________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


12/27/2019

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ ΜΕΛΙΤΩΝΑ

Ο μακαριστός Χαλκηδόνος Μελίτων κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία του σημερινού Οικουμενικού Πατριάρχου
Βαρθολομαίου (25-12-1973)

Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου 
κ. κ. Βαρθολομαίου 
εἰς τήν Ἡμερίδα πρός τιμήν τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος 
ἐπί τῇ συμπληρώσει τριακονταετίας ἀπό τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ 
(Φανάριον, 14.12.2019)

Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί, 
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες, 
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, 
Τιμῶμεν σήμερον, ἐπί τῇ συμπληρώσει τριακονταετίας ἀπό τῆς ἐκδημίας αὐτοῦ, τήν μνήμην τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατρός τῆς ἡμῶν Μετριότητος Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, μιᾶς ἐμβληματικῆς ἐκκλησιαστικῆς φυσιογνωμίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δι᾿ ἡμᾶς πρότυπον εὐόρκου ἀσκήσεως τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί θυσιαστικῆς μερίμνης διά τήν ἔνθεον καί κανονικήν λειτουργίαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἑνός χαρισματικοῦ κήρυκος τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγωνιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁραματιστοῦ καί ἀνθρώπου τοῦ διαλόγου. Διηκόνησεν ἐπί δωδεκαετίαν καί πλέον τήν Ἐπαρχίαν Ἴμβρου καί Τενέδου, ὑποδειγματικῶς ὡς «ἐπίσκοπος, τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας τήν προστασίαν ἐγχειρισμένος» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Τίτον Ἐπιστολήν, Α’, PG 62, 670), εὐαγγελιζόμενος τήν Ἀλήθειαν, ποιμαίνων τό λογικόν αὐτοῦ ποίμνιον μέ πατρικόν ἐνδιαφέρον καί στοργήν πρός κάθε πιστόν, συνεπής εἰς ὅσα ἀνήγγειλεν εἰς τόν ἐνθρονιστήριον αὐτοῦ λόγον ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ εἰς τήν Παναγίαν τῆς Ἴμβρου (31 Δεκεμβρίου 1950). «Πρός τάς ψυχάς Σας ἔρχομαι. Καί ἔρχομαι ἰδιαιτέρως διά τόν κάθε ἕνα. Αὐτή εἶναι ἡ διαρκής ἱερά ὁδοιπορία τῆς Ἐκκλησίας, πρός τήν κάθε ψυχήν, τήν μοναδικήν, τήν ἀναντικατάστατον, διότι διά τόν κάθε ἕνα ἰδιαιτέρως ὑπάρχει ἕνα μήνυμα τοῦ Θεοῦ, ὅτι μᾶς ἠγάπησε, μᾶς ἀγαπᾷ, καί μᾶς ἠγάπησε τόσον, ὥστε τόν μονογενῆ Υἱόν Αὐτοῦ ἕδωκεν ‘ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται ἀλλά ἔχῃ ζωήν αἰώνιον’. Εἰς τό σημεῖον τοῦτο εὑρίσκεται τό κέντρον, ὅλη ἡ οὐσία, ὅλο τό βάρος καί ἡ σπουδαιότης τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας» (Χαλκηδόνια. Μνήμη Μελίτωνος Χατζῆ, Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος 1913-1989, Ἀθῆναι 1999, σ. 27). 
Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά δίδῃ, ἔργῳ καί λόγῳ, τήν καλήν μαρτυρίαν περί τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων, εἰκονίζουσα τήν ἐσχατολογικήν πλήρωσιν τῆς Θείας Οἰκονομίας ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀνημμένος λύχνος τῆς Ἀληθείας πρέπει νά τοποθετῆται πάντοτε «ἐπί τήν λυχνίαν», διά νά λάμψῃ τοῖς πᾶσι καί νά φωτίσῃ τόν κόσμον. Ὅταν τοποθετῶμεν τόν λύχνον «ὑπό τόν μόδιον», τότε δέν ἐνδιαφερόμεθα πραγματικῶς διά τό φῶς. Ἔλεγεν ὁ μακαριστός Γέρων εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ναόν τῶν Ἀθηνῶν: «Δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία, καί μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νά νοηθῇ ὡς ἄσχετη πρός τή ζωή, πρός τούς καιρούς, πρός τήν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρός τά φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἁπλῶς ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη καί θεωροῦσα τά περί αὐτήν. Ὡς Ἐκκλησία εἴμεθα ἐμπεπλεγμένοι εἰς τήν πορείαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, εἰς τήν μεγάλην αὐτήν περιπέτειαν πού ὀνομάζεται ἱστορία, ἄγουσα εἰς τήν τελείωσιν τῶν ἐσχάτων. Ὑποκρινόμενοι τήν χθές ἀπουσιάζομεν ἀπό τήν σήμερον καί ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν». (Χαλκηδόνια, σ. 457). Τόσον ἡ φυγή ἐκ τοῦ κόσμου ὅσον καί ὁ συσχηματισμός μέ αὐτόν ἀγνοοῦν τήν «ὀργανικήν σχέσιν» τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμον καί τήν ἱστορίαν. «Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει μόνον ὡς ἐνσάρκωσις τοῦ Κυρίου ἐν τῷ κόσμῳ καί τῇ Ἱστορίᾳ καί συνεπῶς ζῇ τά προβλήματα τοῦ κόσμου ὡς ἰδικά της προβλήματα, καί ῾ἀναφέρει᾽ ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ ὅλας τάς ἀνάγκας τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἰς τόν Θεόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Θεία Λειτουργία γέμει τοιούτων ‘ἀναφορῶν’» (ὅ.π., σ. 460). 
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τό «μυστήριον τοῦ Καινοῦ» ἐν τῷ κόσμῳ, ζῇ ὡς μυστηριακή, λειτουργική καί διακονική κοινότης, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλευθερίας, «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν» (Γαλ. ε’, 1). Θεολογικῶς, ζωή ἐν Ἐκκλησίᾳ καί ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ταυτίζονται. Προσφυέστατα ὁ μακαριστός π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν τονίζει ὅτι κατ᾿ οὐσίαν δέν πρέπει νά ὁμιλῶμεν περί ἐλευθερίας «ἐντός» τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον «ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐλευθερία καί μόνον ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐλευθερία» («Ἡ ἐλευθερία στήν ἐκκλησία», στό ἔργο τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 1983, σ. 225). Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιολογία εἶναι πάντοτε καί θεολογία τῆς ἐλευθερίας. 

Ο μακαριστός Χαλκηδόνος Μελίτων και δίπλα του ως αρχιμανδρίτης
ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης 
Ἀπειλήν διά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «βιωμένης ἐλευθερίας» ἐθεώρει ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων τάς τάσεις ἐσωστρεφείας καί κλειστότητος εἰς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν ἄποψίν του, «ἡ μεγάλη ἀπειλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅταν αὐτή καταφεύγῃ εἰς τήν κινδυνώδη ἀσφάλειαν τῆς στατικότητος» (Χαλκηδόνια, σ. 235). Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἠγωνίσθη διά τήν ἀνοικτοσύνην τῆς Ἐκκλησίας, διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, διά τήν σύσφιγξιν τῶν διορθοδόξων σχέσεων καί διά τήν διαχριστιανικήν προσέγγισιν. Οὐσιαστική καί καθοριστική ὑπῆρξεν ἡ συμβολή του εἰς τήν προσέγγισιν Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης, εἰς τήν ἄρσιν τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1054, εἰς τήν ἀνάπτυξιν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Τό ὄνομά του θά παραμείνῃ ἐγχαραγμένον μέ χρυσᾶ γράμματα εἰς τάς βίβλους τῆς διορθοδόξου συνεργασίας καί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων. Ὑπῆρξεν ἐκκλησιαστικός ἀνήρ ἀνοικτῶν ὁριζόντων, συνεπής καί αὐθεντικός, πάντοτε εὑρίσκων λύσεις ἐνώπιον τῶν ἀδιεξόδων, πάντοτε προτάσσων τό ἀληθές συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέποτε ὀπαδός τοῦ θεολογικοῦ μινιμαλισμοῦ καί τῶν ἀγόνων συμβιβασμῶν.
Διά τόν στοχαστικόν καί βαθυστόχαστον Γέροντα, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι θεωρητικαί καί ἀφῃρημέναι ἀλήθειαι, ἀλλά ἡ διατύπωσις τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἰδίαν τήν Ἐκκλησίαν. Ἐπειδή τό δόγμα ἀναφέρεται πάντοτε εἰς τήν σωτηρίαν μας, ἡ ὀρθή ἑρμηνεία του προϋποθέτει τήν μετοχήν εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία τοῦ Τιμωμένου εἶναι ἔκφρασις τοιαύτης ἐκκλησιαστικότητος, ὡς διακόνου τῆς εὐχαριστιακῆς πραγματώσεως αὐτῆς. Φορεύς τοῦ «πνεύματος τῆς Χάλκης», τοῦ σφυρηλατηθέντος εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν του εἰς τόν Λόφον τῆς ἐλπίδος, διά τῶν ἀνεξιτήλων λατρευτικῶν βιωμάτων, τῆς λιτῆς καθημερινότητος καί τῆς κοινότητος τοῦ βίου, διά τῆς θεολογικῆς παιδείας, ἡ ὁποία δέν ἦτο ἀφῃρημένη καί ἄσαρκος γνῶσις, ἀλλά ἐπήγαζεν ἐκ τῆς πράξεως, κατά τό Πατερικόν «πρᾶξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Κ’, Περί θεολογίας καί καταστάσεως ἐπισκόπων ΙΒ’, Sources Chrétiennes 270, σ. 82). Τά βιώματα αὐτά ἐξησφάλιζον εἰς τόν λόγον του ὑπαρξιακόν τόνον, ὁ ὁποῖος ἤγγιζε τάς χορδάς τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων καί παρέπεμπε πάντοτε εἰς τό «ἕν, οὗ ἐστι χρεία», εἰς τό «ἀεί μυστήριον» τῆς πανσωστικῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας. 
Αὐτό τό μυστήριον ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία, ἡ πίστις, ἡ λειτουργική ζωή, τό ἦθος καί ἡ ποιμαντική διακονία της. Τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, ἡ ἀλληλοπεριχώρησις καί ἕνωσις, ἐν τῷ ἐνί προσώπῳ τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως «ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως», εἶναι ὁ αἰώνιος κανών τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. «Πάντων χρημάτων μέτρον Θεάνθρωπος». Ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν νεστοριανισμόν καί τόν μονοφυσιτισμόν, οἱ ὁποῖοι ἠρνοῦντο τήν ἀλήθειαν τῆς θεανδρικότητος. Ὡς ἐλέχθη προσφυῶς, τόσον εἰς τόν νεστοριανισμόν ὅσον καί εἰς τόν μονοφυσιτισμόν, «δέν μεταμορφώνεται ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἀνοίγει ὁ παγερός κλοιός τοῦ θανάτου, δέν γεφυρώνεται τό χάσμα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. ‘Τό γάρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον˙ ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καί σώζεται’. Τό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος εἶναι ὁ μίτος τῆς Ἀριάδνης πού σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς λαβυρίνθους τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἰδεαλισμοῦ». 
Ὁ μακαριστός Γέρων ἀναφέρεται συχνότατα εἰς τό θεόπνευστον ἔργον τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τονίζει ὅτι «ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὅσον οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ, ἐβιώθη καί ἐννοήθη τό μυστήριον τῆς Θεανδρικότητος τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, καί τοῦ προσώπου τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως ἐλατρεύθη, ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῇ, ὁ Κύριος, ὡς Θεάνθρωπος, πάντοτε ὡς Θεάνθρωπος. Οὕτως ἐβιώθη ὁ βίος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς βίος Θεανθρώπινος» (Χαλκηδόνια, σ. 111). Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνος, μέ τήν σαφῆ βιβλικήν βάσιν καί τήν σωτηριολογικήν ἀναφοράν του, διατηρεῖ καί σήμερον «τήν ἐπικαιρότητά του καί τήν ἄμεσον σχέσιν του μέ τόν κόσμον» (ὅ. π., σ. 210). Γράφει χαρακτηριστικῶς: «Σήμερον ζῶμεν εἰς μίαν ἐποχήν ‘οὑμανισμοῦ’, μίαν ἐποχήν ἀπορροφημένην ἀπό τήν σπουδαιότητα τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας, τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Καί εἰς τήν ‘οὑμανιστικήν’ αὐτήν ἐποχήν ὁ χαλκηδόνιος Ὅρος ὁμιλεῖ κατά ἕνα ἄμεσον καί δυναμικόν τρόπον ‘... ἕνα καί τόν αὐτόν... τέλειον ἐν θεότητι... τέλειον ἐν ἀνθρωπότητι’. Ὁ χαλκηδόνιος Ὅρος ἀποτελεῖ ἕνα ἀληθινόν ‘χάρτην ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων’, διότι ἑνώνει τόν Θεόν μέ τήν ἀνθρωπότητα, καί ἐγκεντρίζει τήν ἀνθρωπότητα εἰς τήν θείαν ζωήν, βεβαιῶν ὅτι ὁ Σωτήρ, ὁ μόνος καί ἀδιαχώριστος Χριστός, εἶναι Θεός καί ἀνθρωπος ταυτοχρόνως» (ὅ.π., σ. 210-11). 
Εἰς τά κείμενα τοῦ Χαλκηδόνος Μελίτωνος εἶναι κατατεθειμένη, τεθεμελιωμένη ἐπί τῆς ἀρχῆς τῆς θεανδρικότητος, μία ρωμαλέα καί βαθυστόχαστος «ἐκκλησιολογική ἀνθρωπολογία», ἡ ὁποία σήμε-ρον διεκδικεῖ ἰδιαιτέραν ἐπικαιρότητα, ἐνώπιον καί τοῦ γενικωτέρου ἐνδιαφέροντος διά τά ἀνθρωπολογικά θέματα καί τῆς ἐμφανοῦς στροφῆς καί τῆς θεολογίας πρός τήν ἀνθρωπολογικήν προβληματικήν. 
Καί ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως γίνεται σήμερον λόγος περί «ἀλλαγῆς παραδείγματος», περί μεταβάσεως ἐκ τῶν δογματικῶν εἰς τά ἀνθρωπολογικά καί ἠθικά θέματα. Τά ζητήματα αὐτά ὄχι μόνον ἀπασχολοῦν καί ἐπιβαρύνουν τάς διαχριστιανικάς σχέσεις, ἀλλά ὁδηγοῦν εἰς ἐντάσεις καί ἐντός τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν. Ὁ Καρδινάλιος Kurt Koch, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διά τήν προώθησιν τῆς Ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, σημειώνει σχετικῶς τά ἑξῆς: «Ἐνῶ εἰς τήν προγενεστέραν φάσιν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, τό κυρίαρχον σύνθημα ἦτο: ‘Ἡ πίστις χωρίζει - ἡ πρᾶξις ἑνώνει’, σήμερον ἰσχύει τό ἀντίστροφον: ‘ἡ ἠθική χωρίζει, ἐνῶ ἡ πίστις ἑνώνει’». Καί προσθέτει: «Ἐπειδή μέ τά ἠθικά θέματα συνδέονται συνήθως ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Οἰκουμενική Κίνησις καλεῖται σήμερον νά ἀναπτύξῃ μίαν οἰκουμενικῶς ἀποδεκτήν χριστιανικήν ἀνθρωπολογίαν» (Kurt Kardinal Koch, «Christliche Ökumene in der Bewährung», Ökumenische Rundschau 4/2011, σ. 482 - 491, ἐδῶ σ. 489). 
Προφανέστατα, τό πῶς βλέπομεν τόν ἄνθρωπον, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν ἐλευθερίαν καί τήν εὐδαιμονίαν του, προσδιορίζει καί τήν σχέσιν καί τήν συμπεριφοράν ἡμῶν πρός αὐτόν. Ἐάν θεωρῶμεν τόν ἄνθρωπον ὡς «homme machine», ὡς «ἄνθρωπον μηχανήν», τότε ἀνενδοιάστως δυνάμεθα νά τόν μετατρέψωμεν εἰς αντικείμενον. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατανοῇ τόν ἑαυτόν του ἁπλῶς ὡς «ἄνθρωπον», τότε μοιραίως ὁδηγεῖται εἰς ὑπαρξιακήν συρρίκνωσιν, μέ ροπήν καί φοράν πάντοτε πρός τάς ἀνάγκας τῆς βιολογικῆς του φύσεως καί τήν ἱκανοποίησίν των. Ὁ σύγχρονος «homme augmenté», ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ ἀνθρώπου μέ ἐξαιρετικάς ἱκανότητας καί δύναμιν χάρις εἰς τήν ἐπιστήμην καί τήν τεχνολογίαν, τοῦ κυριάρχου τῆς ἱστορίας καί τῆς φύσεως, εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ὁ «συρρικνωμένος ἄνθρωπος», ἐστερημένος τῶν δημιουργικῶν ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων του.
Κατέστη πλέον ἐμφανές, ὅτι ὁ προσανατολισμός γενικῶς εἰς τόν «ἄνθρωπον», ὄχι μόνον δέν ἐπαρκεῖ διά τήν ἀναγνώρισιν καί τήν προστασίαν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας, ἀλλά δι᾿ αὐτοῦ μᾶλλον δημιουργοῦνται αἱ προϋποθέσεις διά τήν ἐργαλειοποίησιν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀρχή τῆς θεανδρικότητος, τήν ὁποίαν προβάλλει ὡς εἴδομεν μετ᾿ ἐμφάσεως ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων, δύναται νά διαδραματίσῃ κεντρικόν ρόλον εἰς τήν σύγχρονον ἀνθρωπολογικήν συζήτησιν, λειτουργοῦσα ὡς θεμελίωσις τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. «Οὐδέν ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καί φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός (Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’, PG 150, 649). 
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ὁποίαν ὁ μακαριστός Γέρων ἀνέμενεν ὅτι «θά ἔχῃ νά διατυπώσῃ, εἰς γλῶσσαν σύγχρονον καί εἰς Ὅρους καί κανόνας κατανοητούς εἰς τόν σύγχρονον νοῦν, τό Δόγμα τῆς Χαλκηδόνος» (Χαλκηδόνια, σ. 112), προβάλλει εἰς τήν Ἐγκύκλιόν της τήν ἀρχήν τῆς θεανδρικότητος καί τόν θεανθρώπινον χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔναντι τοῦ συγχρόνου ‘ἀνθρωποθεοῦ’, προβάλλει τόν ῾Θεάνθρωπον᾿ ὡς ἔσχατον μέτρον τῶν πάντων: ‘Οὐκ ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα λέγομεν, ἀλλά Θεόν ἐνανθρωπήσαντα’ (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Γ’, 2, PG 94, 988). Ἀναδεικνύει δέ τήν σωτηριώδη ἀλήθειαν τοῦ Θεανθρώπου καί τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησίαν, ὡς τόπον καί τρόπον τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς, ὡς ‘ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ’ (πρβλ. Ἐφεσ. δ’, 15) καί ὡς μετοχήν, ἤδη ἐπί τῆς γῆς, εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ» (Ἐγκύκλιος, παρ. 10). 
Ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ θεανδρική ὑπόστασις τῆς Ἐκκλησίας βιοῦται καί ἐκφράζεται ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ἀπό τήν ὁποίαν τρέφεται σύνολος ἡ μυστηριακή ζωή καί ἡ κανονική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ζωογονεῖται ἡ μαρτυρία της ἐν τῷ κόσμῳ καί ἀναδεικνύεται ἡ ἐσχατολογική ὁρμή τῆς ζωῆς της. Συμμετέχοντες εἰς τήν εὐχαριστιακήν σύναξιν καί κοινωνοῦντες τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καθιστάμεθα «εὐχαριστιακοί συνδαιτυμόνες» τοῦ Κυρίου εἰς τό ἐσχατολογικόν Δεῖπνον, «κοινωνοί τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης» (Α’ Πέτρ. ε’, 1). Ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ βιοῦται λειτουργικῶς ὁλόκληρον τό μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὄντως, ἡ Ἐκκλησία ζῇ ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί δι᾿ αὐτῆς, κατά τήν ἔξοχον ρῆσιν τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα «Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη ... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα» (Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ΛΗ’, PG 150, 452 – 3). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ὀρθῶς ἔγραψεν, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθη διά νά τελῇ τήν Εὐχαριστίαν» (Ἡμερολόγιον 1973 – 1983, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 2002, σ. 53). 
Θεωροῦμεν ἰδιαιτέρως σημαντικήν τήν σύζευξιν, ὑπό τοῦ Χαλκηδόνος Μελίτωνος, τῆς ἀνθρωπολογίας μέ τήν ἐκκλησιολογίαν, μέ δεδομένον ὅτι σήμερον ἡ στροφή τῆς θεολογίας πρός τά ἀνθρωπολογικά ἐρωτήματα φαίνεται ὅτι ἐκτυλίσσεται ὡς λήθη τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως αὐτῆς μέ τήν ἀνθρωπολογίαν. Καί ἡ κοινωνική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνδέεται ἀρρήκτως μέ τήν Ἐκκλησιολογίαν. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τελῇ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, συνάγει εἰς ἕν σῶμα τούς πιστούς, ἄνευ διακρίσεως φυλῆς, φύλου, ἡλικίας, κοινωνικῆς θέσεως, μορφώσεως κ.λ.π εἰς ἕνα κόσμον εἰρήνης καί ἀδελφοσύνης, ὁ ὁποῖος εἰκονίζει τήν ἐσχατολογικήν «καινήν κτίσιν» (Β’ Κορ. ε’, 17), ἔνθα ὁ Κύριος τῆς δόξης «ἐξαλείψει πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων), καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. κα’, 4). 
Σοφῶς, κατά ταῦτα, ὁ μακαριστός Γέρων ἐτόνιζε τήν κεντρικήν θέσιν τῆς Ἐκκλησιολογίας εἰς τόν οἰκουμενικόν διάλογον. Καί ὁ ἅγιος Περγάμου ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἐκκλησιολογία ὀφείλει νά εἶναι ὁ κοινός ἄξων οἰκουμενικῆς προσπαθείας καί θεολογικῆς ἐργασίας. «Ἡ Ἐκκλησιολογία», γράφει, «πρέπει νά παύσῃ νά ἀποτελῇ μίαν ὑποενότητα τῆς δογματικῆς θεολογίας καί νά καταστῇ τό κέντρον καί ὁ πυρήν ὁλοκλήρου τῆς Δογματικῆς, τῆς Τριαδολογίας, τῆς θεολογίας τῆς δημιουργίας, τῆς Χριστολογίας, τῆς Πνευματολογίας, τῆς ἀνθρωπολογίας, τῆς ἐσχατολογίας, τῆς θεολογίας τῶν μυστηρίων κ.λ.π. Ὁφείλει ἐπίσης νά ἐμποτίζῃ τάς βιβλικάς καί τάς λειτουργικάς σπουδάς καί τήν Ποιμαντικήν» («Engagement oecuménique et recherche théologique. Quelques réflexions», Istina LIII (2008), σ. 13 – 22, ἐδῶ σ. 17-18). 
Ἱερώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ, 
Ὁ μακαριστός Γέρων ἦτο ψυχῇ τε καί σώματι ἀφιερωμένος εἰς τήν διακονίαν τῆς «ἀρχούσης καί πασχούσης» Μητρός Ἐκκλησίας. Ἠγωνίζετο νυχθημερόν δι᾿ αὐτήν, διά τήν προστασίαν καί κατοχύρωσιν τῶν δικαίων της, διά τήν καλήν μαρτυρίαν της ἐν τῷ κόσμῳ, διά τήν οἰκουμενικήν ἀποστολήν της. 
Κατά τάς χειροτονίας ὑπενθύμιζεν εἰς τούς κληρικούς τήν μεγάλην ἀξίαν καί τήν εὐθύνην τῆς ἱερωσύνης καί ἐτόνιζε πάντοτε τό ἰδιαίτερον προνόμιον τοῦ ἀνήκειν τινά εἰς τόν κλῆρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς κατ᾿ ἐξοχήν διακονικῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἐλθόντα «διακονῆσαι καί οὐ διακονηθῆναι» Κύριον. Ὁ Ἁγιώτατος Οἰκουμενικός Θρόνος, ἔλεγεν, «ἐν τῇ διαδρομῇ τῆς ἱστορίας καί ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναλύσει αὐτοῦ, οὐδέν ἄλλο εἶναι ἤ διακονίας Καθέδρα, ἡ δέ πάνσεπτος τῆς Πατριαρχείας ἀξία, ἀπό Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου μέχρις Ἀθηναγόρου τοῦ Α’, ἀνανεουμένης καί ηὐξημένης διακονίας σύμβολον καί λειτουργία, μέχρι τοῦ σημείου ὥστε, ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ὁσάκις ἡ Πατριαρχική ἀξία ἀφίσταται τοῦ ἰδεώδους τῆς διακονίας καί προσεγγίζει τῇ ἐννοίᾳ τῆς ἐξουσίας, νά σημειῶται πνευματική καί ἐκκλησιαστική παρακμή, ὁσάκις δέ βιοῖ τήν διακονίαν ἐν τῇ πληρότητι αὐτῆς, νά παρατηρῆται ἀναγέννησις καί ἄνοδος τῆς Ἐκκλησίας» (Χαλκηδόνια, σ. 51). 
Εἰς νεοχειροτονούμενον Βοηθόν Ἐπίσκοπον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὑπενθύμισεν, ὅτι γινόμενος Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀποκτᾷ «ἰδιάζουσαν Ἐπισκοπικήν μορφήν». «Καθίστα-σαι», εἶπε πρός αὐτόν, «τελετουργός τῆς μακραίωνος Κωνσταντινουπολίτιδος ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, συλλειτουργός τῆς, ἐν ταπεινώσει, ὑψηλόφρονος Φαναριωτικῆς ἀντιλήψεως καί εὐγενείας. Ὡς Φαναριώτης Ἐπίσκοπος, εἶσαί τι διάφορον. Ἔχε τοῦτο, πάντοτε, κατά νοῦν. Εἶναι προνόμιον. Διότι, εἶναι ὄντως προνόμιον, νά μή ἔχῃ προνομίας ὁ Ἐπίσκοπος, ἔξωθεν ἰσχύν καί ἐξουσίαν καί αὐθεντίαν ἀπό ἁπλῆς θέσεως. Ὅπως εἶναι προνόμιον καί φιλοφρόνησις τοῦ Θεοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν ἐκείνην, ἡ ὁποία δέν λαμβάνει τήν ἰσχύν αὐτῆς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀσθενείᾳ της τελειοῖ τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. Ναί! Ἐδῶ, ἡ κατεύθυνσις τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τοῦ δράματος τῆς ἱστορίας, καί στόχος, εἶναι ἡ Ἀνάστασις. Αὐτή εἶναι ἡ λειτουργία ἡμῶν, αὐτό εἶναι τό κήρυγμα ἡμῶν, ἀλλά γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν λαμπηδών καί ἀγαλλίασις Ἀναστάσεως χωρίς Θαβώρ καί χωρίς Γολγοθᾶν. Ἀπό τῆς Μεταμορφώσεως διά τῆς Σταυρώσεως ἔχομεν τήν Ἀνάστασιν» (ὅ. π., σ. 105). 
Δέν ὑπάρχει ὡραιοτέρα περιγραφή τῆς ταυτότητος καί τῆς ἀποστολῆς τοῦ Φαναρίου ἀπό ἐκείνην τήν ὁποίαν ἔδωκεν ὁ μακαριστός Γέρων ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ κατά τήν Θρονικήν Ἑορτήν τό 1970, ἡμέραν καί χειροτονίας ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρου. Διεκήρυξεν ἀπό ἄμβωνος ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων: «Αὐτό τό Φανάριον, εἶναί τι πλέον τῆς καθεστηκυΐας ἕδρας ἐν τῇ Πόλει ταύτῃ τῆς Κεφαλῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι μία ἔννοια. Συμβολίζει τήν ἱκανότητα τῆς ζωῆς νά ὑπερβαίνῃ τόν χαλασμόν, τήν δυνατότητα τῆς ἐπιβιώσεως ἐν τῇ συνυπάρξει. Τό Φανάριον εἶναι ἡ τέχνη τοῦ νά ἐξάγῃ τις ἐκ τῶν χειρίστων δεδομένων τό ἄριστον δυνατόν. Τό Φανάριον εἶναι φορεύς ὑψίστων ἀξιῶν. Εἶναι ὑπομονή. Εἶναι σιωπή. Εἶναι εὐγένεια. Ἡ εὐγένεια τῶν παλαιῶν. Ὄχι ναρκισσισμός καί στατικότης. Φύλαξ τοῦ θησαυροῦ τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί τῆς ἱερᾶς παραδόσεως τῆς Ἀνατολῆς, ἐπενδεδυμένης τάς ἄλλας παραδόσεις τοῦ Γένους, ὅμως φύλαξ ἐνεργός καί δυναμικός. Εἶναι ἡ πύλη τῆς Ἀνατολῆς, ἀνεῳγμένη πρός τήν Δύσιν. Εἶναι ὁ εὐαίσθητος δέκτης τῶν μηνυμάτων τῆς Δύσεως. Ἑρμηνευτής τῶν μεγάλων στροφῶν τοῦ βίου τοῦ κόσμου. Τό Φανάριον εἶναι μία σχολή» (ὅ. π. σ. 75). 
Ὁ μακαριστός Γέρων ἐγνώριζεν ὅτι διηκόνει τήν «ἐσταυρωμένην Ἐκκλησίαν» (ὅ.π. σ. 478), τήν «ὑπαρξιακῶς καί βιωματικῶς συνεσταυρωμένην τῷ Χριστῷ καί τῷ Ἀποστόλῳ» (Ἀνδρέᾳ τῷ Πρωτοκλήτῳ) (ὅ.π., σ. 466), ὁ σταυρός τῆς ὁποίας εἶναι ὅμως «ἔξοδος εἰς τήν Ἀνάστασιν», «σταυρός προσδοκῶν τήν τελείαν δικαίωσιν ἐν τοῖς ἐσχάτοις, ἐν τῇ ὅλῃ ἀποκαλύψει τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ» (ὅ.π.). Ἡ Κωνσταντινουπολῖτις Ἐκκλησία εἶναι «ἡ κατ᾿ ἐξοχήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως» (ὅ.π., σ. 442). Ὑπό τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, αἱ θλίψεις καί οἱ ὀνειδισμοί καί τά ραπίσματα, ὁ ἀκάνθινος στέφανος καί αὐτός ὁ Σταυρός εὑρίσκουν καί ἀποκαλύπτουν τήν βαθυτέραν διάστασίν των. Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τό φυλαγμένον ἀπό αἰώνων εἰς τήν Μητέρα Ἐκκλη-σίαν, εἶναι «ἕνα φῶς δυνάμεως, ἕνα φῶς δυναμικόν» (ὅ.π., 481). «Ἐδῶ», προσθέτει ὁ μακαριστός Γέρων, «οὐδέποτε ἐπιστεύσαμεν εἰς τήν ἰσχύν τοῦ θανάτου, ἀλλά πάντοτε εἰς τήν ἀλήθειαν τῆς Ἀναστάσεως» (ὅ.π., σ. 479). Ἐν τῷ φωτί τοῦ Δεσπότου καταυγαζο-μένη καί ἐνδυναμουμένη ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, «παρέχει ἐνώπιον τοῦ κόσμου πιστήν μαρτυρίαν διά τόν Κύριόν της καί παραμένει πιστή εἰς τήν Οἰκουμενικήν ἀποστολήν της, μή περιορίζουσα πρός τά ἑαυτῆς μόνον τέκνα τό κήρυγμά της, ἀλλ᾿ ἀπευθύνουσα αὐτό καί ἔξω τῶν τειχῶν καί τῶν συνόρων, πρός τήν ἀνθρωπότητα σύμπασαν, ἀδιακρίτως κηρύττουσα τήν πατρότητα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐξ αὐτῆς πηγάζουσαν ἀδελφότητα τῶν ἀνθρώπων». (ὅ.π., σ. 442 – 3). 
Ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων ἐμαρτύρει ἀνυστάκτως περί τῆς ἱερᾶς Ἀποστολῆς τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τῆς «Φαναριωτικῆς εὐγενείας», αὐτοῦ τοῦ «ἀμαλγάματος εὐγενείας καταγωγῆς καί εὐγενείας πνευματικῆς» (ὅ.π., σ. 88), μελετῶν, θεολογῶν καί ἐξαγγέλλων ὑπαρξιακῶς καί «ἁλιευτικῶς» τό εὐάγγελον μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τῆς ἐνεργουμένης ἐν τῇ θεανδρικῇ ὑποστάσει τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ ἀσυγχύτῳ καί ἀχωρίστῳ συγκατοικήσει καί ἑνότητι τοῦ «ἐν τῷ κόσμῳ» καί τοῦ «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» χαρακτῆρος αὐτῆς. Ἀντιμετώπιζεν ἀγέρωχος τήν πραγματικότητα καί τά σημεῖα τῶν καιρῶν, ἐν ἀκλονήτῳ βεβαιότητι ὅτι, παρά τάς περιστάσεις καί τάς περιπετείας, παραμένει καί θά παραμείνῃ ἀλώβητον «τό μόνον καί ἀπόρθητον καταφύγιον τῆς Ἐκκλησίας, τό εὐχαριστιακόν θυσιαστήριον» (ὅ.π., σ. 467). Ἐν πᾶσι τούτοις, ἡ καθαρά καρδία του ἦτο ἔμπλεως χαρᾶς ἀμαράντου, τοῦ ἀνεκτιμήτου τούτου δωρήματος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην», εἶναι τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, «ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λουκ. β’, 10 – 11). «Καί αὐτοί προσκυνήσαντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ μετά χαρᾶς μεγάλης»· μέ αὐτά τά λόγια περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής τό βίωμα τῶν μαθητῶν μετά τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου (Λουκ. κδ’, 52). «Ὁ ἐν Θεῷ ὤν, ἀεί χαίρει· κἄν τε θλίβηται, κἄν ὁτιοῦν πάσχῃ, ἀεί χαίρει», θεολογεῖ ὁ Χρυσορρήμων προκάτοχος τῆς ἡμῶν Μετριότητος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολήν, ΙΔ’, PG 62, 283). 
Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης νά ἀναπαύῃ τήν ψυχήν τοῦ Γέροντος ἐν χώρᾳ ζώντων καί νά χαρίζηται εἰς αὐτόν τήν ἀνεκλάλητον καί πεπληρωμένην χαράν τῶν δικαίων. Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, πνευματικοῦ Πατρός, ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ ἡμῶν γενομένου, αἰωνία ἡ μνήμη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails