Ρεπορτάζ - φωτογραφίες:
Νικόλαος Μαγγίνας
Εκατοντάδες πιστοί συμμετείχαν στην Πατριαρχική Θεία Λειτουργία που τελέστηκε την Κυριακή των Αγίων 318 Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας στον Ιερό Ναό των Αγίων Βασιλείου και Βλασίου στο ιστορικό Μιστί, στα αγιασμένα χώματα της Καππαδοκίας.
Για πρώτη φορά μετά το 1922, οπότε και ο δεκάτρουλος Ναός «σιώπησε» - όπως και οι άλλοι περικαλλείς πέτρινοι Ναοί της Καππαδοκικής γης – τελέστηκε το ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος συλλειτούργησε μαζί με τους Μητροπολίτες του Θρόνου, Μπουένος Άϊρες Ταράσιο και Κισάμου και Σελίνου Αμφιλόχιο.
«Εδώ σήμερον συνηντήθημεν ζώντες και κεκοιμημένοι εις το ιερόν δισκάριον της Προσκομιδής», τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην ομιλία του. Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οι Μητροπολίτες Δράμας Παύλος και Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβας καθώς και Άρχοντες του Θρόνου, προσκυνητές από την Πόλη αλλά και από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.
Από το ιστορικό Μιστί καταγόταν ο τοπικός Άγιος Δημήτριος ο εκ Νίγδης, ενώ η ποτισμένη με τα δάκρυα και το αίμα μαρτύρων της Εκκλησίας Αγιοτόκος Καππαδοκία ευλογήθηκε από την παρουσία και τις δοκιμασίες του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, τη μνήμη του οποίου τιμά σήμερα η Εκκλησία.
Την παραμονή της εορτής ο Οικουμενικός Πατριάρχης χοροστάτησε στον πανηγυρικό εσπερινό που τελέστηκε στον ανακαινισμένο Ιερό Ναό της Μονής του Αγίου Νικολάου Σινασσού.
«…Αι δύσκολοι εξωτερικαί συνθήκαι ποτέ δεν είναι δι’ ημάς τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν εμπόδιον εις την πρόοδόν μας, αλλά αντιθέτως αποτελούν εφαλτήριον δια μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα. Και τούτο το απεδείξαμεν ως Γένος πολλάκις και το βλέπομεν εις όλας τας εκφάνσεις του πολιτισμού μας. Έχομεν την εντύπωσιν ότι όσον περισσότεροι ήσαν οι κίνδυνοι δι' ημάς, τόσον ο βίος και ο πολιτισμός μας εβυθίζοντο εις το φως της Αναστάσεως, το ίδιον φως το οποίον διαχρονικώς νυν και εις τους αιώνας φωτίζει την Βασιλεύουσαν Πόλιν και τα όρη και τους δρυμούς και τας νάπας της Καππαδοκίας», τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην ομιλία του.
Ακολουθούν οι ομιλίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον Ιερό Ναό των Αγίων Βασιλείου και Βλασίου, στο Μιστί, καθώς και στον εσπερινό που τελέστηκε στον ανακαινισμένο Ιερό Ναό της Μονής Αγίου Νικολάου Σινασσού.
ΟΜΙΛΙΑ
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ
ΕΝ ΤΩι Ι. ΝΑΩι ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΒΛΑΣΙΟΥ ΜΙΣΤΙ
(Kυριακὴ 318 Πατέρων Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου-
Μνήμη Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου, 27 Μαΐου 2012)
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Δοξάζομεν τὸν Κύριον διότι μᾶς ἠξίωσε νὰ τελέσωμεν διὰ πρώτην φορὰν τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τῶν Ἁγίων Βασιλείου καὶ Βλασίου, εἰς τὸ ἱστορικὸν Μιστί, εἰς τὰ ἡγιασμένα χώματα τῆς Καππαδοκίας. Ἡ χαρά μας εἶναι μεγάλη διότι καὶ ἐφέτος μᾶς ἐδόθη ἡ εὐλογία νὰ πραγματοποιήσωμεν τὸ τελούμενον κατ' ἔτος προσκύνημα εἰς τὴν ἁγιοτόκον αὐτὴν περιοχὴν τῆς Καππαδοκίας, τὴν κατ’ ἐξοχὴν βρίθουσαν πολυπληθῶν σεβασμάτων καὶ ἁγιασμάτων, ὅπου κάθε πέτρα μαρτυρεῖ τὴν εὐλάβειαν τῶν κατοίκων της, τῶν εὐλογημένων Καππαδοκῶν, οἱ ὁποῖοι τόσα πολλὰ προσέφεραν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τόσους πολλοὺς ἀνέδειξαν Ἁγίους.
Εἰς τὴν χαράν μας αὐτὴν μετέχει σήμερον καὶ ἡ κτίσις ὅλη, θάλλουσα καὶ ἀνθοφοροῦσα. Βλέπομεν τὴν γῆν καταπράσινον, τὰ φυτὰ βλαστάνοντα, τὰ ζῷα περιχορεύοντα, τὰ πάντα πανηγυρίζοντα καὶ ἑορτάζοντα. Ἡ χαρὰ αὐτὴ τῆς φύσεως μᾶς ἀνάγει εἰς τὸν Δημιουργόν. Διότι ἐὰν τὰ ἄψυχα καὶ ἄλογα κτίσματα μὲ τόσην ὡραιότητα καλλωπίζωνται καὶ φαιδρύνωνται, πόσον περισσότερον ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ πιστοί, ὡς λογικαὶ ψυχαὶ καὶ εἰκόνες Θεοῦ, νὰ στολίζωμεν καὶ νὰ λαμπρύνωμεν τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν θεάρεστον ζωήν μας.
Εἰς τὴν χαράν μας σήμερον συμμετέχουν οἱ ἑορταζόμενοι τριακόσιοι δέκα καὶ ὀκτὼ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπραγματοποιήθη εἰς τὴν Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας. Αὐτοὶ οἱ Πατέρες μετέφεραν ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς Νικαίας εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ Πιστεύω, εἰς τὸ ὁποῖον στηρίζονται ἀνὰ τοὺς αἰῶνας τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτοὶ σήμερον συνεκάλεσαν ἡμᾶς ἐδῶ, εἰς τὴν γῆν τῆς Καππαδοκίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἀρκετοὶ εἷλκον τὴν καταγωγήν των, διὰ νὰ τιμήσωμεν τὴν ἀΐδιον μνήμην των καὶ νὰ ζητήσωμεν τὰς μεσιτείας των ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὸ Γένος μας. Τιμῶμεν αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι διετήρησαν ζωντανὴν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας.
Ἡ πνευματικὴ παράδοσις ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη ἐδῶ εἰς τὴν Καππαδοκίαν κατὰ τὸν τρίτον καὶ τέταρτον αἰῶνα κατέστησεν αὐτὴν προπύργιον τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τοὺς πατέρας αὐτῆς, τοὺς ὀρθοτομοῦντας τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, κανόνας ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ διδασκαλίας. Ἔτσι ἡ Καππαδοκία, διὰ τῶν θεοπνεύστων ἀνδρῶν της, συνεκράτησε καὶ ὑπεστήριξε πολλάκις τὴν Ὀρθοδοξίαν, προτάξασα τοὺς λόγους των ὡς ρομφαίαν δίστομον ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ζιζανίων.
Ἐπὶ πλέον, εἶναι μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ νὰ τελοῦμε τὴν Θείαν Λειτουργίαν διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν ναὸν τοῦτον τὸν ὁποῖον πρὸ ἑκατὸν πεντήκοντα καὶ πλέον ἐτῶν ἀνήγειρον περικαλλῆ, ἀρχιτεκτονικῶς περίλαμπρον, δεκάτρουλλον οἱ φιλοπρόοδοι καὶ φιλευσεβεῖς Μισθιῶται.
Αὐτὸς ὁ ναὸς ἦτο τὸ κέντρον τῆς ζωῆς των. Εἰς αὐτὸν ἐβάπτιζον τὰ τέκνα των. Εἰς αὐτὸν ἐστεφανοῦντο τὰ νέα ζεύγη. Εἰς αὐτὸν ἐκήδευον καὶ προέπεμπον τοὺς ἠγαπημένους συγγενεῖς των. Εἰς αὐτὸν ἀπέπλυνον τὰς ἀνομίας των διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Ἐδῶ μετεῖχον εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν. Ἐδῶ ἐλάμβανον τὸν ἁγιασμόν, ἄνευ τοῦ ὁποίου οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον. Ἐδῶ σήμερον ἐτελέσαμεν τὴν μυστικὴν θυσίαν τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἐδῶ σήμερον συνηντήθημεν ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι εἰς τὸ ἱερὸν δισκάριον τῆς Προσκομιδῆς. Κάθε τροῦλλος αὐτοῦ τοῦ ναοῦ ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἀγάπην τῶν Μισθιωτῶν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀναβιβάζει καὶ ἡμᾶς εἰς Αὐτόν. Μᾶς παρακινεῖ εἰς ἕνωσιν οὐρανοῦ καὶ γῆς, εἰς κοινωνίαν μετὰ τῶν Ἁγίων, καὶ μάλιστα τῶν Καππαδοκῶν, εἰς σύναξιν ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων. Ἐδῶ συνεχίζεται, διὰ τῆς τελεσθείσης ἀναιμάκτου θυσίας, σήμερον ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου, μυστικῶς καὶ μυστηριακῶς. Καὶ πιστεύομεν ὅτι θὰ συνεχισθῇ, διότι «πῦλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσι τῆς Ἐκκλησίας».
Καίτοι πολλοὺς κινδύνους διῆλθον καὶ πολλοὺς κατακτητὰς ἐγνώρισαν οἱ μακαριστοὶ Καππαδόκαι Μισθιῶται, ζῶντες ἐπὶ αἰῶνας ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς εἰς ὑπογείας ἐσκαμμένας εἰς τοὺς βράχους στοάς, τά "κελέρια", παρέμειναν ὅμως πλούσιοι εἰς εὐσέβειαν καὶ εὐλάβειαν καὶ κατεστόλισαν τὰ ὄρη καὶ τοὺς λόφους καὶ τὰς πεδιάδας καὶ τὰ σπήλαια τῆς ἱερᾶς αὐτῆς γῆς μὲ ναοὺς καὶ ἱερὰς μονάς, ποὺ παντοιοτρόπως ἐκόσμουν, διὰ ἀναθημάτων, ἱερῶν εἰκόνων, ἀπαραμίλλων τοιχογραφιῶν. Δὲν ἠρκοῦντο εἰς τὰς ὑπαρχούσας ἐκκλησίας, ἀλλὰ καθημερινῶς προσέθετον καὶ νέας, συναμιλλώμενοι πρὸς τὰς προηγουμένας γενεάς.Ἔτσι, ὅπως εἶναι γνωστόν, τὸ ὑπόγειον χωρίον των ἦτο κατάσπαρτον ἀπὸ ἐκκλησίας καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἔλεγον καὶ ἐμαρτύρουν ἐμπράκτως, τρόπον τινά, ὅτι βασικὴ προτεραιότης τῆς ζωῆς μας καὶ τελικὸς σκοπός της εἶναι ἡ κληρονομία τοῦ Παραδείσου, ἀφοῦ ἐπίγειος Παράδεισος εἶναι κάθε ἱερὸς ναός. Εἴμεθα δὲ βέβαιοι ὅτι μὲ αὐτὰς τὰς ἐξ αἰσθητῶν λίθων ἐκκλησίας, εἴτε σῴζονται σήμερον εἴτε ὄχι, κατεσκεύασαν κατοικητήρια ἐκ λίθων τιμίων καὶ ἀφθάρτων διὰ τὰς ψυχάς των ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Αὐτὴν τὴν εὐλάβειαν ἂς μιμηθοῦμε καὶ ἡμεῖς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου καὶ ἐὰν εὑρισκώμεθα, ὅποια καὶ ἐὰν εἶναι ἡ καταγωγή μας. Καὶ ἂς μὴ λυπούμεθα καὶ ἂς μὴ ἀποροῦμε σήμερα διὰ τὴν μετεγκατάστασιν τοῦ λαοῦ αὐτῆς τῆς πόλεως ἀπὸ τὰς πατρογονικάς του ἑστίας εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν φαινομενικὴν διακοπὴν τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Καὶ δὲν ὑπάρχει ἐπὶ γῆς τόπος ἐστερημένος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐὰν ὑπῆρχε τοιοῦτος τόπος, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἦτο Θεός. Καὶ τὰ ἐρείπια καὶ οἱ ναοὶ οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν καὶ σήμερον ἐξηφανίσθησαν καὶ κατεπόθησαν ὑπὸ τῆς φθορᾶς ἢ ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης παρεμβάσεως, ζοῦν ἐντὸς τῆς φιλοστόργου ἀγκάλης τοῦ Θεοῦ ὡς δῶρα πολύτιμα καὶ προσφοραὶ εὐπρόσδεκτοι, θυμίαμα εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς, ὅπως ἄλλωστε ζοῦν καὶ οἱ κεκοιμημένοι ὁμογενεῖς μας, ὡς τέκνα Του γνήσια, τιμῶντα τὸν Πατέρα των. Πρέπει δὲ νὰ ἔχουμε πάντοτε εἰς τὸν νοῦν μας ὅτι εἰς τὸ τέλος ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς» (Φιλιπ. β΄, 10-11) καὶ τοιουτοτρόπως, ἐν τῇ μελλούσῃ δόξῃ, τὰ πάντα θὰ ἀποκατασταθοῦν δεδοξασμένα καὶ κατηγλαϊσμένα μὲ ἄπλετον φῶς, ὅταν θὰ συναχθοῦν ἐκ βορρᾶ καὶ δυσμῶν καὶ ἑῴας τὰ τέκνα τὰ ἠγαπημένα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπευθυνόμενοι δὲ καὶ εἰδικῶς εἰς τοὺς ἐξ Ἑλλάδος ἀδελφούς μας, τοὺς ἐλθόντας διὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμην τοῦ ἐν Καππαδοκίᾳ ἀσκητικῶς βιώσαντος Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ὁμολογητοῦ τοῦ Ρώσσου, θέλομεν νὰ τονίσωμεν ὅτι ὁ σημερινὸς ἅγιος, διὰ τοῦ βίου του ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα καὶ βεβαίωσιν ὅτι
οὐδεμία βία καὶ οὐδεμία ἐξωτερικὴ ἰσχὺς καὶ ἀντινομία, οὐδεμία ἔλλειψις καὶ στέρησις, οὐδεμία οἰκονομικὴ ἔνδεια, δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταβάλῃ τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ αὐτὸς καὶ εἰς τὰς πλέον δυσχερεῖς περιστάσεις ἐξέρχεται πάντοτε νικητής. Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν.
Kατακλείοντες τὸν λόγον,
στρέφομεν τὰ ὄμματα τῆς καρδίας μας πρὸς τὸν τοπικὸν Ἅγιον Δημήτριον, ἀπὸ ἐδῶ ἀπὸ τὸ Μιστὶ καταγόμενον, τὸν καταλιπόντα τὰ τῆς γῆς καὶ βίον ἰσάγγελον διαγαγόντα, τὸν ὁσιακῶς ἀθλήσαντα, καὶ καταθέτομεν εἰς τὴν ἁγίαν αὐτοῦ μνήμην τὰ ἄνθη τῆς εὐλαβείας τῆς ψυχῆς μας. Τὰ χαριτόβρυτα λείψανά του ἀνευρέθησαν, θαυματουργικῷ τῷ τρόπῳ, περὶ τὰ ἔτη 1860 καὶ 1870, ὅτε ἡ Ἐλευθερία Ἐλεκίδου, γυναίκα ἀγράμματος καὶ θεοσεβής, ὡς ἄλλωστε ἦσαν σχεδὸν ὅλοι οἱ Καππαδόκες, θεοσεβεῖς, κάτοικος τοῦ χωρίου τούτου ὅπου σήμερον εὑρισκόμεθα, χρηματισθεῖσα κατ' ὄναρ, ὡδήγησε τὸν σύζυγόν της καὶ πάντας τοὺς κατοίκους τοῦ Μιστίου εἰς κατακόμβην, κειμένην μεταξὺ τοῦ χωρίου τούτου καὶ τῆς ὁμόρου Λίμνας, ὅπου εὗρον αὐτὰ ἀποτεθειμένα ἀναβλύζοντα μυρίπνοον εὐωδίαν, παρέχοντα ἔκτοτε πλουσίαν τὴν εὐλογίαν καὶ πολλαπλᾶς τὰς ἰάσεις εἰς τοὺς καταφεύγοντας εἰς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου. Αἱ δὲ σεβόμεναι τὸν Θεὸν καππαδοκικαὶ χεῖρες μετέφεραν κατὰ τὴν ἀνταλλαγὴν τῶν πληθυσμῶν τὰ λείψανα ταῦτα εἰς τὸ χωρίον Ἰάνα τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως,ὅπου τιμᾶται ἡ μνήμη αὐτοῦ ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Θεσσαλονικέως.
Διὰ τῶν σκέψεων τούτων, εὐχόμεθα εἰς πάντας οἱ ἅγιοι Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος καὶ Δημήτριος ὁ ἐκ Νίγδης καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Καππαδοκίας, ὅπως ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ἅγιος Σάββας, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ ἅγιος Ἱλαρίων, ὁ ἅγιος Ἀρσένιος καὶ τόσοι ἄλλοι, νὰ εἶναι στήριγμα, ἀντίληψις καὶ παραμυθία, οἱ ἅγιοι τριακόσιοι δέκα καὶ ὀκτὼ πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ μᾶς φωτίζουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν καὶ ὁ πανάγαθος Θεός, ταῖς πρεσβείαις αὐτῶν, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ καὶ πολλὰς ἀκόμη φορὰς νὰ συναχθοῦμε ἐπὶ τὸ αὐτὸ εἰς τὴν ἡγιασμένην Καππαδοκίαν διὰ νὰ Τὸν δοξάσουμε καὶ νὰ ἐνθυμηθοῦμε τοὺς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἐμεγαλούργησαν ἐδῶ εἰς τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴν βαθεῖαν πίστιν των, τὴν εὐλάβειάν των καὶ τὴν ἀγάπην των πρὸς κάθε ὑψηλὸν καὶ ὡραῖον καὶ ἅγιον.
Καλὴν Ἁγίαν Πεντηκοστὴν καὶ καλὴν ἐπιστροφὴν εἰς τὰ ἴδια.
ΟΜΙΛΙΑ
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
ΕΝ ΤΗι Ι. ΜΟΝΗι ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΙΝΑΣΣΟΥ
(26 Μαΐου 2012)
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα,
Διανύοντες τὴν κοσμοχαρμόσυνον περίοδον τοῦ Πεντηκοσταρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ ἰδιαιτέραν λαμπρότητα ἐπετέλεσε τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα καὶ τώρα ἑτοιμάζεται νὰ ἑορτάσῃ τὴν Κάθοδον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,ποὺ ἐσήμανε τὴν ἵδρυσίν της καὶ τὴν ἔναρξιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς της ἐν τῷ κόσμῳ, τιμῶμεν αὔριον τὴν ἱερὰν μνήμην τῶν τριακοσίων δεκαοκτὼ Πατέρων, οἱ ὁποῖοι,μετασχόντες τῆς ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διετήρησαν ἀνόθευτον καὶ καθαρὰν τὴν πίστιν,τὴν ὁποίαν παρέλαβαν ἀπὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ εὔανδρος γῆ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐτελέσαμεν τὸν ἑσπερινὸν τῶν Θεοφόρων τούτων Πατέρων, μεγάλως ηὐλογήθη παρὰ Κυρίου ἀπὸ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, μάλιστα καὶ διὰ τῆς παρουσίας τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐστερέωσαν τὴν πίστιν καὶ διεμόρφωσαν τὴν δογματικὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας διὰ τῶν συγγραφῶν των καὶ τῆς συμμετοχῆς των εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους. Ἀλλὰ καὶ διαχρονικῶς παρέχει τὴν εὐλογίαν της διὰ τῆς παρουσίας τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ μονῶν της, ὅπως τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἄρτι ἀνακαινισθείσης.
Τὰ ἐρείπια τῶν ἁγιασμάτων τῆς πίστεώς μας, τὰ οἱαδήποτε ἐρείπια, δὲν μᾶς στενοχωροῦν, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, παρότι εἶναι ἐπιθυμία μας νὰ τὰ ἐβλέπαμε ὅπως ἐξῆλθαν ἐκ τῆς χειρὸς τῶν κτιτόρων καὶ ἀφιερωτῶν των. Διότι ἂν καὶ αὐτὰ εἶναι τμῆμα τοῦ παρόντος αἰῶνος τῆς φθορᾶς, συγχρόνως ἀνάγουν ἡμᾶς εἰς τὴν ἀσάλευτον καὶ οὐράνιον πατρίδα, τὴν ἄνωἹερουσαλήμ, ὅπου ναὸς χειροποίητος δὲν ὑπάρχει, διότι ναὸς αὐτῆς εἶναι Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὅπως γράφει ἡ Ἀποκάλυψις.
Σήμερα συνήφθημεν μυστικῶς μὲ τὰς ψυχὰς τῶν μακαρίων κτιτόρων, οἰκιστῶν, ἀνακαινιστῶν καὶ ἀφιερωτῶν τῆς λαξευμένης εἰς τὸν βράχον κατοικίας αὐτῆς τοῦ ἁγίου καὶ θαυματουργοῦ Ἱεράρχου Νικολάου.
Ἂς προσευχηθοῦμε πρωτίστως διὰ τὰς ψυχὰς τῶν πατέρων μας οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εἰς αὐτὴν τὴν Μονὴν καί ηὐλίσθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἂς ἐνθυμηθοῦμε ὅσους ἠσπάσθησαν ἐδῶ τὸν κοινοβιακὸν βίον, ὅσους δὲν ἔζησαν διὰ τὸν ἑαυτόν των, ἀλλά ζοῦσε ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησαν ἀφοῦ ἠρνήθησαν τὰ πάντα.
Διότι ὁ κοινοβιακὸς μοναχισμὸς εἶναι ἐκλογὴ τοῦ Χριστοῦ, χορὸς ἐκλεκτῶν, πληθὺς ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἀνέθεσαν τὴν ζωήν των εἰς τὸν Θεόν, συνοδεία ἀκολουθοῦσα τὸν Χριστὸν, ἡ ὁποία φέρει τὸν Σταυρὸν καὶ κραταιοῦται ὑπὸ τοῦ Σταυροῦ, στρατὸς τοῦ πνεύματος μαχόμενος κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Τὴν ἀλήθειαν διὰ τοὺς μοναχοὺς οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ἐδῶ ᾐσθάνθη καὶ ὁ μεγάλος βραβευμένος ποιητὴς Γεώργιος Σεφέρης, ὅταν ἐπεσκέφθη τὰ μέρη αὐτά, ἴσως μίαν μονὴν ὅπως αὐτὴν εἰς τὴν ὁποίαν ἑσπερίζομεν ἀπόψε, καὶ ἔγραψεν εἰς τὸ μικρὸ ἀλλὰ συγκλονιστικὸ δοκίμιό του "Τρεῖς μέρες στὰ μοναστήρια τῆς Καππαδοκίας": «Οἱ καππαδόκες καλόγεροι ἦταν περίφημοι τρωγλοδύτες: τέτοιες ἦταν οἱ ἀνάγκες σ’ ἐκεῖνες τὶς ἄκρες ποὺ πῆγαν νά ριζώσουν. Ἄλλ’ ὅσο τοὺς μελετᾶ κανείς, θαυμάζει ποὺ δέν ἔγιναν πνευματικοὶ τρωγλοδύτες».
Εἰς αὐτοὺς τοὺς ὑπογείους μὲν τρωγλοδύτας, πνευματικῶς ὅμως οὐρανίους ὑψιπετεῖς ἀετοὺς κατατάσσομεν καὶ τὸν σήμερον ἑορταζόμενον ὅσιον καὶ ὁμολογητὴν Ἰωάννην τὸν Ρῶσσον, ἀσκητικῶς καὶ μοναχικῶς βιώσαντα, καίτοι ὄχι εἰς Κοινόβιον ἢ εἰς ἀσκητήριον, ἀλλὰ εἰς τὴν οἰκίαν ἀλλοθρήσκου δεσπότου εἰς τὸ Προκόπιον, τοῦ ὁποίου ἦτο σκλάβος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐγεννήθη εἰς τὴν Μικρορωσίαν, εἰς τὴν Οὐκρανίαν τὸ 1690 καὶ εἰς μίαν ἐκστρατείαν τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους καὶ πουλήθηκε σκλάβος σὲ ἕνα Τοῦρκο ἀξιωματικὸ τοῦ ἱππικοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερε στὴν πατρίδα του στὸ Προκόπι τῆς Καππαδοκίας. Πολλοὶ συναιχμάλωτοί του ἀλλαξοπίσθησαν, ὄχι ὅμως ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἔλεγε στὸ ἀφεντικό του "Εἶσαι ἀφέντης τοῦ σώματός μου, ὄχι ὅμως καὶ τῆς ψυχῆς μου. Ἄφησέ με ἐλεύθερο νὰ ἐκτελῶ τὰ θρησκευτικά μου καθήκοντα κι᾿ ἐγὼ πρόθυμα θὰ ὑπακούω στὶς προσταγές σου". Αὐτὴ ἡ στάσις του ἀργότερα ἐκτιμήθηκε καὶ ὁ σκλάβος Ἰωάννης καταξιώθηκε εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ αὐθέντου του ὡς δίκαιος ἄνθρωπος. Προσηύχετο τὶς νύκτες ἐπὶ ὧρες ὁλόκληρες γονατιστὸς εἰς τὸν νάρθηκα τῆς γειτονικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἦταν ἀνυπόδητος χειμῶνα - καλοκαίρι. Ἀπέθανε νέος τὸ 1730 καὶ κατὰ τὴν ἀνταλλαγὴν τῶν πληθυσμῶν τὸ λείψανό του μετεφέρθη ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς Καππαδόκες εἰς τὸ Νέο Προκόπι Εὐβοίας. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμη του κάθε χρόνο εἰς τὰς 27 Μαΐου.
Τὸ δίδαγμα εἶναι ὅτι αἱ δύσκολοι ἐξωτερικαὶ συνθῆκαι ποτὲ δὲν εἶναι δι’ ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας εἰς τὸν Χριστὸν ἐμπόδιον εἰς τὴν πρόοδόν μας, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀποτελοῦν ἐφαλτήριον διὰ μεγαλύτερα πνευματικὰ κατορθώματα. Καὶ τοῦτο τὸ ἀπεδείξαμεν ὡς Γένος πολλάκις καὶ τὸ βλέπομεν εἰς ὅλας τὰς ἐκφάνσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἔχομεν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ὅσον περισσότεροι ἦσαν οἱ κίνδυνοιδι'ἡμᾶς, τόσον ὁ βίος καὶ ὁ πολιτισμός μας ἐβυθίζοντο εἰς τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ἴδιον φῶς τὸ ὁποῖον διαχρονικῶς νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας φωτίζει τὴν Βασιλεύουσαν Πόλιν καὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς δρυμοὺς καὶ τὰς νάπας τῆς Καππαδοκίας.
Καὶ ἦτο αὐτὸ τὸ φῶς, ὡς εὐστόχως λέγει ὁ νομπελίστας Σεφέρης, μία δέσμη ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ δύο ἑστίας. Ἡ μία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἥτις δίδει τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν χάριν. Ἡ ἄλλη τῶν μοναστηρίων τῆς Καππαδοκίας «δίνει τὸν παλμὸ καὶ τὴν δροσιὰ μιᾶς χειροπιαστῆς ζωῆς». Καὶ αὐτὲς οἱ δύο μεγάλες παραδόσεις τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀνηλώθησαν εἰς τὴν τελειότητα μιᾶς μοναδικῆς, νέας δημιουργίας, τὴν ὁποίαν «κοντὰ στὰ τείχη στὴν Μονὴ τῆς Χώρας» ἐκφράζει «ἕνα ψηφιδωτὸ κυπαρίσσι ποὺ παίζει ἀκόμη μὲ τὴν πνοὴ τοῦ ἀγέρα», ἐνῷ, ἐδῶ «στὴν γειτονιὰ τοῦ Νικήτα τοῦ Χωνιάτη, στὸν Ἅγιο Θεόδωρο, οἱ βασιλιάδες τοῦ Ἰσραὴλ ἀνασαίνουν ἀκόμη γύρω ἀπὸ τὴν Θεοτόκο μὲ τὸ Θεῖον Βρέφος».
Ἀσφαλῶς ἀξίζει ἡ ἱστορικὴ αὕτη πόλις τῆς Σινασσοῦ τὴν σημερινὴν πανηγυρικὴν σύναξιν, διότι ἐν αὐτῇ ἤνθησεν ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐν γένει πνευματικὴ ζωή, ἐν μέσῳ πλείστων ἀντιξοοτήτων, ὥστε ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Καισαρείας Εὐσταθίου «ὄασις ἐν τῇ ἐρήμῳ, νῆσος ἐν τῷ πελάγει, ἀστὴρ ἐν τῷ σκότει καὶ Ἀθῆναι ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ». Παρὰ τὴν ὑλικὴν εὐμάρειαν, ἡ ὁποία ἦτο ἀποτέλεσμα τοῦ φιλοπροόδου χαρακτῆρος τῶν εὐγενῶν κατοίκων της καὶ τὴν ὁποίαν σήμερον ἀποδεικνύουν τὰ περίφημα ἀρχοντικά των, οἱ Σινασσῖται δὲν ἐλησμόνησαν τὸν Θεόν, ὡς συχνάκις συμβαίνει εἰς τοιαύτας περιστάσεις, ἀλλὰ παρέμειναν ἀμετακίνητοι εἰς τὰς παραδόσεις καὶ εἰς τὴν ταυτότητά των.
Ἡ βαθεῖα αὐτὴ εὐλάβεια καὶ εὐσέβεια τῶν Σινασσιτῶν διετηρήθη μέχρι τέλους καὶ τὰ τεκμήριά της εἶναι εἰσέτι ὁρατά, ὡς ὁ περικαλλὴς ἐνοριακὸς Ναὸς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. Ἡ Ἱερὰ αὕτη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ ὁποία ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἁγίου σήμερον ἤνοιξε καὶ ἤκουσε χείλη ἱερέως μετὰ τὴν πάροδον τοσούτων δεκαετιῶν, ἀποτελεῖ ἐπίσης ἁπτὸν καὶ εὔγλωττον τεκμήριον τῆς ἀγάπης τῶν Σινασσιτῶν διὰ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἅγιόν Του, δεδομένου ὅτι οἱ ἴδιοι δι’ ἐπιτροπῶν, ἐν εἴδει Ἀδελφότητος, ἐφρόντιζον διὰ τὴν διατήρησιν τοῦ προσκυνήματος τούτου, μὲ ἀφοσίωσιν καὶ θεῖον ζῆλον διαχειριζόμενοι τὴν περιουσίαν αὐτοῦ.
Ἀδελφοί μου, αἱ ὀλίγαι ἡμέραι τὰς ὁποίας θὰ διέλθωμεν εἰς τὴν Καππαδοκίαν πραγματικῶς δὲν ἐπαρκοῦν. Διὰ νὰ χρησιμοποιήσωμεν πάλιν τοὺς λόγους τοῦ ποιητοῦ Σεφέρη «πρέπει νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει μὲ ἄνεση ἕνα διάστημα σ’ αὐτὰ τὰ μέρη. Νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ξαναϊδεῖ• ν’ ἀργοπορήσει, νά στοχαστεῖ καὶ ν’ ἀναμετρήσει• πρέπει νὰ ἔχει κανεὶς τὸν τρόπο νὰ παραβάλει καὶ νὰ κοιτάξει τὶ χάθηκε ἀνεπανόρθωτα καὶ ὅ,τι μένει ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ τοῦτα ἀφιερώματα στὸν Θεὸ ἑνὸς σβησμένου κόσμου». Καὶ ἂν οἱ προπάτορές μας ἐγκατέλιπον ἀναγκαστικῶς τὰς ἐν Καππαδοκίᾳ ἑστίας των, ὅμως τὸ Πνεῦμα πνέει ἐδῶ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούομεν καὶ κατὰ τὴν ὄμορφη αὐτὴ ἀνοιξιάτικη βραδυά.
Καλῶς ὡρίσατε ὅλοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Ἀμερική, τὴν Ρουμανία, καλῶς ὡρίσατε εἰς αὐτὰ τὰ ἁγιασμένα μέρη τῆς καθ'ἡμᾶς Ἀνατολῆς καὶ εἴθε ἡ χάρις τῶν Ἁγίων της νὰ σᾶς συνοδεύῃ εἰς ὅλον τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς σας. Χρόνια πολλά!