[Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Καθηγητή του Τμήματος Βιολογικών, Θερμοκηπιακών Καλλιεργειών και Ανθοκομίας του Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας, σήμερα το πρωί, 1 Φεβρουαρίου 2010.]
Ο αιών που πέρασε υπήρξε ο πιο βίαιος αιών εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Ήτο περίοδος απεριγράπτου ωμότητος του ανθρώπου απέναντι εις τον συνάνθρωπον, αλλά και πρωτόγνωρης βαρβαρότητος έναντι του φυσικού περιβάλλοντος. Μετά τους δύο αιματηρούς παγκοσμίους πολέμους, διεξάγεται σήμερον, όπως εγράφη, «ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κατά της φύσεως». Πράγματι, εάν ιεραρχούσαμε τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα της εποχής μας, θα τοποθετούσαμε εις την πρώτην θέσιν το οικολογικόν πρόβλημα, κυριολεκτικώς ως θέμα ζωής και θανάτου. Δεν φαίνεται να έχουν άδικον εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η οικολογική κρίσις είναι «η μεγαλυτέρα κρίσις εις την ιστορικήν πορείαν της ανθρωπότητος», το απόγεον της οποίας δεν εβιώσαμεν ακόμη. Ζώμεν όμως ήδη τας σοβαράς επιπτώσεις της, την δραματικήν μείωσιν της βιοποικιλότητος, την ερήμωσιν, την καταστροφήν των δασών, την μόλυνσιν της ατμοσφαίρας και των υδάτων, τας οδυνηράς συνεπείας της κλιματικής αλλαγής, καθώς και τας κοινωνικάς και πολιτισμικάς προεκτάσεις όλων αυτών.
Εις τον αιώνα «λήθης της αμαρτωλότητος» απεκαλύφθησαν αι καταστροφικαί δυνάμεις της αμαρτίας ή της αλλοτριώσεώς μας, δηλαδή της αλαζονίας και του προμηθεϊκού τιτανισμού της ανθρωπίνης ελευθερίας, τόσον εις τας ανθρωπολογικάς και κοινωνικάς όσον και εις τας κοσμικάς διαστάσεις των. Η κοινή ρίζα όλων των μορφών της ανθρωπίνης καταστροφικότητος είναι όντως η αυτοαποθέωσις του ανθρώπου, το «σύμπλεγμα του Θεού», όπως ωνομάσθη. Εις την θέσιν του εκθρονισθέντος Θεού δεν εκάθισεν ο «διαφωτισμένος άνθρωπος», αλλά ο επηρμένος «ανθρωποθεός».
Δεν αρνούμεθα, φυσικά, ότι ο νεωτερικός άνθρωπος ήλλαξε την ιστορίαν, εδημιούργησε πολλά άξια λόγου εις τον χώρον της πολιτικής, της κοινωνίας, της οικονομίας, της παιδείας, της αντιμετωπίσεως της πείνας, της ενδείας, της ασθενείας. Δεν δυνάμεθα όμως να αποσιωπήσωμεν την «διαλεκτικήν της νεωτερικότητος» και την αμφισημίαν της προόδου, να μη αναλογισθώμεν το βαρύ τίμημα, το οποίον πληρώνει η σύγχρονος ανθρωπότης εις πολλούς τομείς και ιδίως αναφορικώς προς το φυσικόν περιβάλλον.
Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι δια το περιβάλλον, την καταστροφήν και την προστασίαν του, λέγονται, γράφονται, συζητούνται τόσα πολλά, ότι διατυπώνονται ποικίλαι θέσεις και αντιθέσεις, εμφανίζονται βίαιαι αντεγκλίσεις και αντιπαραθέσεις. Ακόμη και σήμερον που ευρισκόμεθα εις το χείλος της αβύσσου δεν φαίνεται να συνετιζώμεθα. Μάλλον τρέφομεν αυταπάτας, η -το χειρότερον- γνωρίζομεν αλλά συνεχίζομεν ως να μη εγνωρίζαμεν, θυσιάζοντες την φύσιν εις αλλοτρίους θεούς, υποτάσσοντες την οικολογίαν εις την οικονομίαν. Η αλήθεια ότι δεν υπάρχει αληθινή πρόοδος, όταν αυτή συντελήται εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, δεν φαίνεται να κινητοποιή τον ανθρώπινον νουν και την βούλησιν, δεν φαίνεται να συγκλονίζη την ψυχήν μας.
Η μεγάλη δύναμις της εποχής μας, η επιστήμη, δυστυχώς συνεχίζει να λειτουργή ως θεραπαινίς του οικονομισμού και όχι ως διάκονος του ανθρωπίνου προσώπου και του κόσμου του. Φαίνεται μάλιστα ότι αι τελευταίαι εκπληκτικαί ανακαλύψεις εις τον τομέα της Γενετικής και των Νευροεπιστημών ανεθέρμαναν την εγγενή αλαζονίαν της επιστήμης έναντι της φύσεως.Δεν αρνούμεθα, βεβαίως, ότι η επιστημονική έρευνα και η ανάπτυξις της τεχνολογίας προάγουν νέας λύσεις και τεχνικάς αντιμετωπίσεως των πολλών προβλημάτων της σήμερον. Είναι όμως βέβαιον ότι η επιστημονικοτεχνική πρόοδος έχει συνεπείας θετικάς και αρνητικάς, ότι δημιουργεί όχι μόνον κερδισμένους αλλά και χαμένους, ότι μαζί με τα προβλήματα που επιλύει, δημιουργεί και νέα προβλήματα, τα οποία και η ιδία δυσκολεύεται να αντιμετωπίση. Δια τούτο τόσον η αποθέωσις της τεχνολογίας και της επιστήμης, όσον και η δαιμονοποίησίς των είναι στάσεις λανθασμέναι. Μέτρον της προόδου είναι και θα παραμείνη ο σεβασμός του ανθρωπίνου προσώπου.
Αδυνατούμεν να πιστεύσωμεν ότι αυτός που καταστρέφει το φυσικόν περιβάλλον, τους όρους της ανθρωπίνης ζωής, ενδιαφέρεται ειλικρινώς δια τον άνθρωπον, δια την ελευθερίαν, την πρόοδον και την ευημερίαν του. Όποιος επιδιώκει ανάπτυξιν εις βάρος του περιβάλλοντος, στρέφεται αυτομάτως και κατά του ανθρωπίνου προσώπου. Η αμαρτία κατά της φύσεως είναι αμαρτία και κατά του ανθρώπου. Είναι άρνησις της κοινωνίας και της σχέσεως, άρνησις να μοιρασθώμεν τον κόσμον με τους άλλους. Δεν υπάρχει βιώσιμος ανάπτυξις, η οποία να μη συναρτάται με τον σεβασμόν της φύσεως και του συνανθρώπου.
Είναι καιρός αι λέξεις μέτρον, όρια, σεβασμός, ευθύνη να επανεισέλθουν εις την ζωήν μας, εν όψει και του γεγονότος ότι είμεθα τεχνικώς εις θέσιν να υπερβώμεν τα όρια και τα μέτρα. Η αποδοχή ορίων και ο σεβασμός των δεν είναι αδυναμία, στάσις ασύμβατος με την αυτοσυνειδησίαν και αυτοπεποίθησιν του συγχρόνου ανθρώπου, αλλά συνέπεια της υπευθυνότητος και της ελευθερίας του. Οι πειραματισμοί του ανθρώπου με την φύσιν και την ανθρωπίνην φύσιν αναιρούν οριστικώς την νεωτερικήν αυταπάτην ότι το επιστημονικώς και τεχνικώς εφικτόν είναι και αγαθόν. Δεν είναι δυνατόν να εγκαθιδρυθή ο οικολογικός πολιτισμός χωρίς την υπέρβασιν του επιστημονισμού, της εξουσιαστικής νοοτροπίας, του κτητικού τρόπου ζωής, της χρησιμοθηρίας, του ακόρεστου καταναλωτισμού των ατόμων και των μαζών, του ατομικού και του κοινωνικού ευδαιμονισμού.
Η πορεία μας προς την εδραίωσιν του οικολογικού πολιτισμού δεν ημπορεί παρά να είναι οικολογική. Δεν είναι δυνατόν να πορευώμεθα προς τον οικολογικόν πολιτισμόν και να λαμβάνωνται αποφάσεις χωρίς να υπολογίζωνται αι επιπτώσεις των εις το περιβάλλον, χωρίς σεβασμόν των οικολογικών προτεραιοτήτων. Η συνεχιζομένη φετιχοποίησις της οικονομικής προόδου υποσκάπτει την θεμελίωσιν μιας βιωσίμου οικονομίας, η οποία θα τροφοδοτή την αειφόρον ανάπτυξιν αλλά και θα τροφοδοτήται από αυτήν.
Είναι σαφές ότι η πορεία προς τον οικολογικόν πολιτισμόν είναι επίπονος και απαιτητική. Τα οικολογικά προβλήματα είναι επιτακτικά και παγκόσμια. Απαιτείται εγρήγορσις, πολύπλευρος ευαισθητοποίησις και κινητοποίησις, συνεργασία και αλληλεγγύη, συμβολή όλων ημών, ως ατόμων, ως ομάδων, ως κοινωνιών. Και αν ακόμη αι σύγχρονοι Κασσάνδραι δεν έχουν δίκαιον όταν ισχυρίζωνται ότι είναι ήδη πιο αργά από όσον φανταζόμεθα, είναι βέβαιον ότι τα οικολογικά προβλήματα θα οξύνωνται κατά τα χρόνια που έρχονται. Όντως, η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι σήμερον πολυτέλεια, αφού, όπως ορθώς αναφέρεται και εις τον τίτλον του σημερινού Συμποσίου, αποτελεί την προϋπόθεσιν της αειφόρου αναπτύξεως, η οποία είναι ζωτικός όρος της ζωής εις τον πλανήτην Γη.
Εάν ισχύουν όλα αυτά, τότε είναι αυτονόητον ότι η «τεχνική των μικρών βημάτων» δεν επαρκεί δια την αντιμετώπισιν της οικολογικής κρίσεως. Είναι αναγκαία μία κοπερνίκεια στροφή, μία ριζική αλλαγή της νοοτροπίας μας, υπέρβασις της εκμεταλλευτικής στάσεώς μας έναντι της κτίσεως, μετάβασις από την κτητικήν εις την μετοχικήν αξιολογίαν, από την καταστροφικήν αλαζονίαν και έπαρσιν απέναντι εις την φύσιν, εις την οικολογικήν συμπεριφοράν και την δημιουργικήν αντίστασιν εις την συντελουμένην γεωκτονίαν. Άλλως, θα θεραπεύωμεν περιστασιακώς τα συμπτώματα μόνον και θα μένωμεν εγκλωβισμένοι εις τα αδιέξοδά μας, αφού το πνεύμα που ανέδειξε την «κορωνίδα» της δημιουργίας εις απειλήν του κόσμου, θα παραμένη άθικτον και ενεργόν.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος αρχίζει μέσα εις τον νουν του ανθρώπου. Ο νους μας χρήζει, λοιπόν, θεραπείας και από εκεί οφείλει να ξεκινήση η αλλαγή, η μετάνοια. Εις την ανατροπήν της νοοτροπίας του Έχειν καλείται να συμβάλη η εκπαίδευσις, η οποία οφείλει να αποκτήση σαφή οικολογικόν προσανατολισμόν. Εις αυτήν την αλλαγήν νοός ημπορούν να προσφέρουν πολλά και αι μεγάλαι θρησκευτικαί παραδόσεις, αι οποίαι είναι ταμιευτήρες ζωτικών αληθειών δια τον άνθρωπον και τον προορισμόν του.
Εδώ ευρίσκεται και η μεγάλη σημασία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Γνωρίζομεν ότι όλα τα προβλήματά μας έχουν την πνευματικήν των διάστασιν, ότι συνδέονται με την εικόνα που έχει ο άνθρωπος δια τον εαυτόν του, δια την σχέσιν του με τον Θεόν, τον συνάνθρωπον και τον κόσμον. Μέσα εις ένα πολιτισμόν, εις την βάσιν του οποίου ευρίσκονται διαταραγμέναι σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεόν, τον συνάνθρωπον και την φύσιν, ανελάβομεν να προβάλλωμεν τας σωστικάς αληθείας της πίστεώς μας και το ανεξάντλητον οικολογικόν δυναμικόν της Ορθοδοξίας. Στόχος μας ήτο εξ αρχής η συμβολή εις την ανάπτυξιν ενός οικολογικού πολιτισμού.
Εβοηθήσαμεν να αναδειχθούν μέσα από την ορθόδοξον θεολογικήν οπτικήν νέαι διαστάσεις του οικολογικού προβλήματος, τόσον αναφορικώς προς τα αίτια της οικολογικής κρίσεως όσον και ως προς τας δυνατότητας υπερβάσεώς της. Αι προσπάθειαι ημών εκαρποφόρησαν όχι μόνον εις διαχριστιανικόν και διαθρησκειακόν επίπεδον, αλλά και εις διεπιστημονικόν, διακρατικόν και παγκόσμιον, με ποικίλας πρωτοβουλίας, με τα οκτώ διεθνή οικολογικά Συμπόσια εν πλω και πολλά συνέδρια, σεμινάρια, ημερίδας, ομιλίας, με αποτελεσματικάς κινητοποιήσεις, έμπρακτον οικολογίαν και πολλάς άλλας δράσεις. Αι δραστηριότητες αύται συν Θεώ θα συνεχισθούν.
Αισθανόμεθα ικανοποίησιν διότι με όλας αυτάς τας ευλογημένας δράσεις των τελευταίων είκοσι ετών προβάλλεται ο δυναμισμός της Ορθοδόξου εκκλησιοτραφούς πνευματικότητος. Είναι εκπληκτικόν πόσοι συνάνθρωποί μας, αδιάφοροι δια την παράδοσιν της Ορθοδοξίας, εμπνέονται από το οικολογικόν και ασκητικόν της περιεχόμενον και ανακαλύπτουν τον πνευματικόν της πλούτον και τον προσωποκεντρικόν της πολιτισμόν.
Κυρίαι και Κύριοι,
Πυρήνας του πολιτισμού που παρήγαγεν η Ορθοδοξία είναι ο πολιτισμός του προσώπου. Είναι ο πολιτισμός της προτεραιότητος της σχέσεως, της σχέσεως με τον Τριαδικόν Θεόν, με τον συνάνθρωπον και με τον κόσμον. Με αυτήν την έννοιαν, δι’ ημάς προϋπόθεσις του οικολογικού πολιτισμού είναι η εγκαθίδρυσις του πολιτισμού του προσώπου. Η αντίστασίς μας εις την κυριαρχίαν του Έχειν, είναι αγών δια την πίστιν εις τον Θεόν, δια την αγάπην δια τον άνθρωπον και δια την προστασίαν της κτίσεως. Το πνεύμα είναι αδιαίρετον. Πολιτισμός του προσώπου και οικολογικός πολιτισμός είναι αλληλένδετοι εκφάνσεις της μιας ορθοδόξου πνευματικότητος και της χριστιανικής ημών ταυτότητος.
Ο Χριστιανισμός δεν επρόδωσε ποτέ την γην εν ονόματι του ουρανού, όπως ήθελεν ο φιλόσοφος του Υπερανθρώπου. Η χριστιανική πίστις δεν οδηγεί εις περιφρόνησιν της ζωής και της κτίσεως. Ούτε, βεβαίως, υπήρξεν η Βίβλος, με το «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής» (Γεν. 1, 28), η απαρχή του οικολογικού προβλήματος και της κυριαρχίας του ανθρώπου εις βάρος της υπολοίπου δημιουργίας. Η νεωτερική σχέσις ανθρώπου και κτίσεως με την συνακόλουθον αντικειμενοποίησιν και αλόγιστον εκμετάλλευσιν της φύσεως είναι διαστρέβλωσις της αυθεντικής χριστιανικής ανθρωπολογίας και κοσμολογίας και όχι συνέπειά της.
Ο Χριστιανισμός δεν είναι δυϊστικός, δεν είναι ανθρωπομονιστικός, ούτε φυσικά έχει σχέσιν με τας εκφάνσεις του οικολογικού νεομυστικισμού και με την ειδωλοποίησιν της «μητρός φύσεως». Η χριστιανική πίστις είναι ολιστική. Ο άνθρωπος δεν σώζεται χωρίς την κτίσιν. Όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι αποκάλυψις του πως δυνάμεθα να ζήσωμεν εις τον κόσμον χωρίς να τον καταστρέφωμεν, χωρίς να τον εξουσιάζωμεν, τι δηλαδή σημαίνει ευχαριστιακή σχέσις με την δημιουργίαν. Ο ευχαριστιακός πολιτισμός της Εκκλησίας είναι αυθεντικός οικολογικός πολιτισμός.
Εις την νεοπρωταγορικήν εποχήν μας ηχεί έντονα ο λόγος του σοφιστού Πρωταγόρου «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», με νοηματοδοτήσεις πρωτίστως ευδαιμονιστικάς. Ο Πλάτων είχεν αντιπαραθέσει, ως γνωστόν, εις τον πρωταγόρειον αφορισμόν το «Πάντων χρημάτων μέτρον Θεός». Άνθρωπος χωρίς Θεόν και θεός-Ιδέα χωρίς τον άνθρωπον, δεν είναι όμως η απάντησις εις το ερώτημα δια την αλήθειαν της ανθρωπίνης υπάρξεως και της ελευθερίας. Ο Χριστιανισμός έδωσε την ιδικήν του απάντησιν: Πάντων χρημάτων μέτρον Θεάνθρωπος. Ο πρωταγορικός άνθρωπος – μέτρον ανεδείχθη εις άμετρον κυρίαρχον και εκμεταλλευτήν της κτίσεως, εις «άχθος αρούρης». Ο θεός-Ιδέα ήτο και είναι «πολύ ψηλά» και μακράν δια να ακούση την κραυγήν αγωνίας του ανθρώπου, δια να ενδιαφερθή δια τας τύχας της ιστορίας και του κόσμου. Ο Θεός αυτός παραμένει το «πρώτον ακίνητον», αφού κάθε κίνησις, και φυσικά κάθε κίνησις, και προς τον άνθρωπον, θα εσήμαινεν ατέλειαν και ένδειαν.
Ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εν αυτή την σάρκα του κόσμου, καινοποιώντας και αγιάζοντας εν τη Εκκλησία τα πάντα. «Ελευθέρα μεν η κτίσις γνωρίζεται, Υιοί δε φωτός οι πριν εσκοτισμένοι» (Καταβασίαι των Θεοφανείων, Η΄ Ωδή). Η εν χάριτι κλήσις των πιστών είναι να ζουν ευχαριστιακώς, να αληθεύουν εν τη κοινωνία της αγάπης, να καλλιεργούν και να ομορφαίνουν την πλάσιν ως φύλακες και οικονόμοι και να την αναφέρουν εν ταπεινώσει προς τον Δημιουργόν.
Ευχαριστούμεν δια την προσοχήν σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου