Η παράδοση του Τόμου της ανεξαρτησίας και πατριαρχίας στην Εκκλησία της Γεωργίας, στις 23 Μαρτίου 1990, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο φωτογραφία: Νικόλαος Μαγγίνας |
Του θεολόγου - ιστορικού Αριστείδη Πανώτη
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Στις 17 Μαρτίου 1991 διεξάγεται στη Ρωσία το πρώτο ελεύθερο Δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή των Κρατών της Σοβιετικής Ενώσεως σε μία Ομοσπονδιακή μορφή Πολιτειών και η πρώτη χώρα που θέλησε να αποδεσμευθεί από την δεσποτεία της Μόσχας ήταν η Γεωργία, ευρισκόμενη στην ανατολική πλευρά του Εύξεινου Πόντου.
Η χώρα αυτή έχει μακρότατη εθνολογική ιστορική παράδοση εμπλεκόμενη ακόμη και με την Ελληνική Μυθολογία στους μύθους του Ηρακλέους, του Προμηθέα και της Πανδώρας, αλλά και με την αργοναυτική εκστρατεία στη χώρα των Κολχών. Η Εκκλησία του Χριστού ενωρίς συνδέεται με την «Διασπορά του Πόντου» (Α΄ Πέτρ. α΄1) από την Ημέρα της Πεντηκοστής (β΄. 8-10) που περιλαμβάνει την πέραν του Ριζαίου της Χαλδίας περιοχή της Ποντο-Κολχίδας και Ιβηρίας. Η παράδοση επεκτείνει τον ευαγγελισμό του καυκασιανού λαού και στον περιελθόντα τον Πόντον Απόστολο Ανδρέα και αργότερα με τους κόπους των Σύρων ιεραποστόλων και της ισαποστόλου Αγίας Νίνας, που συνέστησαν την τοπική Εκκλησία, που παραμένει συνδεδεμένη με το Αποστολικό κέντρο της Αντιοχειανής Εκκλησίας μέχρι το 545. Αυτή η απήχηση του ευαγγελικού κηρύγματος συνετέλεσε ώστε στα μέσα του 4ου αιώνα να υπάρχει το ανάλογο πλήθος του εκκλησιαστικού πληρώματος που επέβαλε στον βασιλέα Μίριαν το 337 να καταστήσει την Εκκλησία επικρατούσα στο κράτος του, όπως είχε πράξει πριν λίγα χρόνια το ίδιο και ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος στην επικράτειά του.1 Με την προστασία των φιλόχριστων βασιλέων μαρτυρείται περί τα μέσα του 5ου αιώνα στην Γεωργία αρχιεπίσκοπος καλούμενος «Καθολικός», όχι τόσο επειδή ήταν επικεφαλής των εκεί επισκόπων, αλλά διότι το αξίωμά του συνόψιζε και εξέφραζε όλο το ιερό κύρος των «πρεσβείων» που προέκυπτε εκ της Αρχής της «Προγενητικότητός» του μέσα στην τάξη της Εκκλησίας. Η τάξη αυτή επανασυνδέει το προσωπικό χάρισμα του εκάστοτε αρχιεπισκόπου με την πηγή της αποστολικότητος που κληρονόμησε.2
Η υψηλής στάθμης Γραμματεία των Γεωργιανών αρχίζει τόσον με την γεωργιανή μεταγλώττιση της Αγίας Γραφής και των κειμένων της θείας λειτουργίας, όσο και εκ της καλλιεργείας της μοναστικής ευσέβειας. Αλλά και η έκφραση των ιερών βιωμάτων κλήρου και λαού στις λειτουργικές τέχνες έδειξε το ύψος της ευαισθησία και της πνευματικότητός τους.3 Η Εκκλησία αυτή παρακολουθεί την πορεία της συνοδικής διατυπώσεως των δογματικών αληθειών της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας και μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο του 381 παρακολουθεί και συμμετέχει σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους που καθώρισαν την Χριστολογική πίστη της Ορθοδοξίας.
Επί πλέον κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 431, όταν διατυπώνεται η Θεομητορική τιμή και τότε ως θυγατρική Εκκλησία της Αντιόχειας, παρακολουθεί την θέσπιση του 8ου κανόνα περί ανεξαρτησίας (αυτοκεφαλίας) της Κυπριακής Εκκλησία και προβληματίζεται για την επικίνδυνη επικοινωνία με την Αντιόχεια, ενώ η δια θαλάσσης πλεύση προς την Κωνσταντινούπολη είναι ευχερέστερη.
Όταν έλαβαν πάλι διαστάσεις οι δογματικές έριδες περί του μονοθελητισμού και του μονοενεργητισμού, συγκλήθηκε το 680-1 η Στ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία ξεκαθάρισε τις παρερμηνείες και διατύπωσε την ορθόδοξη πίστη περί της θελήσεως και των ενεργειών του θείου προσώπου του Ιησού Χριστού. Η Σύνοδος αυτή συνεκλήθη στο ιερό «σεκρέτο» των Ανακτόρων της βασιλεύουσας επί του Κων/πόλεως Γεωργίου, με τη συμμετοχή 174 επισκόπων. Μεταξύ αυτών παρέστησαν και ιεράρχες εξ Ιβηρίας και Κολχίδος, μέλη της Ιεράς Συνόδου της χώρας τους που είχαν πλέον σχέσεις με την Βασιλεύουσα.
Τα πρώτα μοναστικά κέντρα της στο όρος Ιαλόν και Ζενταζαντελί εξελίχθηκαν σε φωτεινούς πυρήνες διαδόσεως της ορθόδοξης πνευματικής ζωής και εξ αυτών προήλθαν ασκητές και μαθητές του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που έφθασαν και μέχρι το Άγιον Όρος. Μεταξύ των ετών 975-1150 οι αριστοκρατικές οικογένειες των Ιβήρων συνδέονταν στενά με τους βασιλεύοντες οίκους των αυτοκρατόρων της Κων/πόλεως. Παράδειγμα είναι η φιλομόναχη οικογένεια των Τορνικίων, που ήταν συνδεδεμένη ήδη από το 963 με τον εκ Τραπεζούντος Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Οι Τορνίκιοι απεκδύθηκαν το μοναχικό ράσο και εβοήθησαν στην καταστολή στάσεως κατά του Βασιλείου Β΄ του Μακεδόνα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος ενδύθηκαν πάλι το σχήμα του μοναχού και για τη συμβολή τους παραχωρήθηκε το 979 η περιοχή που κτίστηκε η περίφημη μονή Ιβήρων στο Άγιον Όρος και εκεί πλέον εγκαταβίωσαν ο Ιωάννης ο Ίβηρ και ο υιός του Ευθύμιος, καθώς και σειρά Ιβηρίων πατέρων που αναδείχθηκαν και σπουδαίοι Αγιορείτες. Μεγάλη ακμή των σχέσεων Κων/πόλεως και Γεωργίας σημειώνεται από το 1134 μέχρι το 1230 και φαίνεται ότι τότε ανανεώθηκε η ανεξαρτησία και η πατριαρχική τιμή της Εκκλησίας της Γεωργίας από Μεγάλες Συνόδους στην Κων/πολη. Μετά την Άλωση της Κων/πόλεως το 1453 η περιοχή της Ποντο-Κολχίδας απομονώθηκε από το χριστιανικό κέντρο της Ανατολής και άρχισε η μακρά και δεινή περιπέτειά της από τις επιδρομές αλλόφυλων και ετερόθρησκων ασιατικών λαών, που εποφθαλμιούσαν τη γη και την πρόοδο, την πολιτιστική ανωτερότητα και ευγένεια του εκεί λαού, που αποκτήθηκε με τις πανάρχαιες σχέσεις μετά των Κολχών και Ιβηρίων και με τον Μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο, αλλά και με τις ελληνικές ρίζες των αποίκων του Πόντου και της Κριμαίας.
Το 1510 ο Οθωμανικός στρατός εισβάλλει στη Γεωργία και την λεηλατεί. Έκτοτε το μέχρι τότε ανεξάρτητο κράτος της Γεωργίας δέχθηκε αλλεπάλληλες εισβολές Τουρκομάνων και Περσών και το 1724 μοιράστηκε η χώρα μεταξύ των Οθωμανών και των Περσών. Το 1795 οι Πέρσες Σηΐτες κατέλαβαν όλη τη χώρα. Τότε ο ηρωϊκός βασιλέας Ηράκλειος Β΄ κατέφυγε στα όρη και σχημάτισε αντάρτικο σώμα και πολέμησε τους εισβολείς μέχρι το 1798 που έπεσε μαχόμενος. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Γεώργιος ΙΒ΄ που για να εκδιώξει τους Πέρσες από τα εδάφη του, ζήτησε την προστασία του ομόδοξου Τσάρου της Ρωσίας. Εκείνος για να παρέμβει στη Γεωργία ζήτησε την προσάρτηση της χώρας στην Ρωσική Αυτοκρατορία και ο τελευταίος βασιλέας της χιλιόχρονης δυναστεία των Μπαγκρατιόνι αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του τότε Τσάρου Παύλου Α΄, που δολοφονήθηκε πριν αναγκασθούν οι Πέρσες να επιστρέψουν στη πατρίδα τους. Αυτή την μονομερή προσάρτηση την επικύρωσε και πάλι στις 12 Σεπτεμβρίου 1801, ο νέος Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ που στράφηκε εναντίον των Περσών. Ο Τσάρος αυτός αντιμετώπισε τον Μ.Ναπολέοντα και μετά στάθηκε ο πρωταγωνιστής της αντεπαναστατικής «Ιεράς Συμμαχίας» του 1815. Ο Τσάρος επηρεαζόταν από μυστικιστικές φαντασίες των τότε καιρών και μεταξύ αυτών ήταν και εκείνη περί της «Τρίτης Ρώμης» που τον κατηύθηνε να επιδιώκει τον γιγαντισμό του κράτους του «δια της Εκκλησίας» κατά το παλαιόν καταθύμιον του τσαρισμού από την εποχή της περιβολής της Μητροπόλεως Μόσχας με την πατριαρχία! Φαίνεται ότι μάλλον διαφωτιστές κληρικοί της εποχής τον συμβούλευσαν, όπως έπραξαν οι Εικονομάχοι του 8ου αιώνα, να παρερμηνευθούν και καταπατηθούν πολιτειοκρατικά οι επίμαχοι σχετικοί κανόνες των δύο Οικουμενικών Συνόδων, ο 8ος και 17ος της Δ΄ και της Πενθέκτης ο 38ος,4 Με την παρερμηνεία αυτών των κανόνων η τσαρική εξουσία συνέχισε τις δολοπλοκίες του 1686 που διέπραξε για να αφομοιώσει την Μητρόπολη Κιέβου και το 1811 προσάρτησε αυθαίρετα εκ της Μητροπόλεως Μολδοβλαχίας, που εκκλησιαστικά ανήκε στο Πατριαρχείο της Κων/πόλεως, την επαρχία της Βεσσαραβίας, κατοικούμενης υπό των Μολδαβών, στερώντας από τον αρπαγέντα πληθυσμό των 1.400.000 ψυχών το δικαίωμα να προσεύχονται στη μητρική τους γλώσσα, επιβάλλοντας κάθε ιεροπραξία να διεξάγεται μόνον στη ρωσική γλώσσα για να χάσουν την ταυτότητά τους και να εκρωσιστούν! Τότε το Φανάρι συνέστησε στους Μολδαβούς να συνδεθούν με την Μπουκοβίνα για να μην χάσουν την ελευθερία της ταυτότητός τους, ότι είναι μέρος του ορθοδόξου ρουμανικού λαού. Η Μόσχα επέβαλε από τις αρχές του 19ου αιώνα έπρακτα τον εκρωσισμό για να αλώσει τις καρδιές των ορθοδόξων λαών με τον πανσλαβικό «Εθνοφυλετισμό» της. Αυτό όμως και ανάγκασε το τρίτο μισό του 19ου αιώνα τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία να καταδικάσουν το 1870 την κακοδοξία αυτή ως κοσμική πλάνη και αντιεκκλησιαστική αίρεση.
Το 1818 άρχισε και η αποδιοργάνωση και εκμηδένιση της Γεωργιανής Εκκλησίας με την αντικανονική παρέμβαση της υπό τσαρικό έλεγχο Ι. Συνόδου της Πετρουπόλεως. Πρώτον έπαυσαν τον Ίβηρα «Καθολικόν» Αντώνιον και και ύστερα διέλυσαν τις 20 εκκλησιαστικές επαρχίες στην Ιβηρία, Ιμερετία, Μιγγρελία, και Γουρία και απέλυσαν «ολόκληρη τη σειρά των Γεωργιανών αρχιερέων» χωρίς την συνοδική διαγνώμη τους και να ληφθεί πρόνοια φιλανθρωπίας για την ζωάρκειά τους. Με τον ίδιο αυταρχικό και αντικανονικό τρόπο συγχώνευσαν την αρχαία και ιστορική αυτή Εκκλησία της Γεωργίας ως μία απλή Μητρόπολη της ρωσικής Εκκλησίας!5
Το 1821 η Σύνοδος της Πετρουπόλεως διόρισε ως Έξαρχον Ρώσο μητροπολίτη με βοηθούς Ρώσους επισκόπους, που λειτουργούσαν μόνο ρωσικά σε λαό άλλης γραφής και γλωσσικής οικογένειας. Στην επαρχία της Σουχούμης ο βοηθός επίσκοπος του Εξάρχου Αρσένιος παρ’ότι το 65% ήταν Γεωργιανοί και το 5% ήταν Έλληνες, δηλαδή το 70% των εκκλησιαζόμενων δεν γνώριζαν σλαβονικά, απαγορευόταν η χρήση της μητρικής τους γλώσσας επιδιώκοντας τον βίαιο εκρωσισμό τους. Το 1829 με την προσάρτηση της επαρχίας Κάρτλι ολοκληρώθηκε η Ρωσική κυριαρχία σε ολόκληρη τη Γεωργία. Αυτός ήταν πραγματικός διωγμός αρχαίας Εκκλησίας και συνέπεσε με τα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως και τον απαγχονισμό του πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Οι αντιδράσεις των Τούρκων ήταν σκληρότατες κατά του Πατριαρχείου και δεν επέτρεπαν ουδεμία παρέμβασή του στο δράμα της Εκκλησίας της Γεωργίας. Η κατάσταση αυτή άφησε αποίμαντο τον γεωργιανό λαό και ιδίως την νεότητά του που εγκαταλείφθηκε έρμαιο των αθεϊστικών θεωριών. Αυτή η οδυνηρή κατάσταση της Γεωργιανής Εκκλησίας συνεχίστηκε μέχρι το 1917, που διεκδίκησε ο λαός της την πλήρη εθνική και εκκλησιαστική ανεξαρτησία από τη Μόσχα. Όταν το 1918 αποφασίστηκε η επαναφορά της ρωσικής πατριαρχίας και εκλέχθηκε ο νέος πατριάρχης Τύχων, προσέφυγαν σε αυτόν οι κληρικοί και λαϊκοί της Γεωργίας και τότε ο νέος Πατριάρχης βρισκόταν σε δεινή εσωτερική και εξωτερική θέση. Εσωτερικά αμφισβητούσε την εκλογή του δια κληρώσεως ο Κιέβου Αντώνιος και οι μεταρρυθμιστές που διέβλεπαν επιστροφή στην συντηρητική νοοτροπία της Αυτοκρατορικής Εκκλησίας. Οι εξωτερικοί αντίπαλοι ήταν πάσης μεταφυσικής αντιλήψεως και είχαν πληθυνθεί και εκτός των διανοούμενων και στον απλό κόσμο. Φορτώθηκαν όλες τις κακοδαιμονίες της ζωής στο κράτος και στην υποχείριά του Εκκλησία και ο επαναστατικός οίστρος ογκούτο. Ο Τύχων διέβλεψε την ερχόμενη λαίλαπα και παρέπεμψε το «Γεωργιανό ζήτημα» στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ παραμονές της παραιτήσεώς του το 1918. Αυτό μας το αναφέρει ο Σάρδεων Μάξιμος στην γνωστή αξιόλογη μελέτη του που εκδόθηκε το 1972.6 Το Γεωργιανό ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές μέχρι που ο αποπεμφθείς Γεωργιανός ιεροσπουδαστής Ιωσήφ Τζουγκοβίλι (Στάλιν 1878-1953) το 1923 ανέστησε και επανασυνέδεσε την Εκκλησία της πατρίδας του με την ρωσική τοποτηρητεία.
Η έναρξη της ιεροτελεστίας ευλογίας του Τόμου αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Γεωργίας στην λεγόμενη αίθουσα της «Παναγίας» στο Φανάρι το 1990. |
Κατά την περίοδο του «Αναθεωρητισμού» (Περεστρόϊκα) στην ΕΣΣΔ το 1990 Ίβηρες εκκλησιαστικοί μελέτησαν τον ασφαλή τρόπον ανακτήσεως του ιστορικού παρελθόντος της Εκκλησίας τους και ακολούθησαν την κανονική οδό λήψεως του ζητούμενου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατά τον τρόπο που απέκτησαν την εσωτερική αυτοδιοίκησή τους όλες οι ορθόδοξες νεότερες Εκκλησίες. Τελικά όταν διαπιστώθηκε η ομόθυμη επιθυμία του γεωργιανού πληρώματος να αποκτήσει και πάλιν κατά την ορθόδοξη Εκκλησιολογία την αρχαία αυτοδιοίκησή του με Προκαθήμενο και Ιεραρχία, ανατέθηκε στον μακαριστό μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο η όλη μελέτη του θέματος και εκείνος εργάστηκε στην βιβλιοθήκη της Χάλκης επί μήνες και συνέταξε την σχετική ΄Εκθεση και την κατέθεσε στον πατριάρχη Δημήτριο, ο οποίος με την συνοδική συμφωνία άσκησε το κανονικό του δικαίωμά του και επανασυνέστησε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Γεωργίας με την τιμή της πατριαρχίας στις 3 Μαρτίου 1990. Τον σχετικό Τόμο παρέλαβε από την χείρα του Πατριάρχου Δημητρίου ο εκλεγείς «Καθολικός» της Γεωργίας, αρχιεπίσκοπος Μτσχέτης και Τιφλίδος και Μητροπολίτης Σαχούμης και Αμπχαζίας Ηλίας Β´, ο κατά κόσμον Ηρακλής Σισλασβίλι, που συγκρότησε πλέον μια ζώσα Εκκλησία με κανονική Ιεραρχία από 45 επαρχίες. Αυτή η Εκκλησία διοικεί τις 486 ενορίες και τις 65 μονές της και ευαγγελίζεται τον λαό του Θεού εκ της μακράς αθεΐας. Υπάρχουν δύο Θεολογικές Ακαδημίες και 7 Ιεροσπουδαστήρια και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όμως η Μοσχόβια δεσποτεία επιχειρεί αντικανονικά και πάλι να ελέγξει εδάφη της Γεωργίας, όπως έπραξε και στην Ουκρανία με πολεμικές επιχειρήσεις, και απειλεί τις ημέρες μας το Πατριαρχείο της Γεωργίας με «εισπήδηση» στην Αμπχαζία, την Τσχιβάλη, το Κιργιζιστάν και την Αρκτικάς, προς συνεχή απειλή της Εκκλησίας Γεωργίας, η οποία με ρωμαλέο φρόνημα αντιδρά. Η Εκκλησία της Ρωσίας συνεχίζει την αυταρχική τακτική του ολοκληρωτικού γένους ως «εκ των εν τοις βαρβαρικοίς» και για να ηγείται διαιρεί έθνη που προτιμούν την εκκλησιαστική ευταξία τους, όπως συνέβη στην Εσθονία, στην Ουκρανία και τώρα ετοιμάζεται να πράξει το ίδιο και στη Γεωργία! Αυτό δείχνει πως η ρωσική πατριαρχία έχασε πλέον την εκκλησιαστικότητά της και απλά υποδύεται κοσμικό ρόλο με άμφια ορθόδοξων λειτουργών, κάτι που θυμίζει είδος κρατικοποιημένης κοσμικής «Ουνίας». Για να πετύχει αυτό το ρόλο μετακυλίστηκε από τον «Τσαρισμό» στον «Σοβιετισμό» και τώρα κατέληξε στον «Αναθεωρητισμό» της Περεστρόϊκας, όπου επιχειρείται η Νεορωσική αλχημεία κράσεως και μείξεως του «Εθνοφυλετικού» κυκεώνα, προς πόσιν των υπό της άρκτου κηδεμονευόμενων. «Αυτοί όψονται», που για να απογαλακτιστούν από την Μητέρα τους Εκκλησία απομακρύνθηκαν, από το ελληνικό πατερικό πνεύμα της Ορθοδοξίας.
Α.Π.
Ο επίσκοπος Σενανοβανίας Ηλίας και ο άρχων Αριστείδης Πανώτης κατά την Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη σε προσκύνημα στον Πανορμίτη της νήσου Σύμης το 1964. |
_____________________________________________________
1. Θ.Η.Ε. τ. 6ος, σελ. 696-700.
2. Εξ αυτού και κατά στην Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη Ρόδου το 1964 ο τότε Ίβηρας επίσκοπος Σενανοβανίας Ηλίας, σημερινός Πατριάρχης Γεωργίας, εζήτησε να αποκατασταθεί η τάξη στα «Δίπτυχα της Ορθοδοξίας», διότι η Εκκλησία του πρέπει να ακολουθεί εκείνη της Κύπρου και οπωσδήποτε προηγείται πολλούς αιώνες συστάσεως της πατριαρχίας στη Μόσχα.
3. J.Karst.Litterature georgienne chretienne. Paris. 1934 p.177.
4. Ιωάννου Παλαμήδη. Περί της αληθούς εννοίας του 17ου Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451). Αθήναι 2004, σσ. 95.
5. Έντυπη Επιστολή ευσεβούς Ρώσου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνον Ε΄. Εν Αθήναις 1899, σελ. 16. Ο συγγραφέας είναι μάλλον ο ιστορικός Ιβάν Σοκολόφ.
6. Σάρδεων Μαξίμου. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 334.
Ακόμη μια φορά ο εγκρατής περί την εκκλησιαστικήν ιστορία άρχων Αριστείδης Πανωτης αποδεικνυει με την οξυγραφο καλαμον του ότι αποτελεί στιβαρον βραχίονα της ΜΧΕ που κονιορτοποιει με αδιάσειστα στοιχεία τα εωλα επιχειρήματα των κηνσορων της Τρίτης Ρώμης.Εχει συλλάβει-οντας διεισδυτικος- κατά θαυμαστό τρόπο το σκέπτεσθαι του "ξανθού" Γένους των Ρώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου θυμίζει την διεισδυτικότητα ως προς την ψυχολογία και το σκέπτεσθαι του Τούρκου, πού κατείχε ο ταπεινός φωτογράφος Δ.Καλουμενος και ο..εξ απορρητων του πολιου Πατριάρχου Αθηναγόρου, που πολλάκις τον έσωσε από παγίδας,ως οιονει αφοσιωμένος κατάσκοπος!
Εύγε άρχον!
Θα έπρεπε η Εκκλησία να σας αξιοποιούσε ενεργότερον.
Η διεισδυτικοτης και διορατικότητα σας είναι απαράμιλλη.!
Κρίμα που η στάση σας δεν βρίσκει μιμητες..Λαμπρές πένες ...αδρανουν.!
Γράψτε, γράψτε.!