________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


6/26/2016

ΟΙ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ


ΟΙ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Μία απόφαση και ένα δελτίο τύπου 
Του θεολόγου Γιώργου Βλαντή
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενέκρινε ομοφώνως το κείμενο «Οἱ σχέσεις τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος για την Ορθοδοξία και την περαιτέρω πορεία της στον οικουμενικό διάλογο. Παρά τις προσπάθειες των φονταμενταλιστών, οι υπονομευτές της οικουμενικής κίνησης και παραβάτες της κυριακής εντολής «ἵνα ὧσιν ἓν» όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να φαλκιδεύσουν την προσπάθεια της ενότητας, αλλά συνέβαλαν άθελά τους στο να της δοθεί και νέα πνοή. 
Ως γνωστόν, οι θιασώτες της εξκλουσιβιστικής εκκλησιολογίας εργαλειοποίησαν το προσχέδιο του κειμένου αυτού για να τορπιλίσουν τη διορθόδοξη κοινωνία πίστης και αγάπης και να ματαιώσουν το συνοδικό εγχείρημα. Διέρρηξαν πολλάκις τα ιμάτιά τους γι᾽ αυτό το κείμενο, το οποίο έστειλε υπογεγραμμένο από τους εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στη Σύνοδο η Ε´ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Chambésy Γενεύης2016), ισχυριζόμενοι πως επρόκειτο για κάτι το νεοτερικό και αντορθόδοξο και πως έπεσαν από τις νεφέλες τους για τη σχετική εξέλιξη. Αγνοούσαν, προφανώς, ή παρίσταναν πως αγνοούν ότι το προσχέδιο αυτό αποτελούσε περαιτέρω επεξεργασία κειμένου προϋπάρχοντος δεκαετίες τώρα (Γ´ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Chambésy Γενεύης 1986), γνωστού και τεθειμένου στην κρίση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Προς τι λοιπόν οι λυσσαλέες και υποκριτικές αντιδράσεις της τελευταίας στιγμής; Η εξέλιξη των πραγμάτων και τα όσα έλαβαν χώρα τις τελευταίες εβδομάδες πριν τη Σύνοδο γύμνωσε από τα προσχήματα τους αναζητήσαντες προφάσεις εν τη αμαρτία της υπονόμευσης της ορθόδοξης ενότητας. 
Με δεδομένες τις εντάσεις που προκάλεσε η σχετική συζήτηση τους προηγούμενους μήνες, και μόνο το γεγονός της υπογραφής του κειμένου οφείλει να αποτελεί λόγο ανακούφισης και χαράς για όσους πιστεύουμε ότι ενδείκνυται η Ορθόδοξη Εκκλησία να επαναλαμβάνει κατά καιρούς τη δέσμευσή της να συμπορευτεί στην προσπάθεια για την αποκατάσταση της ενότητας του διαιρεμένου χριστιανικού κόσμου. Πλείστοι όσοι προεξοφλούσαν τη μη έγκριση του κειμένου και την έκθεση της Ορθοδοξίας στα μάτια σύμπασας της χριστιανοσύνης• η πραγματικότητα τους διέψευσε και έχουμε κάθε λόγο να είμαστε ευχαριστημένοι.  
Το κείμενο αυτό δεν στερείται αδυναμιών. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την τελευταία λέξη της Ορθοδοξίας στον οικουμενικό διάλογο. Η πολύχρονη όμως προσπάθεια για τη σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου λειτούργησε απομυθευτικά και απελευθέρωσε από την επικίνδυνη ουτοπία των μαξιμαλιστικών προσδοκιών. Αντί να εκλαμβάνεται η ιδιαίτερη αυτή εκκλησιαστική σύναξη ως ένας από μηχανής θεός που θα επιλύσει μαγικώ τω τρόπω όλα τα προβλήματα, προκρίθηκε η συνοδικότητα των μικρών, ρεαλιστικών, ασφαλών βημάτων που οδηγούν προς τα πρόσω το εκκλησιακό σώμα. Το κείμενο αυτό είναι ένα βήμα σημαντικό, όχι μια λύση οριστική• συνιστά πάντως μια αποφασιστική κίνηση προς την υπέρβαση της βαλτώδους στατικότητας που επιχειρούν να επιβάλλουν οι φονταμενταλιστές. 
Ιδιαιτέρως συζητήθηκε μια τροποποίηση του αρχικού κειμένου, όπου γραφόταν πως «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Αντ᾽ αυτού και εξ αιτίας κυρίως της επιμονής της Εκκλησίας της Ελλάδος η Σύνοδος προέκρινε την έκφραση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν ἄλλων ἐτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». 
Διάφορες οικουμενικά ανοικτές φωνές εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την τροποποίηση αυτή, η οποία πάντως εγκρίθηκε ομόφωνα από όλες τις Εκκλησίες που συμμετείχαν στη Σύνοδο και οι οποίες στη σχετική συζήτηση επανειλημμένα διακήρυξαν την οικουμενική τους ανοικτότητα. 
Η φράση «ἀναγνωρίζει την ἱστορικὴν ὕπαρξιν», μολονότι και κατά τη δική μου γνώμη προτιμητέα, είναι ανοικτή σε ποικίλες ερμηνείες και ουδόλως συνεπάγεται την αυτόματη αναγνώριση πλήρους εκκλησιακότητας των άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών. Δύναται κάλλιστα να ερμηνευτεί ως απλή αναγνώριση της ύπαρξης αυτών ως ιστορικών οντοτήτων, χωρίς κατ᾽ ανάγκην τούτο να οδηγεί σε ιδιαίτερες εκκλησιολογικές συνεπαγωγές. 
Αντιστοίχως, η εγκριθείσα φράση είναι επίσης ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες. Μία από αυτές προκρίνει δελτίο τύπου που εκδόθηκε «από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος» [sic – βλ. http://www.amen.gr/article/anakoinosi-tis-ekklisias-tis-ellados-gia-to-keimeno-anaforika-me-tis-sxeseis-me-ton-ypoloipo-xristianiko-kosmo (25.06.2016)• η δήλωση της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος ως πηγής προέλευσης είναι για διάφορους λόγους προβληματική, για την οικονομία όμως του κειμένου αυτοί ενδείκνυται να μείνουν ασχολίαστοι], όπου αποτυπώνονται οι θέσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου Β´. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας αυτής εισάγει μια διάκριση ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ιστορική ονομασία των άλλων, ετεροδόξων Εκκλησιών και ομολογιών, την οποία όμως δεν εξηγεί επακριβώς. Η αποτύπωση των προφορικώς εκφρασθεισών δηλώσεών του ουδόλως βοηθάει στην κατανόηση του νοήματος των λόγων του. Πώς είναι δυνατόν, π.χ., μια συνοδική απόφαση «να περιορίσει το ιστορικό πλαίσιο» των σχέσεων με τους ετεροδόξους; Επίσης, αν αντιπαρέλθουμε την αδόκιμη τούτη διατύπωση, τι σημαίνει πως περιορίζει το πλαίσιο όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ [sic] στην ιστορική ονομασία τους; Μήπως πως δεν θα μιλάμε με τους άλλους χριστιανούς ως υπαρκτά όντα, παρά θα σχετιζόμαστε μόνο με τα ονόματά τους; Ενώ ισχυρίζεται πως είναι αυτονόητες οι εκκλησιολογικές συνέπειες της τροποποίησης, ο Μακαριώτατος δεν κρίνει σκόπιμο να τις κατονομάσει, περιοριζόμενος να διαβεβαιώσει πως «προστατεύεται μὲ πολὺ σαφῆ τρόπο ἡὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία». 
Ήδη από τις γλωσσικές διατυπώσεις καθίσταται προφανές πως το δελτίο τύπου εκδόθηκε με σπουδή και έγνοια να κατασιγαστούν οι φονταμενταλιστικές φωνές που λυμαίνονται τα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδας. Η στάση αυτή είναι σεβαστή, το ερώτημα όμως παραμένει: Προς τι αυτός ο φόβος; 
Φαντάζομαι πως αυτό που ισχυρίζεται ο Μακαριώτατος και το σκεπτικό της αντιπροσωπείας Εκκλησίας της Ελλάδος, παρά τις ατυχείς διατυπώσεις του δελτίου τύπου, είναι πως η Ορθοδοξία πρέπει να θεωρήσει απλώς «ψιλά ονόματα» τον αυτοπροσδιορισμό των άλλων Εκκλησιών. Είναι όμως αυτή η μόνη ανάγνωση του κειμένου, η οποία εκφράζει και ένα για τα ορθόδοξα συμφραζόμενα μάλλον περίεργο νομιναλισμό; 
Στο εγκριθέν κείμενο, στην περί ης ο λόγος φράση, δεν αρθρώνεται μια ξεκάθαρη θέση για τον εκκλησιακό χαρακτήρα των άλλων Εκκλησιών. Κάτι τέτοιο όμως δεν εντοπιζόταν ούτε στη διατύπωση της Προσυνοδικής Διάσκεψης του Ιανουαρίου, καθώς, όπως ήδη υποστηρίχθηκε, η έκφραση «αναγνώριση της ιστορικής ύπαρξης» είναι δεκτική πολλών ερμηνειών. Από την άλλη, η αποδοχή της ιστορικής ονομασίας «ἄλλων ἐτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν» μπορεί κάλλιστα να ερμηνευτεί ως αφήνουσα το πεδίο ανοικτό αναφορικά προς τον εκκλησιακό χαρακτήρα τούτων. Κάποιος τολμηρός ερμηνευτής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως υπονοείται μάλιστα στο κείμενο ότι αυτές αναγνωρίζονται ως υπαρκτές χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες. Άλλωστε, ποια είναι η λογική της αναγνώρισης της ιστορικής ονομασίας κάποιου που δεν υπάρχει; Ενδιαφέρον είναι μάλιστα εν προκειμένω το επίθετο «ετεροδόξων» στη διατύπωση, το οποίο δεν προϋπήρχε στο κείμενο του Ιανουαρίου. Κατά μία ανάγνωση δύναται να σημαίνει πως είναι δυνατή η ύπαρξη Εκκλησιών καίτοι αυτές είναι ετερόδοξες, κάτι που πραγματικά δεν συνηθίζεται σε ορθόδοξα κείμενα. (Η αντίστοιχη διατύπωση της Ε´ Προσυνοδικής περιορίζεται στο ότι πρόκειται για χριστιανικές Εκκλησίες, χωρίς να αναφέρεται στις «δόξες» τους.) 
Η αποδοχή της «ιστορικής ονομασίας» των ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών δεν είναι δυνατόν να σημαίνει αδιαφοροποίητα μόνο την τυπική ανοχή της χρήσης ενός ονόματος από τους μη Ορθοδόξους. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει όχι μόνο στη μακραίωνη θεολογία της Εκκλησίας, αλλά και στη σημερινή πρακτική της. Αρκεί μόνο να επισημάνει κανείς το ζήτημα της αναγνώρισης του βαπτίσματος που παρέχουν ετερόδοξες Εκκλησίες. Πώς είναι δυνατόν να αναγνωριστεί η μυστηριακότητα πράξεων μιας οντότητας της οποίας η εκκλησιακότητα υφίσταται μόνο «ψιλώ ονόματι»; Αρκεί η επίκληση της αρχής της «οικονομίας» για την εκ των υστέρων πρόσδοση μυστηριακότητας σε πράξεις που έχουν τελεστεί εντελώς εκτός εκκλησιακού εδάφους; Πολύ περισσότερο οφείλει η ορθόδοξη εκκλησιολογία να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για «χριστιανικότητα» εκτός «εκκλησιακότητας», όταν μιλάει κανείς για «Εκκλησία» και για λοιπό «χριστιανικό κόσμο». Είναι άραγε θεολογικά δυνατή μια ριζική διάζευξη αμφοτέρων; Αν ναι, συνάπτεται με τρόπο μεθοδολογικά προβληματικό ο θεολογικός όρος «Εκκλησία» με το θρησκειοκοινωνιολογικά χρησιμοποιούμενο επίθετο «χριστιανικός». Αν όχι, πρέπει να περιγραφεί εκκλησιολογικά αυτή η «χριστιανικότητα» και να οριοθετηθεί ως προς την «Εκκλησία». 
Το γεγονός πως δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για μια εκκλησιακότητα «ψιλώ ονόματι» νομίζω πως δείχνει και η αντιπαραβολή του κειμένου για τις σχέσεις με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο προς το αντίστοιχο περί γάμου, το οποίο έχει επίσης εκκλησιολογικές συνέπειες, τις οποίες προφανώς έχει αντιληφθεί και η Εκκλησία της Ελλάδος. 
Η αποδοχή της ιστορικής ονομασίας των ετεροδόξων Εκκλησιών και Ομολογιών συνιστά ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της αναγνώρισης του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του εκάστοτε Άλλου. Η απόφαση αυτή καθιστά υπόλογους όσους πλέον με περισσή ευκολία χρησιμοποιούν όρους όπως «παρασυναγωγή», «αίρεση», «σέκτα» και «παραφυάδα» για το χαρακτηρισμό ετεροδόξων αδελφών. (Και ένα επί πλέον πρακτικό παράδειγμα: Πόσοι Ορθόδοξοι θα αρχίσουν, άραγε, να αποκαλούν Συρορθόδοξη την Εκκλησία που προφανώς μειωτικά χαρακτηρίζουν ως Συροϊακωβιτική;) 
Η έγκριση του σχολιασθέντος συνοδικού κειμένου δεν σημαίνει κάποια αυτοματική υπέρβαση του φονταμενταλισμού. Οι συνήθεις διαβόητοι θα συνεχίσουν να βοούν, καίτοι η Σύνοδος σήμερα καταδίκασε τις πρακτικές και το «ήθος» τους, κάτι για το οποίο επίσης οφείλει να χαίρει ο ορθόδοξος κόσμος (βλ. http://panagiotisandriopoulos.blogspot.de/2016/06/blog-post_25.html [25.06.2016]).
Στόχος του σημειώματος τούτου ήταν να καταδειχθεί πως προτεινόμενες μινιμαλιστικές ερμηνείες του κειμένου επιχειρούν να κατασιγάσουν την ούτως ή άλλως δεδομένη οργή των ακραίων στοιχείων, ουδόλως όμως αποτελούν τις μόνες δυνατές. Αντιθέτως, περισσότερο γενναιόδωρες προσεγγίσεις εκφράζουν προφανώς ακριβέστερα το γράμμα και το πνεύμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία κατόρθωσε να καθρεφτίσει τη μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας και να προστατέψει την εκκλησιολογία της Ορθοδοξίας. Και στο σημείο αυτό έχει δίκαιο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, έστω και αν τούτο συμβαίνει για άλλους λόγους από αυτούς που προβλήθηκαν και / ή υπονοήθηκαν στο σημερινό δελτίο τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails