Πιστεύω στις ποιητικές ανθολογίες
Μάνος Χατζιδάκις
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Στις 14 Νοεμβρίου 1954 – πριν από μισό αιώνα και πλέον – ο μαθητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Δημήτριος Αρχοντώνης εγκαινιάζει ένα νέο τετράδιο. Το περιεχόμενό του δεν έχει σχέση με τα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Το τιτλοφορεί ο ίδιος «Ποιήματα». Πρόκειται για μια προσωπική ποιητική ανθολογία. Ο νεαρός μαθητής αρέσκεται στην ανάγνωση λογοτεχνικών και ποιητικών κειμένων. Καθώς την εποχή εκείνη δεν υπάρχουν τα σημερινά μέσα, «αναγκάζεται» να καταφύγει στην αντιγραφή – το προσφιλές διακόνημα των μοναχών ανά τους αιώνες. Αντιγράφει, λοιπόν, τα ποιήματα που τον εκφράζουν ή τον εντυπωσιάζουν, κι έτσι καταρτίζεται η ανθολογία, η οποία περιλαμβάνει, από το 1954 ως το 1970, 79 ποιήματα από 35 ποιητές, 32 Έλληνες και 3 ξένους.
Πρέπει εδώ να ληφθούν υπ’ όψιν δύο τινά. Το πρώτο ότι η συγκρότηση της ανθολογίας από τον νεαρό Δημήτριο Αρχοντώνη εξελίχθηκε σε διευρυμένη ενασχόληση συμμαθητών και φίλων του στη Σχολή, όσων συμμερίστηκαν την ποιητική του περιπλάνηση. Γι’ αυτό στις σελίδες της ανθολογίας, εκτός από αντιγραφές ποιημάτων που οφείλονται στον ίδιο, συναντούμε και άλλες που έκαμαν τέσσερις συμμαθητές του και δύο καθηγητές της Σχολής φιλόλογοι. Το δεύτερο σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι η συγκρότηση της ανθολογίας ξεκίνησε όταν ο Δημήτριος Αρχοντώνης ήταν μαθητής Γυμνασίου (1954), και κράτησε ως τον Μάρτιο του 1970, τελευταία αντιγραφή, όταν στο μεταξύ ο κάτοχός της ήταν βοηθός του Σχολάρχου της Σχολής.
Οι ποιητές που ανθολογούνται είναι κυρίως αυτοί που μεσουράνησαν στο λογοτεχνικό στερέωμα της Ελλάδας στο τέλος του 19ου αι. και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού: Γ. Δροσίνης, Κ. Κρυστάλλης, Κ. Ουράνης, Ι. Πολέμης, Ζ. Παπαντωνίου, Λ. Πορφύρας, Λ. Μαβίλης, Γ. Βερίτης, Π. Νιρβάνας, Στ. Δάφνης κ.ά. Ανθολογούνται και οι δύο μεγάλοι «αντίπαλοι»: ο Κωστής Παλαμάς (8 ποιήματα) και ο Κωνσταντίνος Καβάφης (6). Ο νεαρός μαθητής ζει εκτός του ελλαδικού χώρου. Με το βλέμμα, λοιπόν, πάντα στραμμένο στην Ελλάδα, ανθολογεί Παλαμά, που εκείνη την εποχή αναδεικνύεται «εθνικός» ποιητής, αλλά και Καβάφη, που είναι ο ποιητής του μείζονος Ελληνισμού, με καταγωγή, μάλιστα, από την Κωνσταντινούπολη.
Ο κατά κόσμον Δημήτριος Αρχοντώνης, εραστής της ελληνικής ποιήσεως, δεν είναι άλλος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Το τετράδιό του εξέδωσε το 1998 ο «Σύνδεσμος των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών» (εκδόσεις «της καθ’ ημάς Ανατολής»), «για να δείξει στο αναγνωστικό κοινό τις ευαισθησίες ενός ανθρώπου, που για ένα μεγάλο μέρος από το λαό μας και τον κλήρο θεωρείται πρότυπο». Ένα πρότυπο που δεν επιβάλλεται, αλλά αναδεικνύεται μέσα από μία διαδικασία επίπονη, που βιώνεται με πειθαρχία, με εσωτερικότητα, για να κομίσει τελικά στον κόσμο την αλήθεια που θα αντέξει στο χρόνο. Ο σύγχρονος Γάλλος θεολόγος Olivier Clément χαρακτηρίζει το τετράδιο με τα ποιήματα που συνέλεξε ο Πατριάρχης «μικρό μνημείο ομορφιάς κι εγκαρδιότητας αδελφικής» (O. Clément, Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. Συνομιλώντας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄, Αθήνα 1997).
Θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στην ανθολογία του Παλαμά, επειδή νομίζουμε πως αξίζει να ανιχνεύσουμε την προσέγγιση του ποιητή από τον μαθητή-Πατριάρχη.
Το πρώτο ποίημα που αντιγράφει ο νεαρός Δημήτριος είναι το περίφημο «Τραγούδι του Σταυρού» από τους «Ύμνους και τους Θυμούς» της Ασάλευτης Ζωής. Εύλογη η εν λόγω επιλογή, αφού ο Παλαμάς αναφέρεται στις «τρεις χώρες» που συγκινούν κάθε Ρωμηό. Ιερουσαλήμ, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα. Για τον Χαλκίτη μαθητή ο λόγος του ποιητή σίγουρα δεν είναι απλώς ποιητικός, αλλά βιωματικός· ως ρομφαία δίστομος διαπερνά το είναι του:
«Κ’ ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα, / κ’ έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη, / τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηρακλείους δόξασα / και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι».
Αναμφισβήτητα το ποίημα αυτό εκφράζει απόλυτα τον νεαρό Ρωμηό, ο οποίος ενστερνίζεται ότι αυτό το σταυρικό τραγούδι «είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!».
Το «Ρόδου μοσκοβόλημα» είναι το γνωστό οκτάστιχο ποίημα του Παλαμά από τη συλλογή Πολιτεία και μοναξιά. Δεν είναι άσχετη η συγκεκριμένη επιλογή με την ευαισθησία του νεαρού μαθητού. Ο Δημήτριος διαθέτει μία πνευματική ωριμότητα η οποία τον οδηγεί στη σύλληψη του βαθύτερου νοήματος ενός ποιήματος που αφορά στα γηρατειά! Ο ποιητής, γέροντας πια, χωρίς «φωτιά» και νιάτα, σ’ ενός ρόδου μοσκοβόλημα αισθάνεται να τον διαπερνά η πνοή της άνοιξης, σαν ανάμνηση της μακρινής του νιότης. Και δακρύζει: «… στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρυνού / μου δάκρυσαν τα μάτια».
Από τη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου προέρχεται το επόμενο ποίημα που ανθολογεί ο μαθητής Δημήτριος Αρχοντώνης. Αντιγράφει τρεις στροφές από «Το δαχτυλίδι του αρραβώνα», που είναι και οι πιο δημοφιλείς: «Ποια είν’ η ζωή; Μην είναι η πλάσι… / μην είναι η λύσσα του πολέμου, ο πλούτος… / η φήμη; … / Της γης τα μεγαλεία τα είδα / την δίψα ανάβουν φλογερή / την σβύνει αγάπης μια ρανίδα…». Το ποίημα φέρει τον τίτλο «Η ζωή». Τίτλος που δόθηκε, σ’ αυτό το ποιητικό απόσπασμα, από τον αντιγραφέα ή υπήρχε ήδη στην πηγή, εκεί δηλ. απ’ όπου ο νεαρός μαθητής το αντέγραψε. Όπως και να ’χει συμβεί, το ποίημα αυτό φαίνεται πως παραπέμπει τον σπουδαστή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ίσα στην περίφημη νεκρώσιμη ακολουθία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος; Πού εστιν ο χρυσός και ο άργυρος; Πάντα ματαιότης…». Το μόνο που μένει είναι η αγάπη, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει». «Καλότυχος που θα τη βρη!»
Κι ο μαθητής ψάχνει να βρει «τη νέα ζωή που είν’ άγνωστον ακόμα τ’ όνομά της». Και ανθολογεί ένα ποίημα (53) από τις «Εκατό φωνές» της Ασάλευτης ζωής. Του δίνει τον τίτλο «Η νέα ζωή». Αντιπροσωπευτικό ποίημα του Παλαμά που συγκινεί ιδιαίτερα τον μαθητή, αφού γίνεται αναφορά στον άγιό του: «Ποιος είναι αυτός, παιδάκι μου; – Μαννούλα ο Αϊ-Δημήτρης». Ο Αϊ-Δημήτρης είναι για τον Παλαμά «ωραίος ως Έλλην». Δεν είναι άλλος από τον γνωστό Δεξίλεω, τον ανδρείο εκείνο Αθηναίο που παριστάνεται στην επιτύμβια στήλη (σώζεται μέχρι σήμερα στον Κεραμεικό) να υψώνει το δόρυ του εναντίον του εχθρού, ο οποίος έχει πέσει κάτω απ’ το άλογό του. Ο Παλαμάς γνωρίζει φυσικά την αντίστοιχη απεικόνιση του Αγίου Δημητρίου.
Μπορεί να απορήσει κανείς με την επιλογή τόσο του συγκεκριμένου ποιήματος όσο και του προαναφερθέντος «Το τραγούδι του Σταυρού». Ποιημάτων, λίγο ως πολύ, «αιρετικών», που απηχούν τον «πολυθεϊσμό» του Παλαμά, δηλ. την αντίληψή του για τη «θεολογική συνέχεια» του Ελληνισμού μέσω της κατά καιρούς θρησκευτικής του πίστης.
Από τη συλλογή Ίαμβοι και ανάπαιστοι ανθολογείται το ποίημα 3, το οποίο φέρει ως τίτλο τις δύο πρώτες λέξεις: «Δυο ματάκια». Ένα ποίημα που εκφράζει το «λυρισμό του εγώ». Άρα ικανό να συγκινήσει ένα νεαρό μαθητή που γυρεύει να ξαποστάσει στην ποίηση: «… και σάλευαν οι στίχοι / και τα ματάκια μιλούσανε / σαν αρμονίας ήχοι!». Ένα ποίημα-τραγούδι που αποδεικνύει περίτρανα αυτήν την «ακαθόριστη, ασυνείδητη σχεδόν μουσική προδιάθεση» η οποία διακατείχε τον ποιητή παιδιόθεν, όπως ο ίδιος ομολογεί.
Ένα τραγούδι-ύμνο συναντούμε στη συνέχεια ξεφυλλίζοντας το τετράδιο του Πατριάρχη. Το περιώνυμο τροπάριο της Κασσιανής, στην απόδοση του Κωστή Παλαμά (από τη συλλογή Βωμοί). Πρόκειται για την πιο γνωστή απόδοση του τροπαρίου στα νέα ελληνικά. Πολλοί λογοτέχνες και ποιητές επιχείρησαν κάτι ανάλογο. Όμως του Παλαμά το εγχείρημα έμεινε στην ιστορία. Εύλογη η προτίμηση του ανθολόγου μαθητού στο εν λόγω κείμενο. Το πρωτότυπο ήταν ασφαλώς οικείο σ’ αυτόν. Η ποιητική απόδοσή του στα νέα ελληνικά δεν μπορούσε παρά να ελκύσει το ενδιαφέρον του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η «Κασσιανή» του Παλαμά μελοποιήθηκε στα 1919 από τον μεγάλο Δημήτρη Μητρόπουλο. Μια σύνθεση για φωνή και πιάνο, γραμμένη για την Κατίνα Παξινού.
Από τον Κύκλο των τετραστίχων ο Δημήτριος Αρχοντώνης ανθολογεί το ποίημα με αριθμό 117:
«Στην αργατιά, στη χωρατιά, το χιόνι, η γρίππη, η πείνα, οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη!
Χειμώνας άγριος. Κ’ η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου!».
Ο μαθητής, γεννημένος στην Ίμβρο, σε τόπο αγροτικό και φτωχό, όπου οι άνθρωποι μοχθούν για την επιβίωση και η αγριότητα του χειμώνα σωρεύει μύρια προβλήματα σ’ αυτούς, εκφράζεται απόλυτα από το τετράστιχο του ποιητή. Έχοντας βιώσει τον αγώνα των καθημερινών ανθρώπων και για τα στοιχειώδη ακόμα, ξέρει να ευλογεί το Θεό για τα απλά πράγματα που του χορηγεί. Όπως είναι η θαλπωρή (κυριολεκτική και μεταφορική) της τροφού Σχολής του. Δεν επαναπαύεται όμως, γιατί η Εκκλησία είναι «των του Χριστού πενήτων», κι εκείνος θαρρεί πως ιδιοποιείται –μαζί με τον ποιητή– τη «ζέστα» εκείνων, των αδελφών των ελαχίστων.
Ένα ακόμα τετράστιχο, από τις Νύχτες του Φήμιου αυτή τη φορά (αρ. 58). Τον τίτλο δανείζεται, προφανώς, ο νεαρός αντιγραφέας από τον πρώτο στίχο:
«Σκύψε μες στο βιβλίο σου – μη ζητάς
προβλήματα, ρωτήματα, όλα να τα καταλάβεις·
μόνο την καρδιά σου να ρωτάς
μην παύεις».
Το τετράστιχο αυτό, επίγραμμα θα λέγαμε, του Παλαμά καταφάσκει στη γνώση («σκύψε μες στο βιβλίο σου»), αλλά δεν τη θεωρεί πανάκεια για την αναζήτηση νοήματος της ύπαρξης. Η καρδιά είναι το κέντρο. Ο νους του ανθρώπου πεπερασμένος, αδυνατεί να χωρέσει το μυστήριο της ζωής στην πληρότητά του. Η καρδιακή προσέγγιση των υπαρξιακών ερωτημάτων αναπληρώνει τα υστερήματα της γνώσης. Οδός αποφατική. Συμμετρική στάση της αγνωσίας και της σιωπής, της σιωπής «μιας παιδικής καρδιάς που ένα τίποτα τη βυθίζει στην έκσταση» (Stan Rougier).
Σ’ ένα άλλο τετράδιο, που περιέχει τις Εκθέσεις του Πατριάρχου όταν ήταν μαθητής (έκδοση του «Συνδέσμου των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών», Αθήνα 2000), περιλαμβάνεται και μία έκθεση με θέμα: «Το πατρικό σπίτι». Την έγραψε όταν φοιτούσε στην Ε΄ Γυμνασίου. Στην αρχή του κειμένου παραθέτει ένα δίστιχο από το γνωστό ποίημα του Παλαμά «Το σπίτι που γεννήθηκα». Και στη συνέχεια το σχολιάζει.
Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα:
«Ο Παλαμάς λέγει: … πάω στη φωληά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη, στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι. Το πατρικό σπίτι είναι φωληά, γιατί όπως τα μικρά πουλιά γεννιούνται και μεγαλώνουν μέσα στη φωληά τους έως ότου γίνουν ικανά να πετάξουν, έτσι και το παιδί γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στη φωληά του πατρικού του σπιτιού. Το πατρικό σπίτι είναι γάστρα, γιατί εκεί μέσα φυτρώνει το ώμορφο λουλούδι που λέγεται άνθρωπος. Το πατρικό σπίτι είναι πραγματικά το πρωί του κάθε ανθρώπου, γιατί μέσα σ’ αυτό ανατέλλει και αρχίζει η ημέρα της ζωής του. Είναι μαγνήτης γιατί, όπου κι αν πας σε έλκει, σε τραβά κοντά του, όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα του σιδήρου».
Ο σχολιασμός αυτός, ας σημειωθεί, οφείλεται σ’ ένα ρωμηόπουλο που φοιτά στη Χάλκη της Κωνσταντινούπολης τη δεκαετία του 1950. Ο Παλαμάς ήταν εκεί. Δικαιώνεται, έτσι, ο Γ. Σεφέρης ο οποίος έγραψε πως «ο Κωστής Παλαμάς υπάρχει παντού όπου υπάρχει ελληνική φωνή».
Τέλος, στο τετράδιο με τα ποιήματα ανθολογείται και το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη «Απόκριση στον Παλαμά». Μέσα σε τέσσερις στροφές ο Δροσίνης επισημαίνει την κοινή αρχή, τη συνοδοιπορία με τον Παλαμά στο δρόμο της ποίησης, αλλά ομολογεί, εν κατακλείδι, απερίφραστα την υπεροχή του Παλαμά: «… στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα / λίγο θυμάρι του βουνού με φτάνει». Δεν είναι τυχαία η επιλογή του ποιήματος αυτού από τον Δημήτριο Αρχοντώνη. Εκφράζει, προφανώς, και το θαυμασμό του μαθητού για τον ποιητή-θρύλο. Ο Παλαμάς –όπως είπε ο Δροσίνης σε συνέντευξή του στον Κωστή Μπαστιά– «θυμάται ακόμη στίχους που είχε αποστηθίσει όταν ήταν μικρό παιδί δέκα και δώδεκα χρονών». Από μικρός ασχολήθηκε ο Παλαμάς με την ποίηση. Μαθητής του Γυμνασίου ο σημερινός Πατριάρχης χάραξε την ποίηση στις πλάκες της καρδιάς του.
Αξίζει να τονισθεί το γεγονός ότι τα ανθολογούμενα υπό του μαθητού-Πατριάρχου ποιήματα του Παλαμά περιλαμβάνονται –πλην ενός– στην περίφημη Ανθολογία των Γ. Κατσίμπαλη-Ανδρ. Καραντώνη, που εκδόθηκε το 1973. Άρα η ανθολόγηση του Πατριάρχου είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, αντιπροσωπευτική, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι πρόκειται για μαθητική σπουδή. Εντρύφηση στο παραδεδομένο. Οι πηγές του μαθητού είναι, προφανώς, κάποια ανθολόγια ποίησης της εποχής ή σχολικά εγχειρίδια. Δεν επιλέγει κάποια από τα «ελληνοκεντρικά» ποιήματα του Παλαμά που ενσαρκώνουν τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά προτιμά όσα περιέχουν τη μεταφυσική αγωνία του, τη βαθύτατα δραματική πλευρά του εσωτερικού του κόσμου και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του.
Η ανθολόγηση του Παλαμά από τον Δημήτριο Αρχοντώνη, τον σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, επιβεβαιώνει αυτό που έγραψε ο ίδιος ο ποιητής: «Δεν μπορεί να είμαι μονάχα ποιητής του εαυτού μου. Είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου».
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στην αφιερωματική έκδοση Κωστής Παλαμάς. 60 χρόνια από το θάνατό του, περ. Το δόντι, Οκτώβριος 2003)
Ευχαριστώ τον φίλο φιλόλογο Δ.Κ. για την επιμέλεια του κειμένου.