ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Θόρυβος: Ἀκουστικὴ δυσοσμία. Ἀχαλίνωτη μουσική.
Κύριον παράγωγον καὶ διακριτικὸν τῆς Zivilisation"
(A. Bierce)
Ὡς γνωστόν, πολλὰ εἶναι τὰ προβλήματα μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει νὰ παλέψει καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία: Θεολογικά, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά. Καὶ μὲ τὰ πρῶτα μὲν ἀσχολοῦνται τὰ "Everest" τῆς ὑψηλῆς θεολογίας, καὶ καλῶς ποιοῦσιν, ἐνῶ μὲ τὰ δεύτερα οἱ εἴλωτες, οἱ ἐμπρηστές, οἱ καρβουνιάρηδες κ.ο.κ. Χρειάζονται βέβαια καὶ αὐτοὶ καὶ δὴ περισσότερον, γιὰ νὰ ἀλληλοσυμπληρώνονται!
Ἓνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι τὰ μικρόφωνα στὶς ἐκκλησιές μας, ποὺ "ἀντικατέστησαν" τὰ παλαιὰ ἐντοιχισμένα λαγήνια. Παλαιότερα ὅταν ξεχειλοῦσαν αὕτες, δὲν ὑπῆρχαν οὔτε καλοριφέρ, οὔτε μικρόφωνα, οὔτε ἐκτυφλωτικοὶ φωτισμοί. Σήμερα ἄλλαξαν βέβαια πολλά. Ἔτσι εἶναι ὁ πιστὸς καταδικασμένος νὰ ἀκούει ὄχι μόνον ἐδῶ, ἰδίως δὲ στὰ πανηγύρια, τὰς "μπρουϊτιστικάς" ἰαχάς κάποιων "ὑμνωδῶν", οἱ ὁποῖοι ὠρύονται γιὰ νὰ ἐκκωφάνουν τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸ θεαθῆναι. Ἐκτὸς ἂν καὶ οἱ ἴδιοι εἶναι κωφοί! Καὶ τοῦτο ἐντείνεται μὲ τὰ μεγάφωνα. Εὐτυχῶς δὲ ποὺ δὲν γίνεται αὐτὸ ἀκόμη καὶ μὲ τὰ CD! Βέβαια αὐτὰ προκαλοῦν καὶ τὶς διαμαρτυρίες τῶν "εὐσεβῶν" περὶ τὸν ναὸν περιοίκων, ὅπως καὶ οἱ καμπάνες. Σὰν νὰ μεριμνοῦν γιὰ τοὺς κωφούς, –ἰατρικῶς διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ κωφεύοντες–, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς ὅλο καὶ αὐξάνεται, συνεπείᾳ καὶ τῆς ἠχοφθορᾶς τῶν αὐτοκινήτων, τῶν δαιμονικῶν μοτοσυκλετῶν, τῶν ἀεροπλάνων, τῶν ποικίλων μηχανῶν, τῶν ραδιοφώνων μὲ τὰ Woofer ἠχεῖα, τὰ νταούλια, τοὺς ζουρνάδες, τὰ κλαρίνα καὶ τὰ ἄλλα "κεκραγάρια" τῆς ἠλεκτρονικῆς μουσικῆς. Τὸ μόνο ἐνδιαφέρον στὴν περίπτωση εἶναι ὁ "διάλογος τῶν κωφῶν", μεθοδευόμενος ὡς γνωστὸν ὑπὸ πλείστων.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία καὶ μία κοινότης πιστῶν, ζοῦν καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρίαν τοῦ ἤχου ἐν τῷ χώρῳ. Ἡ αἴσθησις ἑνὸς ἐπάνω -κάτω, ἐμπρός - ὀπίσω ὑπάρχει οὐχὶ μόνον διὰ τῆς ὁράσεως, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς ἀκοῆς. Ἐδῶ βέβαια πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ σημασία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ λόγου καὶ τοῦ ἀντιλόγου, τῆς ὁμιλίας, τῆς ψαλμωδίας, ὁ καταμερισμὸς τῶν ρόλων τοῦ μονολόγου, τοῦ χοροῦ καὶ ὅλων.
Ἡ τοποθέτησις μικροφώνων ὡδήγησε σὲ μία περιφρόνηση τῆς ἀκουστικῆς διαστάσεως τοῦ χώρου. Ἀναμφιβόλως ἡ κατανόησις τοῦ λόγου εἰς μίαν λαϊκοῦ χαρακτῆρος ἢ ἀλεξανδρινῆς κοινῆς λειτουργίαν, εἶναί τι λίαν σημαντικόν. Ἐξ ἑτέρας ὅμως πλευρᾶς μία ἀδιάκριτος τοποθέτησις τῶν μεγαφώνων ὁδηγεῖ ἀναγκαστικῶς εἰς μίαν πτώχευσιν τοῦ ἀκουστικοῦ αἰσθήματος. Οὕτω π.χ. προηγουμένως ἐκ λόγων οἰκοδομοτεχνικῆς καὶ συχνάκις λειτουργικῆς, δὲν ὑπῆρχεν ἑνιαῖος χῶρος, ἀλλὰ μεσαῖον κλίτος, Ἱ. Βῆμα, παρεκκλήσια κλπ. Τοῦτο ἀπέδιδε ἕναν διακριτικὸν ἦχον εἰς τὸν ἀκροώμενον: πλησίον - μακράν, ἐντατικόν - ἤπιον κλπ. Ὑπῆρχεν ὡσαύτως διαφορὰ μεταξὺ τῆς γενικῆς προσευχῆς καὶ τῆς κατ’ ἰδίαν.
Σήμερον τὸ μικρόφωνον καθιστᾶ δυνατὸν νὰ ἀκούωνται σαφῶς μὲν ὅλα ὑπὸ ὅλων καὶ παντοῦ, ὅμως μὲ ὁμοιότητα, ἄνευ διακρίσεως, καὶ μὲ ἀνίαν. Οὕτω προκύπτει καὶ ἐδῶ ὡσαύτως μία ἀπώλεια ἀντικειμενικότητος, ἑορτασμοῦ καὶ ἀλλαγῆς, ἐμφανίζεται μάλιστα μία κυριαρχία τοῦ λόγου ἐκ τοῦ κινδύνου διαστροφῆς του καὶ ὑπομνηματήσεως. Ἐπίσης μία ἀπώλεια τοῦ χωρικοῦ αἰσθήματος καὶ τῆς κατευθύνσεως. Τὸ οὗς δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ ἐξακριβώσει τὸ πόθεν προέρχεται ὁ ἧχος πρωταρχικῶς, ἔμπροσθεν ἢ ἀπὸ τὰ πλάγια, ἄνωθεν ἢ κάτωθεν, ἐκ τοῦ Ἄμβωνος ἢ τοῦ Ἱ. Βήματος, διότι τὰ διεσπαρμένα εἰς ὅλον τὸν ναὸν μεγάφωνα, δημιουργοῦν μίαν ὁμοιόμορφον ἠχητικότητα εἰς τὸν χῶρον.
Ὡς ἀκραία δὲ περίπτωσις δύναται νὰ ἀναφερθεῖ ἡ νεοτάτη ἐξέλιξις μὲ ἓν μεγάφωνον εἰς τὸ κέντρον τῆς ὀροφῆς. Οἱ πιστοὶ ἀκούουν τὰ πάντα ἄνωθεν ὡς ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἐξ οὐρανοῦ, ὅμως μόνον οἱ εὐρισκομένοι πλησίον τοῦ Ἄμβωνος ἢ τοῦ Θρόνου βλέπουν τὸν λειτουργὸν νὰ κινεῖ τὸ στόμα!
Οἱ δυνατότητες τοῦ ἠλεκτροφωτισμοῦ καὶ τῆς ἠχοφορτίσεως τοῦ χώρου τοῦ ναοῦ, ἔχουν μὲν τὸ προτέρημα νὰ δημιουργήσουν προϋποθέσεις διὰ τὴν ἀκριβῆ διαπίστωσιν ἐκείνου τὸ ὁποῖον δέον νὰ θεαθεῖ καὶ νὰ ἀκουσθεῖ. Ὅμως ἐγκυμονοῦν καὶ τὸν κίνδυνον, ὅτι ἡ συμβολικὴ γλῶσσα τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ ἤχου θὰ παραμεληθεῖ ἢ θὰ καταστραφεῖ. Τοιουτοτρόπως τεχνικαὶ ἐπιτυχίαι ἐὰν δὲν τοποθετηθοῦν ὀρθῶς, δύνανται νὰ ὀδηγήσουν εἰς τὴν ἀπώλειαν σημαντικῶν διαστάσεων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου1. Ἀκουέτωσαν τοίνυν οἱ διαχειριζόμενοι τὰ κοινά, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν ὅτι οἱ ναοὶ δὲν εἶναι κέντρα διασκεδάσεως ἢ Music Hall!
Εὐχόμεθα νὰ μὴν ζήσωμεν καὶ ἡμεῖς τὸ τοῦ διαπρεποῦς καὶ μανιακοῦ ποδοσφαιροθεάμονος Ἀρχιθύτου, τὸν ὁποῖον καλημέρησέν ποτε ἄξιος διδάσκαλος. Οὗτος δὲ ἀπήντησεν: Ἐγὼ δὲν πηγαίνω σὲ τέτοια μάτς (Fenerbahçe – Besiktaş)!
_______________________________________________
1- T. Egloff, Der Klang im Gottesraum, Publik-Forum ἀρ. 11, 29 (1995) 109.