Μετά από σχετική πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Φινλανδίας κ. Λέοντος, ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Ορθόδοξης Θεολογίας της Μητροπόλεως Βελγίου, αιδεσιμολ. Δρ. Κωνσταντίνος Κενανίδης, συμμετείχε στην ετήσια συνάντηση του κλήρου της αρχιεπισκοπής Φιλανδίας με θέμα: Κλήρος και Ιεροί Κανόνες.
Παρουσία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Λέοντος, ο π. Κωνσταντίνος στη σχετική ομιλία του ανέπτυξε το θέμα: Η εφαρμογή της Ακρίβειας και της Οικονομίας στη σύγχρονη ποιμαντική πράξη.
Παρουσία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Λέοντος, ο π. Κωνσταντίνος στη σχετική ομιλία του ανέπτυξε το θέμα: Η εφαρμογή της Ακρίβειας και της Οικονομίας στη σύγχρονη ποιμαντική πράξη.
Μεταξύ άλλων τόνισε πως «...η φύση και η αποστολή της Εκκλησίας μας είναι η σωτηρία του κάθε ανθρώπου και ανέπτυξε τον σωτηριολογικό και προσωποκεντρικό χαρακτήρα της ορθόδοξης ποιμαντικής...». Μετά από σύντομη περιγραφή της ιστορικής διαδρομής του όρου οικονομία, από τους αρχαίους φιλοσόφους μέχρι τους μυστικούς πατέρες της Εκκλησίας μας, ανέπτυξε στη συνέχεια την έννοια της οικονομίας ως πλαίσιο της αποκάλυψης και της προσέγγισης του Θεού προς τον άνθρωπο και την κτίση, αναφερόμενος στα τρία στάδια τους σχεδίου της Θείας οικονομίας,τονίζοντας πως «... το προαιώνιο σχέδιο της σωτηρίας της κτίσης εμφανίζεται στον χρόνο ως Άσαρκος Λόγος, ως της μεγάλης βουλής άγγελος, ο οποίος σαρκούται και πάλιν ερχόμενος στο τέλος, ως ο μέγας κριτής, κρίναι ζώντας και νεκρούς...». Στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός της Ενανθρώπησης του Κυρίου, ως το απαύγασμα της Θείας συγκατάβασης, επιείκειας, οικονομίας, καθώς και άπειρης θεϊκής αγάπης εν τη άκρα ταπείνωση του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού. Κλίνοντας τη θεολογική ερμηνεία του όρου οικονομία, τόνισε πως «...η Θεία Οικονομία είναι προαιώνια, ιστορική, αλλά μέλλουσα και ατελεύτητη, διότι η πορεία μας προς την τελειότητα και την όντως ακρίβεια, η οποία είναι ο Θεός ο ίδιος, παρατείνεται αενάως...».
Περνώντας από την Θεία οικονομία στην ανθρώπινη και συγκεκριμένα στη ποιμαντική εφαρμογή της, ανέφερε (παραφράζοντας τη σχετική βιβλική φράση), «…οι κανόνες φτιάχτηκαν για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τους κανόνες. Οι κανόνες στη πορεία της πνευματικής μας ζωής είναι απαραίτητοι, διότι είναι οι δείκτες της οδού σωτηρίας του καθενός, αλλά και μας αποκαλύπτουν, κάθε στιγμή, τη θέση μας και την απόσταση την οποία θα πρέπει να διανύσουμε για να πλησιάσουμε εγγύτερα την ακρίβεια, η οποία παραμένει και ο μοναδικός στόχος της πνευματικής μας ζωής. Στα επιμέρους ζητήματα της πνευματικής μας ζωής η οικονομία εμφανίζεται ως επιείκεια και απόκλιση από την ακρίβεια και έχει προσωρινό χαρακτήρα, αλλά κρατά τον άνθρωπο μέσα στην εκκλησία, δεν τον συνθλίβει, δεν τον απομακρύνει, αλλά τον συμπονά, τον αποδέχεται υπομονετικά και τον θεραπεύει βοηθώντας τον να αποτινάξει τον ζυγό της αμαρτίας της, αποστασίας και της ανυπακοής από το Θείο θέλημα. Ο σύγχρονος ποιμένας μπορεί να εφαρμόσει σωτηριολογικά την οικονομία στη ποιμαντική πρακτική του, σύμφωνα με το μέτρο συμμετοχής και εμπειρίας του στον υπέρλογο γνόφο της Θείας οικονομίας. Στο μέτρο το οποίο έχει βιώσει την καλήν αλλοίωσιν της δεξιάς του Υψίστου (έχει συγκλονισθεί από το μέγεθος της Θείας συγκατάβασης και επιείκειας) και ταξιδέψει στο μέγα πέλαγος του ελέους του Κύριο...».
Ο π. Κωνσταντίνος, στη συνέχεια αναφέρθηκε στη προσωπική ευθύνη του ιερέως, ενώπιον του Θεού για την ποιμαντική εφαρμογή της οικονομίας και της ακρίβειας, αναφέροντας το σχετικό κείμενο του π. Σωφρονίου περί πνευματικής πατρότητος, σύμφωνα με το οποίο ο θεόπτης γέροντας παραθέτει γλαφυρά τη προσωπική του έντονη αγωνία, και θερμή προσευχή, κατά πόσο τα λόγια του εξέφραζαν το Θείο θέλημα και κατά πόσο τη προσωπική του γνώμη, εκάστοτε υπήρχε χρεία να συμβουλεύσει κάποια ψυχή.
Ο π. Κωνσταντίνος, στη συνέχεια αναφέρθηκε στη προσωπική ευθύνη του ιερέως, ενώπιον του Θεού για την ποιμαντική εφαρμογή της οικονομίας και της ακρίβειας, αναφέροντας το σχετικό κείμενο του π. Σωφρονίου περί πνευματικής πατρότητος, σύμφωνα με το οποίο ο θεόπτης γέροντας παραθέτει γλαφυρά τη προσωπική του έντονη αγωνία, και θερμή προσευχή, κατά πόσο τα λόγια του εξέφραζαν το Θείο θέλημα και κατά πόσο τη προσωπική του γνώμη, εκάστοτε υπήρχε χρεία να συμβουλεύσει κάποια ψυχή.
Τέλος, προσπαθώντας ν’ απαντήσει σε πληθώρα ερωτήσεων των συμμετεχόντων, επεσήμανε τον καθοριστικό ρόλο της διάκρισης στη ποιμαντική πράξη, και επανέλαβε την αρχική τοποθέτησή του, σχετικά με την απόλυτη προσωποκεντρική διάσταση της ορθόδοξης ποιμαντικής συμβουλευτικής, λέγοντας πως «... κάθε ποιμαντική περίπτωση είναι μοναδική και ιδιαίτερη, διότι μια συμβουλή μπορεί να σώσει κάποιον και η ίδια ν’ απομακρύνει κάποιον άλλον από τη εκκλησία και να προβεί καταστρεπτική για τη πνευματική του ζωή...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου