ΟΙ ΚΡΗΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙΜΟΥΝ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Του Μ. Ιερομνήμονα Αριστείδη Πανώτη
Η Εκκλησία της Κρήτης, η αρχαιότερη των εκκλησιαστικών διοικήσεων εν Ελλάδι δια της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της τίμησε το Σαββατοκύριακο 18-19 Μαϊου στο Ηράκλειο με Συνοδική Ημερίδα δύο ιστορικά γεγονότα:
α) Τα 50 χρόνια της πρώτης επισκέψεως Οικουμενικού Πατριάρχη στη μεγαλόνησο και
β) τα 47 χρόνια από την μετακομιδή της σεπτής κάρας του Αποστόλου Τίτου από την Βενετία.
Το Σάββατο κατατέθηκαν οι ιστορικές πληροφορίες για τα τότε γενόμενα και την Κυριακή πραγματοποιήθηκαν η Συνοδική Θεία Λειτουργία, ενώ την εσπέρα έγινε η λιτάνευση στην πόλη του Ηρακλείου του σεπτού λειψάνου της κάρας του Αποστόλου Τίτου προς αγιασμό του ευσεβούς λαού και των μυριάδων παρακολουθούντων ξένων. Τον όλο εορτασμό ελάμπρυνε η παρουσία του απεσταλμένου της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Σεβ. συνοδικού μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος Αθανασίου, ο οποίος και μετέφερε τον ασπασμόν της Μητρός Εκκλησίας στο εν Κρήτη πλήρωμα της.
Ο διήμερος αυτός εορτασμός ήταν οργανωμένος με εξαιρετική προσοχή και προς τούτο εξελίχθηκε μέσα στα πλαίσια της ιστορικής και θεολογικής γνώσεως, αλλά και της λατρευτικής παραδόσεως της Μητρός Εκκλησίας. Γι' αυτό και είναι υπόδειγμα νουνεχούς προσφοράς απόψεων προς διασάφηση της διακονίας σεπτών προσώπων και κατάθεση προσωπικών μαρτυριών ζώντων προσώπων που αποσαφηνίζουν τα τότε γεγονότα προς πραγματική οικοδομήν του πληρώματος και όχι για τη προβολή φιλοεριστικών απόψεων φθηνής δοκησισοφίας του Αντιοικουμενικού Μονοθελητισμού.
Με την πρόσκληση της Ιεράς Συνόδου της Κρήτης η Συνοδική Ημερίδα πραγματοποιήθηκε επί τετράωρο το πρωί και επί τετράωρο το απόγευμα στον σημερινό προσκυνηματικό ναό του Αποστόλου Τίτου και έκλεισε με την τέλεση του Μεγάλου Εσπερινού της Ακολουθίας της Μετακομιδής της κάρας με την παρουσία του Γέροντος Χαλκηδόνος Αθανασίου και του αρχιεπισκόπου Κρήτης Ειρηναίου και των Ιεραρχών της μεγαλονήσου, καθώς και πολλών κληρικών και θεολόγων και πλήθους λαού.
Την προεδρία της Συνοδικής Επιτροπής της Ημερίδας είχε ο Σεβ. μητροπολίτης Πέτρας Νεκτάριος, ο οποίος και παρουσίασε
το πρώτο θέμα: «Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στη Κρήτη το 1963 και για τα της σημερινής πορείας του Θεολογικού Διαλόγου» καθώς και τους ομιλητές.
Πρώτος ομιλητής ήταν ο θεολόγος και φιλόλογος κ. Ιωάννης Τσερεβελάκης που εξέφρασε την ευλάβεια του κρητικού λαού στο σεπτό πρόσωπο του πατριάρχη Αθηναγόρα που εκδηλώθηκε από την μεγαλειώδη υποδοχή του και τις εκεί συγκλονιστικές ιερουργίες του καθώς και με τους βαρυσήμαντους λόγους του. Παρουσίασε την απήχηση της πατριαρχικής παρουσίας στην κοινή γνώμη των Κρητών και στον Τύπο από τις επισκέψεις του σε επαρχίες, μονές και καθιδρύματα της πιστότερης θυγατέρας Εκκλησίας του Οικουμενικού Θρόνου.
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο καθηγητής της Ιστορίας των Δογμάτων στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης κ. Γεώργιος Μαρτζέλος μέλος των διεξαχθέντων επιτυχώς Διαλόγων με τις αρχαίες ιστορικές Εκκλησίες της Ανατολής μαζί με τον μακαριστόν και άγιο ιεράρχη Νικοπόλεως Μελέτιο. Ο καθηγητής αναφέρθηκε στην πρόοδο του Διαλόγου αυτού και στην επιτευχθείσα συμφωνία η οποία αποδεικνύει πώς δεν υφίσταται πλέον Μονοφυσιτισμός στις Εκκλησίες αυτές, ούτε η αιτίασή τους για την Ορθοδοξία ότι Νεστοριανίζει, αλλά υπάρχει μια συνέπεια στην αρχαϊκότερη Κυρίλλεια Θεολογία περί των δύο φύσεων του Χριστού και η υφιστάμενη διαφωνία βρίσκεται μάλλον στα πρόσωπα που ενεπλάκησαν τον Ε΄ αιώνα στα γεγονότα, των οποίων η έρευνά τους ανήκει σε άλλους επιστημονικούς τομείς που εξετάζουν τις τότε ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις των διαφωνιών στις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Τρίτος ομιλητής ήταν ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Τσέτσης ο οποίος άντλησε από τις προσωπικές του αναμνήσεις για να περιγράψει την πολύπλευρη προσωπικότητα του πατριάρχη Αθηναγόρα. Σχολίασε την μαθητεία του κοντά σε φωτισμένους δασκάλους της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και την έμπρακτη παιδαγωγία του ως διακόνου μέσα στα μίση των Βαλκανικών Πολέμων και του Εθνικού Διχασμού και την σπουδή του επί διετία κοντά στην δυσφημισμένη από τους αντιπάλους του μεγάλη προσωπικότητα του Κρητός Μελετίου Μεταξάκη. Μίλησε για τις πολλές εμπειρίες του από Κερκύρας και Αμερικής καθώς από τις επαφές που είχε ως γλωσσομαθής μεταξύ των ετών 1924-1930 από τις εκπροσωπήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος σε διάφορα συνέδρια. Και όταν το 1949 έφθασε σαν Πατριάρχης στο Φανάρι έδωσε νέα πνοή στις Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές σχέσεις, διέσπασε την εσωστρέφεια του απομονωτισμού των Ορθοδόξων της ανατολικής Ευρώπης και πέτυχε με Πανορθόδοξη συμφωνία τον «εν ίσοις όροις» Διάλογο με τις λοιπές Εκκλησίες και Ομολογίες που σήμερα δρέπει καρπούς η Οικουμένη.
Τελευταίος ομιλητής ήταν ο υπογράφων. Κατ' αρχή ζήτησε την ευλογία των παρισταμένων Ιεραρχών για να καταθέσει δια ζώσης την δική του μαρτυρία. Είπε πως μέσα στον 20ο αιώνα ο Παράκλητος έδειξε πώς: «όπως και όπου θέλει πνέει» το θέλημά Του για να ανατραπούν οδυνηρές καταστάσεις αιώνων και να επινεύσει η «καταλλαγή» στην Εκκλησία Του. Όπως είναι γνωστό επειδή στάθηκα επί οκταετία κοντά στον πατριάρχη Αθηναγόρα μαθήτευσα παρά τους πόδας ενός σύγχρονου Γαμαλιήλ. Έγραψα μερικά για τον μεγάλο αυτό Πατριάρχη και γνωρίζω περισσότερα για την προσφορά του στην Εκκλησία εν μέσω σκληρών αντιξοοτήτων. Θα ασχοληθώ σε κάποιο άλλο σημαντικό πρόσωπο που σε κάποια στιγμή της πορείας του συνδέθηκε με τον Αθηναγόρα και το φώτισε ο Παράκλητος να ανοίξει πόρτες και παράθυρα στην Καθολική Εκκλησία της Παλαιάς Ρώμης για να ανανεωθεί το κλίμα της και για να αναζητήσει την αδελφότητα της με την Καθολική Εκκλησία της Νέας Ρώμης. Αυτός ήταν Άγγελος Ρονκάλλι, μετά πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, που από την εποχή που ήταν πατριάρχης Βενετίας έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για την πληροφόρηση των Κρητών περί της σεπτής κάρας του Αποστόλου Τίτου που ετιμάτο στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας.
Ο Ρονκάλλι με την απλότητά του ως πραγματικός «άνθρωπος του Θεού» αναδείχθηκε στον 20ο αιώνα «η μεγαλοφυέστερη φυσιογνωμία» της Εκκλησίας του. Όταν εγκαταστάθηκε το 1926 στην Πόλη ως Δελεγάτος της Αγίας Έδρας ήταν αρχιεπίσκοπος Μεσημβρίας και έμαθε πως εκκρεμούσε η ανταπόδοση κατά το πρωτόκολλο της πρώτης επίσημης συγχαρητηρίου επισκέψεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου Δ΄ στο Παγκάλτι για την εκλογή Πίου του ΙΑ΄. Η αντεπίσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των τραγικών γεγονότων του 1922 που επηκολούθησαν αλλά και των ταλαιπωριών του Πατριαρχείου που ακολούθησαν από την Άγκυρα. Έτσι αποφάσισε την ανταπόδοση της επισκέψεως στον τότε πατριάρχη Βασίλειο Γ΄. Στο Φανάρι έγινε δεκτός με όλες τις προβλεπόμενες τιμές και έκτοτε συνδέθηκε στενά με τον σοφό εκείνο Πατριάρχη, αλλά και με τους διάδοχους του, Φώτιο και Βενιαμίν. Αυτοί εκτίμησαν την άψογη συμπεριφορά του και το εκκλησιαστικό ήθος του και προ πάντων την ταπείνωσή του και τον τίμησαν με τις συστάσεις σε ιεράρχης και μονές και έγινε δεκτός με σεβασμό και στο Άγιο Όρος για να ζήσει από κοντά την ορθόδοξη ζωή, τη λατρεία και τη πνευματικότητά της. Όταν επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητές του στην Ελλάδα στις δύσκολες ημέρες της Γερμανικής Κατοχής συνδέθηκε στενά με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και πολλούς αρχιερείς και καθηγητές μου που μου διηγήθηκαν πολλά για την αγαθοποιό προσφορά του στον επισιτισμού των Αθηναίων εκ Τουρκίας με το πλοίο «Κουρτουλουζ». Για τις ημέρες εκείνες έγραφε στο Ημερολόγιο του που εκδόθηκε και στα ελληνικά πώς: «Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα είμαι σαν το ψάρι που το ξαναρίχνουν στο νερό του». Στο διάστημα των 19 χρόνων που έζησε στη Βουλγαρία, στη Πόλη και στην Ελλάδα σπούδασε εκ του σύνεγγυς την Ορθοδοξία και τη θεώρησε πηγή των εμπνεύσεών του και από εκεί ξεκινά η σκέψη του να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος με μια νέα Σύνοδο και να ξεχαστεί η ερεθιστική πρόσκληση: «Επιστρέψτε για να ενωθείτε μαζί μας»!
Το 1944 μετακαλείται στο Παρίσι για να επιλύσει το πρόβλημα συνεργασίας Γάλλων επισκόπων με την δoσίλογη κυβέρνηση του Βισσύ, κάτι σαν τα πεπραγμένα της ημέτερης Αριστίνδην Συνόδου του 1967-1969! Παρέμεινε εκεί οκτώ χρόνια και επειδή τα διευθέτησε σοφά αναγορεύθηκε το 1953 σε καρδινάλιο πατριάρχη Βενετίας, όπου διακόνησε πάλι επί εξαετία μέχρι την εκλογή σε ηλικία 77 ετών σε πάπα Ρώμης το 1958. Την περίοδο της πατριαρχίας του στη Βενετία δέχεται επιστολή του Κρήτης Ευγενίου που του ζήτησε πληροφορίες περί της τύχης του ιερού λειψάνου της κάρας του Αποστόλου Τίτου και ο Ρονκάλλι του απαντά με ευγένεια και προθυμία μέσα στα τότε κρατούντα που όλα αποφασίζονταν από τον πάπα Πίο τον ΙΒ΄!
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923, το τέμενος πού ανεγέρθηκε εκ νέου το 1872 μετά το σεισμό του 1856 στον τόπο αρχαίου ναού μας για να τιμηθεί ο κατακτητής του Χάνδακα Βεζύρης Κιοπρουλου, ήταν
πλέον κτίριο της «ανταλλάξιμης περιουσίας» και διεκδικείτο ως στέγη από πολλούς. Ο μητροπολίτης Κρήτης Τίτος Ζωγραφίδης το διεκδίκησε με αγώνες και τελικά του παραχωρήθηκε και μετά από τις σχετικές τροποποιήσεις το εγκαινίασε το 1925 στη μνήμη του Πρωτοεπισκόπου της μεγαλονήσου Αποστόλου Τίτου.
Ο καθηγητής Αριστείδης Πανώτης καταγράφει τον π. Πέτρο Ντυπρέ |
Το δεύτερο θέμα ήταν η προϊστορία και η «πορεία» της Επανακομιδής στη Κρήτη της σεπτής Κάρας του Αποστόλου Τίτου.
Η Γόρτυνα τη Ρωμαϊκή εποχή ήταν η επίκεντρη πόλη της Κρήτης και εκεί εγκαταστάθηκε τον πρώτο αιώνα το αποστολικό κλιμάκιο των συνεργατών του Παύλου και φαίνεται εκεί τάφηκε κοντά στην Ιουστινιάνεια βασιλική που πρόσφατα ανασκάφηκε ο πρώτος επίσκοπος Απόστολος Τίτος. Για τη διάσωση των λειψάνων του κατά τούς σφοδρούς σεισμούς του 6-7 αιώνα και από την Αραβική κατάκτηση της νήσου αυτά κατατέθηκαν στο Ηράκλειο το 981. Εκεί διαφυλάχθηκαν μέχρι που παρέδωσαν οι Βενετοί την μεγαλόνησο στους Οθωμανούς το 1669 και τα μετέφεραν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας. Όμως η τιμή προς τον Απόστολο Τίτο παρέμεινε στον κρητικό λαό όπως αποκαλύπτει η συνεχής ιστόρησή του στους μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης και ήταν λάθος η ταύτισή της μνήμης του με τα διασωθέντα ερείπια του ναού της Παναγίας της Κεράς. Μεγάλη ώθηση στον Παγκρήτειο εορτασμό του Αποστόλου δίδεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά την εκλογή στον τότε μητροπολιτικό θρόνο της Κρήτης του Ευγενίου Ψαλιδάκη, που εξέδωσε την Ακολουθία του Αποστόλου το 1951 Όταν έμαθε πως στη Βενετία πατριαρχεύει ο εύφημα γνωστός στην Ελλάδα Αγγελος Ρονκάλλι, ξεκινά την πρωτοβουλία που ήδη περιγράψαμε με αποτέλεσμα την απόκτηση των φωτογραφιών του ιερού λειψάνου. Τελικά η επιθυμία του κρητικού λαού ικανοποιήθηκε πλήρως μετά την σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που άρχισε επί Ιωάννου ΚΓ΄ και μετά διετία έληξε επί Παύλου Στ΄ (1962-1964). Με το πέρας της συνοδικά αναγνωρίστηκε η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ως αδελφής Εκκλησία, με κανονικότητα των μυστηρίων και της Ιεροσύνης της. Τότε και οι Διορθόδοξες Διασκέψεις ανταπέδωσαν παμψηφεί «τα ίσα» στη Ρώμη σύμφωνα μετά τα από αιώνων Συμβολικά κειμένα των Ορθοδόξων που παρά το σχίσμα πάντοτε ανεγνώρισαν την εκκλησιολογική υπόσταση του Δυτικού Πατριαρχείου ως κανονικής Εκκλησίας, εκτός των περιόδων των σκληρών αντιρρητικών αναμετρήσεων.
Η Εκκλησία της Ρώμης για να διευθετήσει τις σχέσεις της με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδό της συνέστησε μια Επιτροπή που μεταβλήθηκε τον Ιανουάριο του 1962 σε Γραμματεία «για την Ενότητα των χριστιανών». Ως πρόεδρος τέθηκε ο γηραιός διαπρεπής βιβλικός θεολόγος καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα και συνεργάτες τον Ολλανδό επίσκοπο Ιωάννη Βίλλεμπραντς και τον Γάλλο ιερομόναχο π. Πέτρο Ντυπρέ (Ρ.Β.). Με τον Ντυπρέ συνδεόμουν με ειλικρινή φιλία από το 1953 όταν ήμουν τριτοετής στη Θεολογική Σχολή και ήλθε στην Αθήνα. Τότε τον βοήθησα να μάθει τα ελληνικά. Η φιλία μας διατηρήθηκε και μετά ταύτα και ανανεώθηκε μάλιστα όταν του είπα πώς ο θείος μου Αθανάσιος Μαρτίνος προετοίμαζε την έκδοση της Θ.Η.Ε. και χρειαζόμεθα επιστημονική συνεργασία με παρόμοιες εκδόσεις της Ευρώπης. Από το 1962 μέχρι το 1968 είχαμε με τον Βασίλη Μουστάκη την ευθύνη συντάξεων των λημμάτων της και συνεργαζόμεθα με τον ρωμαιοκαθολικό Βυζαντινολόγο π. Γρηγόριο Νόβακ (Α.Α.), που είχε μητέρα ορθόδοξη και σεβόταν απόλυτα τη πίστη της. Οι τρεις μας σταθήκαμε ομόψυχοι για να περατωθεί αυτό το εκδοτικό θεολογικό κατόρθωμα του 20ου αιώνα.
Ο π. Πέτρος διορίζεται στις 15 /1/1962 υπογραμματέας στη «Γραμματεία για την ενότητα» του Βατικανού με αρμοδιότητα τις σχέσεις με τούς Ορθοδόξους. Στις αρχές Φεβρουαρίου φεύγει από τα Ιεροσόλυμα, που ήταν καθηγητής Θεολογίας και διέρχεται από το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Εκεί τον υποδεχθήκαμε ο π. Νόβακ, ο Βασίλης Μουστάκης και η ταπεινότητά μου και πήγαμε για γεύμα στην παραλία του Εδέμ του Π. Φαλήρου. Εκεί επί πεντάωρο μας είπε τις σκέψεις του για την νέα αποστολή του και ζήτησε τις συμβουλές μας. Του προτείναμε τους πλέον λυσιτελέστερους τρόπους προσεγγίσεως του εκκλησιαστικού χώρου μας που τότε ήταν η επιθυμία επιστροφής των ιερών λειψάνων που ο λαός μας στερήθηκε εξαιτίας των αλλεπάλληλων περιπετειών του αλλά και η ανάγκη προωθήσεως των υποτροφιών για επιμόρφωση των κληρικών και θεολόγων μας. Και τα δύο τα ανέλαβε υπεύθυνα και τα διεκπεραίωσε με ζήλο και χωρίς την παραμικρή ιδιοτέλεια. Τα αποτελέσματα τα είδα όταν ήμουν αποσπασμένος ως καθηγητής για τα εκκλησιαστικά ζητήματα στο γραφείο του υπουργού Παιδείας Γρηγόρη Κασιμάτη και τότε υπέδειξα στον Πατρών Κωνσταντίνο τον ορθό δρόμο για την επιστροφή της κάρας του Πρωτοκλήτου, γεγονός για τα οποία έχω γράψει το 1971 στον τόμο των «Ειρηνοποιών» (παραπομπή 250).
Στη συνέχεια αρχίζει από το 1963 η ραγδαία εξέλιξη των εκκλησιαστικών γεγονότων μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου και ο π. Ντυπρέ εξελίχθηκε σε προάγγελο των σπουδαίων αυτών ιστορικών πρωτοβουλιών! Εξ αυτού και ο πατριάρχης Αθηναγόρας ο πάνυ τον αποκαλούσε «Αγαθάγγελο»! Ήταν η εποχή που επί πάπα Παύλου Στ΄ επανήλθε το θέμα της κάρας του Αποστόλου Τίτου και το διευθέτησε άριστα ο διάδοχος του πάπα Ρονκάλλι στη Βενετία και στενός φίλος του, καρδινάλιος Ιωάννης Ουρμπάνι. Στις 9 Μαρτίου 1965 ο Πατριάρχης Βενετίας ειδοποίησε τον αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, ότι η Τιμία Κάρα είναι στην διάθεση της Εκκλησίας της Κρήτης. Βασική όμως απόφαση της Ρώμης ήταν να γίνει η επιστροφή με την αρχική λειψανοθήκη. Όμως αυτή παρά την έρευνα δεν βρέθηκε, όπως έγινε με την κάρα του Πρωτοκλήτου, και έπρεπε να κατασκευαστεί νέα. Τότε ερωτήθηκα από τον μακαρίτη φίλο μου Γιώργο Βογιατζή αλλά δεν εισακούστηκα. Επεκράτησε η μανία της εποχής που ήθελε μιτροφορία των ιερών λειψάνων, εξ επιρροής της σεπτής κάρας του Αγίου Νεκταρίου! Τελικά πραγματοποιήθηκε πέραν του έτους η Επανακομιδή της σεπτής κάρας του Αποστόλου Τίτου στο Ηράκλειο την 15η Μαΐου 1966, ύστερα από 296 χρόνια, στην οποία είχα την ευλογία να παρίσταμαι πριν 47 χρόνια και να την έχω στο αρχείο μου σε διαφάνειες. Στο σημείο αυτό υπενθύμισα στους συμμετέχοντες στην ημερίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης πως στις 18 Μαΐου του 2007, πριν έξι ακριβώς χρόνια, στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης κηδευόταν η σορός του επισκόπου Θηβάρεως της Τυνισίας μακαριστού Πέτρου Ντυπρέ (1922-2007). Ήταν ο πρωτοπόρος μαχητής που συμπλήρωσε την ανδραγαθία του κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τους τίμιους κόπους του και μετά την ανάδειξή του σε ιεράρχη (6-1-1990) μέχρι την κοίμησή του (13-5-2007) για την επανασυνάντηση της Δύσεως με την Ανατολή Αιωνία η μνήμη του ρηξικέλευθου και αφοσιωμένου αυτού κληρικού της Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση της Ιεράς Συνόδου της Κρήτης να συμμετέχω σε μια Ημερίδα οικοδομής του κρητικού λαού που συνεκλήθη για να εξάρει την υπεύθυνη διακονία του μεγάλου Πατριάρχη Αθηναγόρα που ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η φράση του: «παιδί μου η Εκκλησία πάντα πορεύεται ως ζωντανή Αγία αδελφότητα αγάπης, μακρυά από φθηνές προχειρολογίες και φαντασιώσεις που αναξέουν μόνον πληγές». Ήταν ο χαρισματικός ταγός που απέδειξε πώς η ζωή της Ορθοδοξίας δεν αποτελματώθηκε από τους φυλετισμούς, ούτε και μπόρεσαν ποτέ πρόσωπα και φατρίες οργανώσεων να διασαλεύσουν την αγία ενότητά της. Ο πατριάρχης Αθηναγόρας κηδόμενος της συνοδικότητος της Εκκλησίας μας για την ομαλή λειτουργία της συνήγαγε τους Ορθοδόξους σε Διασκέψεις οι οποίες με σαφή "ψήφο των πλειόνων" Πανορθόδοξα αποφάνθηκαν για την επ' αόριστον χρόνο «εκκλησιαστική εκεχειρία», ώστε σε ατμόσφαιρα καταλλαγής να ευοδωθούν οι Θεολογικοί Διάλογοι. Εξ άλλου αυτό πράττουν πάντοτε οι αντιμαχόμενοι προσδοκώντες συμφωνία για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους. Η «εκεχειρία» ως περίοδος ανακωχής απομονώνει τους εκατέρωθεν πολεμοχαρείς που τρέφονται από το επιθετικό μένος τους. Προς εμπέδωση του πνεύματος της καταλλαγής «απρακτούν» και ιεροί κανόνες που θεσπίστηκαν άλλοτε ως «φυλακή» του ορθοδόξου φρονήματος, όπως είναι εκείνοι «της συμπροσευχής» που σήμερα έγιναν το «εφαλτήριο» των διαφόρων κεκρακτών που συναγωνίζονται ποιος θα επαναφέρει στην επιφάνεια παλαιές αντιθέσεις και προκαταλήψεις για να παρασύρουν τον Λαό του Θεού στον εκκλησιαστικό διχασμό με υποκειμενικά ιδεολογήματα από δειλία και κακοπιστία, γιατί δεν πιστεύουν πως η Αλήθεια της Ορθοδοξίας έντιμα διαλεγόμενη πάντοτε θριαμβεύει!
Παρόμοιο παράδειγμα εκεχειρίας είναι: η ευλαβής και τολμηρή για την εποχή προσφώνηση του οικτρά κακοποιημένου από τους ζηλωτές Αγίου Μάρκου του Ευγενικού προς τον πάπα Ευγένιο Δ΄ πριν την θλιβερή έκβαση της Συνόδου της Φλωρεντίας το 1439. (Βλ. Βίκτωρος Ματθαίου. Ο μέγας Συναξαριστής. έκδ. 1998. τ. Β΄. Φεβρ. σσ. 628-629). Με το ίδιο πνεύμα μίλησε στη εποχή μας και ένας διαπρεπής Γάλλος θεολόγος ο Ιωάννης Ντανιελλού που έγραφε πως μεταξύ των δύο Εκκλησιών της μιας Ρώμης: «το δόγμα είναι σχεδόν κοινό και η παράδοση οι δε μεσαιωνικές θεολογούμενες απόψεις και τα διαφορετικά έθιμα προϋπάρχουν των γεγονότων του ΙΑ΄ αιώνα και δεν αντέχουν για να διαιωνίζουν το σχίσμα στην Μία Εκκλησία».
Η Εκκλησία της Κρήτης, επί πλέον από κάθε άλλη εν Ελλάδι διοίκηση στο κλίμα του Πατριαρχείου παραμένει πάντοτε εδραία στην από αιώνων οικουμενική παράδοση της Ορθοδοξίας. Εξ αυτού δεν μπόρεσαν ποτέ να ριζώσουν στο έδαφός της τα ατίθασα «εκτοπλάσματα» της ποιμαντικής ανεπάρκειας του ελλαδικού αυτοκεφαλισμού για να διαιρέσουν τον κλήρο και τον λαό. Οι Κρήτες αρχιερείς, μνήμονες της στοργής της Μητρός Εκκλησίας οργάνωσαν Συνοδική Ημερίδα τιμής για πρόσωπα και γεγονότα που άφησαν αγαθή μνήμη. Δεν συνήγαγαν σε Ημερίδα ιδιόβουλους, δεινολόγους και μεμψίμοιρους γογγυστές για να λοιδορήσουν αναιδέστατα τον Πατριάρχη του Γένους μας για τους χειρισμούς της υπεύθυνης διακονίας του. Οι Κρήτες ιεράρχες ποτέ δεν επέτρεψαν να ακουστούν «επ' εκκλησίαις» ρήματα αδίστακτων υβρίζοντα τις Πανορθόδοξες αποφάσεις για τον «εν ίσοις όροις» Θεολογικό Διάλογο. Και τούτο διότι γνωρίζουν πως η ασυδοσία λόγων συνήθως εκπορεύεται από εκείνους που αναιδώς εκβίασαν την προαγωγή τους και να παραμένουν ασύντακτοι στην συνοδικότητα της Εκκλησίας. Αυτά έπραξαν από εγωπαθή ιδιοτέλεια ιεράρχες το 1935 και η Εκκλησία τους έστειλε καθηκόντως να «εφησυχάσουν»! Γιατί είναι πλάνη να νομίζεται μερικοί ότι τους προστατεύει επ' άπειρο η επίκληση της «αυτοκεφαλίας» όταν αυτή παραβιάζεται γιατί αυτή είναι μια δοτή διακονία από την Μητέρα Εκκλησία όπως και η ημιαυτονομία και όταν υφίσταται ανικανότητα διοικήσεως και προσβάλλεται τότε αναιρούνται Τόμοι αλλά και Πράξεις προς μείζονα προστασία της ενότητος της Εκκλησίας εντός του πατριαρχικού κλίματος! Εκείνοι που προχειρολογούν Φαρμακίδεια αγνοούν ότι ο Πατριάρχης μας ποτέ δεν έχει παραιτηθεί των πνευματικών δικαιωμάτων του στις Νέες Χώρες, τα οποία και έχουν συνταγματικά κατοχυρωθεί. Όταν κρίνει δύναται να με την Μείζονα Σύνοδό του να παιδαγωγήσει κάθε κληρικό που «γυμνή τη κεφαλή» διχάζει το Πλήρωμα της Εκκλησίας και αυτού που συνδιοικείται με «αυτοκεφαλία». Ο Τόμος του 1850 θα είχε αρθεί από τον πατριάρχη Άνθιμο Δ΄ μετά την πολιτική παρέμβαση με την νομοθεσία του 1852 αν δεν παρακαλούσε ο τσάρος Αλέξανδρος τον Πατριάρχη να συγχωρήσει το λάθος της ελληνικής κυβερνήσεως για να στερεωθεί ο βασιλικός θεσμός στη χώρα. Ο δε σημερινός Πατριάρχης γνωρίζει τον 6ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που εντοπίζει, «τους φιλέχθρως συκοφαντούντας τους οικονομούντες τα εκκλησιαστικά πράγματα με προσποιημένες ομολογίες δια το ταράσσειν την Εκκλησίαν» και η επιείκεια της «Οικονομίας» εξαντλείται! Οι Κρήτες ιεράρχες δεν ευτέλισαν ποτέ την διακονία τους γενόμενοι σπερμολόγοι οργανωσιακών καπετανάτων ή του ψευτοζηλωτισμού για να ταράξουν την Εκκλησία μας. Και τούτο γιατί γνωρίζουν ότι όλες οι εκκλησιαστικές διοικήσεις της σημερινής ελληνικής επικράτειας και εκείνη της αυτοκεφαλίας, συλλειτουργούν επί 1200 χρόνια μέσα στην κανονική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας της Κων/πόλεως από την οποία πηγάζει διαχρονικά και η όλη εκκλησιολογική υπόσταση τους ως θεσμών. Αυτά διδάσκει η Εκκλησιαστική Ιστορία και το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας. Όμως φαίνεται πως κάποιοι ποτέ δεν έμαθαν ότι την πορεία της Εκκλησίας την σηματοδοτούν μόνον τα επίσημα κείμενα και οι εκκλησιαστικές πράξεις της και όχι οι υλακές όσων δαιμονικά σπρώχνουν τον ελλαδισμό επαρχιωτισμό την ψυχοφθόρα αταξία και στη ρήξη με την πηγή της ευσεβείας του ελληνικού λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου