φωτό: Ν. Μαγγίνας
Κήρυγμα εκφωνηθέν στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι υπό του Πανοσιολ. Μ. Αρχιδιακόνου κ. Μαξίμου την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
(27 Μαρτίου 2011)
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Λαέ τοῦ Θεοῦ,
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν Γ’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὥρισε νά ἑορτάζεται ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Καί μάλιστα στό μέσο τῆς Ἁγίας καί Μ. Τεσσαρακοστῆς, διότι κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ διά τούς ἀγωνιζομένους πιστούς τό ὄργανο καί τό μέσο τῆς κατά τῶν παθῶν καί τῶν ποικίλων πονηρῶν μεθόδων τοῦ διαβόλου, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦν στήν ἀπώλεια τῶν πιστῶν. Ἄνευ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου καί τῆς ἐν Χριστῷ σταύρωσής μας δέν νοεῖται ἡ νηστεία καί ὁ ἀσκητικός ἀγώνας μας. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι ζωή καί Ἀνάστασις: «ὁ Σταυρός Σου Κύριε ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ Σου...». Εἶναι ἡ ὡραιότητα καί ἡ δύναμή μας.
Τό ἀτιμωτικό ὄργανο τοῦ Σταυροῦ ὑπῆρξε ἡ ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς ὑπακοῆς τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου πρός τόν Θεό Πατέρα. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἀπ. Παῦλος: «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Μέ τόν σταυρικό θάνατό Του ὁ Υἱός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπέδειξε ταυτόχρονα τήν ὑπερτέλεια ἀγάπη Του τόσο πρός τόν Θεό Πατέρα, ὅσο καί πρός τήν κτίση ὁλόκληρη. Καταδέχθηκε νά ταπεινωθεῖ να σταυρωθεῖ ἀπό ὑπακοή πρός τόν Θεό Πατέρα. Στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καθορίστηκε ἀποφασιστικά τό γεγονός τῆς σωτηρίας μας ἐν ὑπακοῇ.
Ὁ Σταυρός δέν εἶναι μόνο ἕνα μέσο μεταδόσεως εὐλογίας, ἀλλά πρωτίστως ἐκφράζει τό ἦθος τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπαράδοσής μας στόν Θεό. Ὁ Χριστός κατά τήν ἐπί γῆς παρουσία Του ἦταν τύπος ὑπακοῆς πρός τόν Θεό Πατέρα. Συνεπῶς ἡ ὑπακοή εἶναι συστατικό στοιχεῖο τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.
Στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἡ ὑπακοή εἶναι πρωτίστως ὑπακοή στά ἐκκλησιαστικά θεσμικά ὄργανα καί στίς ἐπιταγές καί τά διδάγματα τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκα. Προϋπόθεση τῆς ἐντάξεως ἑνός ἀτόμου στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εἶναι ἡ νομικιστική αὐτή ἀντίληψη περί ὑπακοῆς. Εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς διαδασκαλίας καί ζωῆς καί τοῦτο, διότι στή Δύση ἐπεκράτησαν διαφορετικές θεολογικές ἀρχές κατανοήσεως τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ ἀντίδραση σέ μιά τέτοια δικανική ἀντίληψη περί ὑπακοῆς ὑπῆρξε ὁ Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος, μέ τή σειρά του, ἐκήρυξε τήν ἀτομική ἐλευθερία καί αὐτονομία τοῦ ἀνθρώπου.
Στήν καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία ἡ ὑπακοή κατανοεῖται στά πλαίσια τῆς ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Ἄλλωστε τέτοιο τύπο ὑπακοῆς μᾶς ἄφησε ὡς ὑπόδειγμα ὁ Κύριος. Ὁλόκληρος ὁ μοναχικός βίος, ἀλλά καί ὁ ἐκκλησιαστικός βίος κάθε πιστοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἑδράζεται στήν ὑπακοή. Τό σύνηθες ἐπιφώνημα τῶν μοναχῶν «εὐλόγησον» εἶναι ἐκδήλωση ὑπακοῆς. Κληρικός, Μοναχός καί λαϊκός ἄνευ ὑπακοῆς δέν σώζεται καί δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βέβαια σύμφωνα μέ τήν κοινή λογική ἡ ὑπακοή θεωρεῖται ὡς κάτι δουλικό καί ἀναγκαστικό καί σέ ἔσχατη περίπτωση ὡς ξεπούλημα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί συνείδησης σέ τιμή εὐκαιρίας.
Ἡ ὑπακοή, λοιπόν, στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μία νομικοῦ τύπου συμμόρφωση σέ κάποιο ἠθικό κώδικα, ἀλλά θεωρεῖται, ὅπως ἀναφέρει σύγχρονος θεολόγος, ὡς ἀποδοχή τῆς κλήσης τοῦ Θεοῦ νά ὑπάρχω ὡς κοινωνία καί ἀγάπη.
Ἐν τούτοις, ἡ ὑπακοή εἶναι ἐπίφοβη. Χρειάζεται λοιπόν, προσοχή γιά νά μήν παρερμηνευθεῖ ἡ ὑπακοή καί νά μήν καταλήξει νά εἶναι ἀνελευθερία, μέ νοσηρές μάλιστα συνέπειες, δηλαδή στέρηση τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἐλευθερίας, τήν ὁποία ὁ Κύριος ἐξηγόρασε διά τοῦ τιμίου Του αἵματος. Μόνο μιά τέτοια κατανόηση τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τό σύγχρονο δυτικό μεταμοντέρνο πολιτισμό, ὁ ὁποῖος στή φιλοσοφία του ἀπορρίπτει κάθε μορφή ἐξουσίας καί ἀπολυταρχίας. Ἡ ὑπακοή κατανοεῖται μόνο σ’ ἕνα ἐκστασιακό ὑπόβαθρο, διαφορετικά εἶναι δουλική ὑποταγή καί ἀνελευθερία. Ὁ Θεός εἶναι Θεός ἀγάπης καί ἐλευθερίας. Συνεπῶς, ἡ εἰκόνα Του ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος νά εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως ἔλεγε προσφυέστατα ὁ Σάρτρ.
Καί οἱ ἐκκλησιαστικοί θεσμοί δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν ἐκτός τοῦ γεγονότος τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἄγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού καθιστᾶ τούς θεσμούς γεγονός ἐλευθερίας καί σχέσεων καί συνεπῶς ἡ ὑπακοή πρός τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς εἶναι καί αὐτή γεγονός ἀγάπης καί ἐλευθερίας. Δέν εἶναι μία ἔξωθεν καί ἄνωθεν δομή ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλεται καί εἴμαστε συνεπῶς ἀναγκασμένοι νά τήν ἀποδεχθοῦμε.
Στήν Ἐκκλησία τελικά δροῦμε καί ἀποφασίζουμε συλλογικά, ἐν ὁμοφωνίᾳ-ἐν Συνόδῳ, καί ποτέ ἀτομικά, ὅπως τά κινήματα τοῦ σύγχρονου «ζηλωτισμοῦ» καί τῶν εὐσεβιστῶν «ζηλωτῶν» ὑπερασπιστῶν δῆθεν τῆς ἀλήθειας, οἱ ὁποῖοι ἀπαξιοῦν τούς θεσμούς καί προβάλλουν τό ἀτομικό πιστεύω τους ἔναντι τοῦ φρονήματος τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἐκφράζουν οἱ ἑκάστοτε Ἐπίσκοποι.
Προσευχηθεῖτε, Παναγιώτατε Δέσποτα,νά διάγουμε τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Ἁγίας καί Μ. Τεσσαρακοστῆς μέ ὑπακοή καί ἀγάπη καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου!
Καλή Ἀνάσταση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου