________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


2/19/2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΘΟΥΣΑ ΑΤΤΙΚΗΣ


Πώς επεστράφη Σταυροπηγιακή γη στη Μητέρα Εκκλησία 
«Εκ τών σών τά σά»! 
Του Αριστείδη Πανώτη 
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Με τον ιερό θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου κάτι παράδοξο συμβαίνει μέσα στην Ιστορία. Παρά τις συχνές τραγικές δοκιμασίες του «δια μέσου δόξης και ατιμίας, δυσφημίας και ευφημίας....(Α΄ Κορ. 6, 4-10) που δείχνουν επερχόμενο το τέλος του. Όμως οι αντιξοότητες ξεπερνιώνται και συνεχίζει την προσφορά του στην Οικουμένη, κάτι που «αποτελεί παράδοξο μυστήριο στην Ιστορία».
Από καιρό απορώ γιατί στην Αττική ενώ υπάρχουν μετόχια των Ιεροσολύμων, του Σινά και των Αγιορειτικών μονών με κτηματική περιουσία δεν βρέθηκε τόπος για τη Μητέρα μας Εκκλησία η οποία άλλοτε είχε μετόχια στη Ρωσία, στη Ρουμανία, στη Πολωνία κ.α. Ακόμη και μετά τα γεγονότα του 1922 όταν και πάλι συνεστήθη στην Αθήνα ο αρχαίος θεσμός του «Αποκρισαρίου» δεν δόθηκε στέγη και ναός. Οι τρεις αρχιερείς που τίμησαν την αποστολή τους διέμεναν: ο μεν Εφέσου Χρυσόστομος στο Βύρωνα, ο Σελευκείας Βασίλειος στη Νέα Σμύρνη και ο Τραπεζούντος Χρύσανθος στην Κυψέλη. Και όταν ο πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος διόρισε τον τελευταίο σύμβουλό στο ΥΠΕΞ οι ελλαδικοί αρχιερείς πριν τα γεγονότα του 1938 κατατρόμαξαν και απέκτησαν ένα «φοβικό σύνδρομο» που διαιωνίζεται με σοφιστείες κάθε φορά που προέκυψε σκέψη αποκτήσεως εδώ στέγης για την πατριαρχική παρουσία! 
Πρόσφατα μεταφράστηκε και εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το κλασσικό έργο του Ιβάν Σοκόλοφ «Η Εκκλησία Κων/πόλεως κατά τον 19ον αιώνα», και στη σελίδα 917, διασώζεται «Κατάλογος των Σταυροπηγιακών μονών» της μητροπόλεως Αθηνών όταν αυτή ανήκε στο «Συνταγμάτιο» της Μητρός Εκκλησίας, δηλαδή, προ της συστάσεως του Νεοελληνικού κράτους. Σ' αυτόν αναφέρονται ως Σταυροπηγιακές μονές οι: «του αγίου Μελετίου, της Μπεντέλης (Πεντέλης), των Ασωμάτων Πετράκη και του οσίου Λουκά». 
Μετά την Εικονομαχία η Εκκλησία Κων/πόλεως ανέλαβε τη προστασία του κλήρου και του λαού της Παλαιάς Ελλάδος. Απὸ τον 9ο κυρίως αιώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης έκανε χρήση του ειδικού προνομίου του να ιδρύει μέσα στις μητροπόλεις της δικαιοδοσίας του τις λεγόμενες Σταυροπηγιακές μονές που πάντα εξαρτώντο από τον ίδιο και όχι από τον τοπικό ιεράρχη. Μάλιστα πολλές φορές όταν προέκυπταν ζητήματα στις επισκοπικές μονές για να ειρηνεύσει τα διεστώτα μέρη σφράγιζε με το Σταυρό του και με σιγίλλιο τη μονή ως Σταυροπηγιακή (Βλ. Επαναγωγή, 3.10. γραφείσα το 879-880). Έτσι συνέβη «αντί των κανόνων να επικρατήσει η μακρά άγραφος συνήθεια» του Δικαίου των Σταυροπηγιακών μονών, όπως λέγει τον ΙΒ΄ αιώνα ο Βαλσαμώνας (ερμην. του 31 Αποστ. κανόνα). Με την Σταυροπηγιακή αξία οι Πατριάρχες και οι Σύνοδοι τους υπερασπίστηκαν την περιουσία αυτών των μονών επί 1000 χρόνια. Κατά δε την μακράν περίοδο της Τουρκοκρατίας όλα τα Σταυροπήγια έτυχαν σεβασμού και από τους Σουλτάνους. Μάλιστα τότε εμπλουτίστηκε η περιουσία τους από τον χριστιανικό λαό για να αποφύγουν τον «Χαρατζή και τα χαράτσια του» κατά την παροιμία. Έτσι η περιουσία των μονών αυτών προστατεύθηκε και έτσι γενεές-γενεών χριστιανών διατράφηκαν από την καλλιέργειά της, χωρίς να εξανεμιστεί προς πλουτισμό ατόμων, όπως συνέβη ενταύθα δια της αυτοκεφαλίας! 
Με την χειραφέτηση του Νεοελληνικού Κράτους το 1830 η νεοπαγής Πολιτεία θέλησε να ρυθμίσει και το εκκλησιαστικό θέμα. Προ του 1821 υφίσταντο στη Παλαιά Ελλάδα 8 Μητροπόλεις και 20 αρχιεπισκοπές και πολλές επισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι επιζήσαντες του αγώνα επτά αρχιερείς, πολλοί των οποίων είχαν διακονήσει στην πατριαρχική Αυλή του Φαναρίου, ζητούσαν την κανονική διευθέτηση του θέματος. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ανέθεσε τις συνομιλίες στον φωτισμένο μητροπολίτη Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο. Όμως η δολοφονία του Κυβερνήτη ανέτρεψε την κανονική διευθέτηση του ζητήματος.
Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις, που εγγυήθηκαν την ελεύθερη κρατική μας υπόσταση εγκατέστησαν στη χώρα μας το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας. Ο εκλεγείς βασιλέας Όθων ήταν ανήλικος και ανατέθηκε η άσκηση της εξουσίας του σε τριανδρία Αντιβασιλέων προκειμένου να συγκροτήσουν θεσμούς στο νέο κράτος. Σύμφωνα με το μυστικό πρωτόκολλο του 1832 αυτοί ενεργούσαν κατά την ιδίαν τους αντίληψη. Οι Αντιβασιλείς ήταν ετερόδοξοι και ήλθαν προκατειλημμένοι για την τοπική Εκκλησία και γι' αυτό επέβαλαν σχέσεις Εκκλησίας και κράτους που επικρατούσαν τότε στη χώρα τους και ήταν άσχετες με το από αιώνων Κανονικό Δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας. Αυτοί, ανατρέποντας τάξη αιώνων για να είναι ασύδοτοι σε παρεμβάσεις σε περίοδο που βελτιώθηκαν οι σχέσεις με τον φωτισμένο πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄ (1830-1834), εγκαθιστούν μια ελεγχόμενη από την Αυλή πενταμελή «Αριστίνδην Σύνοδο» που ληστρικά ανατρέπει την ιεροκανονική τάξη και τις αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και διαλύει τον μοναχικό ιστό στην ελλαδική επικράτεια για να κατασχέσει την εκκλησιαστική γη! Μάλιστα δεν αρκέστηκαν στην κατάσχεση της περιουσίας των «έρημων» από αδελφότητες 116 μονών, αλλά προχώρησαν στη αρπαγή της περιουσίας και 119 μονών με ολιγομελείς συνοδείες και στο τέλος καταπάτησαν και τα λοιπά 226 μοναστήρια μεταξύ των οποίων τα μεγαλύτερα καλύπτονταν με την προστασία του Σταυροπηγιακού προνομίου του Οικουμενικού Πατριάρχη και είχαν και το αναπαλλοτρίωτο που σεβάστηκαν αλλογενείς και ετερόθρησκοι κατακτητές. Έτσι προκλήθηκε η «ακοινωνησία» των 17 χρόνων με την Μητέρα Εκκλησία. Η ξενόφερτη Αντιβασιλεία «νομοθέτησε» ό,τι δεν τόλμησε άλλοτε το «Δεσποτάτο της Ηπείρου» και κατασχέθηκε όλη η Σταυροπηγιακή γη του Πατριαρχείου στην Παλαιά Ελλάδα και μέχρι στα χρόνια μας δεν βρέθηκε τόπος στην Αθήνα να επιστραφούν λίγα μέτρα γης να στεγάσει το θεσμικό μας κέντρο, τις μνήμες και τους οραματισμούς του. Και επαληθεύθηκε το αδέσποτο τραγικό «Αλών μέδιμνον, άμα φαγών αμνημονεί»:   «Αυτός που παίρνει από το αλώνι ποσότητα «μέδιμνου» για να στυλωθεί, μόλις τη φάει, δεν θυμάται τίποτα»! 
Γνωρίζουμε από μελέτες τον αγώνα του ιδρυτή της μονής Πεντέλης αγίου Τιμοθέου επισκόπου Ευρίπου για να διασφαλίσει την κυριότητα της γης του Πεντελικού όρους ως ανήκουσα σε Σταυροπηγιακή μονή από την αυθαίρετη νομή της από σκληροτράχηλους περίοικους ποιμένες και κτηματίες. Για να σωθεί μάλιστα από τις απειλές τους κατέφυγε στη Τζιά και ίδρυσε εκεί την νέα Σταυροπηγιακή μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στην οποία και απεβίωσε. Η Σταυροπηγιακή γη της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Πεντέλης τελικά επεστράφη από το κράτος στη μονή το 1844. Από τότε άρχισε νέα αποψίλωση με τη ρευστοποίησή της με διάφορους τρόπους, ιδίως με τη χρησικτησία από τους έχοντες ποίμνια στα Μεσόγεια. Την υπώρεια του Πεντελικού που βρίσκεται σήμερα η Ανθούσα την απέκτησαν οι οικογένειες από το Λιόπεσι (Παιανία) και την μεταπώλησαν σε γαιοκτήμονες των βόρειων χωριών της Αττικής, που ήθελαν να μεταφέρουν τις εστίες τους πλησιέστερα στα περίχωρα των Αθηνών. Έτσι κάποιος Αυλωνίτης εγκαταστάθηκε στη σημερινή περιοχή της Ανθούσας και την ονόμασε Αυλώνα από τον τόπο προελεύσεώς του! Μετά το 1923 όσοι αγόρασαν κτήματα από τον Αυλωνίτη και εγκαταστάθηκαν εκεί εταλαιπωρούντο στις συναλλαγές τους γιατί γινόταν σύγχυση με την παλαιά Αυλώνα Αττικής και ζήτησαν την αλλαγή του ονόματος και πρότειναν την ονομασία Ανθούσα! 
Και από εδώ αρχίζουν τα περίεργα για την Ανθούσα. Είναι γνωστό ότι ο Μ. Κωνσταντίνος όταν αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους του στην αρχαία πόλη του Βυζαντίου χρησιμοποιήθηκε κατά τα αρχαία ρωμαϊκά έθιμα στον εγκαινιασμό της στις 11 Μαΐου 330 μια γυναικεία κεφαλή ως οικόσημό της που έφερε το όνομα «Flora», δηλαδή «Ανθούσα»! Κάποια οικόπεδα αυτού του τόπου αγόρασε μια προσφυγοπούλα που κατέφυγε από τον Πόντο στην Ελλάδα το 1922 και εκεί αποφάσισε να κτίσει ναϋδριο και κατοικία. Η Αλεξάνδρα Μαχαιρίδου ήταν μία σύγχρονη Ταβιθά στην ιστορία της ζωής της ως στενή συνεργάτιδα του Μικρασιάτη παπά-Άγγελου Νησιώτη. Προ εικοσαετίας θέλησε να δωρίσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τη γη που απέκτησε χωρίς να γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα επέστρεφε μικρό μέρος της Σταυροπηγιακής γης της μονής Πεντέλης στην πηγή που αιώνες την προστάτευσε. Έτσι αυτή η δωρεά πρόσφερε στο Πατριαρχείο μας «εκ των σων τα σα»! Και διερωτώμαι, μήπως η έμπνευση αυτή φανερώνει ένα ακόμη ιστορικό και παράδοξο μυστήριο για να συνεχιστεί μέσα στην πάλαι Σταυροπηγιακή γη της Αττικής η παρουσία της Εκκλησίας Κων/πόλεως με το Πατριαρχικό καθίδρυμα της Ανθούσας το οποίο ευλογήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2008 από την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικόν Πατριάρχη Βαρθολομαίο; 
Τώρα ήλθε η ώρα του μιμητή του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, που θα έχει την ευσέβεια και την ευφυΐα να αφήσει για αιώνες το όνομά του στο νέο κτήριο το οποίο θα είναι και το μοναδικό του Πατριαρχείου στην Αθήνα για να μαρτυρείται ο στενότατος σύνδεσμος του Οικουμενικού Θρόνου με την εν Ελλάδι Εκκλησία του, που διάφοροι άφρονες και αδιάβαστοι αμφισβητούν την πολύτιμη ενότητα του ελληνικού λαού γύρω από τον Πατριάρχη του. 
Διεύθυνση: Λεωφόρος Ανθούσας 221, τ.κ. 153 49. 
Αθήνα, τηλ. 210-6665537

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails