________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


6/24/2020

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ: ΣΕ ΕΠΟΧΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΘΕΜΙΤΗ Η ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ

Η «Μετάδοση της Θ. Ευχαριστίας στους Αποστόλους».
Λεπτομέρεια εκ του αργυρού δίσκου Paten του 565 - 578. Αρχαιολογικό Μουσείο Κων/πόλεως

Η 4η επέτειος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης (2016-2020)
                                                                                     
Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Η Ιστορία του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας ξεκίνησε  την Πέμπτη 6 Απριλίου του 30 κατά το προπασχάλιο «Δείπνο» που συνέστησε ο Ιησούς Χριστός στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Έκτοτε η «Κλάση του Άρτου» συνοδεύει τις ευαγγελικές περιοδείες  του Ταρσέως Παύλου στην Μικρασία και στην  Ελλάδα, αφού αναδείχθηκε περί το 49 μ.Χ. (Πράξ. ιε΄. 4-29) κατά την «Αποστολική Σύνοδο» της Ιερουσαλήμ «Απόστολος των Εθνών». Ακόμη και όταν βρίσκεται μακράν των νεοσύστατων πυρήνων της Εκκλησίας ενδιαφέρεται για την διεξαγωγή κατά τάξη της «Κλάσεως του Άρτου» και εξ αυτού περιγράφει γραπτά πρώτη φορά στους Κορίνθιους χριστιανούς όσα παρέλαβε από τους αυτόπτες και αυτήκοους «Στύλους» της Εκκλησίας περί του «Δείπνου» του «καιρού εκείνου» επεξηγώντας την βαθύτερη  σημασία του,  δίδοντας την εντολή της συνεχούς επαναλήψεως αυτού του "Δείπνου".1  Μετά τις ταραχές που  προκλήθηκαν από τα κηρύγματά  του στην Έφεσο από τους θιγόμενους οικονομικά εμπόρους των ειδώλιων του ναού  της Αρτέμιδος, το 54-55 μ.Χ. παρέμενε εκεί πολλούς μήνες κρατούμενος.2  Τα του «Δείπνου» παραδόθηκαν και από τους αυτόπτες του συμβάντος ευαγγελιστές Μάρκο και Ματθαίο και από την λεγόμενη «συνοπτική παράδοση» στον Λουκά, 3 που συνέταξαν τα Ευαγγέλια μεταξύ του 48-61 μ.Χ. προς γνώση των επόμενων γενεών των χριστιανών. Ο τέταρτος ευαγγελιστής  Ιωάννης παρέδωσε το Ευαγγέλιό του πολύ αργότερα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτό συνέβη περι το 65-66 μ.Χ. δηλαδή λίγο πρό της «Καταστροφής των Ιεροσολύμων» (70 μ.Χ.). Όμως  κατ’ άλλους το Ευαγγέλιο του Ιωάννη γράφηκε  περί τα τέλη του Α΄ αιώνα 6 και γι’ αυτὀ  δεν  επαναλάμβάνει την «Κλάση του Αρτου», όπως την μνημονεύουν ο Παύλος και οι άλλοι Ευαγγελιστές. Το κενό αυτό το συμπλήρωσε  με   συμβολική πράξη του «Νιπτήρα»,  που αποτελεί βασικό μάθημα προς τους εγωπαθώς φρονούντες πρωτοκαθεδρίες7 και με την παράθεση της αποστολής «του Παρακλήτου Πνεύματος»8 στην «Άμπελον» και τα «κλήματά» της, που θα φροντίζει ο προαναφερόμενος «Καλός Ποιμένας»9  με την  βρώση του «Σώματος» και την πόση του «Αίματος» Του για να  ενσωματώσει τους πιστούς στην αιώνια Βασιλεία του Χριστού.10 Εξ αυτού και εκείνος που δεν συμμετέχει στην «Κλάση του Άρτου» παραμένει εκτός της «Αμπέλου της Εκκλησίας» και αδυνατεί να καρποφορήσει.11 Η θεία Ευχαριστία ως «αναίμακτη» πράξη είναι δεμένη με την σταυρική θυσία και Ανάσταση του Ιησού και ο Παύλος υπενθυμίζει ότι: αυτό που ο Ιησούς Χριστός «εποίησεν εφάπαξ  εαυτόν ανενέγκας»12 είναι θυσία για το παρόν και το μέλλον 13  και πρέπει οι μαθητές του να κάνουν το ίδιο μέχρι της Δεύτερης Παρουσίας του.




Ο διαπρεπής παλαιός ιστορικός H. Lietzmann υποστηρίζει ότι τον 1ον αιώνα διακρίνουμε την σύσταση δύο μορφών εκκλησιαστικών συνάξεων: α) Εκείνην την των «Εκκλησιών των Εθνών» που διατελούσαν υπό την επιρροή του Παύλου και β) εκείνων των «Κοινοτήτων της Παλαιστίνης» που η τέλεση του «Μυστικού Δείπνου» άρχιζε με την συνεστίαση  της «Αγάπης» και συνέχιζαν κατά την συναγωγική τάξη με αναγνώσματα,  την ερμηνεία τους και με ψαλμούς και ύμνους.  Η Μικρασιατική Εκκλησία παρέλαβε την ευχαριστιακή κληρονομία από τον Παύλο14 και την ανέπτυξε δια του «Ηγαπημένου»  μαθητή του Κυρίου με το 4ον και 5ον κεφάλαιο της «Αποκαλύψεώς» του, «εξανθρωπίζοντας» το  αποκαλυπτικό  όραμα  της ουράνιας Εκκλησίας επί της γης. 
Τον 2ον  αιώνα καταργούνται οι συνεστιάσεις των «Αγαπών» και ξεχώρισε στις συνάξεις η τελούμενη θεία Ευχαριστία της Κυριακής. Η ιερουργία της «Κλάσεως του Άρτου» τελείται  από αποστολικούς άνδρες, όπως ήταν ο Αντιοχείας Ιγνάτιος (†110) μαθητής και αυτός του «Ηγαπημένου», που προτρέπει τους Φιλαδελφείς: «Σπουδάσατε ουν μιά ευχαριστία χρήσθαι μία γάρ σάρξ του Κυρίου ημών Ιησού Xριστoύ, και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού και εν θυσιαστήριoν ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και τοίς διακόνοις, τοις συνδούλοις μου, ίνα ο εάν πράσσητε, κατά Θεόν πράσσητε»  15. Η «Διδαχή των Αποστόλων» επιμαρτυρεί ότι δια της Ευχαριστίας διατρέφεται η στενή σχέση του πιστού με τον Χριστόν, εφ’ όσον είναι βαπτισμένος. 16 Ο απολογητής Ιουστίνος (†163/167) συνδέει την Ευχαριστία με την θυσία του προφήτη Μαλαχίου που λέγει ότι: «απ’ανατολών ηλίου έως δυσμών το όνομά μου δεδόξασται εν τοις έθνεσιν και εν παντί τόπω θυμίαμα προσάγεται τω ονόματί μου και «θυσία καθαρά» διότι μέγα το όνομά μου εν τοις έθνεσι, λέγει κύριος παντοκράτωρ». 17  Υπογραμμίζει μάλιστα  ότι τα παρατιθέμενα Τίμια Δώρα: «δεν είναι πλέον κοινός ο άρτος και κοινό το πόμα που παρατίθεται κατά την σύναξη της Εκκλησίας  αλλά «δι' ευχής λόγου» ο άρτος και ο οίνος γίνονται «αίμα και σάρκες κατά την μεταβολήν». Mάλιστα προσθέτει ότι συντελείται δι’  «Εκείνον τον σαρκοποιηθέντα Ιησού, του οποίου  την σάρκα και το αίμα ως «θυσία καθαρά» εδιδάχθημεν είναι» 18  Ο Ιουστίνος αναφέρει επίσης τον «ασπασμό της ειρήνης»  και «την  ανάμιξη (την κράση) ύδατος και οίνου», καθώς και την «Μετάδοση» από τον επίσκοπον του «Σώματος» και από τον  διάκονόν του  το Ποτηρίου του «Αίματος», ο οποίος προτρέπει τους πιστούς ως ο ευταξίας μεγάλη προσοχή κατά την θεία Μετάληψη των καθαγιασμένων Τίμιων Δώρων εις ζωήν αιώνιον. 19
Τον  3ον  αιώνα από κάθε μητροπολιτική  Εκκλησία διαμορφώνεται  καλύτερα η τάξη  στις  εντελώς τότε «άτυπες» περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Ο Τερτυλλιανός  (155-240) υπαινίσσεται στη λατρεία την απαγγελία ψαλμών και ύμνων και ο Άγιος Ειρηναίος (†220) αναφέρει ακόμη και την «επίκληση» του Αγίου Πνεύματος κατά την «Μεταβολή» του άρτου και του οίνου σε «Σώμα» και «Αίμα» Xριστoύ και λέγει: «Εάν λοιπόν το περιεχόμενο του Ποτηρίου και ο ετοιμασμένος άρτος δεχθούν το «Λόγο του Θεού», τότε η Ευχαριστία γίνεται Σώμα Χριστoύ». 20  ακόμη δε ότι «ο άρτος πού προέρχεται από τη γη, όταν λάβει την επίκληση του Θεού δεν είναι πλέον κοινός άρτος, διότι η Ευχαριστία συνίσταται από δύο στoιχεία, ένα γήϊνο και ένα ουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, εάν μεταλάβουν αυτήν την Ευχαριστία, δεν ανήκουν πλέον στη φθορά, αλλά έχουν την ελπίδα της Αναστάσεως».21 Εξ άλλου ο αυθεντικός ερμηνευτής της ευχαριστιακής παραδόσεως των Ιεροσολύμων  επίσκοπος τότε  Κύριλλος (†386) υποστηρίζει ότι: «Ο άρτος της ευχαριστίας είναι  ουράνια τροφή», και μετά την επίκλησιν του Αγίου Πνεύματος:  «ουκ έτι άρτος λιτός, αλλά Σώμα Xριστoύ» και «εν  τύπω γάρ άρτου δίδοταί σοι το Σώμα, και εν τύπω οίνου δίδοταί σοι το Αίμα» και  επομένως με αυτόν τον τρόπον «γινόμεθα χριστοφόροι και μέτοχοι θείας Φύσεως Του, καθώς λέγει ο μακάριος Απόστολος Πέτρος».22  
Τον 4ον αιώνα η καρδιά του μυστικού σώματος του Ιησού Χριστού είναι η θεία Λειτουργία γιατί αποτελεί αυτή την βασική αφετηρία της λατρείας στην Εκκλησία. Οι Έλληνες Πατέρες με το ευρύτατο πνεύμα της πίστεως και της παιδεία τους εθεωρούσαν την καταγραφή των διαφόρων λειτουργικών «Αναφορών» ως εκφάνσεις των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Κάθε Αποστολικός θρόνος της Ανατολής πρόσφερε στις θυγατρικές του Εκκλησίες την κληρονομηθείσα εκ παλαιού ιερουργία της τέλεσης της Ευχαριστίας. Εξ αυτού η Αντιόχεια διέδωσε την λεγόμενη «Κλημέντια Λειτουργία» εκ του 8ου  βιβλίου των  «Αποστολικών Διαταγών» και τα Ιεροσόλυμα προώθησαν την Λειτουργία του Αδελφοθέου  Ιακώβου, ενώ η Καππαδοκία την Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Όλες αυτές οι Λειτουργίες  σκορπίστηκαν σε όλην την Ανατολή και υπέστησαν τοπικές προσαρμογές και προσθήκες και τελικά μερικές  διέσωσαν αρχαίες πράξεις «Μεταδόσεως» της θείας «Κοινωνίας».  



Τον 5ον  αιώνα λίγο πρίν αρχίσει η οριστική διατύπωση του «Χριστολογικού δόγματος» από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο διχάζεται η Αλεξανδρινή Εκκλησία σε ελληνογενείς ορθοδόξους και σε αυτόχθονες για εθνικούς κυρίως λόγους και ενώ την ίδια εποχή από το δυτικό άκρο της Αφρικής την Αλγερία ο ιερός Αυγουστίνος († 430) «εκκλησιολογεί»  με τους ευχαριστιακούς καρπούς του σίτου και της σταφυλής και γράφει: «Σκέψου πως ο άρτος της Ευχαριστίας δεν έγινε μόνον από  ένα κόκκον σίτου, αλλά από πολλούς και πολλές επίσης είναι και οι ρόγες των σταφυλιών που εισήλθαν στον ζυμωμένο μούστο,  αλλά το υγρόν απόσταγμά του που θα συγκεντρωθεί απ’όλα εσχηματίστηκε από την ενότητα όλων. Έτσι ο Κύριος θέλησε ώστε όλοι ημείς να ανήκομεν εις Αυτόν. Εκεί στο θυσιαστήριό, εσυνέστησε το μυστήριον της ειρήνης  και της ενότητάς μας» 23 
Ο 6ος αιώνας είναι περίοδος μεγάλων πολιτικών και θρησκευτικών ανακατατάξεων στην Μέση Ανατολή. Η ενότητα της κατ’ ανατολάς Εκκλησίας δοκιμάζεται από θεολογικές συζητήσεις και αντιλογίες που υποκρύπτουν εθνοφυλετικές διεκδικήσεις και υπερβολές δοξασιών  που καταλήγουν σε Συνόδους και καταδίκες των αντιφρονούντων.24 Πληθύνονται συνεχώς οι Περσικές και οι Αραβικές επεκτατικές διεκδικήσεις και προκαλούνται αιματηρές αναμετρήσεις. Ακαταπόνητη είναι η δραστηριότητα της συροϊακωβιτικής μονοφυσιτικής Εκκλησίας προς διείσδυση μεταξύ των αραβικών χριστιανικών φυλών και την εθνική  συστράτευση την νέα «μονοθεϊστική» παρεμβολή του Ισλάμ, τότε θεωρούμενης ως εκπορευόμενης εκ του  εβραϊσμού κατά της Εκκλησίας του Χριστού.  Η συνήθεια των Αρμενίων να χρησιμοποιούν «άκρατον οίνον» κατά την ιερουργία της θείας Ευχαριστίας, θεωρήθηκε «εβραϊκό  έθιμο» που εισχώρησε στην θεία λατρεία τους δια του Γρηγορίου του Φωτιστή της Αρμενίας. Αυτό ήταν μία  «καινοτομία αντίθετη στα παραδεδομένα» και περί το τέλος του 6ου  αιώνα το 692 ασχολήθηκε η «Πενθέκτη» Οικουμενική Σύνοδο και θέσπισε τον 32ον (ΛΓ΄) κανόνα.  Όμως αυτή η συνήθεια καταδικάστηκε, όμως αυτός ο κανόνας ανέδειξε το έγκυρο και επομένως την κανονικότητα των δύο αρχαϊκών Λειτουργιών. Αυτές αποτελούν ανεκτίμητο λατρευτικό θησαυρό για το πλήρωμα της Εκκλησίας γιατί μας διαβεβαιώνουν ότι: «Ο Ιάκωβος  ο κατά σάρκα Χριστού του Θεού ημών αδελφός, ως της Ιεροσολυμιτών Εκκλησίας πρώτος τον θρόνον επιστεύθη και Βασίλειος ο των Καισαρέων αρχιεπίσκοπος, ου το κλέος κατά πάσαν την οικουμένην διέδραμεν, εγγράφως την μυστικήν ημίν ιερουργίαν παραδεδωκότες..».25 Η ίδια η Σύνοδος προχώρησε και στην διατύπωση του 101ον ΡΑ΄ κανόνα της που καθορίζει και κατοχυρώνει εσαεί  τον αρχαίο τρόπο «θείας Κοινωνίας» των βαπτισμένων όλην την πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας γιατί θεσμοθετεί: «Πως αποδεκτέον ταις χερσί την θείαν Ευχαριστίαν» …. «τη μετουσία γενέσθαι»- «τας χείρας σχηματίζων εις τύπον σταυρού, ούτω  προσίτω και δεχέσθω της κοινωνίας της χάριτος». Και ο κανόνας αυτός συνεχίζει: «τους γαρ εκ χρυσού ή άλλης ύλης, αντί χειρός, τινά δοχεία κατασκευάζοντας  προς την του θείου δώρου υποδοχήν,  και  δι’ αυτών της αχράντου κοινωνίας αξιουμένους, ουδαμώς προσιέμεθα», και τούτο επειδή «προτιμάται η επαφή με την του Θεού εικόνα από την «υποχείριον» άψυχον ύλη»… και ο κανόνας καταλήγει: «αφοριζέσθω και ο ταύτα επιφερόμενος»!  Οι δύο αυτοί κανόνες εμμέσως κατέστησαν τις δύο αυτές ανατολικές «Αναφορές» ως τον εγκυρότερο τρόπο ιεροτελέσματος «της Κλάσεως του Αρτου», όσο και τον τρόπο «Μεταδόσεως και Μεταλήψεως» του προσφερόμενου «Σώματος και Αίματος του  Χριστού». αρμενική συνήθεια. Αυτή η συνοδική επισήμανση προκάλεσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου σε σχέση με τα κρατούντα παρ’ ημίν στην «Μετάδοση» της «θείας Κοινωνίας». Προς τούτο  ανακάλεσα στη μνήμη μου την μεταξύ των ετών 1956-1958 μεταπτυχιακή μαθητεία μου κοντά στον Ανδρέα Grabar και σε άλλους σπουδαίους Ρώσους και Γάλλους δασκάλους μου στο Παρίσι.26 Εστρεψα το ενδιαφέρον μου στο τρόπο «Μεταλήψεως» τον 6ον  αιώνα και μελέτησα  τα υφιστάμενα αρχαία ευχαριστιακά σκεύη σε συλλογές Μουσείων.



Πρώτος είναι ο αργυρός δίσκος από την Παρευξείνεια πόλη Τομίς ή Κωνσταντιανή, την σημερινή Κωνστάντζα της Ρουμανίας. Αυτός είναι του έτους 518 και οι διαστάσεις του 0,40. Στο εσωτερικό κέντρο είναι ο τόπος αποθέσεως του προσκομιζόμενου  άρτου με το χαραγμένο  «Χρίσμα» εν μέσω των Α και Ω. που γνωρίζουμε ότι υπονοεί εικόνα του Ιησού Χριστού. Ο άρτος  προς αγιασμό πρέπει να ήταν περίπου διαστάσεων 0,35, δηλαδή όπως περίπου είναι οι μικροί σημερινοί άρτοι της Αρτοκλασίας. Εκεί συντελείτο η «Κλάση»  που περιέγραψε στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. 27 



Ο δεύτερος δίσκος  έχει την επωνυμία «Stuma» και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό  Μουσείο της Κων/πόλεως, ενώ ο τρίτος δίσκος  έχει την  επωνυμία  «Riha» και προέρχεται από την Συρία και διαφυλάσσεται στο βυζαντινό ίδρυμα της Ουάσιγκτον των Η.Π.Α. Οι δύο αυτοί αργυροί δίσκοι είναι των ετών 565-578 και έχουν στο κέντρο τους συνεπτυγμένο το  πρωτοβυζαντινό θέμα της «Κοινωνία των Αποστόλων», σφυρήλατο και φουσκωτό, αυτό που είναι ανεπτυγμένο σε δύο σελίδες στην μικρογραφία του «Ευαγγελίου του Ροζάνο» της Καλαβρίας του 6ου αιώνα. 



Το θέμα αναπτύσσεται περί το θυσιαστήριο που είναι άλλοτε εντός του Βήματος και άλλοτε έμπροσθεν σε επιστήλιο τέμπλου. Οι Απόστολοι  ζουν  μυστικά την συγκλονιστική στιγμή της θείας «Κοινωνίας» του Ιησού Χριστού με την προσδοκία της ερχόμενης Βασιλείας του. Το θέμα της «Κοινωνίας των Αποστόλων» εμφανίζεται και πάλι μετά την Εικονομαχία σε ψηφιδωτά και νωπογραφίες και σε πολλές μικρογραφίες και μέχρι σήμερα μεγαλύνεται στην κάτω πλευρά της κεντρικής αψίδας του κάθε Ιερού. 27  Στον περίγυρο όμως του δίσκου Stuma έχουν σφυρηλατηθεί 24 «φωλίδες» που κυκλώνουν το βάθος του και οι ιδιότηπες αυτές θήκες μάλλον είναι θέσεις μερίδων του καθαγιασμένου «Σώματος» που απέκοψε ο λειτουργός δια του αντίχειρα και του δείκτου εκ του Αμνού για να κοινωνήσουν οι  κληρικοί  και λαϊκοί με γυμνή σταυροειδώς τοποτιθέμενη την δεξιά τους προς απόθεση του «μαργαρίτη»  και πραγμάτωση του λόγου του  Κυρίου λέγοντος: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων το αίμα  εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ. 28  



Στον δίσκο Riha είναι ευδιάκριτα επί του θυσιαστηρίου και τα ιερά σκεύη της εποχής: ο δίσκος αποθέσεως του Αμνού με «υποπόδιο» και με «αστερίσκον» για να καλύπτει τον υπόλοιπον του προηγιασμένου «Σώματος». Πλησίον του «κρατήρα» του Ποτηρίου υπάρχουν  δύο «κυστήδια» εξ  οίνου και ύδατος για την «κράση» όμως  δεν υπάρχει «κοχλιάριο» προς μετάδοση. Όταν επικράτησε τον 6ον αιώνα ο «Νηπιοβαπτισμός» χρειάστηκε τρόπος για την μετάδοση σε βρέφη και αρρώστους της «υδαρούς θ. Κοινωνίας». Τότε υπήρχε ενα  «εργαλείο» για την ιστόρηση των κυρόχητων εικόνων της αρχαίας εγκαυστικής τέχνης καλούμενο «Κέστρον».  Αυτό ήταν ένα  βαθύ «κοχλιάριο» εντός του οποίου διαλυόταν το κερί και η μαστίχη που ήταν τότε το βασικό διαλυτικό των χρωμάτων μετά από την πυράκτωσή του. Η χρήση αυτού του εργαλείου για τη μετάδοση της θείας «Κοινωνίας» σχετίστηκε μεταφορικά με τη προφητεία του Ησαΐου λέγοντος: «εν τη χειρί έλαβε άνθρακα ον τη λαβίδι έλαβεν εκ του θυσιαστηρίου, και ήψατο του στόματος μου…. και τας αμαρτίας περικαθαριεί» και έτσι το «Κέστρον» ονομάστηκε «λαβίδα». 29 Επίσης, επί του θυσιαστηρίου του Δίσκου « Riha»  δεν απεικονίζεται ούτε η «λόγχη» (μάχαιρα) που σήμερα θεωρείται σκεύος κατάλληλο για την κοπή της σφραγίδος του Αμνού από το πρόσφορο και των λοιπών μερίδων της Προθέσεως  στην  ευχαριστιακή «θυσία» και μάλιστα εισοδεύεται κατά την Μ. Είσοδον των Τιμίων Δώρων.30 Επί του εδάφους πρό του θυσιαστηρίου του Δίσκου «Riha»  υπάρχουν  το μεταλλικό «χερνιβόξεστον» πλύσεως των χειρών  και σκεύος μεταφοράς αναμμένης πυράς και δοχείον ελαίου. Αυτά τα σκεύη μαρτυρούνται ως απαραίτητα για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας μέχρι το τέλος της πρώτης χιλιετίας.



Την δεύτερη χιλιετία ξεκινά η μυσταγωγική  προσέγγιση του Αχράντου Μυστηρίου. Αυτή πηγάζει από την Ησυχαστική πνευματικότητα του  14ου και 15ου αιώνα  που επιδιώκει να διαπλατύνει τις σχέσεις στο δισκάριο με τις «μνημονεύσεις» με τον υπερβατικό ουράνιο κόσμο της απανταχού Εκκλησίας. Η βυζαντινή ευχαριστιακή θεολογία  απεικονίζει τα «εν ουρανώ και επί της γης» στο μικρό δισκάριο για τη λήψη του «επιουσίου» Άρτου. Οι πατέρες της εποχής όπως π.χ. ο Νικόλαος Καβάσιλας, ο Συμεών Θεσσαλονίκης και άλλοι, διαμόρφωσαν την βυζαντινή τάξη που επικρατεί μέχρι σήμερα.
Ο μακαριστός καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, που ήταν πραγματικός «Ατλας» των κλάδων της Θεολογίας, επιδαψίλευσε την ευχή του στους μαθητές του: Ευάγγελο Θεοδώρου, Παντ. Ροδόπουλο, Ιωάννη Φουντούλη και στην ταπεινότητά μου, σε όποια έδρα και αν σταθούμε να στηρίξουμε «κατά δύναμιν» την παλιά λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο αείμνηστος πατριάρχης Αθηναγόρας μου εδιηγείτο πως όταν ήταν διάκονος στη Αθήνα στην Αγία Αικατερίνη της Πλάκας και μαζί με τον παπα-Μάρκον Τσακτάνη τελούσαν την Ιεροσολυμίτικη  θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου. Αυτή η εμπειρία συνήγειρε και εμένα και ασχολήθηκα με το κείμενό της προς διδαχή των ιεροσπουδαστών μου.
Αυτή τη λειτουργία  πρώτος την επανέφερε στην Ελλάδα ο Ιεροσολυμίτης μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Λάτας. 31 Το 1901 ο Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, που ήταν τότε ο τελευταίος σχολάρχης της Σχολής του  Σταυρού των Ιεροσολύμων (1900-1909), εξέδωσε στην Αθήνα την μελέτη «Περί της Αποστολικής Λειτουργίας του Αγίου Ιακώβου» με το κείμενό της σε 126 σελίδες. Ο Ιεροσολύμων Δαμιανός (1897-1931) τότε  αποφάνθηκε ότι: «Η κατά Ιάκωβον  ιερά λειτουργία να τελείται  εκτάκτως, και μάλιστα κατά την εορτήν του αγίου Ιακώβου, νομίμως και κανονικώς». Όμως η ιερουργία  της δεν ετελεσιουργείτο όπως ώφειλε κατά τις«Μυσταγωγικές Κατηχήσεις» του Ιεροσολύμων Κυρίλλου που παρακελεύονται οι τελετουργοί της: «Ο Κύριος ευλογήσας και αξιώσει ημάς αγναις ταις των δακτύλων λαβαίς λαβείν τον πύρινον  άνθρακα και επιθείναι τοις των πιστών στόμασιν  εις καθαρισμόν και ανακαινισμόν των ψυχών αυτών και των σωμάτων»32  Αυτόν τον τρόπο  της «θείας Κοινωνίας». Αυτήν την ιερά εντολή παρέκαμψαν όλοι οι ιεροτελούντες την από άγνοια της κανονικής ιεροτεστίας της. Μετά από   συνεννόηση με τον μακαριστόν φίλον καθηγητή Γιάννη Φουντούλη αποφασίσαμε να συνδεθεί και πάλι η θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου με τις «Μυσταγωγικές Κατηχήσεις» του Ιεροσολύμων Κυρίλλου και αυτό εδίδαξα και πρότεινα  στις εκδόσεις μου. Αυτό επευλόγησαν με σεπτά γράμματά τους οι παλαίφατοι Προκαθήμενοι της σύγχρονης «Τετραρχίας» της Ανατολής: οι Πατριάρχες Δημήτριος, Παρθένιος, Ιγνάτιος Δ΄ και  Διόδωρος. Τα  τελευταία χρόνια διαπίστωσα ότι σήμερα  την εκ παλαιού απόφανση της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου την ακολουθεί μόνον η Αιγυπτιακή (Κοπτική) Εκκλησία που ιερουργεί την θ. Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, κατά την αρχαία αλεξανδρινή παράδοση. Ο μακαριστὀς  δασκάλος μου Ιωάννη Καρμίρη και ο αείμνηστος Νικοπόλεως Μελέτιος Καλαμαράς υπεστήριξαν ότι η πλησιέστερη Εκκλησία στην Ορθοδοξία είναι εκείνη της Αιγυπτιακής πατριαρχίας του Καΐρου και το ίδιο  υποστηρίζω εγώ από το 1964 με μελέτη μου. 33  Το αυτό φρονούσε και ο Άγιος Νεκτάριος που πίστευε στην «συγγυμνασία» και μετεκάλεσε Αιγυπτίους  ιεροσπουδαστές στην Ριζάρειο Σχολή γιατί πίστευε  εκείνο που υποστήριζε  και ο Μέγας Βασίλειος όταν έγραφε: «Πέπεισμαι γαρ τη χρονιωτέρα  συνδιαγωγή και τη αφιλονείκω συγγυμνασία και  ει τι δέοι πλέον προστεθήναι εις τράνωσιν, δώσει ο Κύριος…»33.-    Α.Π.   


                                                   
Παραπομπές: 
1.      Α΄ Κορ. ια΄17-3. Την «κλάση του άρτου» είχε  προαναφέρει στην Β΄ Θεσ. γ΄6.12 . και μετά στην  Β΄ Κορ. θ΄. 10. 34. 
2.      Πράξ. ιθ΄. 23—41.
3.       Βλ. Β΄ Θεσ. γ΄6.12  και μετά στην  Β΄ Κορ. θ΄. 10.
4.       Μάρκ. ιδ΄ 22-24. Ματθ. κστ΄ 26-28 . Λουκ. κα΄ 19-20
5.      Πραξ. ιβ΄2.
6.       Στην Αίγυπτο βρέθηκε απόσπασμα του Ευαγγελίου του  Ιωάννη στον  πάπυρο Bodmer II του 125 μ.Χ.!
7.      Γεωργίου  Γρατσεα . Ο ΝΙΠΤΗΡ στο περιδ. «Ορθόδοξη Παρουσία» τ.Α΄σ. 52-63 Αθήναι 1964.
8.      Ιω. ι΄.11-18                                         
9.      Ιω. στ, 57
10.  Ιω. στ' 31-50. Α΄ Κορ. ια' 23-29
11.  Εβρ. ζ΄ 27 και  θ΄ 12.28.
12.  Ματθ. κστ' 26-28. Μαρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20.
13.   Α΄ Τιμ. γ΄ 15.
14.  Ιγν. Θεοφ.Κεφ.4.    
15.  Διδαχή, κεφ. 9-10.
16.   Μαλαχίας. α΄11.
17.   Διάλ. πρός Τρύφ. 41,2-3
18.  Migne P.G. τ.6. κεφ. 65-66. σ.429
19.  Κατ’ αιρέσεων. V, 2.3  
20.  Κατ’ αιρ. IV, 18,15. Πρβλ. και Απόσπ. 37 εν ΒΕΠ 5,183
21.  Βλέπε στις «Μυσταγωγικές Κατηχήσεις» Ε΄ και  Α΄.Πετρ. β΄24.
22.  Migne P.L.τ.38. 1247. 1116.
23.   Ευαγ. Χρυσός. Η εκκλ.πολιτική περί την έριν των Τριών κεφαλαίων και την Ε΄ Οικ. Σύνοδον. Θεσσαλονίκη. 1969. και Μελετίου Καλαμαρά. Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος.Αθήναι 1985.
24.  Αμίλκα Αλιβιζάτου. Οι Ιεροί Κανόνες. έκδ. β΄ Εν Αθήναις 1949. σ. 90-91 και σ. 116.
25.   Θ.Η.Ε. τ. 9ος   στηλ. 1158-9.
26.  K. Weitzmann. The Place of Book Illumination in Byzantine Art. Princeton 1975 p.78-97.και Lexikon der Chrisit. Ikonographie. Wien 1959 , 222 ff.
27.   Ιω.στ΄. 56.
28.  Ησαΐας. στ΄.  6-7
29.  Ισως τότε είχε εισακουστεί από τους λειτουργούς η προτροπή του Ιησού στον Πέτρο: «Βάλε την μάχαιρα εις την θήκην της» Ιω. ιη΄11.
30.  Παναγιώτης Καποδίστριας. Η αρχαϊκή λειτουργία και ο Λάτας. Άμφισα 1987 σελ. 10.
31. Κυρίλλου, Μυσταγωγικές Κατηχήσεις  Ε΄. 21,22. Η Θεία Λειτουργία Αγιου Ιακώβου του Αδελφοθέου .. Η Εγκύκλιος των 4ων Πατριαρχών του 1848 και τα γράμματα των  Πατριαρχων Κπόλεως Δημητρίου, Αλεξανδρείας Παρθενίου, Αντοχείας Ιγνατίου Δ΄ και Ιεροσολύμων Διοδώρου. Εισαγωγή Α.Π. Τυπικό, Κείμενο μετά σχεδίων, σελίδες 71,   α΄ έκδοση  Αθήναι 1988.
32. Ιω.Καρμίρη. Σχέσεις Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων. 1965-1967. Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία. Προσθήκαι. σελ. 46-53. και το άρθρο του ιδίου : Διάλογος μετά των Ανατολικών ή Αντιχαλκηδονείων Εκκλησιών. περιοδ. Σύναξη τεύχος 30/1989 σ.7-13. Αριστ.Πανώτη. Η Ορθοδοξία και αι αρχαίαι ανατολικαί Εκκλησίαι. Αθήνα 1965 σσ. 80.
33.   Migne P.G. τ.32, στηλ. 525, 528.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails