________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


9/25/2018

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ: Η ΜΗΤΗΡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΑΛΛΑ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ


Ο Μ Ι Λ Ι Α 
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ 
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ 
 κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ 
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΝ ΛΑΟΝ 
 (26 Ἰουλίου 2008) 
Εὐλογημένα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, φιλόχριστε λαὲ τῆς Οὐκρανίας, 
Ἡ πρωτοβουλία τῆς πολιτειακῆς, τῆς πολιτικῆς, τῆς θρησκευτικῆς καί τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ μεγάλου Οὐκρανικοῦ λαοῦ διά τήν ὀργάνωσιν τοῦ ἐπισήμου καί λαμπροῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπετείου τῶν χιλίων καί εἴκοσιν ἐτῶν ἀπό τῆς ὁριστικῆς ἀποφάσεως τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνος (Velikii Knıaz) τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου ἁγίου Βλαδιμήρου νά ἀποδεχθῇ τήν χριστιανικήν πίστιν ἀπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὡς ἐπίσημον Θρησκείαν διά τόν λαόν τῆς Κιεβινῆς ἡγεμονίας καί κατ᾿ ἐπέκτασιν ὅλων τῶν αὐτονόμων Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν εἶναι ὄχι μόνον ὀφειλετική πρός τόν εὐλαβῆ λαόν τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί σημαντική διά τάς μελλοντικάς προοπτικάς αὐτῆς εἰς μίαν περίοδον ραγδαίων καί συγκλονιστικῶν μεταβολῶν εἰς παγκόσμιον κλίμακα. 
Ἡ πρωτοβουλία αὐτή εἶναι ὀφειλετική, διότι ὅλοι οἱ μεγάλοι λαοί ὀφείλουν νά διαφυλάσσουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν ἱστορικήν μνήμην αὐτῶν διά τά σημαντικά γεγονότα, τά ὁποῖα ἐσφράγισαν κατά τρόπον ἀνεξίτηλον τήν ἰδιαιτέραν πνευματικήν ταυτότητα τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως των καί προσδιώρισαν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον τήν διαχρονικήν συμβολήν των εἰς τήν παγκόσμιον κοινωνίαν τῶν λαῶν. Εἶναι ὅμως καί ἰδιαζόντως σημαντική σήμερον, διότι τό ἱστορικόν βάθος τῆς ζωῆς τῶν μεγάλων λαῶν ἀποτελεῖ ἀστείρευτον πηγήν δυνάμεως καί ἀκτινοβολίας πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν. 
1. Εἶναι κοινή καί ἀδιαμφισβήτητος πλέον ἡ διαπίστωσις ὅτι ἡ ἐπιλογή τῆς θρησκευτικῆς πίστεως ὑπῆρξεν, ὑπό διαφορετικάς βεβαίως προοπτικάς, καθοριστικός παράγων διά τά ἱστορικά πεπρωμένα ὅλων τῶν λαῶν τοῦ κόσμου, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι διεμόρφωσε τά ἰδιαίτερα ποιοτικά στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς ταυτότητός των, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι προσδιώρισε κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον καί τό περιεχόμενον τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεώς των. Αἱ ἑορταστικαί ἐκδηλώσεις ἀποτελοῦν σαφῆ ἔκφρασιν τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ εὐσεβοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ πρός τόν μεγαλόπνοον Ἡγεμόνα διά τήν προσωπικήν ἀγωνίαν καί τήν σοφήν ἐπιλογήν τῆς Θρησκείας τοῦ λαοῦ του, ὡς ταῦτα περιγράφονται εἰς τήν ἐκτενῆ διήγησιν τοῦ Κιεβινοῦ μοναχοῦ Νέστορος (ΙΑ' αἰών). 
Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀπόφασις τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου νά ἐπιλέξῃ διά τόν λαόν του τήν Χριστιανικήν πίστιν καί νά ζητήσῃ τό βάπτισμα ἀπό τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξεν ὁ ὥριμος καρπός σοφῆς καί διορατικῆς ἀξιολογήσεως πασῶν τῶν κυρίων καί τῶν παρεπομένων συνεπειῶν τῆς ἐπιλογῆς, αἱ ὁποῖαι ἐκάλυπτον ὄχι μόνον τάς προσωπικάς εὐαιασθησίας, ἀλλά καί τό ὅραμα αὐτοῦ διά τήν εὐδαιμονίαν τοῦ λαοῦ του. Οὕτω, προετίμησε τόν Χριστιανισμόν καί μάλιστα τῆς βυζαντινῆς παραδόσεως, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι αἱ πολιτικαί, οἰκονομικαί καί πνευματικαί σχέσεις τῆς Κιεβινῆς Ρωσσίας πρός τήν Κωνσταντινούπολιν εἶχον ἤδη μακράν καί ἐπίσημον προϊστορίαν ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἱεροῦ Φωτίου, τοῦ ἠγαπημένου Πατριάρχου εἰς τήν ἱστορικήν μνήμην τοῦ Κιεβινῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι συνέδεε διά τῆς ἐπιλογῆς ταύτης τόν λαόν του καί πρός τόν ὑψηλότερον πολιτισμόν τῆς ἐποχῆς. 
Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ὁ Ἡγεμών τοῦ Κιέβου, διά τοῦ βαπτίσματος τῶν Κιεβινῶν ὑπό τῆς πολυμελοῦς ἀποστολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐθεμελίωσεν ὄχι μόνον τούς ἀκαταλύτους πνευματικούς δεσμούς τοῦ εὐλαβοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ μετὰ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀνεπτύχθησαν διά τοῦ σπουδαίου ἔργου τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς καί εἰς τάς ἄλλας αὐτονόμους ρωσικάς Ἡγεμονίας, ἀλλά καί τάς νέας προοπτικάς τῶν διεθνῶν σχέσεών των πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ὡς ἐκφραστῶν πλέον τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας καί τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τό Κίεβον κατέστη τό ἐπιτελικόν κέντρον διά τήν μεταλαμπάδευσιν τῆς ὅλης πολιτιστικῆς κληρονομίας τοῦ Βυζαντίου εἰς πάσας τάς αὐτονόμους ρωσσικάς Ἡγεμονίας, ἐνῷ ὁ Μέγας Ἡγεμών τοῦ Κιέβου ὑπῆρξεν ὁ μεγαλόπνους ὑποστηρικτής τῆς μυσταγωγικῆς ταύτης διαδικασίας. 
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον δέν ἐφείσθη κόπων καί θυσιῶν εἰς τήν μακραίωνα αὐτὴν διαδικασίαν ὄχι μόνον διά τήν εὐρυτέραν διάδοσιν, ἀλλά καί διά τήν ὀρθήν ἀξιοποίησιν τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας, ἡ ὁποία διεπότισεν ὅλους τούς τομεῖς τοῦ δημοσίου, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν αὐτονόμων ἡγεμονιῶν καί ἐπλούτισε διά τῶν καθιερωμένων κριτηρίων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως τόν λειτουργικόν χαρακτῆρα τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν, ἐπί τῇ βάσει τοῦ πνευματικοῦ περιεχομένου τοῦ Βαπτίσματος, διά τοῦ ὁποίου ὑπερβαίνονται πᾶσαι αἱ διασπάσεις τοῦ κόσμου ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἐπί τῇ βάσει τοῦ κριτηρίου τούτου διεμορφώθη εἰς τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν ἀφ᾿ ἑνός μέν ἡ ἰδιαιτέρα πνευματική σχέσις τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ἐθνότητα, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἡ συμβατική σχέσις τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Κράτος, διότι τόσον ὁ «διαμερισμός» τῶν ἐθνῶν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ὅσον καί ἡ «ἐπισύναψις» τῶν ἐθνῶν διά τοῦ Βαπτίσματος εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, προσδιώρισαν καί τά ὅρια τῆς λειτουργίας τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν. 
Οὕτως, ἡ ὀρθόδοξος παράδοσις ἐμμένει εἰς τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας νά κηρύσσῃ τό Εὐαγγέλιον εἰς πάντα τά ἔθνη, ἀλλά δέν ὑποτάσσει τήν ἀποστολήν της καί εἰς ξένας πρός αὐτήν ἐπιδιώξεις τῶν ἐθνῶν, διὰ τοῦτο καί ὑπήγαγε τήν πνευματικήν σχέσιν πρός τάς ἐθνότητας, ἀφ᾿ ἑνός μέν εἰς τό ἀπόλυτον κανονικόν κριτήριον τῆς ἐδαφικότητος τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ εἰς τήν συμβατικήν ρύθμισιν τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν κρατικήν ἐξουσίαν. Ὑπό τήν ἔννοιαν ταύτην, ἡ μεγάλη Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1872) κατεδίκασεν ὡς ἐκκλησιολογικήν αἵρεσιν οἱανδήποτε αὐθαίρετον ἐθνοφυλετικήν ἤ καί ἐθνικιστικήν ἀξίωσιν, ἡ ὁποία περιφρονεῖ τήν ἐδαφικότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν ἤ τήν συμβατικήν ἁρμοδιότητα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας διά τήν ρύθμισιν τῆς σχέσεως Κράτους καί Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι εἰσάγουν ἐπικίνδυνον σύγχυσιν εἰς αὐτήν ταύτην τήν λειτουργικήν δομήν τῆς Ἐκκλησίας. 
Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἀνέχεται τήν οἱανδήποτε ἀθέτησιν ἤ ἀλλοίωσιν τῆς σχέσεως αὐτῆς πρός τήν κρατικήν ἐξουσίαν ἤ πρός τάς ἐθνότητας, διὰ τοῦτο καί, καίτοι ἀπεδέχθη διά ποιμαντικούς λόγους τήν ἀρχήν ὅτι «τά ἐκκλησιαστικά τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν», προέβαλλε πάντοτε τά κριτήρια τοῦ ἐσωτερικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας εἰς οἱανδήποτε συμβατικήν ρύθμισιν. Ὁ νεώτερος ὅμως νομικός πολιτισμός τῆς κρατικῆς ἰδεολογίας ἀμφεσβήτησεν ἤ καί ἀπέρριψε τόν θεσμικόν ρόλον τῆς Ἐκκλησίας εἰς τάς δομάς ἤ τήν λειτουργίαν τοῦ συγχρόνου κράτους, ἀλλά δέν ἠδυνήθη νά πλήξῃ τήν παραδοσιακήν πνευματικήν σχέσιν αὐτῆς πρός τάς ἐθνότητας, ἡ ὁποία παρέμεινεν ἀλώβητος καί ἐβεβαίωσε τήν ἐντυπωσιακήν ἱστορικήν ἀντοχήν τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν κοινωνίαν καί ὑπό τάς πλέον ἀντιξόους συνθήκας.
Πηγή τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τό σῶμα τῶν πιστῶν (corpus fidelium) εἶναι ἡ κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, εἰς τήν ὁποίαν τελεσιουργεῖται ἡ πνευματική ἀναγέννησις τῶν ἀνθρώπων καί δομεῖται τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα εἰς τά πλαίσια τοῦ ἐθνικοῦ ἤ κρατικοῦ σώματος. Οὕτως, ἡ Ἐκκλησία ἔχει βεβαίαν τήν συνείδησιν ὅτι τό σῶμα τῶν μελῶν αὐτῆς συγκροτεῖ μίαν πλήρη κοινωνίαν πιστῶν, ὡς τό Κράτος ἔχει βεβαίαν τήν συνείδησιν ὅτι συγκροτεῖ μίαν πλήρη κοινωνίαν πολιτῶν. Ἐν τούτοις, ὑπάρχει μία εἰδοποιός διαφορά εἰς τήν συγκρότησιν καί τήν λειτουργίαν τῶν δύο πλήρων κοινωνιῶν, διότι τό μέν κράτος γεννᾶται ὑπό τῶν πολιτῶν, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία γεννᾷ τά μέλη αὐτῆς εἰς μίαν νέαν πνευματικήν σχέσιν, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀλλά δέν ἀναιρεῖ τάς ἐννόμους σχέσεις τῶν πολιτῶν. Ἡ μητρική λοιπόν σχέσις τῆς Ἐκκλησίας πρός τά μέλη της, ἡ ὁποία τρέφεται διά τῆς συνεχοῦς μυστηριακῆς ἐμπειρίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐξηγεῖ μέν τήν ἱστορικήν ἀντοχήν τῆς σχέσεως αὐτῆς πρός τά ἔθνη, ἀλλά δέν ἐπιτρέπει τήν οἱανδήποτε ἀμφισβήτησιν τοῦ καθιερωμένου ρόλου τῆς κρατικῆς ἐξουσίας νά καθορίζῃ τά θεσμικά πλαίσια ἀγαστῆς συνεργασίας Κράτους καί Ἐκκλησίας πρός τό συμφέρον τῶν πολιτῶν καί τῶν πιστῶν, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις ἐκρύθμων ἤ καί ἀνεξελέγκτων ἐκκλησιαστικῶν διασπάσεων. 
2, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι μία συντεταγμένη κοινωνία αὐτοκεφάλων ἤ αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἔχει βεβαίαν τήν συνείδησιν τῆς ἐν αὐτῇ αὐθεντικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκπληροῖ δέ τήν πνευματικήν ἀποστολήν της διά τῆς κινητοποιήσεως τῶν ὑπό τῆς κανονικῆς παραδόσεως καθιερωμένων τοπικῶν ἤ καί μειζόνων συνοδικῶν ὀργάνων, πρός συνεχῆ βεβαίωσιν τῆς κοινωνίας τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός ἀλλήλας καί πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς ὁ Πρῶτος Θρόνος ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἔχει ἐπωμισθῆ, δι᾿ ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν συνόδων (καν. 3 τῆς Β', 9, 17 καί 28 τῆς Δ', 36 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου) καί διά τῆς μακραίωνος ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, τήν ἐξαιρετικήν εὐθύνην καί τήν ὀφειλετικήν ἀποστολήν νά μεριμνᾷ διά τήν προστασίαν τῆς παραδεδομένης πίστεως καί τῆς κανονικῆς τάξεως. Οὕτως, ὑπηρέτησε μετά τῆς δεούσης συνέσεως ἐπί δεκαεπτά αἰῶνας τήν ὀφειλετικήν ταύτην διακονίαν πρός τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, πάντοτε ἐντός τῶν πλαισίων τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί πάντοτε διά τῆς άξιοποιήσεως τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ἐνῶ συγχρόνως ἀνέλαβεν ὑπέροχον ἀγῶνα διά τήν ἀποστολικήν προβολήν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἰς πάντας τούς λαούς τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης. 
Εἶναι λοιπόν σημαντικόν ὅτι οὐδέποτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἠξίωσε τήν διεύρυνσιν τῆς κανονικῆς αὐθεντίας του, καίτοι ἠδύνατο, ὡς οὐδέποτε διεξεδίκησε τήν αὐτονόμησιν τῆς ἐξαιρετικῆς ταύτης αὐθεντίας ἐκ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, καίτοι ἐπίσης ἠδύνατο, διότι ὁ ἐγγυητής τῆς τηρήσεως τῆς κανονικῆς τάξεως δέν ἦτο δυνατόν νά παραβιάσῃ τήν κανονικήν τάξιν ἀζημίως διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Πᾶν τοὐναντίον, ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἐσχετικοποίησε καί αὐτά εἰσέτι τά κανονικά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας του ἐπί μίαν ὁλόκληρον χιλιετίαν, διά νά προσφέρῃ τήν ἀναγκαίαν ὑποστήριξιν διά τήν ἐπιβίωσιν τῶν δοκιμαζομένων Πατριαρχικῶν Θρόνων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, ὡς ἐπίσης καί τῶν αὐτοκεφάλων Ἀρχιεπισκοπῶν Κύπρου, Ἀχρίδος, Πεκίου καί Τυρνόβου. 
Βεβαίως, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, καίτοι γνωρίζει καλῶς τό μέγεθος τῶν κανονικῶν δικαίων του, ἐν τούτοις ἤσκησε πάντοτε ταῦτα ὄχι ὡς ὑπεροχικόν δικαίωμα, ἀλλ᾿ ὡς ὀφειλετικήν ἐκκλησιαστικήν διακονίαν πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, καί πάντοτε ἐπί θυσίᾳ ἤ καί ἐπί ζημίᾳ τῶν ἀδιαμφισβητήτων δικαιωμάτων του. Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ἀπεδέχθη τό αἴτημα τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσίας διά τήν ἀπόδοσιν εἰς τόν Μητροπολίτην Μόσχας τῆς Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας (1589) διά τήν ἐνίσχυσιν τῶν προοπτικῶν τοῦ ἀναπτυσσομένου ρωσικοῦ κράτους, παρά τόν σκεπτικισμόν ἤ καί τάς ἐπιφυλάξεις τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν Θρόνων, ἐνῶ συνῄνεσεν εἰς τήν ἔγγραφον παράκλησιν τοῦ Τσάρου Μ. Πέτρου διά τήν κατάργησιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί τήν Συνοδικήν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας (1720) διά νά προλάβῃ ἤ ἀποτρέψῃ νέαν ἐπικίνδυνον κρίσιν εἰς τάς ἤδη τεταμένας σχέσεις τῶν δύο κορυφαίων θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς ἑνότητος τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, καί δή εἰς περίοδον συγκεχυμένων μεταρρυθμιστικῶν ζυμώσεων. 
Ἡ ἐπί προφανεῖ θυσίᾳ τῶν ἰδίων δικαιωμάτων ὀφειλετική διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἔχει τήν περισσοτέραν ἔκφρασιν εἰς τήν ὅλην ἐξέλιξιν τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρός τήν ἐκλεκτήν μεταξύ τῶν θυγατέρων Ἐκκλησιῶν, τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία ὑπήγετο ὑπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν του ἐπί ἑπτά συναπτούς αἰῶνας, ἤτοι ἀπό τοῦ Βαπτίσματος τῆς μεγάλης ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου (988-1687), μέχρι τῆς προσαρτήσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Μ. Πέτρου εἰς τό ρωσικόν κράτος. Πράγματι, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία προσέφερε προθύμως ἐπί ἑπτά αἰῶνας καί ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῆς, ὑπό τάς γνωστάς μάλιστα ἀντιξόους συνθήκας, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας πᾶσαν ἐκκλησιαστικήν, πνευματικήν καί ὑλικήν ὑποστήριξιν ὄχι μόνον διά τήν πληρεστέραν ἀξιοποίησιν τῆς ὅλης πνευματικῆς κληρονομίας τοῦ Βυζαντίου, ἀλλά καί διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ὀρθοδόξου ταυτότητὀς της ἐκ τῶν ἀφορήτων πολιτικῶν πιέσεων τῶν ἑτεροδόξων προπαγανδῶν εἰς ἰδιαιτέρως χαλεπούς καιρούς διά τόν εὐσεβῆ οὐκρανικόν λαόν. 
Οὕτως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ', μετά τήν προσάρτησιν τῆς Οὐκρανίας εἰς τήν Ρωσίαν καί ὑπό τήν πίεσιν τοῦ Μ. Πέτρου, ἔκρινεν ἀναγκαίαν, ὑπό τάς περιστάσεις ἐκείνας, καί τήν ἐκκλησιαστικήν ὑπαγωγήν αὐτῆς εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας (1687), παρά τήν ὁμόφωνον καί σθεναράν ἀντίθεσιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Οὐκρανίας διά τήν ἀπόφασιν ταύτην, καί ἐπί προφανεῖ ζημίᾳ τῶν κανονικῶν δικαίων τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἵνα μή αἱ δοκιμασίαι τοῦ εὐσεβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ καταστοῦν ἐπαχθέστεραι ὑπό τήν ὀρθόδοξον πολιτικήν ἡγεσίαν. Ὑπό τό πνεῦμα τοῦτο ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία συνῄνεσεν εἰς τήν ἀξίωσιν τῶν Κυβερνήσεων τῶν νεοσυστάτων κρατῶν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν ἐκ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς ἀποσπασθεισῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος (1850), Σερβίας (1831), Βουλγαρίας (1945) καί Ἀλβανίας (1937) διά τήν ὑποστήριξιν τῆς ἐθνικῆς συνοχῆς των, καίτοι τοῦτο συνεπήγετο δραματικήν συρρίκνωσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας της. 
3. Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ἐγγυητής τῆς ἐνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ παραδεδομένῃ πίστει καί τῇ κανονικῇ τάξει, ἤσκησε πάντοτε τήν ὀφειλετικήν αὐτὴν διακονίαν διά τοῦ συντονισμοῦ τῶν εὐαισθήτων πνευματικῶν κεραιῶν αὐτοῦ πρός τάς ἐπιτακτικάς ἀνάγκας τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καί τάς ἰδιαιτέρας συνθήκας ἑκάστης ἐποχῆς, ἀλλά πάντοτε ἐντός τῶν καθιερωμένων πλαισίων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὡς ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν οὐδέποτε ἐταυτίσθη πρός ἕν ὀρθόδοξον ἔθνος, ἀλλ᾿ ὑπεστήριξε πάντοτε προθύμως τά ἱστορικά πεπρωμένα πάντων τῶν ὀρθοδόξων ἐθνῶν, ἔστω καί ἐπί ζημίᾳ τῶν κατά κόσμον ἰδίων δικαιοδοσιακῶν ἤ ἄλλων συμφερόντων αὐτῆς, ἐν ὀφειλετικῇ καί ὁμοτίμῳ πάντοτε συνεργασίᾳ μετά τῆς πολιτειακῆς καί πολιτικῆς ἡγεσίας αὐτῶν, κατά τό λαμπρόν ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. 
Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ἀπεδέχθημεν προθύμως τήν τιμητικήν πρόσκλησιν τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας κ. Victor Yushchenko διά τήν συμμετοχήν εἰς τάς ἑορταστικάς ἐκδηλώσεις ἐπί τῷ Βαπτίσματι τῶν Οὐκρανῶν εἰς τόν Χριστιανισμόν πρό χιλίων καί εἴκοσιν ἐτῶν ὑπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι διά τοῦ πολυσημάντου ἐκείνου γεγονότος ἐλαμπρύνθη ἡ συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τόν ἐκχριστιανισμόν τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, ἀφ᾿ ἐτέρου δέ, διότι δι᾿ ἐκείνου ἀναδεικνύεται ἡ νέα εὐρωπαϊκή προοπτική τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ εἰς μίαν περίοδον μεγάλων καί ραγδαίων μεταβολῶν εἰς παγκόσμιον κλίμακα. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία χαίρει καί συγχαίρει μετά τοῦ εὐσεβοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ, διότι τό Βάπτισμα ἐκεῖνο παραμένει πάντοτε μία ἀστείρευτος πηγή δυνάμεως ὄχι μόνον διά τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς συνοχῆς αὐτοῦ, ἀλλά καί διά τήν πληρεστέραν ἀξιοποίησιν αὐτῆς εἰς τόν σημαντικόν χῶρον τῶν διεθνῶν σχέσεών του. 
Κοινόν λοιπόν χρέος τῆς πολιτειακῆς, τῆς πολιτικῆς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί τῆς καθ᾿ ὅλου πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ εἶναι ἡ διά παντός προσφόρου μέσου ἀξιοποίησις τοῦ θείου δώρου τοῦ Βαπτίσματος, ὄχι μόνον διά τήν ἄμεσον θεραπείαν τῶν ποικίλων συγχύσεων ἤ τραυματικῶν ἐμπειριῶν τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί διά τήν ἀποκατάστασιν τοῦ παραδοσιακοῦ συνεκτικοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν συνείδησιν τοῦ φιλοχρίστου Οὐκρανικοῦ λαοῦ. Ἡ τυχόν παράτασις τῶν συγχύσεων, διά τήν ἐξυπηρέτησιν ξένων πρός τήν πνευματικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας ἐθνοφυλετικῶν ἤ καί πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, καταργεῖ τήν συνεκτικήν δύναμιν τοῦ Βαπτίσματος καί ὀξύνει τήν ἤδη ἐπικίνδυνον διάσπασιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὁποία τραυματίζει ὄχι μόνον τήν πνευματικήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν κοινωνικήν συνοχήν τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ, μέ προφανεῖς ἐπαχθεῖς συνεπείας διά τάς μελλοντικάς προοπτικάς τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας. 
Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία ὄχι μόνον δικαιοῦται, ἀλλά καί ὑποχρεοῦται νά ὑποστηρίξῃ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς καθιερωμένης ὀρθοδόξου παραδόσεως, πᾶσαν ἐποικοδομητικήν καί λυσιτελῆ πρότασιν διά τήν ἀμεσωτέραν δυνατήν θεραπείαν τῶν ἐπικινδύνων διασπάσεων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται» διά τε τήν ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καί διά τήν καθ᾿ ὅλου Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Αἱ ἐκ τῶν ὑφισταμένων συγχύσεων προκύπτουσαι ποικίλαι πολιτικαί καί ἐκκλησιαστικαί δυσχέρειαι εἶναι προφανεῖς καί γνωσταί ἐκ τοῦ μακραίωνος ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλ᾿ εἶναι ἐπίσης γνωστόν τοῖς πᾶσιν ὅτι ἡ ὀφειλετική μέριμνα διά τήν προστασίαν ἤ τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινή ὑποχρέωσις πάντων, ἡ ὁποία ὑπέρκειται τῶν οἱωνδήποτε ἄλλων πολιτικῶν ἤ ἐκκλησιαστικῶν σκοπιμοτήτων, συμφώνως καί πρός τήν προτροπήν τοῦ θείου Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17: 21). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails