________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


4/26/2020

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΩΤΕΙΝΟΣ: ΕΝΑΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ ΕΚ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΠΟΥ ΕΔΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΒΛΑΧΙΑ



Διονύσιος Φωτεινός εκ Παλαιών Πατρών
Λόγιος και μουσικός του 18ου αιώνος
Ανακοίνωση του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου στο Αχαϊκό Πνευματικό Συμπόσιο που πραγματοποίησε η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών το 2006 στο Αίγιο.
Ο εκ Παλαιών Πατρών Φαναριώτης λόγιος, ιστοριογράφος, ποιητής και μουσικός Διονύσιος Φωτεινός έδρασε στη Ρουμανία στις αρχές του 19ου αιώνος.
Για την πατρινή καταγωγή του μας πληροφορεί ο ίδιος ο Φωτεινός, όταν στον πρόλογο του έργου του «Νέος Ερωτόκριτος» υπογράφει ως «ελάχιστος ομογενής Διονύσιος Φωτεινός, ο εκ Παλαιών Πατρών της εν Πελοποννήσω Αχαΐας».[i] Με ανάλογο τρόπο, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της καταγωγής του, ο Φωτεινός υπογράφει και διάφορα μουσικά του χειρόγραφα: «Παρ’ εμού Διονυσίου Βατάχου του εκ Παλαιών Πατρών της εν Πελοποννήσω Αχαΐας»[ii] και σε άλλο μουσικό του χειρόγραφο: «Τόδε υπάρχει σύνθεμα εμού Διονυσίου εκ των Πατρών της πόλεως, του Πελοποννησίου».[iii]
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΦΩΤΕΙΝΟΥ
Γεννήθηκε στην Πάτρα, λοιπόν, το έτος 1777. Πρόκειται για χρονολογία στην οποία καταλήγουν νεώτερες έρευνες, καθώς παλαιότερα είχε υιοθετηθεί από Ρουμάνους,[iv] αλλά και Έλληνες ιστορικούς, όπως ο Νίκος Σβορώνος,[v] το έτος 1769 ως χρονολογία γέννησης του Φωτεινού. Την νέα χρονολογία[vi] δέχονται ανεπιφύλακτα οι Δημαράς,[vii] Βρανούσης,[viii] Οικονομίδης[ix] και Σαββίδης.[x] Σίγουρη είναι η ημερομηνία και χρονολογία θανάτου του Φωτεινού: 10 Οκτωβρίου του 1821, ημέρα Δευτέρα, στο Βουκουρέστι, πάνω στην ακμή της ηλικίας του, 44 ετών.
Ο πατέρας του Διονυσίου ήταν ο περίφημος ψάλτης και ιατρός Αθανάσιος Φωτεινός, καταγόμενος από τα Νεζερά της Αχαΐας. Ο Αθανάσιος άσκησε την ψαλτική του τέχνη και την ιατρική επιστήμη, για ένα μεγάλο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη. Επειδή, μάλιστα, γνώριζε την τουρκική γλώσσα, εισχώρησε στους κοσμικούς κύκλους της Πόλεως και πέτυχε να προσληφθεί ως επίσημος ιατρός του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ (1778-1789). Μετά τον θάνατο του Σουλτάνου, για άγνωστους ακόμα λόγους, επέστρεψε με την οικογένειά του στην Πελοπόννησο και «έζη βίον ευδαιμονέστατον».[xi]
Η Κωνσταντινούπολις, όμως, φαίνεται ότι ήταν το σημείο αναφοράς της οικογένειας Φωτεινού, γι’ αυτό ο Διονύσιος μετέβη εκεί από την Πάτρα για ευρύτερες σπουδές. Δεν έχουμε ένδειξη του χρόνου της μετάβασής του στην Πόλη. Καθ’ ον χρόνον διέμενε εκεί σπουδάζοντας –ο Ρουμάνος ιστορικός Victor Papacostea υποθέτει ότι εφοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή–[xii] πέθανε ο πατέρας του Αθανάσιος, καθώς τραυματίστηκε σοβαρά το πόδι του σε κυνηγετικό ατύχημα.
Η μητέρα του Διονυσίου Διαμάντα, επειδή δεν είχε πλέον κανένα προστάτη, αφού ο γιος της ήταν στην Κωνσταντινούπολη, πάντρεψε την κόρη της Πασχαλίτσα, μεταξύ των τέκνων της οποίας ήταν και ο Ηλίας Φωτεινός, ανιψιός του Διονυσίου, ο οποίος μας έχει διασώσει πολύτιμες πληροφορίες για τον θείο του.[xiii]
Στην Πόλη ο Διονύσιος τελειοποίησε την μουσική του κατάρτιση –είχε μυηθεί στην εκκλησιαστική μουσική από τον πατέρα του– κοντά στους μεγάλους διδασκάλους Ιάκωβο Πρωτοψάλτη και Πέτρο Βυζάντιο, «των οποίων υπήρξε μιμητής», όπως σημειώνει ο μετέπειτα Ρουμάνος μαθητής του Anton Pann.[xiv]
Όμως ο Διονύσιος δεν έμεινε πολύ στην Κωνσταντινούπολη. Πήγε στην Βλαχία, όπου τότε ήκμαζαν τα ελληνικά γράμματα και γι’ αυτό μετανάστευαν εκεί πολλοί σύγχρονοί του. Στην Βλαχία πρέπει να έφθασε περί το 1797 και αρχικά εργάστηκε ως ψάλτης και διδάσκαλος της εκκλησιαστικής μουσικής. Γνώριζε, επίσης, την ανατολική ενόργανη μουσική, αλλά έπαιζε και κλειδοκύμβαλο (πιάνο), το οποίο μόλις είχε εισαχθεί στην Βλαχία.[xv]
Ως καλός μουσικός, ιστοριογράφος, ευφάνταστος ανεκδοτολόγος και συνθέτης επιγραμμάτων πολιτικού περιεχομένου, ο Διονύσιος κατέκτησε την συμπάθεια της κοινωνίας του Βουκουρεστίου και μπήκε στην φαναριώτικη αυλή ως Βατάχος (έπαρχος, επιθεωρητής) υπό την προστασία του μεγάλου μπάνου (κυβερνήτη) Δημητράκη Γκίκα, στο σπίτι του οποίου διέμεινε ως δάσκαλος των παιδιών του. Συν τω χρόνω κατέλαβε αξιόλογα αξιώματα στην χώρα και το 1812 διετέλεσε ισπράβνικ (νομάρχης) στην Γιαλομίτζα της Βλαχίας. Ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Καρατζάς, ο οποίος φοβόταν μήπως γράψει μελανές σελίδες γι’ αυτόν ο Φωτεινός στο έργο του «Ιστορία της Δακίας», του απένειμε το 1818 το αξίωμα του μεγάλου σερδάρη (το οποίο έφερε ο αρχηγός του ιππικού).

Ο Φωτεινός μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, πιθανώς από τον στενό του φίλο Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό, και πολλές φορές στα έργα του στιγματίζει την τουρκική τυραννία. Κάποιοι Ρουμάνοι ερευνητές προσπάθησαν να τον εμφανίσουν ως αντίθετο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, πράγμα που δεν ευσταθεί. Στην πραγματικότητα ο Φωτεινός υπήρξε γνήσιος Φαναριώτης και πατριώτης.[xvi]
Ο Φωτεινός παντρεύτηκε την 1η Ιουνίου 1820 «μίαν κακοαναθρεμμένην και ασελγή κόρην», όπως την χαρακτηρίζει ο ανιψιός του Ηλίας, η οποία «διά τας κακάς επιθυμίας της επιβουλεύθη και την ιδίαν αυτού ζωήν και εκατώρθωσε να τον ποτίση μυστικώς δηλητήριον».[xvii] Ο Διονύσιος πέθανε ένα χρόνο και τέσσερις μήνες μετά το γάμο του, αφού έζησε λίγο καιρό και με τους δικούς του ανθρώπους, την μητέρα του και την αδελφή του, που ήλθαν από την Πελοπόννησο λόγω της κήρυξης εκεί της Επανάστασης. Κηδεύθηκε με επισημότητα στον ναό «των Αγίων» στο Βουκουρέστι.[xviii]

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΦΩΤΕΙΝΟΥ
Α. ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ




Τα μουσικά χειρόγραφα του Φωτεινού, που περιλαμβάνουν τις εξαιρετικές του συνθέσεις, είναι δεμένα σ’ έναν καλοδιατηρημένο κώδικα 491 σελίδων, εκ των οποίων 54 είναι άγραφες.[xix] Ο κώδικας διακρίνεται για την καλλιγραφία, που χαρακτηρίζει γενικώς τα χειρόγραφα του Διονυσίου Φωτεινού, και χρονολογείται στα 1809, σύμφωνα με τον τίτλο του πρώτου έργου, όταν ο Φωτεινός ήταν 32 ετών, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί σε ιδιόχειρο παρασημείωμα.[xx]
Ο κώδικας περιλαμβάνει τα εξής έργα:I. «Δοξαστικάριον Νέον περιέχον άπαντα τα των εορτών του ενιαυτού δοξαστικά. Συντεθέν καθ’ ύφος εννοηματικόν, εύρυθμον και φθορικόν». Ο Διονύσιος αφιερώνει το «Δοξαστικάριον» στον Άρχοντα Μέγα Βεστιάριον Κύριον Κωνσταντίνον Φιλιππέσκου.

II. «Τριώδιον».
III. «Αναστασιματάριον Νέον» και εν τω τέλει αυτού τα «Ένδεκα Ιδιόμελα Εωθινά».[xxi]
Στο τμήμα χειρογράφων της Βιβλιοθήκης της Ρουμανικής Ακαδημίας στο Βουκουρέστι υπάρχουν άλλα τρία μουσικά χειρόγραφα του Διονυσίου Φωτεινού, που χρονολογούνται όλα τον 19ο αι.
Ι. «Ψαλτική. Αναστασιματάριον συντεθέν υπό του σερδάρη Διονυσίου Φωτεινού και διασκευασθέν υπό Anton Pann».
II. Ανθολόγιον που περιέχει διάφορα εκκλησιαστικά άσματα και
III. Χερουβικά «συντεθέντα υπό Διονυσίου Φωτεινού».[xxii]


Ο μαθητής του Anton Pann μας πληροφορεί και για την ύπαρξη μιας «Μουσικής Γραμματικής», δηλ. ενός θεωρητικού της μουσικής του Διονυσίου Φωτεινού, το οποίο δεν βρέθηκε μετά τον θάνατό του.[xxiii]
Μια προσεκτική μελέτη του συνθετικού έργου του Φωτεινού μας οδηγεί στο εξής χρησιμότατο για την μουσικολογική έρευνα συμπέρασμα: Ο Διονύσιος Φωτεινός γνώριζε πολύ καλά το παλαιό σύστημα της σημειογραφίας, αλλά γράφει τόσο αναλυτικά, ώστε οι συνθέσεις του αποτελούν σημαντικότατο βήμα προς τη νέα μέθοδο των Τριών Διδασκάλων Χουρμουζίου, Γρηγορίου και Χρυσάνθου, που καθιερώνεται, το 1814.[xxiv] Ο Διονύσιος Φωτεινός ήταν σύγχρονος των τριών δημιουργών της νέας μεθόδου και είχε μαθητεύσει, όπως εκείνοι, στους ίδιους δασκάλους, άρα δεν μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστος από την κυοφορούμενη μεταρρύθμιση.[xxv] Το έργο του επηρέασε βαθιά την ρουμανική εκκλησιαστική μουσική παράδοση, καθώς πολλοί μαθητές του διέδωσαν το έργο του. Ο σημαντικότερος από τους μαθητές του, ο Anton Pann,[xxvi] μετέγραψε στην νέα μέθοδο σχεδόν ολόκληρο το συνθετικό έργο του δασκάλου του και εξέδωσε στα ρουμανικά το «Δοξαστικάριον» και το «Αναστασιματάριον». Ο Φωτεινός έγραψε επίσης σειρά αργών και αργοσύντομων δοξολογιών, στις οποίες συναντάμε ενδείξεις που παραπέμπουν σε μακάμια,[xxvii] κάτι που συνηθιζόταν ιδιαίτερα την εποχή εκείνη.
Ποια η τύχη όμως του Φωτεινού ως μελοποιού στον ευρύτερο ελληνικό χώρο; Ελάχιστες συνθέσεις του είναι προσιτές.
Στο «Δοκίμιον Εκκλησιαστικών Μελών», που εκδίδει ο Χριστόδουλος Γεωργιάδης ο Κεσσανιεύς στα 1856, περιλαμβάνονται και πέντε δοξολογίες του Φωτεινού, με την ένδειξη: ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΙ ΑΡΓΟΣΥΝΤΟΜΟΙ, Φωτεινού Διονυσάκη, εκ Παλαιών Πατρών.[xxviii] Προφανώς, ο Φωτεινός έγραψε δοξολογίες αργοσύντομες και στους οκτώ ήχους, αλλά ο Κεσσανιεύς ανθολογεί τις πέντε πρώτες. Και τις πέντε αυτές δοξολογίες ανθολογεί ο Αγιορείτης μοναχός Ανδρέας Θεοφιλόπουλος, όταν καταρτίζει τον τρίτο τόμο του «Ταμείου Ανθολογίας», που εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου στη Θεσσαλονίκη το 1979.[xxix] Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει τις Δοξολογίες του Φωτεινού, όπως ακριβώς δημοσιεύονται στο «Δοκίμιον Εκκλησιαστικών Μελών» του Κεσσανιέως.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο γνωστός και αείμνηστος μουσικοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Πανάς, στην «Ανθοδέσμη Εκκλησιαστικής Μουσικής», που εκδίδει το 1979, περιλαμβάνει και την αργοσύντομη δοξολογία του Φωτεινού σε ήχο πλ. Α΄ εκ του Κε, διασκευάζοντας ελαφρώς το ασματικόν της δοξολογίας.[xxx] Αυτή η δοξολογία με διάφορες παραλλαγές λέγεται μέχρι σήμερα από ψάλτες στην Πάτρα.
Παρά το γεγονός ότι ο Φωτεινός δεν είναι ευρύτερα γνωστός ως μελοποιός –στην σύγχρονη μουσική βιβλιογραφία δεν αναφέρεται τίποτα γι’ αυτόν–, οι αργοσύντομες δοξολογίες του είναι προσιτές σε μας, μέσω των εκδόσεων που προαναφέρθηκαν.[xxxi] Στις μέρες μας Ρουμάνοι μουσικολόγοι ασχολούνται με το συνθετικό έργο του Φωτεινού. Οι σχετικές ερευνητικές εργασίες αναμένεται να φωτίσουν την μουσική του προσωπικότητα, που μέχρι σήμερα παρέμενε στο ημίφως.
Β. ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Ο Γ. Π. Σαββίδης χαρακτηρίζει τον Φωτεινό «αγνοούμενο» στη γενέτειρά του, την Πάτρα, και μιλάει για «πανελλήνια παραγνώριση» του Φωτεινού.[xxxii]
Ο Δημήτριος Οικονομίδης παρατηρεί ότι «ο Διονύσιος Φωτεινός αποτελεί φαινόμενον λογίου με “επισημότητα”. […] Η γλώσσα και το ύφος του κυριαρχούνται από τας ιδέας της αρχούσης εν Βλαχία Κωνσταντινουπολιτικής αριστοκρατίας».[xxxiii] Και ο Μιχαήλ Περάνθης αναφέρει τον Διονύσιο Φωτεινό μεταξύ των ελλαδικής προέλευσης λογίων που έδρασαν στην Μολδοβλαχία και «μπήκαν στον πειρασμό να μιμηθούν την καθαρολόγο ποίηση των αρχόντων».[xxxiv]
Έτσι καταπιάνεται με την μετάφραση του «El Criticón», του Ισπανού Balthazar Gracián y Morales (1584-1658). Ο ίδιος δίνει στην ελληνική μετάφραση του έργου τον τίτλο: «Μέγα Θέατρον του παντός Βαλταζάρ Γρατιανού, τετράτομον, αξιόλογον και δι’ όλων ανεκδότων». Η μετάφραση αυτή δεν σώζεται δυστυχώς. Το έργο διέπεται από αντικληρικό πνεύμα, όμως ο Διονύσιος Φωτεινός το είδε ως ένα αλληγορικό και διδακτικό διήγημα, που είχε καθαρή λογοτεχνική αξία.
Το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του Διονυσίου Φωτεινού είναι ο «Νέος Ερωτόκριτος». «Εν καιρώ της αργίας του» έκαμε μία παράφραση του «Ερωτόκριτου», του γνωστού κρητικού έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου, που ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στη Ρουμανία. Πρόκειται για μία έμμετρη διασκευή[xxxv] σε καθαρεύουσα φαναριώτικη γλώσσα.[xxxvi] «Η εργασία αυτή», σημειώνει ο Κ. Θ. Δημαράς, «εκφράζει πολύ καθαρά και τον αδιάκοπο σύνδεσμο του Κορνάρου με τον νέο ελληνισμό και, αφετέρου, το νεοκλασικιστικό πνεύμα, που πρυτανεύει τότε στα γράμματά μας».[xxxvii]
Το έργο εκδόθηκε στη Βιέννη το 1818 σε δύο τόμους[xxxviii] και με ωραιότατες λιθογραφίες.[xxxix] Ενδεικτικό της αλλοτινής δημοτικότητας της διασκευής αυτής είναι ότι γνώρισε τουλάχιστον τέσσερεις επανεκδόσεις: μία στην Κωνσταντινούπολη (1845), δύο στη Σμύρνη (1864 και 1879), και οπωσδήποτε μία «λαϊκή» στην Αθήνα (το αντίτυπο του Γ. Π. Σαββίδη χωρίς χρονολογία).
Ο ίδιος ο Φωτεινός στον πρόλογο του έργου εξηγεί στους φιλογενείς αναγνώστες το εγχείρημά του:

«Η παρούσα εποποιία με το να ευρίσκετο εις φράσιν παλαιάν της Γραικικής Κρητικής διαλέκτου, με ιδιωτισμούς πολλά αηδείς και λέξεις βαρβαρικάς σχεδόν δυσνοήτους, έκρινα εύλογον να παραφράσω ταύτην εν καιρώ της αργίας μου προς περιδιάβασίν μου, κατά την νυν καθομιλουμένην ανθηράν και γλυκυτάτην φράσιν των του ημετέρου γένους πεπαιδευμένων Γραικών. Προς περισσοτέραν χάριν δε του συγγράμματος και περιδιάβασιν τερπνοτέραν των αναγινωσκόντων δεν εφύλαξα το αυτό είδος των στίχων απ’ αρχής μέχρι τέλους, ως έθος της εποποιίας, αλλά παραβλέψας τούτο, τη παρακινήσει των εν Βουκουρεστίω της Βλαχίας ελλογίμων και ευγενών φίλων μου, έκαμα ποικίλον το σύγγραμμα, συνθέσας αυτό από διάφορα μέτρα προς τέρψιν των αναγινωσκόντων˙ εφύλαξα μεν το νόημα της του παλαιού Ερωτοκρίτου μυθιστορίας, επηύξησα δε και παρέκτεινα τούτο επί μάλλον και μάλλον με διάφορα έντονα και ανθηρά στιχουργήματα και με τραγώδια κατά τα διάφορα συμβεβηκότα των περιστάσεων».[xl]

Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι η παρεμβολή διαφόρων αποσπασμάτων από δημοφιλή έργα της εποχής, όπως το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» του Ρήγα Βελεστινλή, το «Έρωτος αποτελέσματα» που αποδίδεται στον Αθαν. Ψαλλίδα, τα «Διάφορα ηθικά και αστεία στιχουργήματα» του Ζήση Δαούτη κ.ά. Το έργο εξάλλου διανθίζεται και με ποικίλα στιχάκια, που κυκλοφορούσαν ανώνυμα και είχαν μεγάλη διάδοση στο αστικό περιβάλλον από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τις παραδουνάβιες επαρχίες. Αυτά τα παρέμβλητα στιχουργήματα φέρουν την ένδειξη «ξένον» και, όπως υπογραμμίζει η Άντεια Φραντζή, «ολοκληρώνουν την ένταξη στο φαναριώτικο κλίμα της μεταγραφής του Φωτεινού, καθώς προσθέτουν στη συνολική γλωσσική και στιχουργική ταυτότητα της μεταγραφής αυτήν του νέου πολιτισμικού κλίματος».[xli] «Ελαφρά τραγουδάκια σαλονιού» τα ονομάζει ο Mario Vitti και παρατηρεί: είναι φανερό πως τέτοια στιχάκια, «που ο Δ. Φωτεινός παραθέτει, μεταφρασμένα ίσως από τα ιταλικά, στον “Νέο Ερωτόκριτο”, απηχούν έναν πολιτισμένο τρόπο ερωτοτροπίας στα πλούσια σαλόνια μιας κοινωνίας που διασκεδάζει διακριτικά, κρατώντας μακριά τις βαριές ευθύνες που οι άντρες αντιμετώπιζαν σε άλλους, πλέον κατάλληλους χώρους».[xlii]
Ο «Νέος Ερωτόκριτος» είχε μεγάλη απήχηση στη Ρουμανία, μεταφράστηκε εμμέτρως από τον μαθητή του Φωτεινού Anton Pann[xliii] και κυκλοφόρησε «μεταξύ της αστικής τάξεως», αλλά και σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Από τον «Ερωτόκριτο» του Φωτεινού εμπνεύσθηκαν Ρουμάνοι ποιητές, ενώ και σύγχρονοι Ρουμάνοι ακαδημαϊκοί επαινούν το έργο –σε αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες φιλολόγους που κατακρίνουν σφοδρά τον Φωτεινό γι’ αυτή την μεταγραφή.
Ο κριτικός Στυλιανός Αλεξίου χαρακτηρίζει την μετάφραση του Φωτεινού «ανοσιούργημα».[xliv] Ο Άλκης Αγγέλου παρατηρεί: «Από την πλευρά του δικαιολογημένα˙ όχι όμως και από ιστορική πλευρά. Υπήρχε ένα κοινό που όχι μόνο την αποδέχτηκε […], αλλά και ενδεχομένως την είχε προκαλέσει».[xlv] Ο ίδιος ο Φωτεινός, όπως είδαμε, λέει ότι προέβη στην διασκευή «τη παρακινήσει ελλογίμων φίλων του».
Ο Mario Vitti, αναφερόμενος στον «Νέο Ερωτόκριτο», αλλά και γενικότερα στην ποίηση της εποχής, κάνει λόγο για «αδράνεια του ποιητικού αισθητηρίου», χαρακτηρίζει ωστόσο «καλοπροαίρετη» την ενέργεια του Διονυσίου Φωτεινού να παραφράσει τον «Ερωτόκριτο», με σκοπό να τον καταστήσει προσιτό στο «γένος» των «πεπαιδευμένων Γραικών».[xlvi]
Δεν λείπουν παρ’ όλα αυτά από την ελληνική φιλολογική κριτική και θετικότερες κρίσεις για τον «αβασανίστως χλευαζόμενο»[xlvii] «Νέο Ερωτόκριτο», όπως αυτή του Μιχαήλ Περάνθη, που χαρακτηρίζει «ανθηρή» την παράφραση του Φωτεινού και θεωρεί μεγαλεπήβολο το όλο εγχείρημά του.[xlviii] Παρομοίως και ο Μίλτος Πεχλιβάνος, διαπιστώνοντας τη φαναριώτικη προσοχή προς τη λογοτεχνία της Κρήτης, ξεχωρίζει ως «ωριμότερο δείγμα το δίτομο μεταγλωτισμένο “Νέο Ερωτόκριτο” (1818) του Διονυσίου Φωτεινού».[xlix]
Το τελευταίο έργο του Φωτεινού είναι ένα σατιρικό στιχούργημα υπό τον τίτλο: «Τοαλέτο ήτοι γυναικών καθρέπτης αληθής και όχι ψεύτης». Το ίδιο έργο παραδίδεται και υπό τον εκτενέστερο τίτλο: «Προσφυεστάτη εποποιία επονομαζομένη νέος καθρέπτης των γυναικών συναρμοσθείσα πάνυ ευρύθμως παρά διονυσίου φωτεινού του εξ αχαΐας της Πελοποννήσου τα νυν δε εξ ανωνύμου τινος αντιγραφείσα, διαδίδοται τοις θέλουσιν έχειν χάριν ψυχαγωγίας των».[l] Είναι γνωστό ότι ο Διονύσιος Φωτεινός έγραψε και πολλά επιγράμματα και κωμωδίες, τα οποία όμως παρέμειναν ανέκδοτα, καθώς κυκλοφορούσαν στον στενό φιλικό του κύκλο.[li]

Γ. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Το κύριο και σπουδαιότερο έργο του Φωτεινού είναι η «Ιστορία της πάλαι Δακίας, τα νυν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας και Μολδαϋίας», σε τρεις τόμους, οι οποίοι εκδόθηκαν στη Βιέννη: οι δύο πρώτοι το 1818 και ο τρίτος ένα χρόνο αργότερα, το 1819.[lii] Ο Φωτεινός με μεγάλη υπομονή και επιμέλεια συγκέντρωσε ένα πλούσιο υλικό και συνέθεσε ένα σοβαρό για την εποχή του έργο, που αποτελεί αξιόλογη πηγή για τη μελέτη του ελληνισμού στις παραδουνάβιες ηγεμονίες,[liii] ενώ από τους Ρουμάνους ιστορικούς χαρακτηρίζεται ως το σπουδαιότερο από τα ελληνικά έργα που αναφέρονται στη Ρουμανία. Όπως, μάλιστα, προκύπτει και από τους καταλόγους των συνδρομητών της, η «Ιστορία της πάλαι Δακίας» φαίνεται πως κυκλοφόρησε σε μια εποχή (αρχές 19ου αι.) που υπήρχε «ζήτηση» ιστορικο-γεωγραφικών συγγραμμάτων για τον ρουμανικό χώρο.[liv]
Είναι αξιοσημείωτο ότι εκτός από την αυστηρώς επιστημονική αξία του έργου αυτού, τα έγγραφα που αναφέρονται στην έκδοση της Βιέννης αποτελούν συμβολή στην ιστορία του βιβλίου και της τυπογραφίας στη Ρουμανία. Πρόκειται για την πλούσια αλληλογραφία του Φωτεινού με τον έμπορο και άνθρωπο των γραμμάτων Ζηνόβιο Χατζή Κωνσταντίνο Πωπ, χορηγό της εκδόσεως.[lv] Από τις οδηγίες που δίνει ο Φωτεινός συνάγεται ότι κατέχει πολύ καλά την τυπογραφική τέχνη.[lvi]
Αξίζει να σημειωθεί εδώ η μαρτυρία του ίδιου του Φωτεινού για τις πηγές που χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του εν λόγω έργου του: αναφέρει ότι χρησιμοποίησε πολλά σωζόμενα στην εποχή του χρονικά ελληνικά, λατινικά, βυζαντινά, ουγγρικά, ρωσικά, σερβικά, πολωνικά και βλαχομολδαβικά.[lvii]
Έχει εξάλλου ενδιαφέρον το γεγονός ότι στην «Ιστορία της Δακίας» αναγράφονται πολλοί συνδρομητές από τις Παλαιές Πάτρες: Αθανάσιος Ρούφος Κανακάρης, Νικόλαος και Χριστόδουλος Λόντος, Α. και Γ. Καλαμογδάρτης, οι έμποροι Παύλος και Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, κ.ά. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατρινοί του 18ου αι. γνώριζαν καλά το έργο του συντοπίτη τους στη Ρουμανία.[lviii]
Η έρευνα βέβαια απέδειξε πως ο Διονύσιος Φωτεινός αντέγραψε κατά μέγα μέρος την «Ιστορίαν της Δακίας» που έγραψε στα 1795 ο σερδάρης Θεόδωρος Φωτεινός εκ Χίου και αυτό είναι μελανό σημείο για τον Διονύσιο.[lix] Όμως το τμήμα εκείνο της «Ιστορίας της Δακίας» που αναφέρεται στην εποχή του έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς γράφεται από αυτόπτη.
Άλλο ιστορικό έργο του Φωτεινού είναι η «Γενική επιτομή της Οθωμανικής Ιστορίας». Πρόκειται για μια σειρά βιογραφιών των Τούρκων Σουλτάνων, οι οποίες συνοδεύονται από έγχρωμες προσωπογραφίες τους. Το ανέκδοτο αυτό έργο ανακάλυψε ο Ρουμάνος ιστορικός Victor Papacostea, ο οποίος –σε σχετική μελέτη του–[lx] προβαίνει σε πλήρη περιγραφή του πολυτελούς και καλλιτεχνικού αυτού χειρογράφου, ενώ αποκαλύπτει τις τουρκικές πηγές που χρησιμοποίησε ο Φωτεινός, κυρίως τον επιφανή Τούρκο ιστοριογράφο Χατζή Chalifa, και άλλους Τούρκους συγγραφείς.
Ο Δημ. Οικονομίδης σημειώνει για το έργο αυτό: «Οι συχνοί χαρακτηρισμοί των βιογραφουμένων προσώπων και το πλήθος των ανεκδότων, τα οποία εγκατασπείρει εις την “Γενικήν επιτομήν της οθωμανικής ιστορίας” καθιστούν ταύτην επαγωγόν και ευχάριστον ανάγνωσμα. Εν τω έργω τούτω δύναταί τις να διακρίνη δύο κυρίως περιόδους εις την ιστορικήν ανέλιξιν της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την της ακμής και την της πτώσεως αυτής. Τόσον δε κατά την πρώτην όσον και κατά την δευτέραν ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρον των πραγμάτων. Ούτως οι περισσότεροι εκ των Σουλτάνων της περιόδου της ακμής, ιδία μέχρι Σελήμ του Β΄, απαρτίζουν λαμπράν σειράν κατακτητών και εν γένει ανθρώπων εκ φύσεως προικισμένων με ανωτέρας ιδιότητας και χαρίσματα στρατηγικά. Οι προσωπικότητες των Σουλτάνων της περιόδου ταύτης διακρίνονται δι’ απαράμιλλον ενεργητικότητα, στρατιωτικήν αντίληψιν, πολιτικήν ιδιοφυΐαν και πνευματικήν ανωτερότητα».[lxi]
Όσο είναι περίεργο ότι ο Διονύσιος Φωτεινός ως μεγάλος μουσικός δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστός, άλλο τόσο «είναι απορίας άξιον», σημειώνει ο ιστορικός Θωμόπουλος, «ότι ούτε ο Κ. Σάθας εις την Νεοελληνικήν Φιλολογίαν του, ούτε ο επανορθώσας τας ελλείψεις του Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος έγραψάν τι περί του Φωτεινού».[lxii] Ο δεινός φιλόλογος, ο μεγάλος ιστορικός, ο εξαιρετικός μελοποιός, ο σατιρικός ποιητής, αυτός λοιπόν ο ευρυμαθέστατος και πολυγραφότατος Πατρινός, ίσταται πάντοτε μπροστά μας προς ανακάλυψιν. Το πολυσχιδές έργο του περιμένει τους μελετητές που θα το ερευνήσουν και θα το δημοσιεύσουν ανασύροντάς το από την αφάνεια.
Θεωρώ πως η περίπτωσή του είναι μοναδική και γι’ αυτό πρέπει να προβληθεί όχι απλώς ως Πατρεύς λόγιος τους 18ου αι., αλλά ως Πατρινός λόγιος με διεθνή ακτινοβολία, που μπορεί μάλιστα να αποτελέσει και συνδετικό κρίκο μεταξύ ημών και των Ρουμάνων, οι οποίοι τον τιμούν εξαιρετικά ως μέγα διδάσκαλό τους και πηγή των ρουμανικών γραμμάτων.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Διονύσιος Φωτεινός, Νέος Ερωτόκριτος, Βιέννη 1818, τ. Α΄, σ. η΄ και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, «Διονυσίου Φωτεινού βίος και έργον», περ. Μνημοσύνη, τ. 11, 1988-1990, σ. 85.
[ii] «Δοξαστικάριον Νέον». Βλ. Victor Papacostea, «Date noua despre viata si opera lui Dionisie Fotino», περ. Balcania, τ. VII, 2, Βουκουρέστι 1944, σ. 314-315 και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 109.
[iii] «Ένδεκα Ιδιόμελα Εωθινά». Βλ. Victor Papacostea, «Date noua», ό.π., σ. 315-316 και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 109. Βλ. και Παράρτημα, εικ. 1 β.
[iv] Το 1769 ως έτος γέννησης του Διονυσίου Φωτεινού είχε υποστηρίξει αρχικά ο Ρουμάνος καθηγητής Victor Papacostea («Vietile Sultanilor, scriere inedita a lui Dionisie Fotino», περ. Revista Istorica Româna, τ. IV, τχ. 1-4, ανάτυπο, Βουκουρέστι 1935, σ. 11) με βάση την (εσφαλμένη, όπως ο ίδιος απέδειξε αργότερα) πληροφορία του ανιψιού του Διονυσίου, Ηλία Φωτεινού, ότι ο θείος του είχε πεθάνει το 1821 σε ηλικία 52 ετών (Ηλίας Φωτεινός, «Σημειωματάριον της εμής καταγωγής,/και σταδίου της ζωής,/ προς γνώσιν των μετά χρόνων/ ημετέρων απογόνων» στο Victor Papacostea, «Ilie Fotino, contribuciuni biografice, precizari asupra operei istorice», περ. Revista Istorica Româna, τ. IX (1939), ανάτυπο, Βουκουρέστι 1940, σ. 28-34). Βλ. επίσης Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 84-85.
[v] Ν. Γ. Σβορώνος, «Διονύσιος Φωτεινός», περ. Ελληνικά, τ. 10, τχ. Α΄, Αθήνα 1938, σ. 137. Ο Σβορώνος στηρίζεται, όπως και ο Papacostea, στην πληροφορία του Ηλία Φωτεινού.
[vi] Την παλαιότερη χρονολόγηση (1769) κλόνισε μια μεταγενέστερη ανακάλυψη του Papacostea: σύμφωνα με ιδιόχειρη σημείωση του Διονυσίου Φωτεινού στο «Δοξαστικάριον Νέον», το 1809, έτος έκδοσης του εν λόγω μουσικού έργου του, ήταν 32 ετών, επομένως γεννήθηκε το 1777 (Victor Papacostea, «Date noua», ό.π., σ. 316).
[vii] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Γνώση, Αθήνα 92000, σ. 232.
[viii] Λ. Ι. Βρανούσης, «Βηλαρικά σημειώματα: Α΄ Το στιχούργημα “Κατά γυναικών”», περ. Ο Ερανιστής, τ. Β΄ (1964), τχ. 8, σ. 27, σημ. 2.
[ix] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 85.
[x] Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου” Διονυσίου Φωτεινού του εκ Παλαιών Πατρών», Τόμος Τιμητικός Κ. Ν. Τριανταφύλλου, τ. Α΄, Πάτραι 1990, σ. 417 και σημ. 1.
[xi] Ηλίας Φωτεινός, «Σημειωματάριον», στο Victor Papacostea, «Ilie Fotino», ό.π., σ. 28.
[xii] Victor Papacostea, «Vietile Sultanilor», ό.π., σ. 11. Βλ. και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 87.
[xiii] Βλ. και τις πληροφορίες που παραθέτει για τον «αείμνηστο και σεβαστό» θείο του ο Ηλίας Φωτεινός στα Προλεγόμενα του έργου του Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821 έτος, Λειψία 1846.
[xiv] Anton Pann, Bazul teoretic si practic al muzicei bisericesti sau gramatica melodica, Βουκουρέστι 1845, σ. XXVI και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 89.
[xv] Πολύ χαρακτηριστικά, ο Γ. Π. Σαββίδης, και με αφορμή την εργασία του πάνω στον «Νέο Ερωτόκριτο» του Διονυσίου Φωτεινού, δηλώνει την πεποίθησή του ότι «η μουσική εμπειρία του Φωτεινού δεν περιορίζονταν σε βυζαντινότροπα μέλη και ανατολίτικα μακάμια», ενώ υποστηρίζει πως «η νεοτερική του διασκευή του “Ερωτοκρίτου” δεν ήταν άσχετη προς τα Ιταλικά μελοδράματα» (Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 418 και σημ. 15).
[xvi] Όλα τα σχετικά αναλύει διεξοδικώς στη μελέτη του για τον Φωτεινό ο Δημ. Οικονομίδης (ό.π., σ. 100-105).
[xvii] Ηλίας Φωτεινός, «Σημειωματάριον», στο Victor Papacostea, «Ilie Fotino», ό.π., σ. 29.
[xviii] Για τον βίο και το έργο του Διονυσίου Φωτεινού βλ. και Κώστας Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτραι 21980, σ. 415-416.
[xix] Ο κώδικας αυτός απόκειται στη βιβλιοθήκη του ιατρού Ηλία Φωτεινού, απογόνου του Διονυσίου και του ανιψιού του Ηλία, στην οικία του στο Βουκουρέστι. Τον περιέγραψε ο ιστορικός Victor Papacostea στη μελέτη του «Date noua», ό.π.
[xx] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 109. «Τω α΄ω΄θ΄. Μην: Σεπτέμβριος εις την α-ην» στη σ. 15 του κώδικα (Victor Papacostea, «Date noua», ό.π., σ. 314-315). Το παρασημείωμα «Τω λβ΄ έτος της εμής ηλικίας» στη σ. 324 του κώδικα (Victor Papacostea, «Date noua», ό.π., σ. 316). Βλ. και παραπάνω υποσημ. 6.
[xxi] Βλ. Παράρτημα, εικ. 1 α-β. Χειρόγραφα που προέρχονται από την Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας.
[xxii] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 110. Βλ. και Παράρτημα, εικ. 2 α-γ.
[xxiii] Anton Pann, Bazul teoretic si practic, ό.π., σ. XXI και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 110.
[xxiv] Βλ. Παράρτημα, εικ. 3 α-β.
[xxv] Victor Papacostea, «Date noua», ό.π., σ. 320-321 και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 111.
[xxvi] Ο Anton Pann αναφέρεται χαρακτηριστικά ως «μαθητής του πολυμαθούς Έλληνα ρουμανοποιημένου (românizat) συγγραφέα Διονυσίου Φωτεινού, μεγάλου συνθέτη και δεξιοτέχνη πιανίστα» (βλ. υποσημείωση μουσικής σύνθεσης του Anton Pann στο Nicolae Severeanu, Liturghierul Ritmic, Buzau 1928, σ. 70).
[xxvii] Βλ. Παράρτημα, εικ. 4 α-γ.
[xxviii] Βλ. Παράρτημα, εικ. 5.
[xxix] Βλ. Παράρτημα, εικ. 6.
[xxx] Βλ. Παράρτημα, εικ. 7.
[xxxi] Εκτενής παρουσίαση των εκδεδομένων δοξολογιών του Διονυσίου Φωτεινού και στην (αδημοσίευτη) ομιλία του Π. Α. Ανδριόπουλου «Η Εκκλησιαστική Μουσική στην Πάτρα. Ιστορική θεώρηση» στην Διακίδειο Σχολή Λαού Πατρών (19/1/2002).
[xxxii] Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 417. Την αφετηρία αυτής της σημερινής παραγνώρισης του Διονυσίου Φωτεινού ο Σαββίδης την εντοπίζει στην «δημοτικιστική προκατάληψη εναντίον» του «Νέου Ερωτόκριτου», «της νεοκλασικής του διασκευής του αριστουργήματος του Κορνάρου». Μάλιστα, την εποχή που δημοσίευε τα αναλυτικά περιεχόμενα του «Νέου Ερωτόκριτου» (το 1990) καίρια διαπίστωνε ότι στην Πάτρα ο Φωτεινός «είναι πια τόσο αγνοούμενος, ώστε να μην υπάρχει καν πάροδος που να φέρει το όνομά του», αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια το όνομα του Φωτεινού δόθηκε σε μια μικρού μήκους πάροδο με ελάχιστη κίνηση, στη συνοικία Κοτρώνι της Πάτρας (Διονύσης Καρατζάς κ.ά., Πάτρα. Ονομάτων Επίσκεψις, Εθνικός Κήρυξ-Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών, Πάτρα 1995, σ. 120).
[xxxiii] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 112.
[xxxiv] Μιχαήλ Περάνθης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής. Από τις πρώτες ρίζες ώς την Επανάσταση (1000-1821), τ. Β΄ (1600-1821) Λογοτεχνία της Τουρκοκρατίας, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 305.
[xxxv] Ο «Νέος Ερωτόκριτος», σύμφωνα με τον Σαββίδη, αποτελεί «ένα από τα πλουσιότερα δειγματολόγια Φαναριώτικης μετρικής, που μας έχουν σωθεί σε προεπαναστατικό έντυπο» (Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 418).
[xxxvi] Αποσπάσματα του «Νέου Ερωτόκριτου» ανθολογούνται στο Λ. Ι. Βρανούσης (επιμ.), Οι Πρόδρομοι, Βασική Βιβλιοθήκη αρ. 11, 1955, σ. 60-64. Μικρό δείγμα της στιχουργικής εργασίας του Διονυσίου Φωτεινού δημοσιεύεται και στο Διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού
(http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=339).
[xxxvii] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 232.
[xxxviii] Η Άντεια Φραντζή συγκαταλέγει τον «Νέο Ερωτόκριτο» μεταξύ των εκδόσεων «που θεωρούνται ως τα πρώτα δείγματα νεοελληνικού πεζού λόγου (πρωτότυπα και μεταφράσεις)» (Άντεια Φραντζή (επιμ.), Μισμαγιά. Ανθολόγιο φαναριωτικής ποίησης κατά την έκδοση Ζήση Δαούτη (1818), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» [σειρά Η Ελληνική Ποίηση I], Αθήνα 1993, σ. 27).
[xxxix] Βλ. Παράρτημα, εικ. 8. Η νεοκλασική εικονογράφηση του «Νέου Ερωτόκριτου» έγινε από τους Λεοπόλδο Λειπ και Τ. Μανδά, και, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα από τον Θεόφιλο ως πρότυπο για τις ερωτοκρίτειες ζωγραφιές του (βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 419, σημ. 2)!
[xl] Διονύσιος Φωτεινός, Νέος Ερωτόκριτος, ό.π., σ. γ΄-δ΄ και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 122. Από δραματολογική άποψη ο Βάλτερ Πούχνερ διαπιστώνει πως οι γλωσσικοί προσανατολισμοί της εποχής αυτής έχουν ως συνέπεια να «εγκαταλείπεται η εγχώρια παράδοση της κλασικίζουσας δραματουργίας, που είναι το Κρητικό θέατρο». Δεν είναι τυχαία η έκδοση της παράφρασης του Φωτεινού, ούτε το γεγονός ότι την ίδια περίπου εποχή ο Κοραής αποκαλεί τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου «εξάμβλωμα» (Βάλτερ Πούχνερ, Ανθολογία Νεοελληνικής Δραματουργίας, τ. Β΄ Από την Επανάσταση του 1821 ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή, βιβλίο I, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2006, σ. 102).
[xli] Άντεια Φραντζή, Μισμαγιά, ό.π., σ. 31.
[xlii] Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σ. 152-155.
[xliii] Η μετάφραση του Anton Pann εκδόθηκε το 1837 στο Sibiu της Τρανσυλβανίας (Elena Lazǎr, «Οι μεταφράσεις έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη ρουμανική γλώσσα», στην ιστοσελίδα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας:
http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/bibliographies/from_greek/08.html).
[xliv] Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Κριτική έκδοση, εισαγωγή, σημειώσεις, γλωσσάριο Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής [Φιλολογική Βιβλιοθήκη 3], Αθήνα 1980, σ. ρβ΄. Συστηματική σύγκριση του «Νέου Ερωτόκριτου» του Φωτεινού με τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου δεν έχει γίνει ακόμη. Επ’ αυτού ο Γ. Π. Σαββίδης υπογραμμίζει: «[…] κάθε σύγκριση ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και στον Νέο Ερωτόκριτο είναι ακόμη προδικασμένη σε βάρος του δεύτερου, άρα μάταιη. Ιδίως δε στο γλωσσικό επίπεδο, όπου κατά κανόνα διεξάγεται με τον πιο πρόχειρο και ανιστόρητο τρόπο» (Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 419, σημ. 4)!
[xlv] Άλκης Αγγέλου, Των Φώτων Β΄. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1999, σ. 224. Ο Αγγέλου συμπεραίνει πως υπήρχε ένα φαναριώτικο κοινό, που ενώ αποδέχτηκε το αριστούργημα του Κορνάρου, μετά από κάποιο σχετικά μεγάλο διάστημα, «δεν μπορούσε να το απολαύσει παρά με την γλωσσική επένδυση με την οποία απολάμβανε κατά κανόνα τα λογοτεχνικά δημιουργήματα της εποχής του» (ό.π., σ. 224-225).
[xlvi] Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 152-153.
[xlvii] Γ. Π. Σαββίδης, «Παλαιό Κρασί σε νέα Μπουκάλια, I. Λανθάνουσα φαναριώτικη διασκευή της Θυσίας του Αβραάμ», περ. Μαντατοφόρος 32 (Δεκ. 1990), σ. 68-69.
[xlviii] Μιχαήλ Περάνθης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής, ό.π., σ. 307. Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του Περάνθη, που βέβαια παραπέμπει στην «ανθηράν και γλυκυτάτην φράσιν των του ημετέρου γένους πεπαιδευμένων Γραικών» από τον πρόλογο του Φωτεινού στον «Νέο Ερωτόκριτο».
[xlix] Μίλτος Πεχλιβάνος, «Λογοτεχνία 1770-1821. Ανάμεσα στην ωφέλεια και την τέρψη», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. Β΄ Η οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821. Διαφωτισμός – Ιστορία της Παιδείας – Θεσμοί και Δίκαιο, Τα Νέα – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 185.
[l] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 126.
[li] Ο Φωτεινός, παρατηρεί ο Λ. Βρανούσης, ακολουθώντας το παράδειγμα των δασκάλων του, «συνδύαζε τη μουσική με την ποίηση. Έγραφε “ζαρίφικα” (=κομψά) τραγούδια, σάτιρες και κωμωδίες και στιχουργούσε με ευχέρεια» (Λ. Ι. Βρανούσης, Οι Πρόδρομοι, ό.π., σ. 60).
[lii] Βλ. Παράρτημα, εικ. 9.
[liii] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 232.
[liv] Μεταξύ των συνδρομητών αναφέρονται και τρεις Φαναριώτες ηγεμόνες: Σκαρλάτος Καλλιμάχης, Αλέξανδρος Σούτζος και Αλέξανδρος Χαντζερής. Ενδεικτικό αυτής της «ζήτησης» για ιστορικο-γεωγραφικά συγγράμματα για τον ρουμανικό χώρο στην ελληνική γλώσσα θεωρείται το γεγονός ότι τρία από αυτά τα έργα, εκείνα του Καντακουζηνού, του Φιλιππίδη και του Φωτεινού, εκδόθηκαν σε διάστημα 14 χρόνων. Βλ. σχετικά Mihai Ţipǎu, «Έθνη και εθνικά ονόματα στην Ιστορία και το Γεωγραφικόν Ρουμουνίας του Δανιήλ Φιλιππίδη (1816)», Γ΄ Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006.
[lv] Για την αλληλογραφία του Διονυσίου Φωτεινού με τον Ζηνόβιο Πωπ βλ. Nicolae Iorga, «Contribuţiuni la Istoria Literaturii Române la începutul secolului al XIX-lea», περ. Analele Academiei Române, δεύτερη σειρά, τόμος ΧΧΙΧ (1906-1907), σ. 3-9. Ο Mihai Ţipǎu σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο ίδιος ο Ζηνόβιος Πωπ, που άσκησε σκληρή κριτική στον Δανιήλ Φιλιππίδη για την επιλογή του να ασχοληθεί με την ιστορία και την γεωγραφία του ρουμανικού χώρου, «δεν αναφέρει τίποτα παρόμοιο στην αλληλογραφία του με τον Διονύσιο Φωτεινό, με τον οποίο μάλιστα διαπραγματευόταν και διάφορες εκδόσεις βιβλίων, και ο οποίος άρχισε την δημοσίευση της Ιστορίας της πάλαι Δακίας δύο χρόνια μετά το έργο του Φιλιππίδη» (Mihai Ţipǎu, «Έθνη και εθνικά ονόματα», ό.π.).
[lvi] Βλ. τη διαφωτιστική βιβλιολογική ανακοίνωση του M. Caratasu, «Dionysios Photinos de Patras et son “Histoire de l’ Ancienne Dacie”», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Σπάρτη, 7-14 Σεπτεμβρίου 1975), Αθήνα 1976-1978, τ. Β΄, σ. 103-112.
[lvii] Διονύσιος Φωτεινός, Ιστορία της πάλαι Δακίας, τα νυν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας και Μολδαϋίας, τ. Α΄, Βιέννη 1818, σ. 4-5 του προλόγου και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 145.
[lviii] Βλ. Στέφανος Ν. Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως των Πατρών, επιμέλεια Κ. Ν. Τριανταφύλλου, Πάτρα 21950, σ. 525, υποσημ. 6. Επίσης και στο Π. Α. Ανδριόπουλος, «Η Εκκλησιαστική Μουσική στην Πάτρα», ό.π.
[lix] Βλ. Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 149-153.
[lx] Victor Papacostea, «Vietile Sultanilor», ό.π., σ. 7.
[lxi] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 171.
[lxii] Στέφανος Ν. Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως των Πατρών, ό. π., σ. 525, υποσημ. 6.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

1. Προμετωπίδα από την έκδοση της «Ιστορίας της πάλαι Δακίας, τα νυν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας και Μολδαϋίας» του Διονυσίου Φωτεινού, Βιέννη 1818 (Μιχαήλ Περάνθης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής. Από τις πρώτες ρίζες ώς την Επανάσταση (1000-1821), τ. Β΄ (1600-1821) Λογοτεχνία της Τουρκοκρατίας, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 306).
2 - 3. (α) Αναστασιματάριον νέον παρά σερδάρου Διονυσίου Φωτεινού (πρώτη σελίδα) και (β) Εωθινά Ιδιόμελα (τελευταία σελίδα), εξήγηση στη νέα μέθοδο από τον Anton Pann (Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας, χφ. 741, έτος 1853).
4. Εικόνα από την έκδοση του «Νέου Ερωτόκριτου» του Διονυσίου Φωτεινού (Βιέννη, 1818) (Μίλτος Πεχλιβάνος, «Λογοτεχνία 1770-1821. Ανάμεσα στην ωφέλεια και την τέρψη», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. Β΄ Η οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821. Διαφωτισμός – Ιστορία της Παιδείας – Θεσμοί και Δίκαιο, Τα Νέα – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 184).
5. Δοξολογία Διονυσίου του Πελοποννησίου, ήχος πλ. Α΄, ατζέμ κιουρδί, παλαιά γραφή (Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας, χφ. 33).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails