ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Θὰ ἠμποροῦσέ τις ἴσως νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα: Ποῖον τὸ σπουδαιότερον ἐν τῷ Χριστιανισμῷ; ἡ θεσμοποίησις, τὰ ἰδεώδη ἢ ἀμφότερα; Ὁ διαπρεπὴς ζωγράφος τοῦ Ρωμαντισμοῦ C. D. Friedrich εἶχε φιλοτεχνήσει ἕνα λίαν γνωστὸν καὶ μυστηριώδη πίνακα ὑπὸ τὸν τίτλον: "Ὁ Μοναχὸς καὶ ἡ θάλασσα", ὁ ὁποῖος ταχέως ἐλησμονήθη, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα, ἐνῶ σήμερον ἀποτελεῖ ἓν τῶν σπουδαιοτέρων ἔργων του. Ὁ πίναξ (1808-10) παριστᾶ πρὸς τὰ ἀριστερά "λιλλιπούτειον" μοναχόν -ὄνομα καὶ πρᾶμα- μετὰ καφὲ ἱματίου, ἀσκεπῆ καὶ μετὰ γενείου ἐντὸς ἀχανοῦς καὶ ἐρήμου τοπίου, εἰς τὸ ὁποῖον διακρίνονται λεπταὶ λωρῖδες ἀνοικτοφαιοῦς παραλίας, βαθείας κυανοπρασίνου κυματώδους θαλάσσης καὶ ἑνὸς κυανοπρασίνου οὐρανοῦ, ἀνοικτοτέρου μετὰ νεφῶν πρὸς τὸ μέσον, καταλαμβάνοντος πέραν τῶν ¾ τῆς συνθέσεως, καὶ συνθλίβοντος αὐτήν. Ὁ μοναχὸς εἰκονίζεται περίπου ραχιαίως (πρβλ. ἔργα τῶν Vermeer καὶ ter Borch), τοῦθ’ ὅπερ καθιστᾶ τὸ ἔργον μυστηριωδέστερον. Ὁ καλλιτέχνης ἐνδιεφέρετο διεξοδικῶς μὲ θέματα τῆς θρησκείας. Ἡ σύνθεσις εἶναι μία παραστατικὴ ὄψις τοῦ σύμπαντος, ἀλλὰ διὰ τὸν Friedrich πιθανῶς καὶ ἓν ὅραμα τοῦ μελλοντικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐξελάμβανε δὲ τοῦτο οὐχὶ μετὰ λύπης καὶ μελαγχολίας, ἀλλὰ ὡς ἐνέχον βαθεῖαν παρηγορίαν.
Ὁ Ρωμαντισμὸς εἶναι πολιτισμικὸν ρεῦμα, ἀντιδραστικὸν πρὸς τὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἓν τῶν σπουδαιοτέρων ρήξεων εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ τὴν πρόσβασίν του εἰς τὸν μοντέρνον κόσμον, ὥστε μερικοὶ νὰ ὁμιλοῦν ἤδη τότε διὰ τὸ τέλος του! Καὶ ἐδῶ ὑπάρχουν δύο τινα: Ἀφ’ ἑνὸς τὸ αἴσθημα διά τι τὸ ὁποῖον ἀπόλλυται, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἐμφάνισις μιᾶς δυνάμεως, ἡ ὁποία πορεύεται περαιτέρω. Οἱ Ρωμαντικοὶ εἶχον μίαν πολὺ βεβαίαν αἴσθησιν, ὅτι ἡ βιομηχανοποίησις καὶ ἡ τεχνοκρατία θὰ ἤλλασον ριζικῶς τὴν θεώρησιν τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὸν κόσμον εἰς τὸν ὁποῖον ἔζη. Ὁ M. Weber ὠνόμασεν τὸ πρῶτον ἀπο-γοητείαν, ὅπου βασικαὶ διδασκαλίαι τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἡ Δημιουργία, ἡ Ἐνανθρώπησις, ἡ Ἀνάστασις κλπ., δὲν ἔχουν καμμίαν θέσιν. Καὶ τὴν ἔλλειψιν αὐτὴν ἠσθάνοντο ἐντόνως, συγχρόνως ὅμως ὑποψιάζοντο ὅτι εἰς τὸν Χριστιανισμὸν ἐνοικεῖ μία μεγαλυτέρα ἰσχὺς, ἡ ὁποία δὲν ἐβυθίζετο μὲ τὰς παλαιὰς εἰκόνας.
Ἡ μετάβασις εἰς τὴν μοντέρναν ἐποχὴν ἐσήμαινε διὰ τοὺς Ρωμαντικούς, ὅτι οὐχὶ τὸ μυστήριον καθ’ ἑαυτό, ἀλλ’ ὅτι αἱ ἔννοιαι ἐσμικρύνθησαν. Διὸ καὶ ἐζήτουν ἄλλους δρόμους εἰς τὴν τέχνην, μουσικὴν καὶ ποίησιν, διὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀνωτέραν θεϊκὴν ἔννοιαν, εἰς τὸν κόσμον. (Πρβλ. τοὺς Προραφαηλίτας καὶ τοὺς Ναζαρηνούς).
Ἀντέτασσον εἰς τὴν ἀπο-γοητείαν μίαν ὑπερ-γοητείαν, ἡ ὁποία εἶναι μία διαρκὴς προωθητικὴ δύναμις εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο εἶναι μία οὐδέποτε φθάνουσα εἰς τὸν σκοπόν της δοκιμὴ διατυπώσεως, τῆς θείας παρουσίας, ὥστε νὰ ἀποβεῖ περιγραφικὴ καὶ ἐμπειρικῶς γνωστή. Καὶ πρὸς τοῦτο ὁ Χριστιανισμὸς ἐνέβαλε μίαν πολὺ περισσοτέραν φαντασίαν καὶ πολιτισμικὴν δύναμιν, ἀπὸ ὅ,τι νομίζει τις.
Οὐδέποτε ἐπεριορίσθη νὰ τοποθετήσει τὴν θρησκευτικήν του βεβαιότητα μόνον εἰς τὰ δόγματα, μίαν σταθερὰν θεσμοποίησιν, τοὺς τύπους καὶ τὰς ἠθικὰς ἀρχάς, ἀλλὰ ἐπωφελήθη ἀπὸ ὅλας τὰς πολιτισμικὰς μορφάς. Οὕτως ἡ πολιτισμικὴ ἱστορία του εἶναι ἱστορία μεταβολῶν καὶ μεταλλάξεων.
Βεβαίως λόγῳ τῆς φοβερᾶς κρίσεως τοῦ 19. αἰῶνος ἐφηρμόσθησαν στρατηγικαὶ ἐπανακτήσεως τοῦ ἀπωλεσθέντος διὰ μιᾶς ἁπλοϊκῆς πίστεως εἰς τὰ δόγματα καὶ τὰς ἠθικὰς ἐπιταγάς, πληρώσεως καὶ πάλιν ναῶν, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὸν μνημειώδη των χαρακτῆρα καὶ τὰς ἐξόχους συντηρήσεις αὐτῶν, "ἀκτινοβολοῦν" τὸ κενὸν τῶν ἐρειπίων κατὰ τὰς Ἀκολουθίας.
Ὡσαύτως ἡ θεσμοθετικὴ αὐτοδιατήρησις εἶναι μία βαθεῖα ἀνθρωπίνη ἀνάγκη. Πάντως, τοὐλάχιστον διὰ τὴν Εὐρώπην, ὁ χρυσοῦς αἰὼν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀνήκει εἰς τὸ παρελθόν. Ἐπίσης ἡ ἄποψις τῆς "περιχωρήσεως" τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ κράτους, κυριαρχούντων τῶν ἰδεωδῶν αὐτῆς (R. Rothe), ἀπεδείχθη φροῦδος. Καθ’ ὅτι τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον καὶ μίαν θεϊκὴν ὑπέρβασιν, ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίζει, ἐὰν εἷς θεσμὸς διαρκῶς κηρύττει τοῦτο καὶ τὸ ὑπενθυμίζει. Ὁ Εὐαγγελισμὸς δὲ οὗτος δὲν εἶναι εἷς αὐτοσκοπός, καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μεταδίδει, τυγχάνει μεγαλύτερον ἀπὸ αὐτήν. Ὑπάρχει δὲ καὶ κατά τινας μία θρησκευτικὴ ἐμπειρία ἄνω τῶν κλασσικῶν ἐκφραστικῶν μορφῶν αὐτῆς.
Ἡ θεσμοποίησις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλ΄ ἓν ἐργαλεῖον βοηθητικὸν διὰ τὴν ζωήν της. Βασικὸν τυγχάνει οὐχὶ ἡ ἐτικεττοποίησις τῶν ἰδεωδῶν της, ἀλλὰ ἡ ὑλοποίησίς των ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐδῶ οἱ Ρωμαντικοὶ ἀποβαίνουν διδάσκαλοι, ἑνώνοντες τὸ ἀπωλεσθὲν μὲ τὸ ἐλπιδοφόρον μελλοντικόν. Πιθανὸν ἡ θεσμοποίησις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀλλάξει. Καὶ ἡ δημογραφικὴ ἐξέλιξις τοῦτο δεικνύει. Ὅμως εἷς σμικρυνθεὶς θεσμὸς δὲν σημαίνει ἀναγκαστικῶς καὶ ἕναν σμικρυνθέντα Χριστιανισμόν, παρὰ τὸν ὑφιστάμενον ὑπερτοπικόν, ἐξω-ὁμολογιακὸν χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἐνίοτε δίδει τὴν ἐντύπωσιν ἑνὸς φολκλὸρ συγκρητιστικῆς χροιᾶς1!
__________________________________
1- J. Lauster, Die unsterbliche Kraft des Christentums, Publik-Forum ἀρ. 1 (2016) 26-29.
Ὁ Ρωμαντισμὸς εἶναι πολιτισμικὸν ρεῦμα, ἀντιδραστικὸν πρὸς τὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἓν τῶν σπουδαιοτέρων ρήξεων εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ τὴν πρόσβασίν του εἰς τὸν μοντέρνον κόσμον, ὥστε μερικοὶ νὰ ὁμιλοῦν ἤδη τότε διὰ τὸ τέλος του! Καὶ ἐδῶ ὑπάρχουν δύο τινα: Ἀφ’ ἑνὸς τὸ αἴσθημα διά τι τὸ ὁποῖον ἀπόλλυται, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἐμφάνισις μιᾶς δυνάμεως, ἡ ὁποία πορεύεται περαιτέρω. Οἱ Ρωμαντικοὶ εἶχον μίαν πολὺ βεβαίαν αἴσθησιν, ὅτι ἡ βιομηχανοποίησις καὶ ἡ τεχνοκρατία θὰ ἤλλασον ριζικῶς τὴν θεώρησιν τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὸν κόσμον εἰς τὸν ὁποῖον ἔζη. Ὁ M. Weber ὠνόμασεν τὸ πρῶτον ἀπο-γοητείαν, ὅπου βασικαὶ διδασκαλίαι τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἡ Δημιουργία, ἡ Ἐνανθρώπησις, ἡ Ἀνάστασις κλπ., δὲν ἔχουν καμμίαν θέσιν. Καὶ τὴν ἔλλειψιν αὐτὴν ἠσθάνοντο ἐντόνως, συγχρόνως ὅμως ὑποψιάζοντο ὅτι εἰς τὸν Χριστιανισμὸν ἐνοικεῖ μία μεγαλυτέρα ἰσχὺς, ἡ ὁποία δὲν ἐβυθίζετο μὲ τὰς παλαιὰς εἰκόνας.
Ἡ μετάβασις εἰς τὴν μοντέρναν ἐποχὴν ἐσήμαινε διὰ τοὺς Ρωμαντικούς, ὅτι οὐχὶ τὸ μυστήριον καθ’ ἑαυτό, ἀλλ’ ὅτι αἱ ἔννοιαι ἐσμικρύνθησαν. Διὸ καὶ ἐζήτουν ἄλλους δρόμους εἰς τὴν τέχνην, μουσικὴν καὶ ποίησιν, διὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀνωτέραν θεϊκὴν ἔννοιαν, εἰς τὸν κόσμον. (Πρβλ. τοὺς Προραφαηλίτας καὶ τοὺς Ναζαρηνούς).
Ἀντέτασσον εἰς τὴν ἀπο-γοητείαν μίαν ὑπερ-γοητείαν, ἡ ὁποία εἶναι μία διαρκὴς προωθητικὴ δύναμις εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο εἶναι μία οὐδέποτε φθάνουσα εἰς τὸν σκοπόν της δοκιμὴ διατυπώσεως, τῆς θείας παρουσίας, ὥστε νὰ ἀποβεῖ περιγραφικὴ καὶ ἐμπειρικῶς γνωστή. Καὶ πρὸς τοῦτο ὁ Χριστιανισμὸς ἐνέβαλε μίαν πολὺ περισσοτέραν φαντασίαν καὶ πολιτισμικὴν δύναμιν, ἀπὸ ὅ,τι νομίζει τις.
Οὐδέποτε ἐπεριορίσθη νὰ τοποθετήσει τὴν θρησκευτικήν του βεβαιότητα μόνον εἰς τὰ δόγματα, μίαν σταθερὰν θεσμοποίησιν, τοὺς τύπους καὶ τὰς ἠθικὰς ἀρχάς, ἀλλὰ ἐπωφελήθη ἀπὸ ὅλας τὰς πολιτισμικὰς μορφάς. Οὕτως ἡ πολιτισμικὴ ἱστορία του εἶναι ἱστορία μεταβολῶν καὶ μεταλλάξεων.
Βεβαίως λόγῳ τῆς φοβερᾶς κρίσεως τοῦ 19. αἰῶνος ἐφηρμόσθησαν στρατηγικαὶ ἐπανακτήσεως τοῦ ἀπωλεσθέντος διὰ μιᾶς ἁπλοϊκῆς πίστεως εἰς τὰ δόγματα καὶ τὰς ἠθικὰς ἐπιταγάς, πληρώσεως καὶ πάλιν ναῶν, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὸν μνημειώδη των χαρακτῆρα καὶ τὰς ἐξόχους συντηρήσεις αὐτῶν, "ἀκτινοβολοῦν" τὸ κενὸν τῶν ἐρειπίων κατὰ τὰς Ἀκολουθίας.
Ὡσαύτως ἡ θεσμοθετικὴ αὐτοδιατήρησις εἶναι μία βαθεῖα ἀνθρωπίνη ἀνάγκη. Πάντως, τοὐλάχιστον διὰ τὴν Εὐρώπην, ὁ χρυσοῦς αἰὼν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀνήκει εἰς τὸ παρελθόν. Ἐπίσης ἡ ἄποψις τῆς "περιχωρήσεως" τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ κράτους, κυριαρχούντων τῶν ἰδεωδῶν αὐτῆς (R. Rothe), ἀπεδείχθη φροῦδος. Καθ’ ὅτι τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον καὶ μίαν θεϊκὴν ὑπέρβασιν, ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίζει, ἐὰν εἷς θεσμὸς διαρκῶς κηρύττει τοῦτο καὶ τὸ ὑπενθυμίζει. Ὁ Εὐαγγελισμὸς δὲ οὗτος δὲν εἶναι εἷς αὐτοσκοπός, καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μεταδίδει, τυγχάνει μεγαλύτερον ἀπὸ αὐτήν. Ὑπάρχει δὲ καὶ κατά τινας μία θρησκευτικὴ ἐμπειρία ἄνω τῶν κλασσικῶν ἐκφραστικῶν μορφῶν αὐτῆς.
Ἡ θεσμοποίησις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλ΄ ἓν ἐργαλεῖον βοηθητικὸν διὰ τὴν ζωήν της. Βασικὸν τυγχάνει οὐχὶ ἡ ἐτικεττοποίησις τῶν ἰδεωδῶν της, ἀλλὰ ἡ ὑλοποίησίς των ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐδῶ οἱ Ρωμαντικοὶ ἀποβαίνουν διδάσκαλοι, ἑνώνοντες τὸ ἀπωλεσθὲν μὲ τὸ ἐλπιδοφόρον μελλοντικόν. Πιθανὸν ἡ θεσμοποίησις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀλλάξει. Καὶ ἡ δημογραφικὴ ἐξέλιξις τοῦτο δεικνύει. Ὅμως εἷς σμικρυνθεὶς θεσμὸς δὲν σημαίνει ἀναγκαστικῶς καὶ ἕναν σμικρυνθέντα Χριστιανισμόν, παρὰ τὸν ὑφιστάμενον ὑπερτοπικόν, ἐξω-ὁμολογιακὸν χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἐνίοτε δίδει τὴν ἐντύπωσιν ἑνὸς φολκλὸρ συγκρητιστικῆς χροιᾶς1!
__________________________________
1- J. Lauster, Die unsterbliche Kraft des Christentums, Publik-Forum ἀρ. 1 (2016) 26-29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου