Του Άρχοντος Οστιαρίου της Μ.τ.Χ.Ε. Χρήστου Τσούβαλη
Αγαπητοί κυρίες και κύριοι,
Ευχαριστώ τον Σύνδεσμο Μεγαλοσχολιτών και τη Διεύθυνση της περιοδικής έκδοσης «Η καθ’ ημάς Ανατολή», που θέλησε να με καλέσει στο εκλεκτό αυτό βήμα της φιλόξενης αίθουσας του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Παλαιού Φαλήρου, για να σας παρουσιάσω μία από τις έξι ομιλίες της τρίτης σειράς ομιλιών που έχουν θέμα τους Οικουμενικούς Πατριάρχες της περιόδου 1923-1991. Η ομιλία μου με θέμα: Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α’.
Η ομιλία μου αυτή θα περιορισθεί μόνο στα γεγονότα της ζωής του Πατριάρχου. Δε θα σχολιάσω το έργο του, ούτε και θα τοποθετηθώ συναισθηματικά, σαν Ηπειρώτης στην καταγωγή, απέναντι στα γεγονότα, που έχουν σχέση με τη ζωή του.
Άλλωστε ο Αθηναγόρας ανήκει πλέον στην Ιστορία. Κάθε απόπειρα αξιολόγησης της μορφής του, κατά τον Μητροπολίτη Γέροντα Εφέσου και Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη, θα ήταν ένα είδος σφετερισμού, του εξ αντικειμένου καθήκοντος και της ευθύνης της Ιστορίας και του ιστορικού της αύριο. Επί πλέον θα ήταν ίσως και πράξη αδικίας προς τον Πατριάρχη, γιατί κάθε περιγραφή και εκτίμησή του, που θα γίνει βεβιασμένα και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, που μόνο με το κύλισμα του χρόνου παρουσιάζονται, απομονώνονται και αποκρυσταλλώνονται, θα ήταν μακριά από την πραγματικότητα ή ακόμα και κάτω απ’ αυτή.
Γι’ αυτό προτίθεμαι, αφού αναφερθώ σύντομα στην περίοδο της ζωής του, σαν μαθητής στα Τσαραπλανά, στην Κόνιτσα, στα Γιάννενα και στη Χάλκη, να ξεφυλλίσω μαζί σας μερικές σελίδες, που έγραψε σαν Διάκονος στις Μητροπόλεις Πελαγωνείας και Αθηνών, σελίδες που έγραψε σαν Μητροπολίτης Κερκύρας και Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και τέλος να ξεφυλλίσω μαζί σας τις σελίδες που έγραψε επί 23 χρόνια 8 μήνες και 6 ημέρες σαν Ηγούμενος, Αρχιεπίσκοπος και Οικουμενικός Πατριάρχης στο Φανάρι.
Η παιδική ηλικία, η μόρφωση και η
κατάρτιση του Αριστοκλή Σπύρου του Ματθαίου.
Η οικογένεια του γιατρού Ματθαίου Σπύρου και της Ελένης Σπύρου το γένος Βασιλείου Μοκόρου είχε τρία παιδιά τον Αριστοκλή, το Γιώργο και την Αγαθή, που γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1886 και 1889 στο χωριό Τσαραπλανά της Επαρχίας Πωγωνίου της Ηπείρου, που από το 1928 μετονομάσθηκε Βασιλικό.
Ο Αριστοκλής γεννήθηκε την 25η Μαρτίου του 1886. Το σχολικό έτος 1892-93 γράφεται στο νηπιαγωγείο της Κόνιτσας. Στη συνέχεια φοιτά τα δύο πρώτα χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο της Κόνιτσας και τα άλλα δύο στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειρας του. Από του σχολικού έτους 1897-98 γράφεται και φοιτά για δύο χρόνια στο Σχολαρχείο των Τσαραπλανών. Το Σεπτέμβριο του 1899 αυτός και η μητέρα του αρρωσταίνουν, πιθανότατα από τύφο. Αυτός επέζησε αλλά η μητέρα του πέθανε τον Οκτώβριο του 1899 σε ηλικία μόλις 37 χρόνων. Τη φροντίδα της ανάπτυξης του μικρού Αριστοκλή ανέλαβε τότε η γιαγιά του Ειρήνη Μοκόρου στην Κόνιτσα.
Η αρρώστια του και ο θάνατος της μητέρας του τον κράτησαν δύο χρόνια μακριά από το σχολείο. Από το 1901 μέχρι και το 1903 παρακολούθησε μαθήματα, κατά τον Κωνσταντίνο Φράγκο , ως εσωτερικός μαθητής και με έξοδα του ιωαννίτου εμπόρου υφασμάτων Προκοπίου Καρπούζη στο ιδιωτικό Λύκειο Αναστασίου Αράπη στα Ιωάννινα, που συγκέντρωνε μαθητές της «καλής τάξεως» των Ιωαννίνων και των περιοχών Ζαγορίου και Πωγωνίου.
Ο μικρός Αριστοκλής έχοντας κλίση στα γράμματα, οδηγήθηκε από την Πρόνοια του Θεού και με την προτροπή του τότε Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου Αθηναγόρου Ελευθερίου , του μετέπειτα Μητροπολίτη Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου , το 1903, στο οικουμενικό διδακτήριο της Ορθοδοξίας, στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί εγγράφεται αρχικώς στο γυμνασιακό Τμήμα της και από το 1907 φοιτά στη Θεολογική Σχολή. Το 1908 πεθαίνει ο πατέρας του.
Ο Αριστοκλής Σπύρου γίνεται ο Διάκονος Αθηναγόρας.
Ο Αριστοκλής Σπύρου, ενώ φοιτά στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, κείρεται μοναχός και το Μάρτιο του 1910 χειροτονείται Διάκονος από τον Μητροπολίτη Ελασσόνος Πολύκαρπο και λαμβάνει το όνομα Αθηναγόρας, με το οποίο πλέον εισέρχεται στην Ιστορία.
Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου αποφοιτά από τη Σχολή και παίρνει το δρόμο για τη Μητρόπολη Πελαγωνείας, που είχε έδρα το Μοναστήρι δηλαδή τη πόλη Bitolj του σημερινού Κράτους των Σκοπίων.
Με την άφιξη του Διακόνου Αθηναγόρα στο Μοναστήρι τον Ιούλιο του 1910 μπορεί να πει κανείς ότι αρχίζει η εκκλησιαστική δράση του. Υπηρετεί ως Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Πελαγωνείας Στεφάνου Δανιηλίδη και ως Καθηγητής του εκεί Παρθεναγωγείου, θέσεις τις οποίες διατήρησε και στη εποχή του Πελαγωνείας Χρυσοστόμου.
Το Σεπτέμβριο του 1918 η Μητρόπολη Πελαγωνείας παύει να ανήκει στον Οικουμενικό Θρόνο και περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας.
Ο Αρχιδιάκονος Αθηναγόρας μαζί με το Μητροπολίτη Πελαγωνείας Χρυσόστομο Καβουρίδη, αφού βιαίως φυλακίστηκαν, απομακρύνθηκαν από το Μοναστήρι και οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου έφυγαν και πήγαν στο Άγιο Όρος. Εκεί εγκαταστάθηκαν στο ιστορικό Κάθισμα-Κελλί του Αγίου Ευσταθίου Μυλοποτάμου της Μεγίστης Λαύρας, που απετέλεσε στο παρελθόν και το αναχωρητήριο του Μεγάλου Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’., για να ηρεμήσουν μακριά από τη βοή του πολέμου και τις εχθροπραξίες.
Ευρισκόμενος ο Διάκονος Αθηναγόρας στην ησυχία της Αθωνικής ατμόσφαιρας, λαμβάνει, μετά από ένα εξάμηνο, μήνυμα τόσο από τον Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη , όσο και από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο Αλεξιάδη , προκειμένου να τους επισκεφθεί και να εργαστεί κοντά τους.
Προτιμάει την Αθήνα και διορίζεται ως Διάκονος και Γραμματέας της Μητρόπολης Αθηνών τον Μάρτιο του 1919.
Πολύ σύντομα τα έντονα πάθη της εποχής εκείνης, κατά τον Μητροπολίτη πρώην Λήμνου Βασίλειο Ατέση , διώχνουν το Μελέτιο Μεταξάκη και επαναφέρουν στις 16 Νοεμβρίου του 1920 ως Μητροπολίτη Αθηνών τον Θεόκλητο τον Α’.
Ο Διάκονος Αθηναγόρας παραμένει και στην υπηρεσία του δευτέρου, αλλά επειδή θεωρήθηκε ως άνθρωπος του Μελετίου, στερήθηκε της θέσεώς του ως Διακόνου της Μητρόπολης των Αθηνών και ως εκ τούτου υπέπεσε σε οικονομική δυσπραγία. Επίσης τον διέγραψαν και από την χορεία των αδελφών της Ιεράς Μονής Χρυσοελεατίσσης της Αίγινας. Γράφεται στη συνέχεια στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη Αθηνών για να εξασφαλίσει στέγη, χωρίς να λαμβάνει, για καθαρά πολιτικούς λόγους, και το χορηγούμενο στους αδελφούς της Μονής μηνιαίο επίδομα. Αργότερα διορίσθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα και ανακουφίστηκε κάπως οικονομικά.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όπου τις τύχες του Έθνους ανέλαβε η Επανάσταση του Πλαστήρα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, και μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Σεβαστιανού Νικοκάβουρα, σε συνεδρίασή της στις 16 Δεκεμβρίου του 1922 εκτιμώσα τα προσόντα, τη δράση και την προσωπικότητα του Διακόνου Αθηναγόρα Σπύρου εξέλεξε αυτόν σε ηλικία 36 ετών ως Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών.
Ο Αθηναγόρας ως Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών.
Μετά την εκλογή του σε Μητροπολίτη, χειροτονείται ιερέας και στις 22 Δεκεμβρίου του 1922 επίσκοπος στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών από τους Μητροπολίτες Δημητριάδος Γερμανό, Σύρου Αθανάσιο και Κορινθίας Δαμασκηνό.
Το Φεβρουάριο του 1923 αναλαμβάνει τη διαποίμανση της Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών. Τον ανέμεναν πολλά προβλήματα. Τα σπουδαιότερα απ’ αυτά ήταν, κατά τον Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Πολύκαρπο τα εξής: Η ανακήρυξη συναδελφικών Ιερών Ναών σε ενοριακούς, η μόρφωση του Κλήρου, η μέριμνα για την εκπλήρωση από τους κληρικούς, κατά τρόπο ορθό, των ιερατικών τους καθηκόντων, η ίδρυση καταλλήλων Κοιμητηρίων στις μεγαλύτερες Κοινότητες, η οργάνωση των Ενοριών και η εν γένει τακτοποίηση των οικονομικών και λοιπών προβλημάτων της Μητροπόλεως, η καλή λειτουργία των υφισταμένων και σε αδράνεια διατελούντων κληροδοτημάτων, η αναβίωση και διεύρυνση του έργου της Φιλελεήμονος Εταιρείας «Άγιος Σπυρίδων» καθώς και η με ευρύτητα πνεύματος ανάπτυξη δράσεως για αποτελεσματική επούλωση των κοινωνικών πληγών και ανακούφιση των πενεστέρων οικογενειών και τέλος η στήριξη κάθε πολιτιστικής και ευεργετικής κοινωνικής προσπάθειας.
Μαζί με όλ’ αυτά έπρεπε να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα των προσφύγων. Άλλωστε βρισκόμαστε στους τραγικούς μήνες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Χιλιάδες από τους πρόσφυγες είχαν καταφύγει και στην Κέρκυρα. Έτσι το έργο του γίνεται από τα πράγματα τρισυπόστατο. Αφ’ ενός φιλανθρωπικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό, αφ’ ετέρου πνευματικό και κατά τρίτο λόγο διεκκλησιαστικό αφού στην Κέρκυρα υπήρχαν και τέσσερις χιλιάδες Ρωμαιοκαθολικοί και Αρμένιοι.
Προτάσσει λοιπόν τις άμεσες ανάγκες των προσφύγων. Έπρεπε οι πρόσφυγες κατ’ αρχάς να εγκαταλείψουν την προσωρινή διαβίωσή τους στις εκκλησίες και να στεγαστούν σε μόνιμους χώρους, να βρεθεί εργασία για τον καθένα τους και τα παιδιά τους να πάνε σχολείο.
Τρέχοντας μέρα και νύκτα τα φρόντισε όλα.
Στον πνευματικό τομέα έδωσε επίσης τη βαρύτητα που έπρεπε. Μορφωμένος Κλήρος γι’ αυτόν ήταν το ισχυρότερο πνευματικό όπλο στον αγώνα της Εκκλησίας για την κατάκτηση των ψυχών. Ίδρυσε την Ιερατική Σχολή Κερκύρας για τον καταρτισμό ικανότερων και ευσεβέστερων ποιμένων. Από 20 Φεβρουαρίου του 1928 εκδίδει το περιοδικό «Άγιος Σπυρίδων», με σκοπό την πνευματική χειραγώγηση των χριστιανών της Μητροπόλεώς του.
Κατά τη μαρτυρία του διαδόχου του Μητροπολίτη Κερκύρας Πολυκάρπου , ο Αθηναγόρας μόχθησε για την αναγέννηση της λατρευτικής ζωής του τόπου. Έφερε και πάλι το ποίμνιό του στους Ναούς. Ενισχύοντας τις προσπάθειες για την οργάνωση χορωδιών και την τοποθέτηση του αρμόνιου μέσα στο Ναό, συγκράτησε και πλήθυνε το αραιωμένο εκκλησίασμα. Λάμπρυνε περισσότερο τις ιερές τελετές, λιτανείες και πανηγύρεις. Ίδρυσε την «Κερκυραϊκή Σχολή» σαν πρότυπο οικοτροφείο και εύρισκαν σ’ αυτή στέγη, στοργική περίθαλψη και συνθήκες καλής μόρφωσης πολλοί Κερκυραίοι, Βορειοηπειρώτες Έλληνες και Αλβανοί.
Ο W. A. Visser’ t Hooft σε άρθρο του τον Απρίλιο του 1929 , γράφει ότι, όταν επισκέφθηκε τον Αθηναγόρα στην Κέρκυρα, έμεινε κατάπληκτος από τον άψογο τρόπο λειτουργίας της Ιεράς Μητροπόλεως και το πολύπλευρο έργο του Μητροπολίτη.
Ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας υπήρξε γενναίος. Αψήφησε κινδύνους. Έχοντας ζήσει στα πεδία των μαχών του Μοναστηρίου κατά τη διάρκεια τριών πολέμων έδειξε επίσης τη γενναιότητα του φρονήματός του κατά το βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς στις 31 Αυγούστου του 1923 κατά τον οποίο πολλοί πρόσφυγες εφονεύθησαν και πολλοί ετραυματίσθησαν. Κωπηλατώντας ο ίδιος μια ψαράδικη βάρκα πλησίασε τα ιταλικά πολεμικά καράβια και ανέβηκε στην ιταλική ναυαρχίδα και διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Ιταλό Ναύαρχο Solari για την ανέντιμη πράξη του. Για την ενέργειά του αυτή ο λαός της Κέρκυρας θεωρούσε τον Αθηναγόρα ήρωα και σωτήρα της πόλης του και τον εσέβετο ιδιαίτερα.
Στο νησί υπήρχαν, όπως προαναφέραμε και Ρωμαιοκαθολικοί, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν Ιταλοί υπαγόμενοι στην Αρχιεπισκοπή του Brindisi. Έπιασε φιλίες μαζί τους, γνώρισε από κοντά τα προβλήματά τους, τους αντιμετώπισε με αγάπη, κατανόηση και με ιδιαίτερη φροντίδα. Απ’ εδώ άρχισε να ζει την τραγικότητα του χάσματος μεταξύ των δύο Εκκλησιών και τις συνέπειες του Σχίσματος στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό και κάνει το πρώτο οικουμενικό του πέταγμα και περνάει την Αδριατική για να επισκεφθεί πρώτος τον εκεί Ιταλό επίσκοπο.
Ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας στην Κέρκυρα ανοίγεται και προς τους Προτεστάντες. Επιζητεί την επαφή και τη γνωριμία με ηγετικές προσωπικότητες του προτεσταντικού κόσμου της Δύσεως. Έχοντας ευλογήσει την ίδρυση στην Κέρκυρα του Παρατήματος της Χ.Α.Ν. (Y.M.C.A.), λαμβάνει μέρος και στο διεθνές Συνέδριο της Οργανώσεως στο Helsinki της Φιλλανδίας το 1926, όπως επίσης και στο Ζ’. Συνέδριο των Αγγλικανών στο Λάμπεθ Πάλας τον Ιούλιο του 1930.
Κατά τον Καθηγητή Δεληκωστόπουλο, «όσο το όραμα της Δύσεως και αν σαγηνεύει το μεγάλο άνδρα, αυτός ίσταται σταθερώς επί του ορθοδόξου εδάφους. Τούτο αποτελεί πραγματικότητα η οποία διήκει δια μέσου ολοκλήρου του βίου του. Η συμμετοχή του στη συνελθούσα στο Άγιο Όρος Προκαταρκτική Επιτροπή των Ορθοδόξων Εκκλησιών τον Ιούνιο του 1930 και μάλιστα ως ένας από τους Γραμματείς της Επιτροπής, αποτελεί αψευδή μαρτυρία για το ενδιαφέρον του Αθηναγόρα για τα συζητηθέντα εκεί θέματα, τα οποία ανεδιπλώθησαν κατά τις δεκαετίες οι οποίες ακολούθησαν.»
Την περίοδο αυτή η Αρχιεπισκοπή Αμερικής υφίσταται ένα σοβαρό πρόβλημα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναζητεί τον κατάλληλο ποιμενάρχη για να αναλάβει τις ευθύνες της επιλύσεως του. Υπολογίζοντας στα εξαιρετικά προσόντα του Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρα ζητάει τη συγκατάθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος για να τον εκλέξει για την Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Η Εκκλησία της Ελλάδος με Απόφαση της Συνόδου της, δίδει, «κατά την Κανονικήν Τάξιν», τη συγκατάθεσή της για τη νέα αποστολή του Αθηναγόρα. Έτσι στις 13 Αυγούστου του 1930 ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας εκλέγεται, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Ο Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αθηναγόρας έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Νοεμβρίου του 1930, όπου τον υποδέχθηκε από μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου ο Αρχιγραμματεύων της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος. Στις 11 Νοεμβρίου κλήθηκε και παρέστη σε Συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, κατά την οποία ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’. στην προσφώνησή του, μεταξύ άλλων, του είπε «...χάρις τη ευλογία του Θεού και τη αφοσιώσει της υμετέρας Ιερότητος τη Εκκλησία, χαιρετίζομεν σήμερον την υμετέραν αγάπην Αρχιεπίσκοπον της εν Αμερική Εκκλησίας και συγχαίρομεν αυτή θερμώς και από μέσης καρδίας επί τη εκλογή αυτής εις διακονίαν τόσον σπουδαίαν και ιεράν. Έχοντες δε υπ’ όψει τα όντως εξαιρετικά προσόντα της υμετέρας Ιερότητος, το αδιάβλητον ήθος, τον αποστολικόν ζήλον, την άκραν αφοσίωσιν αυτής τη Εκκλησία, την μόρφωσιν και την λαμπράν μέχρι τούδε εις έργα πίστεως και αγάπης σταδιοδρομίαν αυτής, πιστεύομεν ακραδάντως ότι εν τω προσώπω της υμετέρας Ιερότητος εύρομεν τον δόκιμον πηδαλιούχον της εν Αμερική Εκκλησίας και επί τούτω χαίρομεν χαράν μεγάλην και ευχαριστούμεν τω Αγίω Θεώ, τη ευλογία του Οποίου και παραδίδομεν από σήμερον την τε υμετέραν Ιερότητα και το αγαπητόν αυτή ποίμνιον» .
Στη συνέχεια αντιφώνησε καταλλήλως ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας και μετά ταύτα κατέβηκε μαζί με τους Συνοδικούς Αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον Πατριαρχικό Ναό, όπου τέλεσε την «νενομισμένην Ευχαριστίαν».
Μετά ταύτα έμεινε και φιλοξενήθηκε για δώδεκα μέρες στην Πόλη και στη συνέχεια αναχώρησε για την Αθήνα.
Στην Αμερική έφθασε στις 24 Φεβρουαρίου του 1931. Δύο μέρες μετά έγινε η ενθρόνισή του στον Άγιο Ελευθέριο της Νέας Υόρκης.
Από την επομένη της ενθρονίσεώς του ο Αμερικής Αθηναγόρας είχε να αντιμετωπίσει, κατά τον Βασίλειο Βασιλειάδη, ένα πλήθος προβλημάτων της Εκκλησίας, όπως ανασύνταξη και αναδιοργάνωση των Κοινοτικών και Εκκλησιαστικών πραγμάτων, διαχάραξη νέας γραμμής και έναρξη νέας εποχής για τον ιερό Κλήρο, την Παιδεία, την φιλανθρωπία και τις διεκκλησιαστικές σχέσεις.
Επειδή «η όλη αρρυθμία των εκκλησιαστικών πραγμάτων» της Εκκλησίας της Αμερικής δημιουργήθηκε από την εσφαλμένη, για τα εκεί δεδομένα, οργάνωση της Εκκλησίας, που υπόκρυπτε την επικίνδυνη προσωπική ασυδοσία και τη διοικητική αναρχία, σύμφωνα με την Έκθεση του Πατριαρχικού Εξάρχου Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, γι’αυτο ο νέος Αρχιεπίσκοπος αμέσως σχεδόν συνέταξε πρόχειρο σχέδιο Καταστατικού Χάρτου, που υπέβαλε τόσο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και στην Ελληνική Κυβέρνηση, για να αποτελέσει τη βάση για το νέο από 22 άρθρα «Σύνταγμα διοικήσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής Βορείου και Νοτίου», που κυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 10 Ιανουαρίου του 1931.
Μετά τη διευθέτηση του προβλήματος της διοικήσεως της Εκκλησίας της Αμερικής και των Επισκόπων της, ο Αρχιεπίσκοπος εστράφη προς τις Κοινότητες, τους Ιερείς και το ποίμνιό του. Άρχισε, κατά τον Πέτρο Κουρίδη, συστηματική επίσκεψη σε κάθε μία Κοινότητα, πιστεύοντας ότι τα προβλήματα της μιας, παρά την ομοιομορφία τους με εκείνα της άλλης, απαιτούσαν προσωπική προσοχή και φροντίδα. Κατόρθωσε να μονιάσει το ποίμνιό του αλλά και να αυξήσει τις Κοινότητες της Επαρχίας του.
Ως προς τους κληρικούς συμπεριφέρθηκε ο Αθηναγόρας, κατά τον Δεληκωστόπουλο, με αγάπη και κατανόηση. Τους έδωσε να καταλάβουν ότι ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που αυτός ο ίδιος εσέβετο βαθύτατα. Νωρίς διείδε ότι χωρίς μορφωμένους κληρικούς με διπλή παιδεία, ελληνική και αμερικανική, το έργο του θα ήταν πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό και ίδρυσε το 1937 τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στο Pomfret της Κοννεκτικούτης, που μεταφέρθηκε το 1947 στο Brookline της Μασαχουσέτης. Εργάστηκε για τη στενότερη συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Αμερικής και από το 1943 έθεσε τις βάσεις της μόνιμης Επιτροπής των Κανονικών Ορθοδόξων αρχιερέων, που λειτουργεί από το 1960
Διοργάνωσε ημερήσια και απογευματινά σχολεία και προσπάθησε να εμφυσήσει σε όλους την αγάπη για την Ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό της Ελλάδος. Το 1944 ίδρυσε, με την πολύτιμο συμπαράσταση των Ελληνίδων Κυριών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος, την Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου στο Garrison της Νέας Υόρκης για την εκκόλαψη διδασκαλισσών των ελληνικών γραμμάτων, κατηχητριών και γραμματέων των Κοινοτήτων. Οργάνωσε τα Κατηχητικά Σχολεία και ίδρυσε μέσα στην Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου και ορφανοτροφείο. Συνέστησε το 1931 τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών με παραρτήματα σ’ ολόκληρη την Αμερική. Το 1930 εξέδωσε το περιοδικό «Ο Ορθόδοξος Παρατηρητής» και ίδρυσε Κέντρο Ιεραποστολής στο Byron Springs της Καλιφόρνιας.
Βασική μέριμνά του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρου, κατά τον Πέτρο Κουρίδη, απετέλεσε το φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τη «Φιλόπτωχο». Τα οικονομικά της Αρχιεπισκοπής και γενικά των Κοινοτήτων τα βρήκε σε αθλία κατάσταση. Σιγά σιγά με υπομονή, πάντα κατά τον ίδιο συγγραφέα, με το καλό παράδειγμα, με την άψογη διαχείριση και με την προσωπική ζωή λιτότητας και πενίας τα ανόρθωσε σε σημείο εξυπηρετικό του πνευματικού έργου και της σωστικής αποστολής της Εκκλησίας.
Ο Αθηναγόρας, κατά τον B.Ohse, είχε αναμφιβόλως τη σπάνια ικανότητα να προσελκύει το ενδιαφέρον και το σεβασμό της πολιτικής εξουσίας και στη συνέχεια να θέτει τη σχέση αυτή στην υπηρεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι επί της εποχής του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρου ο Λευκός Οίκος και το Καπιτώλιο, άνοιξαν τις πύλες τους στον Αρχιεπίσκοπο της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής και είναι πασίγνωστη η ιστορική φιλία του Αθηναγόρου με τους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών Φράγκλιν Ρούσβελτ και Χάρρυ Τρούμαν.
Άξια μνείας υπήρξε και η εθνική δράση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρου. Αύτη κορυφώθηκε με την ίδρυση της Ελληνικής Πολεμικής Περιθάλψεως (Greek War Relief), που, κατά τον Βασίλειο Βασιλειάδη, απέστειλε, κατά το χρονικό διάστημα από το 1940 μέχρι το 1947, τρόφιμα, φάρμακα, είδη ιματισμού κ.ά. αξίας άνω των 20 εκατομμυρίων δολαρίων προς τους δοκιμαζομένους αδελφούς της Ελλάδος και έσωσε με τη βοήθεια αυτή, πάρα πολύ κόσμο από το θάνατο της ασιτίας και των ασθενειών.
Ο Αθηναγόρας πριν έλθει στην Αμερική είχε πάρει εντολή από τον Πατριάρχη Φώτιο τον Β’. να επανενώσει τα διεστώτα. Τελικά δεν πέτυχε μόνο να τα επανενώσει, κατά τον Δημήτριο Τσάκωνα, αλλά πέτυχε να καταστεί παράγοντας της Αμερικανικής Κυβερνήσεως και Πρωθιεράρχης, που απολάμβανε του γενικού σεβασμού, όχι μόνο των Ορθοδόξων, αλλά και όλων των χριστιανικών και μη Εκκλησιών και ομάδων της Αμερικής. Όλες οι μεγάλες πολιτικές, εκκλησιαστικές και πνευματικές προσωπικότητες του Νέου Κόσμου, ανεξαρτήτου εθνικότητας, τον επισκέπτοντο για να τον συμβουλευτούν.
Τέλος ο Αθηναγόρας έθεσε το πρόβλημα των δημοσίων σχέσεων στις σωστές του βάσεις από τους πρώτους μήνες της δράσεώς του στην Αμερική.
Το πόσο πέτυχε ο Αθηναγόρας στις δημόσιες σχέσεις, ως χαρισματούχος δημόσιος εκκλησιαστικός άνδρας, μπορεί να επιβεβαιωθεί, κατά τον Πέτρο Κουρίδη, και από το γεγονός ότι ενώ όταν έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 24 Φεβρουαρίου του 1931, τον υποδέχθηκαν ελάχιστοι και ο αμερικανικός Τύπος τον αγνόησε, δέκα οκτώ χρόνια αργότερα, φεύγοντας από την ίδια πόλη για τη νέα του έπαλξη, που λέγεται Οικουμενικός Θρόνος της Ορθοδοξίας, όχι μόνο πετάει με το ιδιωτικό αεροπλάνο του Προέδρου Χάρρυ Τρούμαν, αλλά και η φωτογραφία του προβάλλει στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, σαν έκφραση του μεγίστου δυνατού βαθμού δημοσιότητας. Αλλά και εκτός απ’ αυτό χιλιάδες πιστοί με δάκρυα στα μάτια τον κατευόδωσαν για τη νέα του αποστολή.
Ο Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Μετά από την από 18 Οκτωβρίου του 1948 παραίτηση, από του Οικουμενικού Θρόνου, του Πατριάρχου Μαξίμου του Ε’. την 1η Νοεμβρίου 1948 εξελέγη από την Ενδημούσα Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Βορείου και Νοτίου Αθηναγόρας ως Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο νέος Πατριάρχης δε βιάστηκε να εγκατασταθεί στο Φανάρι αμέσως μετά την εκλογή του. Θεώρησε υποχρέωσή του να αποχαιρετήσει το εκεί ποίμνιό του με κάποια χρονική άνεση. Γι’ αυτό και αναχώρησε αεροπορικώς από την Αμερική μετά από τρεις μήνες περίπου, δηλαδή την Κυριακή 23 Ιανουαρίου του 1949. Έμεινε για λίγο στο Παρίσι και την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.
Το επίσημο ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για τις δύο πρώτες μέρες του Πατριάρχου στην Κπολη, έχει ως εξής: «Η Α.Θ.Π. ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α’. επιβαίνων μετά της ακολουθίας Αυτού του προσωπικού αεροπλάνου του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αφίκετο τη 26η Ιανουαρίου 1949 εις Κπολιν. Εν τω αεροδρομίω εδεξιώθησαν Αυτόν Ιεράρχαι του Οικουμενικού Θρόνου, πολλοί επίσημοι και άπειρον πλήθος. Τη δ’ επομένη ετελέσθη εν τω Πατριαρχικώ Ναώ η ενθρόνισις Αυτού κατά την καθεστηκυίαν εν τη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως τάξιν, παρόντων των επισήμων και μεγάλου πλήθους πιστών. Το μέγα Μήνυμα ανέγνω ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου...Ιάκωβος, την ποιμαντορικήν ράβδον ενεχείρισεν ο πρώτος τη τάξει Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Θωμάς, τον δε νουθετήριον λόγον είπεν από του άμβωνος ο Σεβ. Μητροπολίτης Αίνου Γερμανός».
Από την επομένη ο νέος Οιακοστρόφος της Οικουμενικής Καθέδρας, κατά τον Μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο, ανέλαβε τις ευθύνες του ως Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Φαναρίου, ως Αρχιεπίσκοπος Κπόλεως και ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Μπροστά στο τρίπτυχο αυτό της υπευθυνότητας και της ανάγκης o Πατριάρχης Αθηναγόρας, πάντα κατά τον ίδιο Μητροπολίτη, στάθηκε καλώς και μετά φόβου και δεν ξέχασε ποτέ καθ’ όλη την Πατριαρχεία του, ότι οι περιστάσεις χρειάζονταν, κατά τον προσαγορευτήριο λόγο του Μητροπολίτη Αίνου Γερμανό, «έκτακτο άνδρα, νουν διορατικό, βούληση ισχυρή και ηθική, χείρα στιβαρά» αλλά προ παντός, όπως ο ίδιος ομολόγησε στον Ενθρονιστήριο λόγο του, «σύνεσιν νοός και καρδίας χύμα».
Επί της Ηγουμενείας του Πατριάρχου Αθηναγόρου στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Διπλοφανάρου, κατά τον Μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο , που από το 1953 μέχρι και το 1970 υπηρέτησε ως εσωκατάκοιλος ή εσωκατάκοιτος Κληρικός της Πατριαρχικής Αυλής, εκτός από τις προβλεπόμενες, από το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, Ιερές Ακολουθίες, τις οποίες τηρούσε με ευλάβεια, αναζητούσε αφορμές και ευκαιρίες για τον πλουτισμό του Εορτολογίου και τη συγκέντρωση πληρώματος στο Ναό. Παραδείγματα αυτών των αναζητήσεων είναι η θέσπιση πανηγυρικών εορτών στη μνήμη της Αγίας Θεοφανούς και της Αγίας Σολομωνής, που φυλάσσονται στον Πατριαρχικό Ναό τα ιερά Λείψανά τους, η συγκέντρωση των Κατηχητοπαίδων τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, η δημιουργία εορτών της μητέρας, του πατέρα κ.ά.
Σ’ όλες τις Ιεροτελεστίες, σύμφωνα με τον ίδιο Μητροπολίτη είτε επρόκειτο για Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία, είτε και για απλή Πατριαρχική Χοροστασία η εκδηλωτική ευλάβειά του ως Τελετουργού, οι Δεσποτικές αλλά και οι ευγενικές και μετρημένες τελετουργικές κινήσεις του, η υπέροχη στάση και ακινησία του στο θρόνο, η Αρχιερατική του χάρη ως κορυφαίου Μυσταγωγού μπροστά στο Ιερό Θυσιαστήριο, πρόδιδαν ότι κατείχε την τέχνη του να είναι Πρώτος. Στο Παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέου, που ο Ηγούμενος Πατριάρχης εύρισκε κατά την έκφρασή του «την τακτικήν καθ’ ημέραν όασιν», η θέση του δεν ήταν πάντοτε ο θρονίσκος, αλλά και το Θυσιαστήριο, σε περίπτωση απουσίας ιερέως, καθώς και το αναλόγιο είτε επειδή απουσίαζαν οι Κληρικοί της Αυλής είτε ακόμη επειδή ήθελε να συμψάλλει με την χαρακτηρίζουσα αυτόν βαρυτονία.
Ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Αθηναγόρας αισθάνθηκε τη Ρωμηοσύνη της Πόλης «ως το τίμιον ποίμνιον της κατ’ αυτόν Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής και το προσφιλές αντικείμενον της αμέσου πατρικής αυτού μερίμνης».
Διαίρεσε την Αρχιεπισκοπή σε πέντε Περιφέρειες και τοποθέτησε σ’ αυτές Αρχιερατικώς Προϊσταμένους, που ήταν ή Τιτουλάριοι Βοηθοί Επίσκοποι, ή Τιτουλάριοι Μητροπολίτες ή και Συνοδικοί Μητροπολίτες.
Σπουδαίο μέλημα του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρου υπήρξε η από 27 Σεπτεμβρίου του 1949 ίδρυση της «Πνευματικής Διακονίας», που σκοπό είχε την εσωτερική ιεραποστολή. Για το σκοπό αυτό λειτούργησαν τρία Ιερατικά Φροντιστήρια στις Κοινότητες Σταυροδρομίου, Ταταούλων και Γαλατά. Με τα Φροντιστήρια αυτά επεδίωκε την ανάπτυξη του πνευματικού καταρτισμού των μη θεολόγων Κληρικών με πρακτική διδασκαλία της Ποιμαντικής και ιδιαίτερα της Εφαρμοσμένης Λειτουργικής, δηλαδή του τρόπου τελέσεως της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών Μυστηρίων.
Στα επιτεύγματα της Πνευματικής Διακονίας εντάσσεται και η από 23 Ιουνίου 1951 έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ο Απόστολος Ανδρέας», πρακτικού περιεχομένου, που εκδίδεται αρχικώς σε ιδιωτικό τυπογραφείο για μερικούς μήνες και προορίζετο για το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας. Πρός το τέλος του 1951 επανιδρύεται το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, από το οποίο εκδίδονται τακτικώς μαζί με την παραπάνω Εφημερίδα και το περιοδικό «Ορθοδοξία». Μέχρι δε την παύση της λειτουργίας του το 1964 τυπώθηκαν σ’ αυτό πάνω από 100 συγγράμματα.
Ο Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως θέσπισε τα Ιερά Κογκλάβια του Ιερού Κλήρου της Αρχιεπισκοπής για να αναπτύσσονται και να εξετάζονται τα απασχολούντα τον Ιερό Κλήρο προβλήματα, που είχαν σχέση με την Κοινοτική και Λειτουργική ζωή του ποιμνίου του. Κάθε αρχιερατικώς ή ιερατικώς Προϊστάμενος Κοινότητας έπρεπε να φέρει στη συνάντηση αυτή «Έκθεση πεπραγμένων», πάνω στα θέματα της οποίας εγένετο ανοικτή συζήτηση. Επίσης πραγματοποιούντο τα πρώτα χρόνια και συγκεντρώσεις Ιεροψαλτών και Νεωκόρων της Αρχιεπισκοπής, προκειμένου να εξετάζονται και να επιλύονται τα απασχολούντα αυτούς προβλήματα.
Η στοργή και το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου, για τους Κληρικούς του, τον οδήγησε στη σύσταση, με τη βοήθεια της Πνευματικής Διακονίας, του Κέντρου του Ιερού Κλήρου, που είχε ως σκοπό να φιλοξενεί τους κληρικούς, που ήθελαν να ξεκουραστούν για λίγες μέρες το καλοκαίρι στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού της νήσου Πριγκήπου.
Η μέριμνα της Πνευματικής Διακονίας, μετά από υποδείξεις του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρου, επεξετάθηκε και σε άλλους βασικούς πρακτικούς τομείς, όπως είναι η παροχή υποτροφιών, η προικοδότηση απόρων κοριτσιών, η ενίσχυση αναξιοπαθούντων αδελφών κ.ά.
Ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρου προς τη νέα γενιά ήταν μεγάλο. Ιδρύματα αυτού του ενδιαφέροντος υπήρξαν 1) η Εστία εργαζομένου κοριτσιού, που είχε σκοπό την πνευματική και ηθική τόνωση των εργαζομένων κοριτσιών και 2) η Παιδόπολη, που φιλοξενούσε το καλοκαίρι, στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού της νήσου Πρώτης, παιδιά σχολικής ηλικίας απ’ όλη την Αρχιεπισκοπή.
Τέλος επεδίωξε ο Αθηναγόρας να συσταθεί σε κάθε Κοινότητα της Πόλης Φιλόπτωχος Αδελφότητα, Μορφωτικός Σύνδεσμος, Μαθητικά Συσσίτια, Μικτές Εκκλησιαστικές Χορωδίες, Κατηχητικά Σχολεία και Ώρα αναψυχής του παιδιού.
Επιθυμώντας να γνωρίσει από κοντά κάθε Κοινότητα και να προωθήσει την οργάνωσή της, εφάρμοζε την αρχή των τακτικών Πατριαρχικών Χοροστασιών στις Κοινότητες. Μετά τη Θεία Λειτουργία επακολουθούσε πάντοτε δεξίωση στην Κοινοτική αίθουσα, κατά την οποία εκτίθεντο τα πεπραγμένα από τον Αρχιερατικό Προϊστάμενο της Περιφέρειας, τον Ιερατικό Προϊστάμενο της Κοινότητας, τον Πρόεδρο της Κοινότητας και από τους Προέδρους της Φιλόπτωχου Αδελφότητας και του Μορφωτικού Συνδέσμου της Κοινότητας.
Κατά διαστήματα πραγματοποιούσε και συγκεντρώσεις των Προέδρων και των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των Φιλανθρωπικών Σωματείων της Αρχιεπισκοπής για την ανταλλαγή απόψεων πάνω στα προβλήματα των Ιδρυμάτων τους. Επίσης καλούσε κατά διαστήματα μερικούς από τους Προέδρους των Σωματείων για να παρακαθίσουν σε επίσημα γεύματα που έδιδε το Πατριαρχείο προς τιμήν ξένων προσωπικοτήτων , προκειμένου να γνωρίσουν τα διορθόδοξα και τα διαχριστιανικά προβλήματα της Εκκλησίας.
Ο Αθηναγόρας πέραν από Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου του Διπλοφανάρου και Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης ήταν και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Και σαν Οικουμενικός Πατριάρχης ο Αθηναγόρας στάθηκε καθ’ όλη την περίοδο της Πατριαρχείας του «καλώς και μετά φόβου» σάν «έκτακτος άνδρας με νουν διορατικό και με βούληση ισχυρή και ηθική» .
Έτσι λοιπόν επί της Πατριαρχείας Αθηναγόρου του Α΄. αναγνωρίσθηκαν εννέα Άγιοι με Κανονική Πράξη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου: 1) Στις 31 Μαΐου του 1955 ο Νικόδημος Αγιορείτης, που γιορτάζεται η μνήμη του στις 14 Ιουλίου, 2) Στις 20 Απριλίου του 1961 ο Κοσμάς ο Αιτωλός, που γιορτάζεται η μνήμη του στις 24 Αυγούστου και ο Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης πρ. Πενταπόλεως, που γιορτάζεται η μνήμη του στις 9 Νοεμβρίου, 3) Στις 20 Ιουνίου του 1967 ο Αρσένιος ο Πάριος, που γιορτάζεται η μνήμη του στις 18 Αυγούστου, 5) Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1970 ο Ηγούμενος Ραφαήλ, ο Διάκονος Νικόλαος και η Ειρήνη, που γιορτάζονται οι μνήμες τους την Τρίτη της Διακαινησίμου, και η μοναχή Πελαγία, που γιορτάζεται η μνήμη της στις 23 Ιουλίου και 6) Στις 23 Μαΐου του 1972 η Λυδία η Φιλιππησία, που γιορτάζεται η μνήμη της στις 20 Μαίου.
Επίσης επί της Πατριαρχείας του έγινε δυο φορές η καθαγίαση του αγίου Μύρου (1951 και 1960).
Ο Αθηναγόρας το 1951 συνέβαλε στην έκδοση του νέου Κανονισμού λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που σκοπό είχε την αναδιοργάνωση και περαιτέρω ανάπτυξή της. Επίσης επέτυχε την ίδρυση τριών ακαδημαϊκών Κέντρων, όπως 1) το Πατριαρχικό Ιδρυμα Πατερικών Μελετών, που συνεστήθη με Πατριαρχικό και Συνοδικό Σιγίλλιο το έτος 1965 και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων της Θεσσαλονίκης και εκδίδει α) το εξαμηνιαίο επιστημονκό περιοδικό «Κληρονομία», β) τη σειρά «Ανάλεκτα Βλατάδων», γ) τη σειρά «Θεολογικά Δοκίμια», δ) τη σειρά «Θεολογικά Μελετήματα», ε) τη σειρά «Φως Πατέρων», ς) τη σειρά «Λειτουργικά Βλατάδων», ζ) Καταλόγους Ελληνικών Χειρογράφων, η) Φωτοαναστατική επανέκδοση των περιοδικών «Εκκλησιαστική Αλήθεια», «Νέος Ποιμήν» και «Ορθοδοξία» και τέλος θ) Σε συνεργασία με την Εκδοτική Αθηνών εξέδωσε τους 4 πολυτελείς τόμους «Θησαυροί του Αγίου Όρους», 2) το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ιδρύθηκε μετον Τόμο του 1966 στο Chambesy κοντά στη Γενεύη της Ελβετίας και που εκδίδει τις περιοδικές εκδόσεις «Επίσκεψις», «Συνοδικά» και «Θεολογικαί Μελέται» και 3) την Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης(1968), που βρίσκεται στο Κολυμπάρι Χανίων.
Επί της Πατριαρχείας του το 1961 η ημιαυτόνομος Εκκλησία της Κρήτης απέκτησε το νέο Καταστατικό της Χάρτη , το 1962 οι Επισκοπές της ονομάσθηκαν Μητροπόλεις, ο δε Μητροπολίτης Κρήτης με την από 28 Φεβρουαρίου του 1967 Απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ονομάσθηκε Αρχιεπίσκοπος.
Στην Ευρώπη το 1972 οι Επισκοπές της Αυτονόμου Εκκλησίας της Φιλλανδίας ονομάσθηκαν Μητροπόλεις. Η Μητρόπολη Θυατείρων με δικαιοδοσία σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, ονομάσθηκε Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και από το 1968 Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βτεττανίας. Το 1963 ιδρύθηκαν οι Μητροπόλεις Γαλλίας, Γερμανίας και Αυστρίας. Το 1969 ιδρύθηκαν οι Μητροπόλεις Σουηδίας και Βελγίου.
Στην Αμερική από 8 Δεκεμβρίου του 1970 η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής προήχθηκε στην «ένατην από του Καισαρείας Τάξιν, ευθύς μετά τον (θρόνον) Δέρκων» του Συνταγματίου του Οικουμενικού Θρόνου.
Στην Αυστραλία το 1959 η Μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας ονομάσθηκε Αρχιεπισκοπή και το 1970 η Νέα Ζηλανδία αποσπάστηκε από την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και έγινε Μητρόπολη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄., «ως φορέας του παρελθόντος, εργάτης του παρόντος και οραματιστής ενός καλλίτερου και ευτυχέστερου μέλλοντος» , προώθησε τις διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο κανείς άλλος πριν απ’ αυτόν.
Στον Διορθόδοξο τομέα εργάστηκε εντατικά για τη σύγκληση των Πανορθόδοξων Διασκέψεων, που μας οδηγούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων. Για το λόγο αυτό το Φεβρουάριο του 1951 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με Εγκύκλια Πατριαρχικά Γράμματα προς τους Μακαριοτάτους Πατριάρχες και τους Προέδρους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ανακοινώνει ότι το ζωτικοτάτης σημασίας θέμα για την Ορθόδοξο Εκκλησία δηλαδή η σύγκληση της Πανορθόδοξης Προσυνόδου εξακολουθεί να απασχολεί πάντοτε τον Οικουμενικό Θρόνο γι’ αυτό και με απόφαση της Ιεράς αυτού Συνόδου θέτει εκ νέου το θέμα αυτό στην κρίση τους.
Οι επίσημες επισκέψεις, που έγιναν το 1959, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο από τους Πατριάρχες Αντιοχείας Θεοδόσιο, Ιεροσολύμων Βενέδικτο, Σερβίας Γερμανό και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητο, για επαφές και συνομιλίες με τον Οικουμενικό Πατριάρχη καθώς και η Ιερή Πορεία, που πραγματοποίησε περί τα τέλη του ίδιου έτους ο Πατριάρχης Αθηναγόρας προς τα αρχαία Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, περιλαμβάνονται μέσα στο προπαρασκευαστικό κλίμα της σύγκλησης της Πανορθόδοξης Διάσκεψης.
Αποκορύφωμα των επίσημων επισκέψεων και επαφών μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών απετέλεσε η επίσκεψη του Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσίας Αλεξίου, που έγινε το Δεκέμβριο του 1960 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η επίσκεψη αυτή υπήρξε ιστορικής σημασίας και σπουδαιότητας και είχε μεγάλη απήχηση στο Διορθόδοξο αλλά και στο Διαχριστιανικό κόσμο. Συνέβαλε η επαφή και η συνομιλία των δύο Πατριαρχών και στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. Επίσης αποκαταστάθηκαν μετά ταύτα και οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο Σόφιας και πάσης Βουλγαρίας, έπειτα από την υποβληθείσα παράκληση της Βουλγαρικής Εκκλησίας και Απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αναγνώρισε κατ’ οικονομία την 21η Ιουλίου του 1961 την Πατριαρχική αξία και περιωπή της Βουλγαρικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Με τη διευθέτηση και του θέματος αυτού, αποκαταστάθηκαν οι μεταξύ όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών σχέσεις ο δε κοινός πόθος και η προσδοκία τους για τη σύγκληση μιας Πανορθοδόξου Διασκέψεως ήταν πραγματοποιήσιμος.
Γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στις 4 Μαΐου και στις 13 Ιουνίου του 1961 με Πατριαρχικά Εγκύκλια Γράμματα ανακοίνωσε προς τις επί μέρους Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες την Απόφαση της Ιεράς Συνόδου για τη σύγκληση Πανορθοδόξου Διασκέψεως στη Ρόδο το Σεπτέμβριο του 1961. Η Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε μεταξύ 24 Σεπτεμβρίου και 1 Οκτωβρίου του 1961 και συμπλήρωσε τον Κατάλογο θεμάτων της μελλούσης Προσυνόδου και πρότεινε την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με τις Αντιχαλκηδόνειες (Αρχαίες ή Μεταχαλκηδόνιες ή Ελάσσονες) Εκκλησίες της Ανατολής προς αποκατάσταση της ενώσεως και τη μελέτη της ιστορίας, της πίστεως και της λατρείας των Εκκλησιών αυτών και τη συνεργασία μαζί τους σε οικουμενικά Συνέδρια πάνω σε πρακτικά θέματα.
Η σύγκληση της Πρώτης Πανορθοδόξου Διασκέψεως το 1961 οφείλεται, κατά τον Καθηγητή Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε για την πραγμάτωσή της το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις ιδιάζουσες ευθύνες του, ως Πρωτόθρονη Εκκλησία, μέσα στο διοικητικό σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ποδηγέτη τον Προκαθήμενό του Πατριάρχη Αθηναγόρα που έθεσε ως μέλημα της Πατριαρχείας του τη σύγκληση αυτής και επεδόθηκε με πολλή αφοσίωση στο έργο για την πραγμάτωσή της.
Μετά την Πρώτη ακολούθησε η Δευτέρα και η Τρίτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο.
Η μεν Δευτέρα συγκλήθηκε από 26 Σεπτεμβρίου μέχρι και 1 Οκτωβρίου του 1963 και αποφάσισε να προτείνει στους Ρωμαιοκαθολικούς την έναρξη διαλόγου «επί ίσοις όροις», η δε Τρίτη, που συγκλήθηκε μεταξύ 1ης και 15ης Νοεμβρίου του 1964, αποφάσισε για το διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς ότι χρειάζεται η δέουσα προπαρασκευή και η δημιουργία καταλλήλων συνθηκών, για δε τον διάλογο με τους Αγγλικανούς και Παλαιοκαθολικούς, την άμεση σύσταση δύο ειδικών Διορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών για τη συνέχιση με αυτούς των θεολογικών συζητήσεων.
Η Τετάρτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη συγκλήθηκε από 8ης μέχρι 15ης Ιουνίου του 1968 στο Chambesy της Ελβετίας και αποφάσισε πρώτο να τεθεί σαν κύριος στόχος και άμεση επιδίωξη η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της κατ’ Ανατολάς Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας και αντί της συγκροτήσεως μιας Προσυνόδου να συγκροτηθούν σταδιακώς αλλεπάλληλοι Προσυνοδικαί Πανορθόδοξοι Διασκέψεις καθώς και μία Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή, και δεύτερο να συνεχιστεί η συστηματική προπαρασκευή του θεολογικού διαλόγου με τους ετεροδόξους Χριστιανούς και η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο έργο του Π.Σ.Ε. καθώς και η πραγματοποίηση θεολογικού διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ανατολής. Τέλος επί της Πατριαρχείας Αθηναγόρου συνεκλήθη επίσης στο Chambesy από 16-28 Ιουλίου του 1971 η Α’. Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, κατά την οποία παρουσιάστηκαν εισηγήσεις πάνω σε έξη θέματα από τον Κατάλογο των θεμάτων της Πρώτης Πανορθόδοξης Διάσκεψης.
Μέσα στο πνεύμα της ανάγκης για επαφή και συνεργασία όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενότητα της Ορθοδοξίας, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας το 1963 με την ευκαιρία της Χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και ηγήθηκε των εορταστικών εκδηλώσεών του και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Εκκλησία της Ελλάδος. Για τον ίδιο λόγο το 1967 επισκέφθηκε τις Εκκλησίες της Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Επίσης το 1969 επισκέφθηκε τη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου ηγήθηκε των τελετών για τα 1100 χρόνια από το θάνατο του Αγίου Κυρίλλου.
Στο Διαχριστιανικό Τομέα ο Πατριάρχης Αθηναγόρας προώθησε το Διάλογο και πέτυχε να εξυψώσει και να τοποθετήσει τις διμερείς συνομιλίες και τις θεολογικές συζητήσεις πάνω σε Πανορθόδοξο επίπεδο α) με τους Αγγλικανούς το 1966 στο Βελιγράδι της Γιουγοσλαβίας, το 1970 στο Chambesy της Γενεύης της Ελβετίας και το 1971 στο Helsinki της Φιλλανδίας. β) με τους Παλαιοκαθολικούς επίσης το 1966 στο Βελιγράδι, το 1970 στη Γενεύη και το 1971 στη Βόννη της Γερμανίας γ) με τις Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ανατολής προοθήθηκε ο Διάλογος το 1971 στην Addis Ababa της Αιθιοπίας και δ) Διάλογος με ανεπίσημες θεολογικές Επιτροπές του Π.Σ.Ε. προοθήθηκε το 1964 στο Aarhus της Δανίας, το 1967 στο Bristol της Αγγλίας, το 1970 στη Γενεύη και το 1971 στην Addis Ababa.
Το επίτευγμα τούτο του Πατριάρχου Αθηναγόρου μπορεί να αποδοθεί, κατά τον Καθηγητή Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, στο φιλενωτικό του πνεύμα, που ήταν το «πιστεύω» του και χαρακτήριζε την όλη του δραστηριότητα στην Εκκλησία σαν Μητροπολίτης Κερκύρας, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Τέλος οι Διαχριστιανικές σχέσεις βοηθήθηκαν επίσης κατά την περίοδο της Πατριαρχείας Αθηναγόρου και από τα παρακάτω γεγονότα: α) από την Εγκύκλιο του Πατριάρχου που στάλθηκε τον Ιανουάριο του 1952 προς τους Μακαριότατους Πατριάρχες και τους Προέδρους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, και που αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η συμμετοχή και συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών και καθορίζει τη σχέση και τους τρόπους της συμμετοχής των Ορθοδόξων εκπροσώπων στις εργασίες και τις συζητήσεις αυτού. β) από την επίσημη επίσκεψη, που πραγματοποίησε από 29ης Νοεμβρίου μέχρι και 1ης Δεκεμβρίου του 1960 ο Προκαθήμενος της Αγγλικανικής Εκκλησίας Geoffrey Fisher στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, γ) από την επίσημη επίσκεψη, που πραγματοποίησε από 2-6 Μαϊου 1962 ο Προκαθήμενος της Αγγλικανικής Εκκλησίας Δρ. Michael Ramsey στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δ) από την έναρξη επίσημης αλληλογραφίας μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης το έτος 1963, ε) από την ιστορική συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου με τον Πάπα Παύλο τον ς’, που πραγματοποιήθηκε στο Όρος των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα τον Ιανουάριο του 1964. ς) από τις επισκέψεις Πατριαρχικής Αντιπροσωπείας στη Ρωμαιοκαθολική, Αγγλικανική , και Παλαιοκαθολική Εκκλησία, το Φεβρουάριο του 1965, ζ) από την επίσκεψη παπικής αντιπροσωπείας στο Φανάρι τον Απρίλιο του 1965 η) από την ταυτόχρονη άρση «από της μνήμης και εκ μέσου της Εκκλησίας» των αναθεμάτων του 1054, που έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 στη Ρώμη και στο Φανάρι. θ) από την ανταλλαγή επισκέψεων ανωτάτου επιπέδου που έγινε το 1967 με την επίσκεψη του Πάπα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και του Πατριάρχου Αθηναγόρα στη Ρώμη. ι) από την επίσημη επίσκεψη, που πραγματοποίησε από της 9ης Νοεμβρίου μέχρι και 14ης Νοεμβρίου του 1967, ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Δρα Michael Ramsey στην Αγγλία, ια) από την επίσκεψη ειδικών απεσταλμένων της Αγγλικανικής Εκκλησίας στο Φανάρι τον Οκτώβριο του 1968, ιβ) από την διοργάνωση το 1969 του Ιστορικού Διεκκλησιαστικού Συνεδρίου στο Bari της Ιταλίας μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων πανεπιστημιακών Καθηγητών, ιγ) από τα οργανούμενα από το 1969 Οικουμενικά Συμπόσια της πόλεως Regensburg της Γερμανίας, μεταξύ της Γερμανικής Συνόδου των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ιδ) από την απόδοση από την Εκκλησία της Ρώμης των Ιερών Λειψάνων προς τις δικαιούχες Εκκλησίες της Ανατολής όπως του Αγίου Ανδρέου στην Εκκλησία των Πατρών (1964), του Αγίου Σάββα στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων (1965), του Αγίου Τίτου στην Εκκλησία της Κρήτης (1966), και του Αγίου Ισιδώρου στην Εκκλησία της Χίου (1967). ιε) από την αποστολή το 1964 επισήμων παρατηρητών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Τρίτη φάση της Β’. Βατικανής Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας(1962-1965) και ις) από την αποστολή ορθοδόξων αντιπροσώπων στις Γενικές Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε., που έγιναν στο Έβανστον το 1954, στο Νέο Δελχί το 1961 και στην Ουψάλα το 1968.
Ανακεφαλαιώνοντας θα ήθελα να σας μεταφέρω μερικές διαπιστώσεις που κάνει ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος, για το έργο που έγινε κατά την Πατριαρχεία Αθηναγόρου του Α’. διαπιστώσεις με τις οποίες πιστεύω, μετά τα όσα σε συντομία προσπάθησα να σας μεταφέρω με την ομιλία μου αυτή, ότι και εσείς θα συμφωνήσετε.
«Η Πατριαρχεία Αθηναγόρου του Α’. αποτελεί ιστορικό σταθμό τόσο για τον Οικουμενικό Θρόνο όσο και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αποτελεί την απαρχή μιάς ιστορίας που γνώρισε μεν αντιδράσεις αλλά και που ήταν γεμάτη από διορθόδοξες και διαχριστιανικές εκδηλώσεις αγάπης, θυσίας, διακονίας και έργων ανθρωπισμού. Παρουσίασε έντονη δραστηριότητα στο συντονισμό της δυναμικότητας της Ορθοδοξίας. Ιδρύθηκαν Πατριαρχικά Κέντρα. Αναπτύχθηκε ο δημιουργικός Διάλογος της αγάπης. Επιδιώχθηκε η λήθη του παρελθόντος, η καλλίτερη συνενόηση μεταξύ των Εκκλησιών και η στενώτερη συνεργασία πάνω σε σύγχρονα προβλήματα. Ακόμη δε επιδιώχθηκε και η καλλιέργεια και προαγωγή του Θεολογικού Διαλόγου με στόχο την συνεύρεση όλων πάνω στα θεμέλια της πίστεως και της ελευθερίας βοηθούμενοι από την ευσεβή και την οικοδομητική θεολογική σκέψη των κοινών Πατέρων και από την ποικιλία των κατά τόπους εθίμων, όπως συνέβαινε πάντοτε στην Εκκλησία.»
Αγαπητοί κυρίες και κύριοι,
Ο Πατριάρχης μετά το 1970 άρχισε να παρουσιάζει στην υγεία Του σημεία μεγάλης κατάπτωσης. Το καλοκαίρι του 1972, όπως κάθε χρόνο, παρέμενε εφησυχάζων στα ιδιαίτερα Πατριαρχικά δώματα της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος της Χάλκης. Την Πέμπτη 29 Ιουνίου 1972 «υπέστη, κατά το ιατρικό ανακοινωθέν, συνεπεία ολισθήματος, κάταγμα του δεξιού αυχένος του μηρού». Την επομένη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Βαλουκλή όπου και πέθανε την Παρασκευή 7 Ιουλίου 1972 από επιπλοκή νεφρικής πάθησης και πτώση της αρτηριακής πίεσης.
Την Τρίτη 11 Ιουλίου 1972 έγινε η κηδεία Του στον Ιερό Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Το πρωϊ και ώρα 9 άρχισε η Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Προέδρου της Ενδημούσης Αγίας και Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος με συλλειτουργούς τους Μητροπολίτες Χαλδίας Κύριλλο και Κολωνείας Γαβριήλ. Ακολούθησε η νεκρώσιμη Ακολουθία, που άρχισε στις 12 ακριβώς με την παρουσία όλων των Αρχιερέων της Αγίας και Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου, προεξάρχοντος του Προέδρου Αυτής, στο τέλος της οποίας εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο, από του ιερού άμβωνος, ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος.Η σωρός του μεταστάντος Πατριάρχου μεταφέρθηκε με πομπή στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, όπου και ετάφη, κοντά στους τάφους των προ αυτού Οικουμενικών Πατριαρχών.
«Κύριος ο Θεός αναπαύσαι και δοξάσαι και εν ουρανοίς τον κοιμηθέντα μακαριστόν Πατριάρχην ημών Αθηναγόραν...Αμήν».
(Η παρούσα εργασία δημοσιεύθηκε στην Αθήνα το έτος 1997 και στο βιβλίο «Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες (1923- 1991)» του Συνδέσμου των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών).
Σημ. Η εργασία δημοσιεύεται εδώ χωρίς τις σχετικές παραπομπές του συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου