________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


2/02/2017

ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ


Του Αρχιμ. Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
«Και είπε Κύριος τω Άβραμ∙ έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σουκαι εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω∙ και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και ευλογήσω σε και μεγαλυνώ το όνομά σου. Και έση ευλογημένος∙ και ευλογήσω τους ευλογούντας σε και τους καταρωμένους σε καταράσομαι∙ και ενευλογηθήσονται εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης». (Γεν. 12, 1-3).
Και μόνο τούτος ο Λόγος θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο των Διαθρησκειακών Διαλόγων από πλευράς Ορθοδοξίας. Φαίνεται ξεκάθαρα ο Θεός να παροτρύνει την έξοδο από τα όρια και την συνάντηση με το συνάνθρωπο, κάτι το οποίο κάνει και ο ίδιος ο Χριστός αργότερα όταν συναντιέται με τη Σαμαρείτιδα. Η συνάντηση μάλιστα αυτή αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο Διαθρησκειακό διάλογο. Όμως έχουμε και άλλες περιπτώσεις που ο Χριστός, μέσα από την διδασκαλία του αναδεικνύει την αναγκαιότητα της επικοινωνίας με τους υπολοίπους ανθρώπους και ιδιαιτέρως με τους αλλόθρησκους και τους αλλοεθνείς. 
Τρανό παράδειγμα αποτελεί η διήγηση, από τον ίδιο το Χριστό, της παραβολής του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. 10, 25-37). Εδώ δεν έχουμε απλά ένα διάλογο μεταξύ αλλοθρήσκων και αλλοεθνών όπως στην περίπτωση της Σαμαρείτιδος, αλλά την σωτηρία της ίδιας της ζωής. Όποιος πραγματικά θέλει να συναντήσει τον συνάνθρωπό του δεν πρέπει να προβάλλει αξιώσεις. Θα τον πλησιάσει στην όποια καλή ή κακή πνευματική κατάσταση που εκείνος βρίσκεται. Ο Χριστός όταν μιλούσε ήξερε τα ψυχικά κενά των συνομιλητών του. Όμως δεν έδειχνε απέχθεια, ούτε περιφρονούσε.1
Αν λοιπόν, η προτροπή του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπό του όποιος κι αν είναι, αυτό πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την επικοινωνία, χωρίς την συναναστροφή; Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να βλέπουμε και τους Διαθρησκειακούς διαλόγους. 
Ο Διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί εμπορική συναλλαγή για να έχει τα στοιχεία «δώσε μου να σου δώσω» ή «χάνω-κερδίζω». Ούτε βέβαια έχει κάτι κοινό με τη διπλωματία. Ο Διαθρησκειακός διάλογος ανταποκρίνεται στη ουσία της θρησκείας η οποία ορίζεται ως η σχέση του ανθρώπου με το θείο. Δεν είναι δυνατόν οι θρησκείες να κηρύττουν την ενότητα στο εσωτερικό τους και ταυτόχρονα εκτός να εφαρμόζουν το διχασμό. 
Σε ότι αφορά στην οικουμενική κίνηση, στον περιβόητο «οικουμενισμό», που με τόσο πάθος ασχολούνται κάποιοι, έχουν προσδώσει ερμηνείες και έννοιες που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. 
Η οικουμενική κίνηση ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν κάποιοι Χριστιανοί οραματίστηκαν ένα νέο μέλλον της Εκκλησίας και της Κοινωνίας. Στο ξεκίνημά του ο οραματισμός αυτός στηριζόταν στην πεποίθηση, ότι ο Χριστιανικός πολιτισμός και οι Χριστιανικές αξίες θα μπορούσαν να επεκταθούν σε όλο τον κόσμο. Τα δραματικά γεγονότα του 1930 και ειδικότερα οι καταστροφικές συνέπειες του Β΄ παγκοσμίου πολέμου είχαν σαν αποτέλεσμα να αναθεωρηθεί ο πρωταρχικός αυτός οραματισμός εξαιτίας του γεγονότος, ότι στον πόλεμο αυτό συμμετείχαν με πρωταγωνιστικό ρόλο οι «πολιτισμένοι» Χριστιανικοί λαοί.2
Είναι βέβαιο ότι η συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική κίνηση έχει να παρουσιάσει αρκετά θετικά καθώς και κάποιες ελλείψεις ή ακόμα και ολισθήματα από την πλευρά ορισμένων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Πολλές φορές η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πείθει στο βαθμό που θα έπρεπε εξαιτίας της ασυνεννοησίας που υπάρχει μεταξύ των Ορθοδόξων.3
Είναι πολλοί οι Ορθόδοξοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι κάθε απόπειρα διαχριστιανικού διαλόγου σημαίνει ταυτόχρονα και έκπτωση από την «πατρώα πίστη», εκτροπή από την ορθή πίστη και δόγμα. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί ακόμη από μεγάλο μέρος των Ορθοδόξων ότι το διάλογο μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών δεν τον απαιτούν μόνο οι περιστάσεις των καιρών, αλλά το επιβάλλει ο ίδιος ο Χριστιανισμός καθώς ο διάλογος αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, διότι ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη και η αποκάλυψη αυτή, από μόνη της αποτελεί ένα είδος διαλόγου. Ολόκληρη η Αγία Γραφή καταγράφει τον διάλογο μεταξύ του Θεού με τον άνθρωπο μέσω της αποκάλυψης, και του ανθρώπου με το Θεό μέσω της προσευχής. Πολλά είναι τα περιστατικά που περιγράφει η Αγία Γραφή που οι άνθρωποι συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Από τις πρώτες σελίδες της ο άνθρωπος προβάλλει ως φύση διαλογική και αυτή η ίδια η δημιουργία του αποτελεί προϊόν διαλόγου των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, «ποιήσωμεν άνθρωπον». 
Δεν θα πρέπει επομένως το Διαχριστιανικό Διάλογο να τον βλέπουμε ως πολυτέλεια αλλά ως αναγκαιότητα. Ο «Χιτώνας» της Χριστιανικής πίστεως μάς παραδόθηκε ως άραφος ενιαίος και οφείλουμε σε αυτήν του την μορφή, να τον αποκαταστήσουμε. 
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συχνά αναφέρεται στην αδιαίρετη Εκκλησία, ως πνευματική μήτρα της Ευρώπης, όπου ενώνονταν ή συνεργάζονταν η Ανατολή και η Δύση.4
«Προς τον σκοπόν αυτόν η Ορθοδοξία πρέπει να ευρίσκεται εις διαρκή διάλογον με τον κόσμον. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν φοβείται τον διάλογον, διότι και η αλήθεια δεν τον φοβείται. Αντιθέτως, εὰν η Ορθοδοξία κλεισθεί εις τον εαυτόν της και δεν διαλέγεται με τους εκτὸς αυτής, όχι μόνον θα αποτύχῃ εις την αποστολήν της, αλλὰ και θα μετατραπεί από «καθολική» και «κατὰ την οικουμένην» Εκκλησία που είναι, εις μίαν εσωστρεφή και αυτάρεσκον ομάδα, εις ένα «γκέττο» εις το περιθώριον της ιστορίας. Δια τον λόγον αυτόν και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ουδέποτε εφοβήθησαν τον διάλογον με τον πνευματικὸν περίγυρον της εποχής των, ακόμη και με τους ειδωλολάτρας φιλοσόφους των χρόνων των, και με τον τρόπον αυτόν επηρέασαν και διεμόρφωσαν τον πολιτισμόν της εποχής των και μας παρέδωσαν μίαν Εκκλησίαν αληθινὰ οικουμενικήν», αναφέρεται σε Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο.5
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διεξάγει σήμερα επίσημο Θεολογικό διάλογο με ζητούμενο την ενότητα των Εκκλησιών. Η ενότητα αυτή αναζητείται μέσω της οικουμενικής κίνησης ή καλύτερα μέσω της θεραπείας των τραυμάτων που έχει δημιουργήσει η διαίρεση. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει ένας απλός συμβιβασμός, διότι αυτό θα επιδείνωνε τη διαίρεση και δεν θα βοηθούσε στη θεραπεία. Κάθε συμβιβασμός θα σημαίνει περισσότερη αποτυχία. 
Χρειάζεται ωστόσο να συνειδητοποιήσουμε όλοι οι Ορθόδοξοι ότι είναι απαραίτητα η δική μας ειλικρίνεια, η βαθιά μαχητική πίστη, η μεταξύ μας ενότητα και το πνεύμα ταπείνωσης και αγάπης. Αν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα γόνιμο και αποτελεσματικό διάλογο.6
Ορισμένοι, φαντάζομαι σκοπίμως, προσπερνούν το θέμα της ενότητας και μιλούν για ένωση. Όμως το θέμα της ενώσεως δεν είναι και τόσο εύκολο. Είναι σοβαρό και δύσκολο. Για να φτάσουμε στο κοινό Ποτήριο χρειάζεται ακόμη πολύς δρόμος και μεγάλος αγώνας. 
Σε επίσκεψή του στο Στρασβούργο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απευθυνόμενος στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταξύ άλλων είπε ότι: «Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο διάλογος δεν είναι ούτε κάτι πρωτοφανές, ούτε μια σύγχρονη προσπάθεια, αλλά ένα βίωμα και μία πρακτική χιλιετιών». 
Αυτό εκτός των άλλων σημαίνει ότι υπάρχει και συσσωρευμένη εμπειρία, ικανή να διαβλέψει τυχών κινδύνους και κακοτοπιές που μπορεί να υπάρξουν σ’ αυτούς τους διαλόγους οι οποίοι από την φύση τους είναι δύσκολοι και η έως τώρα εμπειρία τους είναι εν μέρει αντιφατική, χωρίς βέβαια να μπορεί κανείς να αμφισβητήσει και τα θετικά αποτελέσματα και τις θεολογικές συμφωνίες που επιτεύχθηκαν. 
Δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής μας βέβαια, αυτό που λέει ο Αλέξανδρος Σμέμαν: «Παρά την οικουμενική αντιπαράθεση μεταξύ Χριστιανικής Ανατολής και Δύσης, μια αντιπαράθεση που μέχρι σήμερα έχει ιστορία μεγαλύτερη από μισό αιώνα, παρά την επίσημα διακηρυγμένη κατάσταση «διαλόγου» που βρίσκονται οι δύο τους, η γνώμη μου είναι πως ένας δυτικός Χριστιανός είναι ακόμη δύσκολο να κατανοήσει πλήρως την Ορθοδοξία. Και όχι τόσο τα επισήμως διατυπωθέντα δόγματα και τη διδασκαλία της, όσο την ουσιαστική κοσμοθεωρία της, την εμπειρία εκείνη που βρίσκεται κάτω από αυτές τις διατυπώσεις και που συνιστά το ζωντανό και «υπαρξιακό» της χώρο. Φυσικά αυτό είναι συχνά εξίσου αληθινό και για ένα Χριστιανό της Ανατολής όσον αφορά τη Δυτική εμπειρία».7
________________________________________________________
1 Μητροπολίτου Σηλυβρίας Αιμιλιανού, Ορθόδοξοι προβληματισμοί στην διασπορά, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1988, σ. 76
2 Konrad Raiser, Ο Οικουμενισμός σε αναζήτηση νέου οραματισμού, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τ. 6, Θεσσαλονίκη 1996, σ.244
3 Νίκου Ματσούκα, Οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, τ. 8, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 289
4 Olivier Clément, «Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» Συνομιλώντας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄, Εκδόσεις Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 1997
5 Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος επί τη Κυριακή της Ορθοδοξίας, 21 Φεβρουαρίου 2010
6 Νίκου Ματσούκα, ό.π., σ. 287
7 Αλέξανδρος Σμέμαν, Η αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1993, σ.35

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails