Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης Καποδίστριας
Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου
Δύναμη λοιπόν του Φαναρίου είναι ο λόγος του, εμβαπτισμένος πάντοτε στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά κι εκφραζόμενος ολοένα με νεότερες μεθόδους και σύγχρονες πρακτικές.
2. Πέντε θεολογικο-οικολογικά Σεμινάρια στη Χάλκη (1994-1998), αναφερόμενα στη σχέση του Περιβάλλοντος με τη Θρησκευτική Εκπαίδευση, την Ηθική, την Κοινωνία, την Δικαιοσύνη και τη Φτώχεια,
3. Οκτώ μέχρι σήμερα Διεθνή Οικολογικά εν πλω Συμπόσια σ’ ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη (1995 Αιγαίο-Πάτμος, 1997 Μαύρη Θάλασσα, 1999 Δούναβης, 2002 Αδριατική, 2004 Βαλτική, 2006 Αμαζόνιος, 2007 Αρκτική), 2009 Μισισιπής), ήδη μάλιστα έχει εξαγγελθεί το ανάλογο στον Νείλο ,
4. Υπογραφή της «Διακήρυξης της Βενετίας» για το Περιβάλλον (Βενετία / Ρώμη, 10 Ιουνίου 2002) μεταξύ Βαρθολομαίου και Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄. Πρόκειται για ένα βαρυσήμαντο κείμενο, το οποίο αξίζει να γνωσθεί και προσεχθεί απ’ όλους (5) .
[…]
β) Ότι υψώνεται λόγος προφητικός από το ιερό της Κέντρο, ο οποίος απευθύνεται, όχι μονάχα προς τους θεσμικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς ηγήτορες του σύγχρονου κόσμου, αλλά και προς τον κάθε άνθρωπο, με την έννοια ότι ο καθένας μας μπορεί να συμβάλει απ’ την δική του γωνιά και ιδιώτευση προς την ωφέλεια του δημόσιου συμφέροντος, αναγεννώμενος πρώτιστα ο ίδιος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
2. Βλ. Μερόπης Αναστασιάδου, «Βαρθολομαίος και “Χρόνος”: Τα πράσινα μονοπάτια του Οικουμενισμού», Εφημερίδα Απογευματινή Κωνσταντινουπόλεως, 1 Ιουλίου 2008.
3. Λουκ 8, 8.
4. ό.π.
5. ό.π., 131-135.
6. Βλ. σχετικά, Περιοδικό Επίσκεψις, τεύχ. 691, Chambésy – Genève 30.9.2008, σ. 9-11.
7. α) «Η Φύση στη Λατρεία», β) «Η θεολογία της Δημιουργίας», γ) «Οι Κλιματικές αλλαγές», δ) «Παιδεία και Περιβάλλον», ε) «Η Αξία του ύδατος», στ) «Εκκλησιαστική Οικο-νομία» (eco-management), ζ) «Το Κυκλοφοριακό πρόβλημα» και η) «Βιο-ποικιλία (bio-diversity) και προστασία του περιβάλλοντος». Βλ. ό.π., σ. 10.
8. ό.π., σ. 11.
9. Βλ. τον Φάκελο με πλούσιο σχετικό υλικό των: π. Ευαγγέλου Μαρκαντώνη – Αυγερινού Γεωργοπούλου – Ιωάννη Ζαμπέλη, Τα φυτά στη λατρεία της Εκκλησίας, εκδ. Γραφείου – Ιδρύματος Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2006.
10. Βλ. το παράδειγμα της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Χρυσοπηγής Χανίων. Πρόκειται για μια δυναμική γυναικεία Μονή, η οποία έχει τις ιστορικές της καταβολές στον 16ο αιώνα και σήμερα αριθμεί περί τις τριανταπέντε Μοναχές. Πρβλ. ότι στις 26 Νοεμβρίου 2008 ο Δημήτριος Λούκας, τελειόφοιτος (τώρα πτυχιούχος) του Τμήματος Οικολογίας και Περιβάλλοντος (πλέον Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος) του Α.Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων - Παραρτήματος Ζακύνθου, παρουσίασε την πολύ ενδιαφέρουσα πτυχιακή εργασία του, με θέμα: «Συνολική Εκτίμηση Εισροών, Εκροών και Περιβαλλοντικών Πιέσεων σε κλειστές Μοναστηριακές Κοινότητες. Περίπτωση μελέτης: Ι. Μ. Παντοκράτορος Αγίου Όρους».
11. Τούτο επισημαίνεται με σαφήνεια στο: Μητροπολίτου Ζακύνθου Χρυσοστόμου, «Εκκλησία και Περιβάλλον. Συμβολή του θεολογικού λόγου στη δημιουργία οικολογικής συνειδήσεως», Η Τακτική Σύγκλησις της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Αθήναι, 9-10 Οκτωβρίου 2007)• Εισηγήσεις και Ανακοινωθέντα, εκδ. Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος - Κλάδος Εκδόσεων, Αθήναι 2008, σσ. 53-66.
12. Βλ. σχετικά, Περιοδικό Επίσκεψις, Chambésy – Genève 31.10.2008, τεύχ. 692, σσ. 2-16.
13. Βλ. ό.π., σ. 10.
14. ό.π., σ. 27 εξ.
15. Βλ. Περιοδικό Επίσκεψις, 30.9.2007, τεύχ. 678, σσ. 2-4.
16. Βλ. Πατριαρχικόν Μήνυμα 1ης Σεπτεμβρίου 2006, ό.π., 30.9.2006, τεύχ. 665, σ. 7.
17. «Πρόκειται για θέμα που αφορά όλους- χριστιανούς και μη- διότι ο πλανήτης είναι ο κοινός μας οίκος, το σπίτι μας. Η λέξη “οικολογία” προέρχεται άλλωστε από τη λέξη “οίκος”, το σπίτι: είμαστε όλοι στο ίδιο καράβι επομένως και ή θα σωθούμε ή θα βουλιάξουμε όλοι μαζί. Όταν έρχεται ο τυφώνας, δεν κάνει διάκριση...» [Από την Ελληνική Ιστοσελίδα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου]. Τα της ιστορικής αυτής επίσκεψης του Πατριάρχη στις Βρυξέλλες και της ομιλίας του στη Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (είχε προηγηθεί ανάλογη στο Στρασβούργο, τον Απρίλιο του 1994), βλ. στο: Περιοδικό Επίσκεψις, ό.π., σ. 5 εξ.
18. «Μήνυμα της Α. Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου δια την Παγκόσμιον Ημέραν Περιβάλλοντος (5.6.2008)», Περιοδικό Εκκλησία 85 (2008) 405.
19. «Ἡ μεγάλη ἐλπίδα βρίσκεται στή δική μας ἀλλαγή. Στή δική μας προσωπική στροφή πρός μία ἄλλη κατανόηση τῆς σχέσης μας μέ τόν φυσικό κόσμο. Ἄς θυμόμαστε κάθε μέρα πώς τά δάση, οἱ λίμνες, τά ποτάμια, οἱ θάλασσες καί ὅλα τά εἴδη ζωῆς δέν μᾶς ἀνήκουν. Δέν ἀποτελοῦν δικά μας παιγνίδια ἤ προσωπική μας περιουσία. Ἀποτελοῦν δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς ἔχουμε κληθεῖ νά φροντίσουμε καί νά προστατεύσουμε. Ἡ σημερινή περιβαλλοντική κρίση ἀποτελεῖ δυστυχῶς ἀπόδειξη ὅτι κληροδοτοῦμε στά παιδιά μας, στίς ἑπόμενες γενεές, ἕναν κόσμο τόν ὁποῖον δέν σεβαστήκαμε». [Από τον ιστότοπο NaturaZante: http://theoperiv.blogspot.com/2008/05/blog-post_8470.html ]
Ἕνεκα αὐτοῦ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν φύσιν μεταβάλλεται εἰς σχέσιν αὐθάδους καί ὑπεροπτικῆς καθυποτάξεως τῶν φυσικῶν δυνάμεων καί ἡ χρησιμοποίησις αὐτῶν πρός θανάτωσιν ἤ καθυπόταξιν τοῦ συνανθρώπου, ἀντί πρός συντήρησιν τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας αὐτοῦ, ἤ πρός ὑπερβολικήν ἀπόλαυσιν, μετά ἀδιαφορίας διά τάς συνεπείας τῆς ὑπερχρήσεως.
Ἡ χρησιμοποίησις τῶν ἀτομικῶν καί πυρηνικῶν δυνάμεων τῆς φύσεως διά πολεμικούς σκοπούς ἀποτελεῖ ὕβριν, ὅπως καί ἡ καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον ὑπερκατανάλωσις, ἡ ὁποία ἐπιβαρύνει τό φυσικόν περιβάλλον μέ ρύπους, μέ αὔξησιν τῆς θερμοκρασίας καί μέ ἀνατροπήν τῶν φυσικῶν ἰσορροπιῶν καί μέ ὅσα αὐτή συνεπάγεται. Ἡ τεραστία εἰς ἔκτασιν ἐνέργεια ἡ ὁποία καταναλίσκεται διά πολεμικούς σκοπούς καί ἡ ἐπίσης τεραστία ἐνέργεια ἡ ὁποία καταναλίσκεται καθ᾿ ὑπέρβασιν τῶν λογικῶν ἀναγκῶν τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητος, ἀποτελοῦν δύο τομεῖς εἰς τούς ὁποίους συμπλέκονται αἱ εὐθῦναι τῶν ἡγετῶν καί τῶν ἁπλῶν πολιτῶν, εἰς τρόπον ὥστε ἕκαστος ἡμῶν νά ἔχῃ τήν δυνατότητα νά συμβάλλῃ εἰς τήν βελτίωσιν τῆς γενικῆς καταστάσεως. […]».
[Περιοδικό Επίσκεψις, 30.9.2006, τεύχ. 665, σ. 7]
Μήνυμα 1ης Σεπτεμβρίου 2007
«[…] Βεβαίως, κατά τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν ὑφίσταται διαφορά μεταξύ κτίσεως καί κόσμου. Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ὁμιλεῖ διά φύσιν, ὅπως πράττουν οἱ φυσιολάτραι, οὔτε διά κόσμον, ἀλλά διά κτίσιν. Ἡ λέξις “κτίσις” ἔχει θεολογικήν σημασίαν, διότι δι᾿ αὐτῆς δηλοῦται ὅτι ὁ ὑλικός κόσμος ἐκτίσθη ὑπό τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἦλθεν εἰς τό εἶναι ἐκ τοῦ μή ὄντος. Ἀντιθέτως, ἡ λέξις “κόσμος” (κόσμημα) ὑπενθυμίζει τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν φιλοσοφίαν περί τῆς φύσεως, ὡς τοῦ ἀντιγράφου τῶν ἀγεννήτων ἰδεῶν καί ὡς διακοσμήσεως τῶν ἤδη ὑπαρχόντων ἀντιγράφων καί ὄχι ὡς δημιουργίας τῶν ὄντων ἐκ τοῦ μή ὄντος. Οὕτως, ἡ λέξις “κτίσις” ἔχει μεγίστην σπουδαιότητα, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπόλυτος κύριος τοῦ περιβάλλοντος κόσμου, δεδομένου ὅτι ἐδημιουργήθη ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ μή ὄντος, συντηρεῖται δέ ὑπό τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι διά κτιστῶν μέσων, ἀλλά εἶναι ταπεινός διαχειριστής αὐτοῦ.
Κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἄλλου, ὑφίσταται διαφορά μεταξύ τοῦ βασιλείου τοῦ Θεοῦ καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ κτίσις εἶναι τό βασίλειον τοῦ Θεοῦ, διότι ἐντός αὐτῆς ὑπάρχει ἡ οὐσιοποιός καί ζωοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί δι᾿ αὐτῆς φανεροῦται ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, κατά τό Ἀποστολικόν λόγιον “τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀ´ϊδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης” (Ρωμ. 1, 20), ἀλλ᾿ ὅμως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου ὑποστατικοῦ Φωτός καί ἡ μέθεξις αὐτοῦ ὑπό τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ μέθεξις τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Τοιουτοτρόπως, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ὁ κόσμος καθίσταται βασίλειον τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀποφεύγεται ὁ πανθεϊσμός καί ὁ οὑμανισμός.
Ἡ κτίσις ὅμως δέν ἔχει ἠθικήν βούλησιν καί ἑπομένως δέν ἔπεσεν αὐτοβούλως εἰς τήν φθοράν, ἀλλά συμπαρεσύρθη ὑπό τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί αὐτό εἶχε συνταρακτικάς συνεπείας εἰς ὅλον τόν κόσμον. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει αὐτήν τήν ὀδύνην τῆς κτίσεως, ἕνεκεν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, λέγων: “πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν”. Συγχρόνως δέ δηλώνει: “καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ”, καί “ἡ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τήν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται” (Ρωμ. 8, 19-22).
Οὕτως, ἡ ἀντιμετώπισις τῶν λεγομένων οἰκολογικῶν προβλημάτων λαμβάνει θεολογικήν σημασίαν καί ἔννοιαν καί δέν δύνανται νά ἐπιλυθοῦν ταῦτα ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου. Τοιουτοτρόπως, τό λεγόμενον οἰκολογικόν πρόβλημα εἶναι εἰς τήν βάσιν αὐτοῦ θεολογικόν, καί ὄχι ἀνθρωποκεντρικόν, καί συνεπῶς ἡ ἐπίλυσις αὐτοῦ εἶναι καρπός τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀποτέλεσμα διεργασιῶν λογικῆς καί ἐπεξεργασίας νομοθετικῆς.
Βεβαίως, καί ἡ ἀνθρωπίνη λογική καί οἱ νόμοι πρέπει νά ἐπιστρατευθοῦν διά τήν ἐπίλυσιν τῶν οἰκολογικῶν προβλημάτων, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος παραμένει οἰκειοθελῶς ἀθεράπευτος. Τό ἴδιον, ἄλλωστε, συμβαίνει καί μέ τούς νόμους τῆς Πολιτείας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπαραίτητοι διά τήν κοινωνίαν, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά ἐφαρμόσουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, οἱ νόμοι δικαιολογοῦνται μέ τόν διφυῆ χαρακτῆρα τῶν δερματίνων χιτώνων, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, ἀλλά καί ὡς εὐλογία διά τήν καλήν συγκρότησιν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου.
Ἑπομένως, ἡ κτίσις εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀφ᾿ ἑνός μέν φανέρωσις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἔκφρασις τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κτίσις δέχεται τήν φωτιστικήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου, ἀλλά δέχεται καί τήν ἐνέργειαν τῶν παθῶν τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου. Εἰς τήν ζωήν τῶν Ἁγίων βλέπομεν ὅτι ἡ κτίσις ἐξαγιάζεται, λαμπρύνεται, δοξάζεται, ὑπακούει εἰς τόν ἄνθρωπον, τά ἄγρια ζῶα ἡμερεύουν καί ἀναγνωρίζουν εἰς τόν ἀναγεννηθέντα ἄνθρωπον τήν “ὀσμήν τοῦ Ἀδάμ” πρό τῆς παρακοῆς, αἱ φυσικαί παραφοραί θεραπεύονται καί γενικῶς διά τῶν Ἁγίων ἡ κτίσις καθίσταται τό βασίλειον τοῦ Θεοῦ, εἰς τό ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐν Θεῷ κυριαρχίαν.
Ἀντιθέτως, εἰς τήν ζωήν τῶν ἐμπαθῶν ἀνθρώπων παρατηροῦμεν ὅτι βιάζεται ἡ φύσις καί ἀμαυροῦται, διότι ἡ ὑπερκατανάλωσις τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀπό τόν διακατεχόμενον ἐξ εὐδαιμονίας ἄνθρωπον ὁδηγεῖ τοῦτον εἰς τήν ἀνάγκην τῆς ὑπερπαραγωγῆς, καί διά τήν κάλυψιν αὐτῆς βιάζεται ἡ κτίσις, μέ ἀποτέλεσμα νά τιμωρῆται ἐν τέλει ὁ ἐπαναστάτης ἄνθρωπος. Συνήθως θεωροῦμεν ὅτι τό προπατορικόν ἁμάρτημα συνέβη εἰς τήν ἀρχήν τῆς δημιουργίας, εἰς τόν Παράδεισον, ἀλλά λησμονοῦμεν ὅτι ἡ οὐσία κάθε ἁμαρτήματος πρός τόν Θεόν, τόν ἄνθρωπον καί τήν κτίσιν παραπέμπει εἰς τό προπατορικόν ἁμάρτημα, τό ὁποῖον ἐκφράζεται ὡς ὑπερηφάνεια καί ἐγωϊσμός, ὡς ἀλαζονεία καί φιλαυτία, ὡς ἰδιοτέλεια καί ἐπιθετικότης, ὡς αὐτονομία καί εὐδαιμονία. […]»
Ρήσεις κατά το Διεθνές εν πλω Οικολογικό Συμπόσιο στην Αρκτική (Οκτώβριος 2007)
O χρόνος επείγει. Ο παγετώνας της Αρκτικής συρρικνώνεται με τρομακτική ταχύτητα. Αυτό μας λένε οι επιστήμονες, αυτό μας λένε οι γηγενείς της Γροιλανδίας που γνωρίζουν τους πάγους καλύτερα από κάθε άλλον.
Εάν λειώσει όλος ο πάγος της Γροιλανδίας, οι συνέπειες, τόσο για την ίδια την Γροιλανδία, όσο και για ολόκληρο τον κόσμο, θα ήταν ολέθριες: μία βιβλική καταστροφή στην κυριολεξία.
Ορισμένοι επιστήμονες μάς λέγουν ότι έχουμε δέκα χρόνια, ίσως και λιγότερα, για να περιορίσουμε την εκπομπή των ρυπογόνων αερίων που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και, με τον τρόπο αυτό, να αποφύγουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η ανθρωπότητα, λοιπόν, δεν έχει την πολυτέλεια να διαπληκτίζεται γύρω από τις οικονομικές, φυλετικές ή θρησκευτικές διαφορές. Η ανθρωπότητα οφείλει να συμπράξει και οφείλει να ενεργήσει τώρα.
[Από τον ιστότοπο NaturaZante: http://theoperiv.blogspot.com/2007/09/blog-post_19.html ]
« […] Κατά τήν ἡμετέραν ἄποψιν, τό μέγιστον ἐκ τῶν προβλημάτων τῆς συγχρόνου ἐποχῆς, τό ὁποῖον λαμβάνει μορφήν πνευματικῆς διαταραχῆς, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ τεχνική γνῶσις ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπό πᾶσαν ἔννοιαν ἠθικῆς, κατά δέ τήν ἔμπρακτον ἐφαρμογήν αὐτῆς παράγει ἰδίαν ἠθικήν, τήν αὐτονομημένην ἠθικήν, τήν πέραν καί μακράν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον.
[…]
Ὁ Χριστιανισμός μᾶς διδάσκει νά δίδωμεν προσοχήν εἰς τό μικρόν, τό ἐλάχιστον, καί ὑπομιμνήσκει εἰς ἡμᾶς ὅτι ἑκάστη πρᾶξις, ἕκαστον συμβάν, πρέπει νά ἀξιολογῆται ὑπό τό φῶς τῆς αἰωνιότητος. Ἡ σύγχρονος ἐπιστήμη ὁμιλεῖ περί τοῦ συνδέσμου μεταξύ ὅλων τῶν μορφῶν τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος, ἰδιαιτέρως δέ μεταξύ τῶν μορφῶν ζωῆς. Κατά τάς ἡμετέρας περιβαλλοντικοῦ χαρακτῆρος ἀποδημίας, διεπιστώσαμεν πλεῖστα ὅσα παραδείγματα τῆς συνδέσεως τῆς ἀνθρωπίνης ὀλιγωρίας εἰς ἕν μέρος τοῦ πλανήτου καί τῶν ὀλεθρίων συνεπειῶν αὐτῆς εἰς ἕτερον τμῆμα αὐτοῦ, χιλιάδας χιλιομέτρων μακράν αὐτοῦ.
Ἐπληροφορήθημεν, ἐπί παραδείγματι, κατά τήν πρόσφατον ἐπίσκεψίν μας εἰς τήν Βραζιλίαν ὅτι ἡ παράνομος ξύλευσις τῶν βροχοφίλων δασῶν εἶναι εἷς ἐκ τῶν παραγόντων τῶν προκαλούντων ξηρασίας, καύσωνας καί ἄλλα ἀκραῖα κλιματικά φαινόμενα, οὐχί μόνον ἐν Βραζιλίᾳ ἀλλά καί εἰς τόν λοιπόν κόσμον. Εἰς τήν Γροιλανδίαν εἴδομεν, ἰδίοις ὄμμασι, τήν τῆξιν τῶν πάγων, ὡς συνέπειαν τῶν κλιματολογικῶν ἀλλαγῶν, ἡ ὁποία ἐπαπειλεῖ πλείστας παρακτίους ἀνά τόν κόσμον περιοχάς. Ἡ ἀσύνετος, λοιπόν, δραστηριότης τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς εὐκράτους περιοχάς μετατρέπει τούς ὅρους τῆς φύσεως εἰς τούς πόλους τοῦ πλανήτου, ἐνῷ αἱ ἐπιπτώσεις τῶν μεταβολῶν τούτων θά καταστοῦν αἰσθηταί καί εἰς τάς τροπικάς καί ἀναπτυσσομένας χώρας, αἱ ὁποῖαι ἤδη ἀγωνίζονται νά ἐπιβιώσουν.
Πῶς ὅμως θά διακοπῇ ὁ φρικτός οὗτος φαῦλος κύκλος; Ἡ συνείδησίς μας ὑπαγορεύει εἰς ἡμᾶς νά μή κατηγορήσωμεν τούς πτωχούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ὑλοτομοῦν ἐν Ἀφρικῇ ἤ Λατινικῇ Ἀμερικῇ διά νά ἐπιβιώσουν. Οἱ κάτοικοι ὅμως τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου – κυρίως οἱ ἀπερίσκεπτοι καταναλωταί- οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἔχουν αὐστηράν τήν ἠθικήν ὑποχρέωσιν νά περιορίσουν τόν καταναλωτισμόν, ὁ ὁποῖος συνιστᾷ τήν κυρίαν αἰτίαν τῆς προκλήσεως ἀνηκέστου βλάβης εἰς τό περιβάλλον. Δέν πρόκειται περί ἐπιστημονικοῦ ἤ, ἔστω, οἰκονομικοῦ ζητήματος ὑπό τήν στενήν ἔννοιαν, ἀλλά κυρίως περί δεοντολογικοῦ καί ἠθικοῦ αἰτήματος. Οἱ ἐπιστήμονες δύνανται νά παράσχουν εἰς ἡμᾶς πληροφορίας σχετικῶς πρός τάς ἐπιπτώσεις, αἱ ὁποῖαι πιθανῶς νά ἀκολουθήσουν, ἐάν μολύνωμεν τούς ὠκεανούς μέ πλαστικά σκευάσματα καί ἄλλους μή ἀποσυντιθεμένους ρύπους, ἐάν καταστρέψωμεν τάς φωλεάς τῶν ζώων καί τῶν ἰχθύων, ἤ ἐάν γεμίσωμεν τήν ἀτμόσφαιραν μέ ὑπερβολικάς ποσότητας διοξειδίου τοῦ ἄνθρακος. Ἡ στάσις μας ἔναντι τῶν ἀνωτέρω διλημμάτων ὅμως συνιστᾷ ζήτημα ἠθικῆς τάξεως.
Μία ἐκ τῶν βασικῶν διαπιστώσεων τῶν ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διοργανωθέντων οἰκολογικῶν Συμποσίων ἐν Βραζιλίᾳ καί Γροιλανδίᾳ εἶναι ὅτι οἱ αὐτόχθονες τῶν χωρῶν τούτων διαθέτουν βαθυτέραν γνῶσιν ἐπί τῶν σχέσεων μεταξύ Θεοῦ, ἀνθρωπότητος, ἑτέρων μορφῶν ζωῆς καί κτίσεως ὡς συνόλου, ἀπό ἐκείνην πού διαθέτουν οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν τά τεχνολογικά ὀφέλη τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Διά τούς ὑποτιθεμένους πρωτογόνους αὐτούς ἀνθρώπους εἶναι ἀδιανόητον νά ἀναλάβουν δράσεις, αἱ ὁποῖαι θά ἔχουν καταστροφικάς συνεπείας διά τό σύνολον τῆς ἀνθρωπότητος καί διά τάς μελλοντικάς γενεάς. Εἰς τό σημεῖον τοῦτο, δέον νά ἐξάρωμεν τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστήμη σήμερον ἐπιδεικνύει πλέον μεγαλύτερον σεβασμόν εἰς τήν παραδοσιακήν γνῶσιν, τήν διαθέτουσαν ἐγγενῆ αἴσθησιν τῆς συνδέσεως μεταξύ πασῶν τῶν μορφῶν ζωῆς.
Ὑπό τό φῶς τῶν ἀνωτέρω προσκαλοῦμεν πάντα ἄνθρωπον νά ἀναπτύξῃ ἠθικόν κριτήριον, οὐχί αὐτονομημένον, ἀλλά ἐστραμμένον πρός τόν Θεόν, τό «μέτρον πάντων τῶν χρημάτων», καί μέ γνώμονα αὐτό τό κριτήριον νά ἀναπτύξῃ μίαν στάσιν ζωῆς ἀποσκοποῦσαν εἰς τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος. Μίαν στάσιν ζωῆς διακατεχομένην ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς εὐθύνης ἔναντι τῶν συνανθρώπων καί τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Μίαν στάσιν ζωῆς διακρινομένην ἐξ ἀγάπης, ἀγάπης πρός τόν Δημιουργόν τοῦ παντός, τόν Θεόν, πρός ὅλα τά δημιουργήματά Του, καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ, τόν ἐλάχιστον ἀδελφόν, τόν συνάνθρωπόν μας τόν πάσχοντα ἐκ τῶν ἰδικῶν μας παραπτωμάτων. […]».
[Από τον ιστότοπο NaturaZante: http://theoperiv.blogspot.com/2008/05/woodrow-wilson.html ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου