________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


10/20/2013

Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΕΤΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΡΗΤΗΣ

Από το Μνημόσυνο του μακαριστού Πατριάρχου Αθηναγόρου που τελέστηκε
στην Πατριαρχική Μονή Οδηγητρίας Γωνιάς στο Κολυμβάρι Κισάμου,
το πρωί του Σαββάτου 19 Οκτωβρίου, πριν την έναρξη της Ημερίδας

H ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥΣ 
Του ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη 
[Εισήγηση στην Ημερίδα που διοργάνωσε η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013]
Είναι σε όλους γνωστό - στην ελληνική εκκλησιαστική πραγματικότητα, βέβαια, ίσως όχι όσο θα ανέμενε κανείς - ότι ο 20ός αιώνας, σε ό, τι άφορα τις θεολογικές αναζητήσεις χαρακτηρίζεται από έναν έντονο οικουμενικό προβληματισμό με εργαλείο κυρίως τον θεολογικό διάλογο, από μια εναγώνια αναζήτηση της εκκλησιαστικής ταυτότητας. Μετά από μια μακρά περίοδο θεολογικής αντιπαλότητας, αλαζονικής έπαρσης, αμυντικής εσωστρέφειας και εγωιστικής αποκλειστικότητας, οι διάφορες εκκλησίες και χριστιανικές ομολογίες της Δύσεως, αλλά και η καθ’ ημάς Ανατολής, άρχισαν να τείνουν "ευήκοον ους" και προς τους εκτός των τειχών. Σε πρώτη φάση o χριστιανικός κόσμος άρχισε να επιδεικνύει ανεκτικότητα απέναντι των άλλοτε αντιπάλων, έχοντας ως απώτερο στόχο την αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας. 
Η ανάγκη αυτή αποτυπώνεται με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο στις περίφημες πατριαρχικές και συνοδικές εγκυκλίους των αρχών του περασμένου αιώνα (1902 και 1904) επί πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ και αργότερα του 1920 προς τις απανταχού χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες. Αν στην πρώτη αυτή περίοδο του 20ου αι. κεντρικό ρόλο διαδραμάτισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’, η προσωπικότητα που έδωσε πραγματική ώθηση στους διάφορους οικουμενικούς διαλόγους ήταν ο πατριάρχης Αθηναγόρας. Ασφαλώς η συνεργασία του από το 1949 που ενθρονίστηκε ως οικουμενικός Πατριάρχης με τον ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο τότε της Ανατολίας Ρονκάλι, μετέπειτα Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ θα επηρέασε θετικά και στην αλλαγή πλεύσης της Καθολικής Εκκλησίας, που μέχρι τότε επέμενε στην θεωρία περί «επιστροφής στην Ρώμη». Αν ο διάδοχος του Πάπα Ιωάννη ΚΓ’, Παύλος Στ’, σηματοδοτεί μιαν οικουμενική «επιστροφή με την Ρώμη», η μετά την Β’ Βατικανή Σύνοδο περίοδος έχει χαρακτηριστεί ως «επιστροφή της Ρώμης» στον ισότιμο οικουμενικό διάλογο. Σε μεταγενέστερη εγκύκλια επιστολή του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β’ με τίτλο Ut unum sint για το οικουμενικό καθήκον ο ρωμαίος ποντίφικας υπογραμμίζει ότι: «οι χριστιανοί δεν μπορούν να υποτιμήσουν το βάρος των σκληρών ακατανοησιών που κληρονόμησαν από το παρελθόν, των παρεξηγήσεων και των προκαταλήψεων του ενός για τον άλλον. Έπειτα όχι σπάνια, η αδράνεια, η αδιαφορία και μια ανεπαρκής αμοιβαία γνωριμία επιβαρύνουν αυτήν την κατάσταση. Για το λόγο αυτό, η οικουμενική δράση πρέπει να θεμελιώνεται στη μεταστροφή των ψυχών και στην προσευχή…οι πιστοί καλούνται να επανεξετάσουν από κοινού το θλιβερό παρελθόν και τα τραύματα εκείνα που συνεχίζει δυστυχώς να προκαλεί ακόμη σήμερα». Όσοι γνωρίζουν τα έργα και τις ημέρες του Πατριάρχη Αθηναγόρα ασφαλώς διακρίνουν επανάληψη με καθυστέρηση μιας γενεάς των λόγων και των πιστευμάτων του μεγάλου αυτού Πατριάρχη στα επίσημα κείμενα της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης
Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται και ο τρίτος μεγάλος Πατριάρχης του 20ου αι. Στη μνημειώδης ομιλία πριν από λίγα χρόνια στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος υπογραμμίζει: «Δεν ηυτυχήσαμεν να καταστήσωμεν ορατήν την ενότητα ταύτην. Αισθανόμεθα βαθυτάτην θλίψιν εκ του γεγονότος τούτου... Εξακολουθούμεν, και μάλιστα από κοινού, την αφετηριακήν μαρτυρίαν ημών». Η παρακαταθήκη, την οποία άφησε σε όλους τους πιστούς, είναι ότι «τα προβλήματα του συγχρόνου κόσμου, τα προβλήματα της Ευρώπης ειδικώτερον, απαιτούν θεμελιώδεις αναθεωρήσεις των πολιτικών επιλογών ημών….άλλην ερμηνείαν της ύλης και του κόσμου, άλλην στάσιν των ανθρώπων έναντι της φύσεως, διαφορετικήν νοηματοδότησιν της προσλήψεως και της χρήσεως των υλικών αγαθών». 
Η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στον οικουμενικό διάλογο δεν αποτελεί ιστορική ή άλλης φύσεως αναγκαιότητα• είναι συνέπεια των βασικών πτυχών της χριστιανικής θεολογίας. Ακόμη και όταν υποστηρίζεται ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει με πλήρη ταπεινοφροσύνη ότι αυτή είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία», στις επίσημες προς τα έξω δηλώσεις της η Ορθοδοξία ποτέ δε διανοήθηκε να εγκαταλείψει τους θεολογικούς διαλόγους• ούτε και σε ιδιαζούσης φύσεως ιστορικές συγκυρίες και καιρούς χαλεπούς. 
Στο πρώτο Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών επί πατριαρχείας Βαρθολομαίου υπογραμμίζεται: «εκ πνεύματος καταλλαγής κινούμενη η Ορθόδοξος Εκκλησία μετέχει ενεργώς από πολλών ήδη δεκαετιών εις την προσπάθειαν προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος, ήτις και αποτελεί ρητήν και απαράβατον επιταγήν του Κυρίου (Ιω.17:21). Η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συνόλω αυτής εις το Π.Σ.Ε. εις τούτο κυρίως και κατεξοχήν αποβλέπει». 
Η αμετάκλητη επομένως απόφαση της Ορθοδοξίας για ενεργό συμμετοχή στους πολυμερείς και παντοίους διμερείς διαλόγους, τόσο τους διαχριστιανικούς όσο προσφάτως και στους διαθρησκειακούς (με αιχμή του δόρατος την διατήρηση του περιβάλλοντος), απορρέει όχι μόνον από τη ρητή και απαράβατη επιταγή του Χρίστου «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω.17:21), αλλά και από την ακράδαντη πεποίθησή της ότι υπέρτατος στόχος της Θείας Οικονομίας είναι η ενότητα των πάντων (κατά το παύλειο «ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» Α' Κορ. 15:28), καθώς και η εν Χριστώ ανακεφαλαίωση σύνολης της κτιστής δημιουργίας (πρβ. Εφ. 1:10 Κολ. 3:11 κ.ά.). Για το όραμα αυτό, άλλωστε, «της των πάντων ενώσεως» (εννοίας πολύ ευρύτερης της δομικής ενότητας εκκλησιών), αιώνες τώρα ακατάπαυστα δέεται εν συνάξει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στο χώρο της Ορθοδοξίας η υπόθεση των θεολογικών διαλόγων - όχι βέβαια τόσο ως αίτημα των καιρών, αφού από καιρό η ανθρωπότητα έχει τη συναίσθηση ότι ζει σε ένα «παγκόσμιο χωριό», αλλά κυρίως ως στοιχείο που απορρέει από την ταυτότητα της Εκκλησίας - δεν έχει δυστυχώς τη θέση που της αρμόζει στο χώρο του θεολογικού και γενικότερου πνευματικού στοχασμού. Αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως είναι ο θεολογικός και εκκλησιαστικός λόγος σε αρκετές περιπτώσεις να παραμένει σε κατάσταση στασιμότητας, σχολαστικής αμετροέπειας, στην καλύτερη περίπτωση τέλειας αποξένωσης από τους αγωνιώδεις προβληματισμούς της παγκόσμιας χριστιανικής κοινότητας, προκειμένου η Εκκλησία να δώσει αποτελεσματική μαρτυρία στον κόσμο «περί της εν ημίν ελπίδος» (Α' Πέτρ. 3:15). Κατά τραγική ειρωνεία ο μοναδικός θεολογικός (αντί)λογος προέρχεται από το χώρο των παλαιοημερολογιτών, και όσων ενστερνίζονται τις θεολογικές τους προϋποθέσεις, με τις γνωστές βέβαια μονομέρειες και τα ιστορικά και ψυχολογικά σύνδρομα. Τελευταίο κρούσμα αυτής της καταστάσεως η διαβόητη «ομολογία (!) πίστεως κατά του οικουμενισμού», η οποία στην ουσία αμφισβητεί πανορθόδοξες αποφάσεις, οι οποίες μάλιστα αν και υπογεγραμμένες υπό των κατά καιρούς προκαθημένων τους ούτε καν δημοσιεύονται στα επίσημα εκκλησιαστικά φυλλάδια. Αποτέλεσμα να παρατηρείται στην πατρίδα μας το θλιβερό προνόμιο να παραμένουν στο απυρόβλητο όσοι τις αντιστρατεύονται, ή λοιδορούν όσους τις ακολουθούν. Γιατί, πως αλλιώς μπορεί να δικαιολογηθεί η απόρριψη της έκκλησης του Οικουμενικού Πατριάρχου για έμπρακτη καταδίκη των διαιρετικών συνεπειών της «ομολογίας πίστεως» πριν από δύο χρόνια με εκείνη την τραγική αιτιολογία ότι απλώς θεωρείται «ως εκ περισσού»; Πως αλλιώς μπορεί να δικαιολογηθεί η τοποθέτηση στην ουσία στο αρχείο της επιστολής των καθηγητών του ΑΠΘ προς την Ιερά Σύνοδο για τους «αντιρρησίες» των διαλόγων ιεράρχες; 
*** 
Στο σημείο αυτό θεωρώ απαραίτητη την με ακραιφνή Ορθόδοξα θεολογικά επιχειρήματα θεμελίωση όχι απλώς της αναγκαιότητας των θεολογικών διαλόγων, αλλά την οριοθέτησή τους ως στοιχείου ύψιστης προτεραιότητας για όλα τα επίπεδα και όλους τους φορείς της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Με δεδομένη την υιοθέτηση διαφορετικών κριτηρίων ως προς το τι συγκροτεί την αυθεντική Ορθοδοξία (οι ιεροί κανόνες, οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, η τριαδολογία ως η πεμπτουσία και το θεμέλιο της χριστιανικής διδασκαλίας, η μετά το Σχίσμα θεολογική και πνευματική παράδοση και τα εξ αυτής απορρέοντα ιδιάζοντα θεολογικά χαρακτηριστικά, η συγκεκριμένη εκκλησιαστική της δομή και η σύμφυτη ευχαριστιακή/ λειτουργική της παράδοση κ.λπ.), θα πρέπει κανείς να προσεγγίσει και στη συνέχεια να επιχειρήσει να δώσει κάποια λύση στο μεθοδολογικό πρόβλημα του προσδιορισμού των θεολογικών κριτηρίων της Ορθόδοξης Ανατολής και ετερόδοξης Δύσεως. 
Ένας πολύ πρόχειρος, επιστημονικά όμως θεμιτός, τρόπος προσδιορισμού των θεολογικών ορίων μεταξύ Ορθόδοξης Ανατολής και ετερόδοξης Δύσεως είναι να αναζητήσουμε τα κύρια σημεία δογματικής τριβής ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία. 
Τα κύρια σημεία δογματικής τριβής Ανατολής-Δύσεως ήταν το "filioque" και το θέμα της ευχαριστιακής "επικλήσεως", δηλ. θέματα που αναφέρονταν στην τριαδολογική βάση της χριστιανικής πίστεως και σχετίζονταν άμεσα με την εκούσια η ακούσια υποβάθμιση του ρολού και της σημασίας του Αγίου Πνεύματος για την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας. 
Ειδικά για το filioque, όπως έχει υποστηρίξει ο Βλ. Λόσσκυ και έχει γίνει έμμεσα παραδεκτό και από σύγχρονους ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους (όπως π.χ. ο Υ. Congar), οι συνέπειες αυτής της περιττής προσθήκης στο Σύμβολο της Πίστεως ήταν καταλυτικές, αφού σταδιακά το χάρισμα υποβαθμίστηκε προς όφελος του θεσμού (η Εκκλησία δηλ. από χαρισματική κοινωνία μεταβλήθηκε σε καθιδρυματικό θεσμό), η εσωτερική ελευθερία υποχώρησε για χάρη της έξωθεν επιβαλλόμενης αυθεντίας (είτε Πάπας λέγεται αυτή, είτε magisterium, είτε Βίβλος, είτε Παράδοση κλπ.), το προφητικό στοιχείο υποκαταστάθηκε από μια νομικίστικη αντίληψη (ακόμη και οι ιεροί κανόνες από θεραπευτική πήραν εξουσιαστική νομικίστικη χροιά), η μυστική διάσταση έδωσε τη θέση της στο σχολαστικισμό, το λαϊκό στοιχείο απομονώθηκε και διαχωρίστηκε από τον κλήρο, την γενική ιεροσύνη - με την οποία το Άγιο Πνεύμα έχει επιδαψιλεύσει τον κάθε βαπτισμένο - υποκατέστησε η χειροτονημένη ιεραρχία, και τέλος η σύνοδος των επισκόπων αντικαταστάθηκε από το πρωτείο του Πάπα. 
Ακόμη πιο τραγικές για την Εκκλησία στη Δύση ήταν οι συνέπειες του εξοβελισμού της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος από τη μυστηριακή έκφραση της Εκκλησίας, που οδήγησε σταδιακά στην μετατροπή της Εκκλησίας σε ένα είδος σακραμενταλιστικής θρησκείας. Στην ορθόδοξη Ανατολή πάντοτε πιστευόταν πώς η μεταβολή των τιμίων δώρων γινόταν κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, όχι δίκην μαγείας κατά την εκφώνηση των συστατικών του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας λόγων του Χριστού ("λάβετε φάγετε..."). Το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι ότι κατά την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση η επίκληση του Πνεύματος δεν γίνεται μονό για τα τίμια δώρα, αλλά και για την ευχαριστιακή κοινότητα, μάλιστα πρώτα για την ευχαριστιακή κοινότητα (βλ. "εφ' ημάς και επί τα προκείμενα δώρα..."). Αυτό που σε τελική ανάλυση συμβαίνει είναι ότι με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος μεταβάλλεται η ευχαριστιακή σύναξη από απλή κοινωνιολογική ομάδα σε "σώμα Χριστού", σε Εκκλησία. "Μεταβολή" των υλικών στοιχείων της κτιστής δημιουργίας (άρτος) και "μεταβολή" των ιστορικών κατά τόπους ευχαριστιακών κοινοτήτων (πιστών) σε "σώμα Χριστού" είναι χαρακτηριστική, και ενδεικτική για την Ορθόδοξη ανατολική παράδοση, πραγματικότητα. 
Το αγιοπνευματικό αυτό υπόβαθρο της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας και λειτουργικής πράξης της Ορθοδοξίας, σε συνδυασμό με την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας, είναι αυτά που χαρακτηρίζουν την "Ορθοδοξία" της καθ' ημάς Ανατολής. Ο ουσιαστικότατος δηλ. ρόλος του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας, και το γεγονός ότι η τελευταία δεν αντλεί την ύπαρξη και την υπόστασή της από αυτό που είναι, αλλά από αυτό που θα γίνει• όχι δηλαδή από το παρόν η από το παρελθόν, από αυτό που της δόθηκε ως θεσμός, αλλά από το μέλλον, από τα "έσχατα". Αυτά αποτελούν τα ασφαλέστερα κριτήρια της Ορθοδοξίας, τα οποία κάνουν όχι απλώς δυνατή αλλά επιτακτική την επιλογή του διαλόγου ως μέσου επίτευξης κοινωνίας και ενότητας, όχι μόνο των εκκλησιών, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και του συνόλου της κτιστής δημιουργίας. 
Στιγμιότυπο από την Ημερίδα στην Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης
Όταν, κάνουμε λόγο για «θεολογικούς διαλόγους», και κυρίως όταν επιχειρούμε να αξιολογήσουμε αυτήν την πολυσχιδή προσπάθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θα πρέπει να διακρίνουμε: (α) αυτούς που αποβλέπουν στην αναζήτηση και επίτευξη της ορατής ενότητας της Εκκλησίας, (β) αυτούς που έχουν ως στόχο γενικώς την ενότητα του χριστιανικού, αλλά και γενικότερα του θρησκευτικού. κόσμου, (γ) αυτούς που αποβλέπουν στην κοινή κατά το δυνατόν χριστιανική μαρτυρία, και τέλος (δ) αυτούς που εξειδικεύουν την ευθύνη της Εκκλησίας απέναντι στην κοινωνία και την ακεραιότητα της κτιστής δημιουργίας. 
Α. Ως προς στην εμπειρία του πρώτου τύπου των θεολογικών διαλόγων, αυτών δηλαδή που στοχεύουν στην ενότητα της Εκκλησίας, παρά την φαινομενική δυστοκία ως προς τα ορατά αποτελέσματα, αναμφίβολα έχουν γίνει πολύ ουσιαστικά βήματα. Ασχέτως αν οι πολέμιοι των διαλόγων υποστηρίζουν ότι έχουν παταγωδώς αποτύχει, αφού δοκιμάστηκαν για μισό περίπου αιώνα χωρίς καμιά ετερόδοξη εκκλησιαστική οντότητα ή χριστιανική ομολογία να επανέλθει στην «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία», δηλαδή την Ορθοδοξία! 
Όλοι αυτοί ασφαλώς αγνοούν, ότι η παραδοσιακή "οργανική" κατανόηση του διαλόγου δεν καλύπτει όλο το φάσμα των θεολογικών διαλόγων• είναι άκρως απαραίτητο να πλαισιωθούν σε ευρεία κλίμακα από ένα άλλο είδος διαλόγου, τον διάλογο σε επίπεδο "πνευματικότητας". Το φωτεινό παράδειγμα του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος με πάθος υποστήριζε την προτεραιότητα του "διαλόγου της αγάπης" σε σχέση με το "διάλογο της αληθείας", κάνοντας τον πράξη με τις γνωστές ενέργειες (άρση αναθεμάτων κλπ.), δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει τις ηγεσίες τουλάχιστον των Ορθοδόξων αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Το αδιέξοδο, στο οποίο πρόσφατα οδηγήθηκαν οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την οικογένεια των αρχαίων μη-Χαλκηδονίων Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών, παρά την επιτυχή έκβαση του επίσημου θεολογικού διαλόγου, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναγκαιότητας ύπαρξης διαλόγου σε επίπεδο "πνευματικότητας", παράλληλα και πάνω από κάθε επίσημο θεολογικό διάλογο. Οι δεδηλωμένοι εχθροί των πάσης φύσεως διαλόγων γνωρίζουν πολύ καλά πως η αποκατάσταση της «πνευματικής ενότητας» μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω της μετανοίας, της κοινής προσευχής για την υπέρβαση των διαιρέσεων και του σχίσματος, γι’ αυτό και έχουν επικεντρώσει την πολεμική τους στην λεγόμενη «συμπροσευχή», ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την κανονική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο συνεισηγητής στην σημερινή ημερίδα καθ. Γρ. Λαρεντζάκης με άλλους καθηγητές έχουν ορθά γνωμοδοτήσει για την αυθεντική ερμηνεία της κανονικής μας παράδοσης. 
Ειδικά για τον θεολογικό διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία – και σ’ αυτόν κυρίως θα περιοριστώ – μόνον όσοι εθελοτυφλούν μπορεί να αγνοήσουν την τεράστια αλλαγή πλεύσης της μεγαλύτερης χριστιανικής κοινότητας στον κόσμο με την υιοθέτηση της «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας» ως εργαλείου τα τελευταία χρόνια στον επίσημο θεολογικό διάλογο. Μόνον όσοι αρνούνται να αναγνωρίσουν τις δραματικές εξελίξεις που με ταχύτατο ρυθμό λαμβάνουν χώρα με το νεοεκλεγέντα πάπα Φραγκίσκο, υποβαθμίζουν την επιτυχία των θεολογικών διαλόγων. Άλλωστε η Καθολική Εκκλησία μετά τη Β’ Βατικανή σύνοδο, με τη θεολογική συνδρομή ενίων Ορθοδόξων, έκανε σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού της εκκλησιακής της ταυτότητας. Mπορεί το «αλάθητο» να μη αποκηρύχθηκε ανοιχτά, στην πράξη όμως κατέστη ανενεργό. Μπορεί το «πρωτείο» να συνεχίζει να αποτελεί βασική διδασκαλία της Pωμαιοκαθολικής Eκκλησίας, όμως μετά τη B' Bατικανή Σύνοδο η θεσμική και άκρως σχολαστική κατανόηση της Εκκλησίας αντικαταστάθηκε επίσημα από τη μυστηριακή, με την αποκατάσταση της άρρηκτης σχέσης «ευχαριστίας» και «εκκλησίας», την οποία ο άκρατος σχολαστικισμός είχε κατά το παρελθόν δραματικά αποσυνδέσει. 
Εδώ ακριβώς οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι μέσω του ειλικρινούς, ισότιμου και απροϋπόθετου θεολογικού διαλόγου κι εμείς οι Ορθόδοξοι κερδίσαμε την αυτονόητη θεολογικά, και μαρτυρούμενη στην Ορθόδοξη λειτουργική μας παράδοση, εκκλησιολογική αναγκαιότητα του «πρώτου» σε όλες τις βαθμίδες του εκκλησιαστικού βίου (τοπική/ενοριακή, επισκοπική, περιφερειακή, και ανά την οικουμένη), όπου ο προεστώς ή primus inter pares δεν αποτελεί απλώς τιμητικό αλλά ουσιαστικό λειτούργημα. 
Ως προς τους λοιπούς διμερείς θεολογικούς διαλόγους, εκείνος με τις Αρχαίες μη Χαλκηδόνιες Ορθόδοξες Ανατολικές Εκκλησίες ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Παρά την θετική του έκβαση, όμως, λόγω σχολαστικών επιφυλάξεων και αγκυλώσεων των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών δεν οδηγήθηκε ακόμη στην ευχαριστιακή του ολοκλήρωση. Ο διάλογος με τους Παλαιοκαθολικούς δυστυχώς καρκινοβατεί, εκείνος με τους Αγγλικανούς σκοντάφτει λόγω του ζητήματος της χειροτονίας των γυναικών, οι διάφοροι – επίσημοι αλλά και ανεπίσημοι – διάλογοι με τις προτεσταντικές ομολογίες μπορούν να χαρακτηριστούν ότι έχουν τουλάχιστον θετικές επιπτώσεις ως προς την επαναβεβαίωση του βιβλικού χαρακτήρα της χριστιανικής πίστεως, ενώ εξαιρετικά σημαντικοί προοιωνίζονται εκείνοι με τους Πεντηκοστιανούς, την ραγδαία αναπτυσσόμενη χριστιανική κοινότητα, οι θεολόγοι της οποίας σημειωτέον έχουν με αυτογνωσία και ευγνωμοσύνη ανακαλύψει τον πλούτο της Ορθόδοξης πνευματολογίας. 
Β. Στην προσπάθεια αναζήτησης της ορατής ενότητας της Εκκλησίας κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία διάφοροι μέθοδοι: (συγκριτική, διαλεκτική, χριστολογική, και τέλος η τριαδολογική, κυρίως χάρη στη συμβολή των Ορθοδόξων, που υπογράμμιζαν τη σχέση ανάμεσα στο Χριστό και την κτιστή δημιουργία, την Εκκλησία και τον κόσμο. "Ή Εκκλησία είναι Εκκλησία μόνον όταν συμμετέχει στο έργο του τριαδικού Θεού στην ιστορία". Κατανοήθηκε, με αλλά λόγια, ότι είναι αδύνατο να κάνουμε λόγο για «ενότητα της Εκκλησίας», για προσπάθεια δηλ. «ένωσης» των Εκκλησιών, και να αδιαφορούμε για την «ενότητα της ανθρωπότητας». 
Άλλωστε, ο αυθεντικός διάλογος είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μέθοδος ή ένα εργαλείο με στόχο την επίτευξη δογματικής συμφωνίας, προκειμένου να επέλθει η πολυπόθητη ευχαριστιακή «κοινωνία». Ο αυθεντικός διάλογος είναι «μια συνάντηση της ζωής με τη ζωή» (Martin Buber). Το να διαλέγεσαι, σύμφωνα με μια αφρικάνικη παροιμία, σημαίνει να αγαπάς• αλλά και αντιστρόφως, η αγάπη (η υψίστη, ως γνωστόν, αρετή κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος) πραγματώνεται μόνο με το διάλογο. Η γνήσια ανθρώπινη ζωή (το «περισσόν» της ζωής, κατά τον Ευαγγελιστή της αγάπης) ολοκληρώνεται στο διάλογο• είναι μια έκφραση «κοινωνίας», αντανάκλαση της τέλειας κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος, κοινωνίας με τον κάθε «άλλον», αλλά και με τον όντως «Άλλον».
Στον δεύτερο αυτό τύπο θεολογικού διαλόγου το ζητούμενο δεν είναι η «ένωση», αλλά η «ενότητα». Και σ’ αυτόν ακριβώς τον τομέα ο λεγόμενος «οικουμενικός διάλογος» μόνον επιτυχίες έχει να επιδείξει: από τις πατριαρχικές και συνοδικές εγκυκλίους του περασμένου αιώνα, τα επιτυχή ετήσια συνέδρια για την Ορθόδοξη πνευματικότητα, που για πάνω από 20 χρόνια διοργανώνει η μοναστική αδελφότητα του Bose, μέχρι την πολυσχιδή δραστηριότητα των οικουμενικών οργανισμών, παγκόσμιων και περιφερειακών, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα και προνομιακή είναι η θέση του Π.Σ.Ε. 
Γ. Αποτέλεσμα όλης αυτής της τιτάνιας διαλογικής μάχης για την ενότητα είναι και η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην παγκόσμια ιεραποστολή. Μέχρι την επίτευξη της ποθητής μυστηριακής ένωσης οι χριστιανοί δεν μπορούν να παρουσιάζονται διηρημένοι, ή και ορισμένες φορές αντιμέτωποι, στο έργο του ευαγγελισμού της οικουμένης. Οι απαρχές της παγκόσμιας ιεραποστολής με την διαπίστωση της πολυδιάσπασης του χριστιανικού κόσμου τοποθετείται στο Ιεραποστολικού Συνέδριο το 1910 στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, με την γνωστή έκκληση: «ευαγγελισμός του κόσμου σ' αυτή κιόλας τη γενιά». Η αποτυχία όμως αυτού του στόχου νομοτελειακά οδήγησε σε μια νέα κατανόηση της αποστολής της Εκκλησίας. Η κοινωνική αλλαγή έπαυσε να θεωρείται ως ρήξη η επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, αφού ο ίδιος ο Θεός αναγνωρίζεται τώρα ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής. Στη θέση ενός θεοκρατικά δομημένου κόσμου, εμφανίζεται πλέον ο κόσμος της ιστορίας, μέσα στην οποία επιτελείται το έργο του Θεού. Στην εξέλιξη αυτή κομβικό σημείο αποτελεί η αναγνώριση της παγκόσμιας σημασίας του γεγονότος Χριστός, καθώς και της ιδέας της κυριότητας του Χριστού, τόσο πάνω στον κόσμο, όσο επίσης και πάνω στην Εκκλησία. Στη φάση αυτή το παλαιό παράδειγμα της θεοκρατικής παγκοσμιότητας έδωσε τη θέση του σε ένα νέο, εκείνο της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας. 
Στα θετικά σημεία αυτής της φάσεως της νεώτερης ιστορίας της παγκόσμιας ιεραποστολής - κατά την οποία θα πρέπει να σημειωθεί άρχισε να συντελείται και η αφύπνιση της ιεραποστολικής αυτοσυνειδησίας της Ορθοδοξίας με τη συμβολή μεγάλων θεολόγων όπως ο Αρχ. Αλβανίας Αναστάσιος - ήταν πρώτα-πρώτα η εγκατάλειψη της ιδέας ότι η ιεραποστολή είναι υπόθεση μόνον των μεμονωμένων χριστιανών (ή και των ιεραποστολικών ομάδων) και η αναγνώριση της ιεραποστολικής ευθύνης της Εκκλησίας στο σύνολό της. Πιο σημαντική όμως και από τη μετάβαση από τη missio christianorum στην missio ecclesiae, ήταν λίγο αργότερα η αναγνώριση, ότι το πραγματικό υποκείμενο της ιεραποστολής δεν είναι ούτε η Εκκλησία ως θεσμός και οργανισμός, αλλά o ίδιος ο Θεός. Ήταν η εποχή της μετάβασης από τη missio ecclesiae στη missio Dei, την ο¬ποία όμως αρχικά o δυτικός χριστιανισμός περιόριζε στη αποστολή του Χριστού (missio Christi). Εδώ ακριβώς με τη βοήθεια του θεολογικού διαλόγου υπογραμμίστηκε από τους Ορθοδόξους ότι η χριστοκεντρική παγκοσμιότητα συνέβαλε στο να μετατραπεί με λανθάνοντα τρόπο o υγιής χριστοκεντρισμός σε προβληματικό χριστομονισμό. «Η δυναμική συνάντηση», ομολογεί ο Κ. Raiser, «με τις ορθόδοξες παραδόσεις στο πεδίο της θεολογίας και της πνευματικότητας, μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ριζωμένη πνευματολογική λήθη (Walter Kasper) στο Δυτικό χριστιανισμό, τόσο στην Καθολική όσο και στην Προτεσταντική μορφή του». 
Όπως τόνισαν οι Ορθόδοξοι «η τριαδική θεολογία υποδηλώνει ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι ζωή κοινωνίας και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτήν την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού». Έτσι έγινε ευρύτερα αντιληπτό πως η χριστιανική «ιεραποστολή δεν στοχεύει πρωταρχικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα». Η εγκατάλειψη της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας και η θεμελίωση της χριστιανικής ιεραποστολής με πιο σταθερό τρόπο στο τριαδικό δόγμα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της ιμπεριαλιστικής και επεκτατικής τακτικής της χριστιανικής ιεραποστολής του 19ου, αλλά και των αρχών του 20ου αι., και την υιοθέτηση μιας περισσότερο περιεκτικής και ολιστικής συμπεριφοράς της χριστιανικής μαρτυρίας. Οι ιεραποστολικοί πλέον όροι, οι οποίοι καθιερώνονται στην παγκόσμια ιεραποστολή είναι ο ελληνικός (και Ορθόδοξος) μαρτυρία και διαθρησκειακός διάλογος
Ένα δεύτερο σημείο ουσιαστικής συμβολής της Ορθοδοξίας στον αγώνα της «κοινής χριστιανικής μαρτυρίας» ήταν η αγιοπνευματική διάσταση και η συνακόλουθη εσχατολογική προοπτική της παγκόσμιας ιεραποστολής. Με τον θεολογικό διάλογο στο πεδίο της ιεραποστολής, έγινε αντιληπτό ότι, όπου αίρεται η εσχατολογική ένταση μεταξύ της ιστορίας της σωτηρίας και της κοσμικής ιστορίας, τότε νομοτελειακά σχετικοποιείται και η ιστορία της σωτηρίας, με αποτέλεσμα η θεολογία να χάνει την ικανότητα της να ενεργεί ως προφητική κριτική της συγκεκριμένης ιστορίας της ανθρώπινης δράσεως. Έτσι η κοινή χριστιανική μαρτυρία δεν εξαντλείται πλέον στη ρηματική εξαγγελία του ευαγγελίου, αλλά κριτικά αντιμετωπίζει τους θεσμούς του κόσμου τούτου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του. 
Δ. Εκεί, βεβαίως, που ο «θεολογικός» διάλογος - σε στενή συνεργασία και «διάλογο» με την κοινωνία – έχει φέρει καρπούς πλείονες, είναι στην διατύπωση κοινά αποδεκτών προφητικών απόψεων για τα πραγματικά υπαρκτά προβλήματα της κοινωνίας. Η μοναδική απήχηση των περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Πατριάρχου, και το άνοιγμά του στα άλλα ζωντανά θρησκεύματα, αποτελεί σε παγκόσμια κλίμακα παράδειγμα αυθεντικής χριστιανικής μαρτυρίας. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί κανείς παρά να εξάρει το έργο της Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης. Όταν περίπου μια ολόκληρη γενιά πριν και κόντρα στο θεολογικό ρεύμα ο Α. Παπαδερός εξήρε την κοινωνική διάσταση της Ορθοδοξίας, ελάχιστοι από μας φαντάζονταν ότι ο θεολογικός διάλογος της Ορθοδοξίας την τρίτη χιλιετία θα επέστρεφε ουσιαστικά εκεί που άρχισε έναν αιώνα πριν, στην από κοινού με τους άλλους χριστιανούς αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. 
Σήμερα, η παγκόσμια χριστιανική κοινότητα προβληματίζεται με έντονο τρόπο για τις επιπτώσεις για τον άνθρωπο και το περιβάλλον του κυρίαρχου πλέον μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Η νεοφιλελεύθερη οικονομική παγκοσμιοποίηση βρέθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στο επίκεντρο των θεολογικών συζητήσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες του Νότου, πολύ πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση και στον πλούσιο Βορρά με τελευταίο θύμα την πατρίδα μας, κυρίως από τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία προσέλαβε ιερό χαρακτήρα και κατέλαβε τη θέση των ανθρώπων, που την δημιούργησαν. Για τους χριστιανούς το ισχύον σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας σφετερίζεται την κυριότητα του Θεού και αξιώνει μία ελευθερία, την οποία έχει μόνο ο Θεός. 
Θα τελειώσω αυτή την ενότητα με ένα απόσπασμα από την «Έκκληση για Δράση», το οποίο τις επόμενες μέρες θα συζητηθεί στη Γ.Σ. του ΠΣΕ στο Μπουσάν, και στου οποίου τη σύνταξη συνέβαλα μαζί με το συνεργάτη της Ακαδημίας κ. Λ. Αδριανό. Σ’ αυτό κυρίως στηρίχτηκε και η Νέα Διακήρυξη για την Ιεραποστολή, στης οποίας της συντακτική επιτροπή εκπροσωπώντας της Ορθοδοξία επίσης μετείχα. Είναι το κείμενο που ομόφωνα πέρσι τέτοιο καιρό υιοθετήθηκε εδώ στην Ακαδημία από την Κ.Ε. του ΠΣΕ. «Η σημερινή άτεγκτη παγκόσμια πραγματικότητα είναι τόσο κατάφορτη με τον θάνατο και την καταστροφή, που δεν θα υπάρχει μέλλον για να ομιλούμε, αν δεν αλλάξει ριζικά το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης, και αν η δικαιοσύνη και η αειφόρος ανάπτυξη δεν γίνουν η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, της κοινωνίας, και της γης. Τα περιθώρια είναι στενά. Διακρίνουμε τη μοιραία διαπλοκή της παγκόσμιας δημοσιονομικής, κοινωνικο-οικονομικής, κλιματικής και οικολογικής κρίσης, που συνοδεύεται σε πολλά μέρη του κόσμου από τα δεινά του λαού και τον αγώνα του για επιβίωση. Η εκτεταμένη απελευθέρωση της αγοράς, η απορρύθμιση και η ανεξέλεγκτη ιδιωτικοποίηση των αγαθών και των υπηρεσιών, εκμεταλλεύονται το σύνολο της δημιουργίας και διαλύουν τα κοινωνικά προγράμματα και τις κοινωνικές υπηρεσίες, ανοίγοντας τις οικονομίες πέραν των συνόρων με διαφαινόμενη την χωρίς περιορισμούς ανάπτυξη της παραγωγής... Οι διάφορες πτυχές της κλιματικής αλλαγής είναι αλληλένδετες και αλληλοπεριχωρούνται με τις οικολογικές, τις οικονομικές, και τις κρίσεις χρέους. Αυτές οι κρίσεις δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη» 
*** 
Τις τελευταίες δεκαετίες ο θεολογικός διάλογος επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη μιας "ζωτικής και συνεπώς θεολογίας", ικανής να συγκεράσει δημιουργικά την κλασική θεολογία με τη θεολογία της συνάφειας, την θεωρητική με την πρακτική, τη συνέχεια (της παράδοσης) με την αμεσότητα (των σύγχρονων προβλημάτων). 
Ενώ, λοιπόν, στο παρελθόν γινόταν πολύς λόγος για την γεφύρωση των δογματικών διαφορών των χριστιανών, σήμερα όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται η θεμιτή πολυμορφία των διαφορετικών εκφράσεων του ενός και του αυτού "ευαγγελίου", καθώς και η αναγνώριση του στοιχείου της "έτερότητας" ως απαραίτητου συστατικού της πραγματικής "κοινωνίας". Η διαλεκτική ενότητας και διαφορετικότητας αποτελεί πλέον το κύριο σημείο θεολογικού προβληματισμού, σε μια προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής πραγματικότητας του χριστιανισμού. Διαφορετικότητα και πολυμορφία δεν αποτελούν αντιτιθέμενα προς την ενότητα συστατικά, αλλά κατά μίαν έννοια απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία πραγματικής κοινωνίας, υπό τον απαράβατο όρο φυσικά μιας κοινής εκκλησιολογικής συνισταμένης. 
Η κλασική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία μόνον αυθεντική εκκλησιαστική οντότητα και πώς όλες οι άλλες χριστιανικές ομάδες αποτελούν μη-εκκλησιαστικές πραγματικότητες, στην καλύτερη περίπτωση σχισματικές ή αιρετικές χριστιανικές κοινότητες, έχει αρχίσει να αμφισβητείται σοβαρά, όπως αμφισβητείται και μια δεύτερη προσέγγιση του προβλήματος, που είναι συνάρτηση της λεγόμενης ιστορικής εξέλιξης. Σύμφωνα με αυτήν, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία υπήρξε σε «ορατή» μορφή μόνον κατά το παρελθόν, στις αρχές της ιστορικής της ύπαρξης. Με βάση αυτή τη θεωρία η ιστορία της Εκκλησίας ερμηνεύεται πάντοτε ως ιστορία παρακμής και έκπτωσης, και συνεπώς κύριο μέλημα του θεολογικού διαλόγου είναι η αποκατάσταση της Εκκλησίας στη γνήσια αρχική της μορφή. 
Τέλος, μια τρίτη προσέγγιση συνίσταται στην εκτίμηση ότι κάθε μορφή εκκλησιαστικής έκφρασης είναι συνισταμένη κάποιας διαδικασίας προσαρμογής του ευαγγελίου στις κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες, (inculturation), σε σημείο πολλές φορές ευαγγέλιο: και πολιτισμός να μην είναι ευδιάκριτα. Η προσέγγιση αυτή - που θα πρέπει να σημειώσουμε αναφέρεται ταυτόχρονα στις Ορθόδοξες εκκλησίες και στις νεώτερες χριστιανικές κοινότητες του τρίτου κόσμου - συνοδεύεται συχνά με κατηγορίες περί συγκρητισμού, αφού η απαραίτητη πολλές φορές πολιτιστική προσαρμογή αποδυναμώνει την αναγκαία κριτική απόσταση του ευαγγελίου, υποβαθμίζοντας με τον τρόπο αυτό τη μοναδικότητα του. 
Στον σύγχρονο θεολογικό διάλογο καμιά από τις πιο πάνω προσεγγίσεις δεν μπορεί από μόνη της να προσφέρει ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα της υπαρκτής εκκλησιαστικής πολυμορφίας. Άλλωστε η αποδοχή της εκκλησιαστικής ταυτότητας ως κάτι το άτεγκτο και αναλλοίωτο, υποβαθμίζει την αγιοπνευματική υπόσταση της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και σήμερα ο οικουμενικός διάλογος βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η δυτική θεολογική σκέψη, καθολική και ευαγγελική, συνεχίζει να περιορίζει την Εκκλησία σε μιαν αποκλειστικά σχεδόν ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να παύει αυτή να αποτελεί έκφραση και γεγονός των εσχάτων και έτσι να γίνεται εικόνα και θεσμός του κόσμου τούτου. Αντίστροφα, η παραδοσιακή Ορθόδοξη θεολογική προβληματική ελάχιστα έχει απομακρυνθεί από τον αποκλειστικό εσχατολογικό προσανατολισμό της, αγνοώντας έτσι την ιστορική πραγματικότητα. Η πρώτη συνεχίζει να τονίζει περισσότερο το ήδη της Βασιλείας του Θεού, και η δεύτερη το ούπω. Μόνο με τη δυναμική συνάντηση των δυο αυτών προσεγγίσεων μπορεί αμυδρά να φανεί πραγματικό φως στον ορίζοντα. Και αυτό μπορεί να παγιωθεί μόνο μέσω του θεολογικού διαλόγου. Χωρίς να παραθεωρείται η αναζήτηση της "αληθείας", μεγαλύτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη της "κοινωνίας", στον αγώνα για τη επικράτηση των αρχών του ευαγγελίου, στην υπέρβαση της κοινωνικής ανισότητας, και στην αποστασιοποίηση από το άδικο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας, το οποίο ευθύνεται για ενιαία κοινωνική, οικολογική και πολιτιστική κρίση που μαστίζει σήμερα την οικουμένη. Άλλωστε, στην Ορθόδοξη λειτουργική μας παράδοση, η αληθής "κοινωνία" προηγείται της ακριβούς "ομολογίας". Οφείλουμε να αγαπώμεν αλλήλους για να μπορούμε να ομολογούμε την αλήθεια, να ομολογούμε την Ορθοδοξία μας.

1 σχόλιο:

  1. Αρχιμ. Ιωακείμ Οικονομίκος. Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος Ι. Μ. Κίτρους. Κατερίνη.21 Οκτωβρίου 2013 στις 5:46 μ.μ.

    Πατριάρχης Αθηναγόρας. Μία μορφή πού άφησε την σφραγίδα του τόσο στον Οικουμενικό Θρόνο, όσο και σε όλη την Ορθοδόξη Εκκλησία. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, είναι αυτός πού με τις δράσεις τους, τις ενέργειές του, άνοιξε την Εκκλησία προς τον έξω κόσμο. Είναι ο Πατριάρχης πού ξεκίνησε τις επαφές με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τις Προτεσταντικές Κοινότητες διότι πίστευε στην ένωση των Εκκλησιών "εν πνεύματι και αληθεία". Είναι ο Πατριάρχης, πού έζησε σημαντικά γεγονότα, όπως την συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ' στα Ιεροσόλυμα, τον Ιανουάριο του 1964, όταν για πρώτη γφορά οι δύο Κεφαλές του Χριστιανισμού βρέθηκαν ύστερα από 1000 χρόνια περίπου. Αλλά είναι και ο Πατριάρχης πού έζησε τραγικά γεγονότα τόσο με τα Σεπτεμβριανά, όσο και με τα του 1964, ενω είδε και το κλείσιμο της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ο Πατριάρχης Αθαηναγόρας, όσο χρόνια και αν περάσουν, θα συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για το Πατριαρχείο, για την Εκκλησία, για τους Διαλόγους και για όλους. Αιωνία του η μνήμη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails