του Εικοστού Αιώνα, σ. 262 κ 615. 
9 Βλ. Γαλ. 5, 13. 
10 Βλ. Κύριλλος Κατερέλος Επίσκοπος Αβύδου, όπ. π., σ. 322. 
11 Βλ. Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος επί τη 1700ετηρίδι από της Εκδόσεως του Διατάγματος των Μεδιολάνων, 19 Μαΐου 2013. 
12 Ιωάν. 13, 34. 
13 Βλ. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 62, 191. 
14 Βλ. Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως, Το Γνώθι Σαυτόν, σ. 179. – Του Ιδίου, Μάθημα Ποιμαντικής, σ. 210 – 211. 
15 Εφεσ. 4, 15. 
16 Αναστάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, όπ. π., σ. 45. 
17 Βλ. Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος επί τη 1700ετηρίδι από της Εκδόσεως του Διατάγματος των Μεδιολάνων, 19 Μαΐου 2013. 
18 Βλ. Βαρθολομαίος Οικουμενικός Πατριάρχης, όπ. π., σ. 235 – 236. 
19 Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος επί τη 1700ετηρίδι από της Εκδόσεως του Διατάγματος των Μεδιολάνων, 19 Μαΐου 2013. 
20 Γαλ. 5, 6. 
21 Χρήστος Βούλγαρης, Ιστορία της Αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας, σ. 56 – 57. 
22 Βλ. Γ. Λαρετζάκης στο: Γ. Λαρετζάκης, Κ. Σκουτέρης, Β. Φειδάς, Η Συμπροσευχή με τους Ετεροδόξους κατά την Ορθόδοξη Θεολογική Παράδοση, σ. 32 κ. εξ. 
23 Βλ. Β. Φειδάς στο: Γ. Λαρετζάκης, Κ. Σκουτέρης, Β. Φειδάς, όπ. π., σ. 139. 
24 Βλ. Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης Μητροπολίτης Εφέσου, Η Αναγνώριση των Μυστηρίων των Ετεροδόξων.., Κατερίνη 1995. 
25 Βλ. Β. Φειδάς στο: Γ. Λαρετζάκης, Κ. Σκουτέρης, Β. Φειδάς, όπ. π., σ. 125 κ 136 κ. εξ. 
26 Βλ. όπ. π., σ. 137. 
27 Βλ. Πατριαρχική Εγκύκλιος, 14 Μαρτίου 1967. 
28 Βλ. Βαρθολομαίος Οικουμενικός Πατριάρχης, όπ. π., σ. 232. 
29 Βλ. Εγκύκλιο Πατριαρχικό Γράμμα, υπ’ αριθ. 815, ... – Τόμος Αγάπης, σ. 262 – 264. – Παναγιώτης Μπούμης, Συνέπειαι της Άρσεως των Αναθεμάτων Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως, σ. 102 – 124. 
30 Βλ. Γ. Λαρετζάκης στο: Γ. Λαρετζάκης, Κ. Σκουτέρης, Β. Φειδάς, όπ. π., σ. 60. 
31 Βλ. Συνόδους: Βάρης (1098), Λατερανού (1215), Νικαίας – Νυμφαίου (1234), Λυώνος (1274), Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439). 
32 Βλ. Γ. Λαρετζάκης όπ. π., σ. 48. 
33 Βαρθολομαίος Οικουμενικός Πατριάρχης, όπ. π., σ. 95. 
34 Βλ. όπ. π., σ. 225. 
35 Βλ. Αναστάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, όπ. π., σ. 41, 61 κ 129. 
36 Βαρθολομαίος Οικουμενικός Πατριάρχης, όπ. π., σ. 227.

Ο π. Νεκτάριος Μαρκάκης είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι κάτοχος Master Θεολογίας στη Θρησκειολογία. Φέρει το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου (ΣΙ) και υπηρετεί στο Ηράκλειο Κρήτης ως Στρατιωτικός Ιερεύς της ΣΕΑΠ και της 126 ΣΜ. 

2 σχόλια:

  1. Καταρχήν, πριν πω το οτιδήποτε θέλω να δώσω συγχαρητήρια στο π.Νεκτάριο Μαρκάκη, στον οποίο έγραψε αυτό το άρθρο. Εγώ προσωπικά συμφωνώ απόλυτα με το παραπάνω άρθρο και νομίζω πως φάνηκε αυτό την πρώτη κιόλας έκφραση του σχόλιου αυτού.Επίσης, μπορεί κάποιοι να έχουν αντίθετη άποψη από αυτή, όμως κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει την άποψή του σε ένα άρθρο που μόνο σωστά πράγματα λέει με σκοπό να δείξει ανωτερότητα από αυτά που υπόθηκαν εδώ. Ο Θεός μαζί σας π.Νεκτάριε, και να μας μιλάτε πιο συχνά για τέτοια πράγματα μέσα από άρθρα σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ π.ΝΕΚΤΑΡΙΟ ΜΑΡΚΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΣΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΗ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ "ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ" ΚΑΙ "ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ" ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΚΑΚΙΑ ΚΑΠΟΙΩΝ "ΕΥΣΕΒΩΝ' ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails