Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, 10 Απριλίου, ημέρα μνήμης της θυσίας του αγίου Πατριάρχου Γρηγορίου Ε', ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναπέμπει δέηση και ανάβει κερί πίστεως και ελπίδος μπροστά από την κεντρική κλειστή πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι, όπου μαρτύρησε ο μεγάλος Πατριάρχης (φωτό: Ν. Μαγγίνας).
Φέτος ο Πατριάρχης λείπει στο Παρίσι λόγω της μεγάλης έκθεσης των αγιορειτικών κειμηλίων. Θα εκπληρώσει το χρέος του στον Προκάτοχό του ιερομάρτυρα, άμα τη επιστροφή του.
Του Ιεροδιακόνου Γρηγορίου Φραγκάκη (Φανάρι)
Στη μνήμη Του... (+10 Απριλίου)
Καθώς από τις παραστάδες της Μεγάλης Εκκλησίας διέρχομαι, σωπαίνω. Σωπαίνω, κατευθυνόμενος στο χώρο όπου στάθηκες ως Λειτουργός, ευλόγησες ως Πατριάρχης, κήρυξες ως Ποιμένας, διακόνησες ως άγγελος της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, τελείωσες τον βίο Σου ως Μάρτυς. Τον βίο Σου ως Μάρτυς! Αλλά μήπως μόνο το τέλος Σου υπήρξε μαρτυρικό; Μήπως μόνο την αγχόνη και τον δρομαίο εξευτελισμό υπολόγισε σα Μαρτύριο ο Δίκαιος Κριτής; Αμφιβάλλω. Όλη η πορεία Σου ένα μαρτύριο. Το μαρτύριο της φτώχειας και της σκλαβιάς. Το μαρτύριο της ξενητείας. Το μαρτύριο του ράσου. Το μαρτύριο του ενσυνείδητου Ποιμένα. Το μαρτύριο του Πρωθιεράρχη. Το μαρτύριο του Γενάρχη. Όλα τούτα αγόγγυστα τα υπέμεινες ώστε η Εκκλησία ή μάλλον ο λαός Της να ζήσει.
Ξεκινώντας την πορεία Σου από την αρχοντική Δημητσάνα της Πελοποννήσου και αφού με κόπους και θυσίες εσπούδασες, ήρθες εδώ σε καιρούς ου μενετούς για να προσφέρεις, καθοδηγούμενος από το θέλημα του Θεού, τον εαυτό Σου με αυταπάρνηση ως λύτρο στη διακονία του πονεμένου και αδικημένου. Και έχοντας πληροφορήσει, κατά το αποστολικό, τη διακονία Σου αυτή ήρθε εκείνο το βράδυ της Κυριακής του Ωσαννά για να σφραγίσει τα επίγεια έργα Σου με δόξα και τους συκοφάντες Σου με την αλήθεια της εντιμότητάς Σου. Εκείνο το βράδυ όπου σκόρπισες τη στάχτη του αναθέματος μπρος στο Θυσιαστήριο πέρασες στης Ιστορίας τους Μεγάλους ως παράδειγμα για έμπνευση και μίμηση.
Ήρθε, όμως, και η ημέρα της Κυριακής της Μεγάλης οπότε, έχοντας επικαλεστεί για τελευταία φορά «Κύριε Κύριε επίβλεψον εξ΄ ουρανού και ίδε και επίσκεψαι την Άμπελον ταύτην και κατάρτισαι Αυτήν ην εφύτευσεν η Δεξιά Σου» και έχοντας κοινωνήσει το Λαό Σου πρόθυμα ανέβηκες στην αγχόνη και άφησες την τελευταία Σου πνοή στην Κεντρική Πύλη της Μεγάλης του Γένους Μονής. Το δε σώμα Σου, ως αντικείμενο χλευασμού εσυλήθη περιφερόμενο για μέρες τρεις στους δρόμους της Βασιλεύουσας και ως απόρριμα πετάχθηκε στη θάλασσα προς βορά των ιχθύων. Αλλά οι τιμές σε Οδησσό και μετά ταύτα σε Αθήνα αποκατάστησαν την αλήθεια των πραγμάτων.
Έχοντας περάσει δυο σχεδόν αιώνες έκτοτε και αναλογιζόμενος ποιά τελικά η εδώ προσφορά Σου και ποιό ουσιαστικά το νόημα της Θυσίας Σου κλείνω τα μάτια της ψυχής και Σε βλέπω εκεί. Όρθιο στο Θρόνο να ψάλλεις, στο Σύνθρονο να υψώνεις μεγαλόπρεπα και ευλογητικά τα χέρια, στο γραφείο Σου να υπογράφεις Σιγίλλια, στο δωμάτιό Σου με αγωνία, επιμέλεια και προσευχή να σχεδιάζεις και να φροντίζεις το μέλλον της Ρωμηοσύνης. Με δάκρυα να σφραγίζεις ένα χάρτο και με ανακούφιση, ντυμένος τ΄ αρχιερατικά Σου, να το παραδίδεις για πάντα στη λήθη.
Καθώς από τις παραστάδες της Μεγάλης Εκκλησίας διέρχομαι, σωπαίνω. Σωπαίνω, κατευθυνόμενος στο χώρο όπου στάθηκες ως Λειτουργός, ευλόγησες ως Πατριάρχης, κήρυξες ως Ποιμένας, διακόνησες ως άγγελος της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, τελείωσες τον βίο Σου ως Μάρτυς. Τον βίο Σου ως Μάρτυς! Αλλά μήπως μόνο το τέλος Σου υπήρξε μαρτυρικό; Μήπως μόνο την αγχόνη και τον δρομαίο εξευτελισμό υπολόγισε σα Μαρτύριο ο Δίκαιος Κριτής; Αμφιβάλλω. Όλη η πορεία Σου ένα μαρτύριο. Το μαρτύριο της φτώχειας και της σκλαβιάς. Το μαρτύριο της ξενητείας. Το μαρτύριο του ράσου. Το μαρτύριο του ενσυνείδητου Ποιμένα. Το μαρτύριο του Πρωθιεράρχη. Το μαρτύριο του Γενάρχη. Όλα τούτα αγόγγυστα τα υπέμεινες ώστε η Εκκλησία ή μάλλον ο λαός Της να ζήσει.
Ξεκινώντας την πορεία Σου από την αρχοντική Δημητσάνα της Πελοποννήσου και αφού με κόπους και θυσίες εσπούδασες, ήρθες εδώ σε καιρούς ου μενετούς για να προσφέρεις, καθοδηγούμενος από το θέλημα του Θεού, τον εαυτό Σου με αυταπάρνηση ως λύτρο στη διακονία του πονεμένου και αδικημένου. Και έχοντας πληροφορήσει, κατά το αποστολικό, τη διακονία Σου αυτή ήρθε εκείνο το βράδυ της Κυριακής του Ωσαννά για να σφραγίσει τα επίγεια έργα Σου με δόξα και τους συκοφάντες Σου με την αλήθεια της εντιμότητάς Σου. Εκείνο το βράδυ όπου σκόρπισες τη στάχτη του αναθέματος μπρος στο Θυσιαστήριο πέρασες στης Ιστορίας τους Μεγάλους ως παράδειγμα για έμπνευση και μίμηση.
Ήρθε, όμως, και η ημέρα της Κυριακής της Μεγάλης οπότε, έχοντας επικαλεστεί για τελευταία φορά «Κύριε Κύριε επίβλεψον εξ΄ ουρανού και ίδε και επίσκεψαι την Άμπελον ταύτην και κατάρτισαι Αυτήν ην εφύτευσεν η Δεξιά Σου» και έχοντας κοινωνήσει το Λαό Σου πρόθυμα ανέβηκες στην αγχόνη και άφησες την τελευταία Σου πνοή στην Κεντρική Πύλη της Μεγάλης του Γένους Μονής. Το δε σώμα Σου, ως αντικείμενο χλευασμού εσυλήθη περιφερόμενο για μέρες τρεις στους δρόμους της Βασιλεύουσας και ως απόρριμα πετάχθηκε στη θάλασσα προς βορά των ιχθύων. Αλλά οι τιμές σε Οδησσό και μετά ταύτα σε Αθήνα αποκατάστησαν την αλήθεια των πραγμάτων.
Έχοντας περάσει δυο σχεδόν αιώνες έκτοτε και αναλογιζόμενος ποιά τελικά η εδώ προσφορά Σου και ποιό ουσιαστικά το νόημα της Θυσίας Σου κλείνω τα μάτια της ψυχής και Σε βλέπω εκεί. Όρθιο στο Θρόνο να ψάλλεις, στο Σύνθρονο να υψώνεις μεγαλόπρεπα και ευλογητικά τα χέρια, στο γραφείο Σου να υπογράφεις Σιγίλλια, στο δωμάτιό Σου με αγωνία, επιμέλεια και προσευχή να σχεδιάζεις και να φροντίζεις το μέλλον της Ρωμηοσύνης. Με δάκρυα να σφραγίζεις ένα χάρτο και με ανακούφιση, ντυμένος τ΄ αρχιερατικά Σου, να το παραδίδεις για πάντα στη λήθη.
Σε συναντώ και σήμερα, στο Φανάρι, κι ας μη Σε βλέπω. Σε είδα εδώ, για πρώτη φορά, όταν χειροτονήθηκα στην Αγία Τράπεζα που κι Εσύ χειροτονούσες, λαμβάνοντας το όνομα του κοινού μας Προστάτη αλλά και το δικό Σου και ρίγος μέ κατέλαβε. Σε αντίκρυσα στο δακρυσμένο βλέμμα και στη σπασμένη, από συγκίνηση, φωνή του Ευκλεούς Πρωθιεράρχου και Πατέρα μας όταν αναφέρθηκε τη μέρα εκείνη στο ικρίωμά Σου.
Σε συναντώ κάθε φορά που βαδίζω στην αυλή, που εισέρχομαι και εξέρχομαι μπροστά από τον χώρο της δωρεάς Σου, την Κλειστή Πύλη, αυτήν που άνοιξε τους ασκούς των διαμαρτυριών για τα όσα άδικα και που στέκει με μια ταπείνωση τόσο λεβέντικη ως τα περήφανα βουνά της γενέτειράς Σου.
Και σα νιώσω δυσκολία εκεί πάλι στρέφω το βλέμμα και αμέσως αισθάνομαι εκείνη την τελευταία Σου πνοή να έρχεται, διακριτικά και αποτελεσματικά, να παραμυθήσει, να αναπαύσει, να αναψύξει, να χαροποιήσει, να θεραπεύσει.
Περπατώντας στους δρόμους της Πόλης συναντώ το Ιερό νεκρό Σου με τα αγιασμένα αίματα να ποτίζουν και να βλυσταίνουν τον Χριστό στις καρδιές του Λαού Σου. Στα νερά του Βοσπόρου, πάλι, γαλήνιος περιφέρεσαι διανέμοντας τη Χαρη του Θεού στην Κτίση.
Για όλα αυτά, Μεγάλε της Πίστεως Άγιε, τα βιώματα από το πονεμένο και σκεπτικό Σου πρόσωπο η μνήμη Σου παραμένει ανεξίτηλη καθώς εάν και ημείς λησμονήσωμεν και η Κλειστή Πύλη κεκράξεται, έτσι όπως αθόρυβα το πράττει στο διάβα των χρόνων μαρτυρώντας το μαρτύριο ενός Γένους ολόκληρου.
Και αν ο λόγος που μεταχειρίστηκα για να συντάξω τα περί Σου θεωρηθεί περισσότερος ποιητικός παρά πεζός, είναι γιατί θέλω να βλέπω έτσι τα πράγματα σχεδόν ξένα προς τη μηχανιστική, λογιστική, τυποποιημένη πραγματικότητα της καθ’ ημέραν. Και γιατί αυτά που νιώθω, όπως τα νιώθω, ήθελα να τα καταθέσω ως ελάχιστο «ευχαριστώ» για την τιμή και την ευλογία ο Σεβάσμιος Διάδοχός Σου να μου δώσει τούτο το όνομα, του Θεολόγου αλλά και του Ιερομάρτυρος.
Με σεβασμό προσκυνώ το άγιο τύπωμα από το βηματισμό Σου μέσα στο Μέγα Μοναστήρι μας.
«Τα διαβήματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν Σου».
Σε συναντώ κάθε φορά που βαδίζω στην αυλή, που εισέρχομαι και εξέρχομαι μπροστά από τον χώρο της δωρεάς Σου, την Κλειστή Πύλη, αυτήν που άνοιξε τους ασκούς των διαμαρτυριών για τα όσα άδικα και που στέκει με μια ταπείνωση τόσο λεβέντικη ως τα περήφανα βουνά της γενέτειράς Σου.
Και σα νιώσω δυσκολία εκεί πάλι στρέφω το βλέμμα και αμέσως αισθάνομαι εκείνη την τελευταία Σου πνοή να έρχεται, διακριτικά και αποτελεσματικά, να παραμυθήσει, να αναπαύσει, να αναψύξει, να χαροποιήσει, να θεραπεύσει.
Περπατώντας στους δρόμους της Πόλης συναντώ το Ιερό νεκρό Σου με τα αγιασμένα αίματα να ποτίζουν και να βλυσταίνουν τον Χριστό στις καρδιές του Λαού Σου. Στα νερά του Βοσπόρου, πάλι, γαλήνιος περιφέρεσαι διανέμοντας τη Χαρη του Θεού στην Κτίση.
Για όλα αυτά, Μεγάλε της Πίστεως Άγιε, τα βιώματα από το πονεμένο και σκεπτικό Σου πρόσωπο η μνήμη Σου παραμένει ανεξίτηλη καθώς εάν και ημείς λησμονήσωμεν και η Κλειστή Πύλη κεκράξεται, έτσι όπως αθόρυβα το πράττει στο διάβα των χρόνων μαρτυρώντας το μαρτύριο ενός Γένους ολόκληρου.
Και αν ο λόγος που μεταχειρίστηκα για να συντάξω τα περί Σου θεωρηθεί περισσότερος ποιητικός παρά πεζός, είναι γιατί θέλω να βλέπω έτσι τα πράγματα σχεδόν ξένα προς τη μηχανιστική, λογιστική, τυποποιημένη πραγματικότητα της καθ’ ημέραν. Και γιατί αυτά που νιώθω, όπως τα νιώθω, ήθελα να τα καταθέσω ως ελάχιστο «ευχαριστώ» για την τιμή και την ευλογία ο Σεβάσμιος Διάδοχός Σου να μου δώσει τούτο το όνομα, του Θεολόγου αλλά και του Ιερομάρτυρος.
Με σεβασμό προσκυνώ το άγιο τύπωμα από το βηματισμό Σου μέσα στο Μέγα Μοναστήρι μας.
«Τα διαβήματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν Σου».
από που είναι αυτό το κομμάτι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιναι "άρθρο" ενός Πατριαρχικού Διακόνου
ΑπάντησηΔιαγραφή