Ρεπορτάζ-φωτογραφίες: Νικόλαος Μαγγίνας
Μετά την υποδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην πλατεία Ομονοίας της Καστοριάς το Σάββατο 30 Ιουνίου, σχηματίστηκε πομπή η οποία κατέληξε στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου ο Πατριάρχης χοροστάτησε στον Εσπερινό, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, πλειάδος Μητροπολιτών και πλήθους κόσμου.
Στο τέλος του Εσπερινού τον Πατριάρχη προσφώνησε με θερμούς λόγους ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας Γεώργιος Δάκης, και ακολούθησε η προσφώνηση του Μητροπολίτου Καστορίας Σεραφείμ και η αντιφώνηση του Πατριάρχου.
Τα σχετικά κείμενα παραθέτουμε ολόκληρα στη συνέχεια.
Ἐπισκόπου Σεραφείμ
Παπακώστα
Μητροπολίτου Καστορίας
Ὁμιλία
κατά τήν ὑποδοχήν τῆς Α.Θ.Π.
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου εἰς Καστορίαν καί τόν Ἑσπερινόν
ἐπί τῇ ἁγιοκατατάξει τῆς Ὁσίας μητρός ἡμῶν Σοφίας τῆς ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Γενεθλίου
τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας ἀσκησάσης
Μητροπολιτικός Ναός 30 Ἰουνίου
2012
Παναγιώτατε
Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεπτέ
καί τετιμημένε Προθιεράρχα καί ἅγιε πηδαλιοῦχε τοῦ σκάφους τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας μας,
Ἐκ μέρους τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν
εὐσεβῶν ἀρχόντων, ἀλλά καί τοῦ εὐλογημένου λαοῦ τοῦ Θεοῦ τῆς ἀκριτικῆς αὐτῆς
ἐπαρχίας, κομμάτι ἔνδοξο καί τιμημένο τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,
Σᾶς ἀπευθύνω τό: «ὡς εὖ παρέστητε».
Καλῶς ἤλθατε, Παναγιώτατε
Πάτερ, ἀπό τήν βασιλίδα πόλη «τήν μεγάλιν πόλιν, τήν πρώτην μετά τήν πρώτην»
κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἀπό «τῆς οἰκουμένης τό ἄγαλμα, τῆς καλλονῆς
τήν ἐστίαν, τοῦ ἡμετέρου γένους τό ἔδαφος, τό τῶν ἀγαθῶν πρυτανεῖον, ὁμόροις τό
θέλγητρον καί ἀλλογενέσιν ἠδύτατον λάλημα».[1]
Καλῶς ἤλθατε, ὁμοῦ μετά τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου μετά τῶν τιμίων συνοδειῶν
Σας, ἀλλά καί πλειάδος Ἐπισκόπων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, στήν θρυλική
Ὀρεστίδα, τήν Βυζαντινή Καστοριά, «ὅπου πύργοι καί μεσοπύργια ὠκοδόμηνται» κατά
τήν Ἄννα τήν Κομνηνή, «κάστρου δίκην», γιά νά προστεῖτε τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν
καί αὔριο, σύν Θεῷ Ἁγίῳ, τῆς Θείας Λειτουργίας γιά τήν ἀναγραφή στό Ἁγιολόγιο
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀπό τήν Πρωτόθρονη Μητέρα μας Ἐκκλησία τῆς
Κων/λεως, τῆς Ὁσίας Σοφίας τῆς Ποντίας, πού ἀσκήτεψε πάνω ἀπό σαράντα (40)
χρόνια καί ἔζησε ὁσιακά καί μαρτυρικά στό Μοναστῆρι τῆς Παναγίας τῆς
Κλεισούρας.
Καί αἰσθάνομαι ἐπιτακτική τήν
ἀνάγκη τήν ὥρα αὐτή «ἐν αὐχένος καί γονάτων κλίσεσιν» νά εὐχαριστήσω τό
ὑπερύμνητο ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο γιά τίς πολλές φανερές καί
ἀφανεῖς εὐεργεσίες, πού χάρισε στόν ἐλάχιστο μειρακίσκο αὐτῆς τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως, καί γι’ αὐτό τό μεγάλο γεγονός τῆς ἁγιοκατατάξεως
τῆς Ὁσίας Σοφίας καί τῆς εὐλογημένης παρουσίας Σας στό μετερίζι αὐτό τῆς
Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Γι’ αὐτό καί ἀπό καρδίας
ἀναφωνῶ: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Ἔρχεσθε, Παναγιώτατε Πάτερ καί
σεπτέ Καθηγούμενε τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπό τήν «πόλιν τήν ἁγίαν καί τήν μητρόπολιν τήν
πιστήν», ἀπό τήν Νέα Ρώμη πού εἶναι κατά τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο ἡ Νέα
Ἱερουσαλήμ, ἀπό τήν Χριστούπολη, τήν Θεοτοκούπολη καί Ἁγιούπολη στήν πόλη αὐτή,
πού φιλοξενεῖ αἰῶνες τώρα, παναγιοσκέπαστους τόπους καί ἱερά θεομητορικά
ἐκτυπώματα καί πού οἱ κάτοικοί της διακρίνονται γιά τήν εὐλάβειά τους, τόν
σεβασμό τους στήν Μητέρα Ἐκκλησία καί στήν πατρίδα.
Ἐδῶ ἡ ἀκαταμάχητος
Καστριώτισσα, ἡ Γοργοϋπήκοος τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ Πορταΐτισσα καί ἡ Ὁδηγήτρια,
ὁδηγοῦν καί ἀνοίγουν τήν πύλη τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ἡ Πορφύρα καί ἡ Βλαχέρνα,
ἡ Φανερωμένη καί ἡ Κλεισουριώτισσα, μαζί μέ τήν Κυρά τῆς λίμνης, τήν
Μαυριώτισσα, σκεπάζουν προστατευτικά τήν ἱερά κληρουχία, δροσίζουν τά
φλογισμένα ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας μέτωπα καί παρέχουν «πᾶν δώρημα τέλειον
πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως».
Ἔρχεσθε, Παναγιώτατε, ἀπό τήν
κλεινή καθέδρα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, πού τόσο ξεπερνᾶ τίς πόλεις, ὅσο
τήν γῆ ὁ ἀστροστολισμένος οὐρανός, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος·
ἀπό τόν Πρῶτο Θρόνο, τόν «ἄνωθεν καθηγιασμένον»,
τόν περιβεβλημμένο μέ τήν λαμπρότητα καί τό κύρος Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων·
ἀπό τό Θυσιαστήριο ἐκεῖνο, τό ὁποῖο «ἔπηξεν
Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος», τό στόλισαν μεγάλες οἰκουμενικές μορφές Ἁγίων Ἐπισκόπων
καί Μαρτύρων τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας·
ἀπό
«τήν σπιθαμή ἐκείνη τῆς γῆς, πού βρίσκεται στό ἀκρότατο σημεῖο τοῦ Κερατίου
Κόλπου, ὅπου τό διπλοφάναρο, τό Φανάριον τοῦ Γένους μας, πού ἐγκολπώνει τά Ἱερά
καί τά Ὅσια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, πού εἶναι Ἱερά Καθέδρα τοῦ Γένους τῶν
Ὀρθοδόξων».[2]
Σᾶς βλέπουμε, ἀπόψε, νά φέρετε
στούς ὤμους Σας τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Σᾶς ἀκοῦμε νά ἐπαναλαμβάνετε
τήν μαρτυρία τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου «Χριστῷ συνεσταύρωμαι».[3]
Καί ὄχι μόνο μία φορά, ἀλλ’ ὅπως ἔγραφε ὁ σεπτός Γέροντας τῆς Χαλκηδόνος κυρός
Μελίτων, σέ ποικίλες περιστάσεις καί καταστάσεις, «διά δυσφημίας καί εὐφημίας,
διά δόξης καί ἀτιμίας» εἰς ἔνδειξιν ὅτι «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».[4]
Γι’ αὐτό καί ὁ Οἰκουμενικός
μαρτυρικός Θρόνος, τόν ὁποῖον θεοφιλῶς διακονεῖτε, «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀναλύσει
αὐτοῦ, εἶναι σταυρός, εἶναι εὐθύνη καί χρέος, εἶναι συγκατάβασις, εἶναι
καταλλαγή, εἶναι ἀγάπη καί εἰρήνη, εἶναι τόπος θεώσεως . . . ἔξοδος εἰς τήν
ἀνάστασιν», «προσδοκία τῆς τελείας δικαιώσεως ἐν τοῖς ἐσχάτοις».[5]
Ἄλλωστε, τό μεγάλο ἐπίτευγμα τοῦ Πατριαρχείου ὑπῆρξε, κατά τόν σπουδαῖο
ἱστορικό Ράνσιμαν, τό ὅτι «παρ’ ὅλη τήν ταπείνωση, τή φτώχεια καί τήν
περιφρόνηση, ἡ Ἐκκλησία ἄνθεξε, καί διατηρεῖται μία μεγάλη πνευματική δύναμη .
. . Τό φῶς ἐξακολουθεῖ νά καίει καί καίει λαμπρότερα. Καί πύλαι ἄδου οὐ
κατισχύσουσιν αὐτῆς».[6]
Καί συνεχίζετε, Παναγιώτατε, ὡς γνήσιος
φορέας αὐτῆς τῆς μακραίωνης παραδόσεως, συνεχίζετε μαρτυρικά, ἀγαπητικά καί
ἀθόρυβα ἀπέναντι σέ κείνους τούς ἐπωνύμους καί ἀνωνύμους, πού καθημερινά σταυρώνουν
τό πάντιμο σῶμα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, μέ θαυμαστό καί
παράδοξο τρόπο «νά ἀνανεώνετε τό λάδι στήν κανδῆλα τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, τό
νάμα στό Ἅγιο Ποτήριο καί τό προφητικό ἄλευρο τοῦ πυρφόρου Ἠλία,
γιά νά ζυμώνετε μέ τούς περί Ὑμᾶς, τόν ἄρτο
τῆς Προθέσεως,
γιά
νά τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία στόν ἴδιο τόπο καί στό ἴδιο Θυσιαστήριο,
γιά
νά κτυπᾶτε τήν καμπάνα στό πρωτομονάστηρο τοῦ Φαναρίου,
γιά
τήν συνέχιση τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ἀκοιμήτων».[7]
«Σκηνίτις ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως»,
Σᾶς ἄκουσα νά μᾶς λέτε σέ μία ἐπίσκεψή μας στό ταπεινό Φανάρι, «ἐνδημοῦσα καί
παρεπιδημοῦσα, σέ διάφορα σκηνώματα ταπεινά, πάντοτε ὅμως Μεγάλη,
καί
σ’ αὐτή τήν ταπείνωση, Μεγάλη. Καί αὐτή ἡ Ἐκκλησία, ἡ μαρτυρική Ἐκκλησία, σέ
δύκολους καιρούς καί χρόνια δύσεκτα σκέπασε τόν λαό της καί τά παιδιά της, ὅπως
καί σ’ αὐτή τήν ἐπαρχία, αἵροντας τόν σταυρό τῆς δοκιμασίας, σκουπίζοντας τά
δάκρυα, ἀπαλύνοντας τόν πόνο καί στέλνοντας φωτισμένες ἱεραρχικές μορφές γιά
τόν στηριγμό τους καί τήν κατά Θεόν πρόοδό τους.
Γι’ αὐτό καί ἀπόψε, μπροστά ἀπό τό
Θρόνο Σας, τόν ὁποῖον κοσμεῖτε μέ τήν ἁγία παρουσία Σας, περνοῦν πνεύματα καί
ψυχές δικαίων, μαρτύρων καί ἡρώων τῆς πίστεώς μας, πού ἔδωσαν γιά τήν
οἰκουμενική καθέδρα τήν μαρτυρία τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς υἱϊκῆς ἀφοσιώσεως,
Ἱεράρχες σάν τόν Ἐθνεγέρτη Γερμανό
Καραβαγγέλη, πού σάν βιγλάτορας στέκεται πίσω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα αὐτοῦ τοῦ
Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ,
ἥρωες
σάν τόν πρωτομάρτυρα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος Παύλου Μελᾶ, μαζί μέ ὅλη ἐκείνη τή
χορεία τῶν Μακεδονομάχων,
ἡγεμόνες, πρόκριτοι καί λογάδες τοῦ Γένους,
καθώς
καί τό «εὐλογημένο ρουφέτιον τῶν γουναράδων» τοῦ Γένους, πού μνημονεύεται
καθημερινά στίς Δεήσεις τῆς Πατριαρχικῆς Καθέδρας.
Ὅλοι αὐτοί, μέ πρῶτο τόν
Μανωλάκη τόν Καστοριανό, Σᾶς εὐγνωμονοῦν γιά τήν ἐδῶ παρουσία Σας, καθὠς αὔριο
θά τούς θυμηθεῖτε στήν Ἁγία Ἀναφορά μετά τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων. Καί μαζί
μ’ αὐτούς, Σᾶς εὐχαριστοῦν καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού, στήν ἁγιοτόκο καί ἁγιοτρόφο
μαρτυρική γῆ τοῦ Πόντου καί τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως, ἔπλυναν τά ἰμάτιά
τους στό αἷμα τοῦ Ἀρνίου καί σφαγιάσθηκαν «ὥσπερ ἄρνες» καί Σᾶς εὐγνωμονοῦν γιά
τήν ἀναγραφή στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς μαρτυρικῆς συντοπίτισσάς
τους Ὁσίας Σοφίας ἀπό τήν Ἄρδασσα τοῦ Πόντου. Στό πρόσωπο τῆς Ἁγίας Σοφίας δικαιώθηκαν
οἱ ἀγῶνες τους, τό αἷμα τους, ἡ θυσία τους καί ἀναπαύθηκαν τά πνεύματά τους «ἐν
χειρί Θεοῦ».
Ἡ ἐπίσκεψή Σας αὐτή,
Παναγιώτατε, μαζί μέ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμο, τόν
ὁποῖον ἀπό καρδίας εὐχαριστῶ, καθώς καί τά τίμια μέλη τῆς συνοδείας Σας καί τήν
χορεία τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων,
ἡ ἐπίσκεψή Σας αὐτή, ἐπαναλαμβάνω, ἀποτελεῖ
σταθμό γιά τήν πόλη τῆς Καστοριᾶς, ἱερό μνημόσυνο, γι’ αὐτούς πού ἔμειναν
πιστοί στό χρέος τους ἀπέναντι στήν πατρίδα, στό γένος γενικότερα, καί στόν
καθαγιασμένο θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ἀλλά καί ἀνεφοδιασμό,
συγχρόνως, καί πηγή εὐλογίας καί δυνάμεως, στηριγμοῦ καί ἐνισχύσεως γιά τόν
δοκιμαζόμενο λαό μας, τήν δύσκολη αὐτή περίοδο.
Στό πρόσωπό Σας βλέπουμε τόν
Πατριάρχη τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης, τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας, τόν ἄνθρωπο
πού ἀγωνιᾶ γιά τήν ἀνθρωπότητα, πού δοκιμάζεται, τόν οἰκολόγο καί ὑποστηρικτή
τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί τῆς ἀκεραιότητας τῆς δημιουργίας
τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί μυστικά ἀφουγκραζόμαστε ἀπό τά τίμια χείλη Σας: «Μή
θροεῖσθε»[8],
«καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τό αὐτό φρονεῖτε, εἰρηνεύετε»[9],
«εἰρήνη πᾶσι».
Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Θέλησα ἀπόψε νά πιῶ ὄχι ὅλο τό
Βόσπορο, παρά μόνο λίγες σταγόνες. Γι’ αὐτό καί ἐμάκρυνα τόν λόγο καί Σᾶς ζητῶ
συγγνώμη. Θέλησα κι ἐγώ, μαζί μέ τόν Γέροντα Δοσίθεο, νά μετρήσω πόσα κόκκαλα
μαρτύρων πόσα βασανισμένα σώματα Ρωμηῶν κρύβει ζηλότυπα στήν ὑγρή καί σκοτεινή
ἀγκαλιά του.
Θέλησα ἐκ μέρους αὐτοῦ τοῦ λαοῦ
νά Σᾶς ἐκφράσω τόν σεβασμό μας καί τήν υἱϊκή μας ἀφοσίωση στή Μητέρα Ἐκκλησία,
στόν θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου καί στό σεπτό πρόσωπό Σας.
Ἀφοσίωση υἱϊκή, γιατί ὁ σύνδεσμος αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας καί αὐτοῦ
τοῦ λαοῦ μέ τή Μητέρα Ἐκκλησία εἶναι σύνδεσμος αἵματος. Εἶναι σύνδεσμος
αἵματος, πού ἐπικυρώθηκε, ὄχι «διά μέλανος καί χάρτου», ἀλλά μέ αἷμα, μέ ἱδρῶτα
καί θυσίες καί ἄρα ἀκατάλυτος εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα.
Γι’ αὐτό Σᾶς παρακαλῶ θερμά,
αὐτόν τόν Ἱερό Κλῆρο καί αὐτόν τόν πονεμένο λαό νά τόν εὐλογήσετε καί νά τοῦ
χαρίσετε τήν πατριαρχική Σας εὐχή καί εὐλογία.Σᾶς ἀγαπᾶ, Σᾶς σέβεται, Σᾶς
θυμᾶται, Σᾶς μνημονεύει. Προσεύχεται γιά Σᾶς καθημερινά στή Θεία Λειτουργία.
Καί ὡς ἐλάχιστό ἀντίδωρο καί
ἐνθύμιο τῆς ἐδῶ ἐπισκέψεώς Σας δεχθεῖτε αὐτή τήν ἀργυρά Λειψανοθήκη, πού περιέχει
ἀπότμημα τῶν μαρτυρικῶν καί ἀσκητικῶν Λειψάνων τῆς Ἀσκητρίας τῆς Κλεισούρας
Σοφίας. Αὐτή, ἀπό σήμερα, θά ὑψώνει χεῖρας ἱκέτιδας στόν Θρόνο τῆς Θείας
Μεγαλωσύνης γιά τό σεπτό πρόσωπό Σας, γιά νά ἔχετε ἀκλόνητη ὑγεία καί νά
συνεχίσετε γιά πολλά ἀκόμη χρόνια τήν διακονία Σας στό πηδάλιο τῆς κατ’
Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καλῶς ἤλθατε, Παναγιώτατε, στό
σπίτι Σας!
[1] Ἰωσήφ Βρυέννιος.
[3] Γαλ. 2,20.
[4] Β’ Κορ. 12,9.
[5] Μητροπ. Χαλκηδόνος
Μελίτωνος, Χριστῷ συνεσταύρωμαι, Χαλκηδόνια, Μνήμη Μελίτωνος Χατζῆ Μητροπολίτου
Γέροντος Χαλκηδόνος (1913-1989), ἐκδ. Σύνδεσμος τῶν ἐν Ἀθήναις Μεγαλοσχολιτῶν,
Ἀθήνα 1999, σελ. 466.
[6] Στῆβεν Ράνσιμαν, Ἡ Μεγάλη
Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ, τομ. Β΄, ἐκδ.
Μπεργαδῆ, Ἀθήνα 1979, σελ. 698.
[7] Μητροπ. Χαλκηδόνος
Μελίτωνος, Προσφώνησις πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Δημήτριον Α’ ἐπί τῷ νέῳ
ἔτει 1982, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 203.
[8] Ματθ. 24,6.
[9] Β’ Κορ. 13,11.
Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
(30Ἰουνίου 2012)
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριε Ἱερώνυμε,
Ἱερώτατε
Μητροπολῖτα Καστορίας κύριε Σεραφείμ,
Ἱερώτατε καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐξοχώτατοι Ἄρχοντες τοῦ
Τόπου,
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἐκφράζοντες
τάς βαθείας εὐχαριστίας τῆς ἡμετέρας
Μετριότητος διά τούς
φιλόφρονας καί εὐγενεῖς λόγους σας, ἀδελφέ ἅγιε Καστορίας, χρέος θεωροῦμεν νά ἐκφράσωμεν καί πάλιν τήν πολλήν
χαράν διά τήν
πραγματοποίησιν τῆς ἐπισκέψεώςμας
ταύτης εἰς τήν πόλιν τῆς Καστορίας, μέ ἀφορμήν τήν ἁγιοκατάταξιν τῆς πλησίον αὐτῆς, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Κλεισούρας, ἀσκητικῶς βιωσάσης Ὁσίας
Σοφίας Χοτοκουρίδου.
Μετά
τήν τέλεσιν τοῦ πανηγυρικοῦ ἑσπερινοῦ, δοξάζομεν ἐκ ψυχῆς τόν
Κύριον καί τήν Πάναγνον
Μητέρα Αὐτοῦ διά τήν δοθεῖσαν
εὐλογίαν τῆς κατατάξεως εἰς τάς ἁγιολογικάς
δέλτους τῆς Ἐκκλησίας μας τῆς μακαρίας ταύτης γυναικός, ἡ
ὁποία μετά οἰκειότητος καί ἁπλότητος
συνωμίλει μετά τῆς Θεοτόκου. Χαίρομεν διότι διά τῶν ἀρξαμένων ἐπισήμων τούτων
τελετῶν, αἱ ὁποῖαι κορυφοῦνται αὔριον καί ἐπιστεγάζονται μέ το προσκύνημα
εἰς τόν τάφον τῆς Ὁσίας καί εἰς τόν τόπον τῆς ἀσκήσεως αὐτῆς, γίνεται
ἡ ἁγία καί πανελληνίως πλέον γνωστή, καί διαδίδεται εὐρύτερον ἡ
τιμή προς αὐτήν. Τοιουτοτρόπως, ὄχι
μόνον
ἡ πόλις καί ἡ εὐρυτέρα περιοχή τῆς Καστορίας ἔχουν τήν ἁγίαν
προστάτιδα καί πρέσβειραν πρός Κύριον, ἀλλά καί κάθε πιστός χριστιανός δύναται
πλέον εὐχερέστερον ἤ πρότερον νά τήν ἐπικαλῆται εἰς βοήθειαν καί μεσιτείαν. Διότι
οἱ ἅγιοι εἶναι φίλοι καί προστάται τῶν ἀνθρώπων καί διά τῶν προσευχῶν και μεσιτειῶν τους εὐεργετοῦν αὐτούς. Δέν εἶναι ἐξωπραγματικά ὄντα, διαβιοῦντα ἐκτός τόπου καί χρόνου,ἀλλά μέλη τῆς κοινωνίας μας, καίμάλιστα
ἐνεργῶς ἐνδιαφερόμενα διά τούς συνανθρώπους των. Ἡ Ἐκκλησία μας συνιστᾷ καθημερινῶς
νά ζῶμεν σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις καί νά ἐπικαλούμεθα τήν βοήθειάν
των εἰς ὅλας τάς δυσκολίας καί τάς περιπτώσεις τῆς ζωῆς μας.
Συγχρόνως, ἡ ἁγία τοῦ τόπου σας γίνεται
καί κτῆμα τῆς οἰκουμένης, διότι κάθε ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι οἰκουμενικός
καί καθολικός, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τόν συνδέει μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους
ἀνακεφαλαιώνει ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Κυρίου, την ὁποίαν προσέλαβε διά
τήν σωτηρίαν ἡμῶν. Οὕτω καί ἡ ὁσία Σοφία εἶναι πλέον ἕνας οἰκουμενικός
θησαυρός, ἀφοῦ ἤδη ἀπό αὐτήν τήν ζωήν μέ σκληρούς ἀγῶνας καί κόπους ἀπέδειξεν ὅτι ὁ ἀπρόσιτος Θεός «μετέχεται κατά
χάριν» καί ἥνωσεν εἰς τόν ἑαυτόν της τά παρόντα μέ τά ἔσχατα.
Δέν ἦτο λοιπόν δυνατόν ἡ ἡμετέρα Μετριότης νά ἀρνηθῇ τήν
πρόσκλησιν τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ κυρίου Σεραφείμ νά προστῇ τῶν πανηγυρικῶν τελετῶν, καθ’ ὅτι τό Πατριαρχεῖον
Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ σήμερον τόν ἐκφραστήν τῆς οἰκουμενικῆς διαστάσεως τῆς
Ἐκκλησίας μας, ὡς σῶμα κρατοῦν τήν ἀλήθειαν τοῦ σώματος τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὡς
μία κοινότης ἀγωνιζομένη διά τήν ἐπί γῆς πραγμάτωσιν τοῦ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία
σου», συνάγουσα ἐπί τό αὐτό πλῆθος ἀνθρώπων ἐκ παντοδαπῶν ἐθνῶν, γλωσσῶν καί
γενῶν διά νά ποιήσῃ αὐτούς μετόχους ξενίας δεσποτικῆς.
Συγχαίρομεν φιλαδέλφως τόν
Ποιμενάρχην τῆς Μητροπόλεως ταύτης, διότι
τοσαύτην ἔμπρακτον ἀγάπην ἔδειξε διά τήν ἀνάδειξιν τῆς τιμῆς καί τῆς προβολῆς
τῆς ἁγίας, συνεχίζων καλλικάρπως τό πνευματικόν ἔργον τοῦ μακαριστοῦ
προκατόχου αὐτοῦ κυροῦ Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος ἐμερίμνησε διά τήν ἐπάνδρωσιν καί ἐπαναλειτουργίαν
ὡς γυναικείου κοινοβίου τοῦ ἱεροῦ σεμνείου τῆς Θεοτόκου ἐν Κλεισούρᾳ, ὅπου
ἔζησεν ἡ ἁγία, διά συνοδείας σεμνῶν μοναζουσῶν ἐκ τοῦ ἐν Ἕβρῳ Ἰβηριτικοῦ
Μετοχίου Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἡ
τιμωμένη ἁγία Σοφία, ἀδελφοί και τέκνα
ἐν
Χριστῷ, μᾶς διδάσκει τήν τέχνην νά ἀνοιγώμεθα
ὅλον καί περισσότερον εἰς τήν θείαν ἀγάπην. Καί ἡ
τέχνη αὕτη δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι ἄλλον τι, εἰ μή ἡ διαρκής θυσία τοῦ
ἑαυτοῦ μας. Ἄς μήν ἀπατώμεθα: ἀγάπη ἄνευ θυσίας δέν ὑπάρχει. Οὕτω καί πρόοοδος
εἰς τήν πνευματικήν ζωήν δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρξῃ,
ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ὑποβάλῃ τόν ἑαυτόν του ἑκουσίως εἰς συνεχεῖς θυσίας, χάριν τῆς
ἀγάπης τοῦ πλησίον και τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως ὑπέβαλεν
ἑαυτήν ἡ μακαρία ἀσκήτρια Σοφία. Ἡ
μακαρία Σοφία, καίτοι ἔζη ἐν πλήρει ἀφανείᾳ καί ταπεινώσει, ἦτο λύχνος φαίνων ἐν
τῇ σκοτίᾳ καί ὁδηγῶν ὡς νεφέλη τούς συνανθρώπους αὐτῆς εἰς τήν πηγήν τῆς ζωῆς.
Εἶχεν ἀσκήσει εἰς τό ἔπακρον τάς τρεῖς
θεμελιώδεις ἀρετάς τῆς μοναχικῆς ζωῆς: τήν παρθενίαν, τήν ταπείνωσιν καί τήν ἀκτημοσύνην.
Εἰς τήν ταπείνωσιν ἐμιμεῖτο τήν προστάτιδα αὐτῆς Παναγίαν. Εἰς τήν ἐργασίαν ἐκείνην
τοῦ σκυτοτόμου τῆς Ἀλεξανδρείας, τόν ὁποῖον ἐπεσκέφθη ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας,
ὅστις ἔλεγε: «ὅλοι σώζονται, μόνον ἐγώ ἀπόλλυμαι», ὡς μαρτυρεῖ τό περιστατικόν ἐκεῖνο
τοῦ βίου της, κατά τό ὁποῖον ἔσωσε τό πλοῖον τό ὁποῖον μετέφερεν αὐτήν μετά τῶν ἄλλων προσφύγων εἰς Ἑλλάδα ἀπό τόν
καταποντισμόν, εἰποῦσα εἰς τήν ἐμφανισθεῖσαν εἰς αὐτήν Θεοτόκον:
«Παναγία μου, ἐγώ νά ἀπολεσθῶ, διότι εἶμαι ἡ ἁμαρτωλή, ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος».
Τοσαύτη ἦτο ἡ ἁγιότης τοῦ βίου
αὐτῆς, ὥστε δέν ἦτο ἀπαραίτητος εἰς αὐτήν ἕνας ἄνθρωπος διά νά ὑπακούῃ εἰς αὐτόν, ἀλλά ὑπήκουεν ἀπ’ εὐθείας εἰς τήν Παναγίαν, οὖσα ἑτοίμη νά ἐκτελέσῃ ὅ,τι
θά τῆς ἐζήτει, ὑποβάλλουσα ἑαυτήν εἰς κάθε θυσίαν καί ἀγῶνα, χαρακτηριστικόν ἀσφαλῶς
τελειότητος. Ἡ ὑπακοή, ἡ ὁποία ἐχαρακτήριζε τήν μακαρίαν Σοφίαν ἦτο ἡ ὑπακοή
τήν ὁποίαν διδάσκει ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἤτοι ἡ ἀναζήτησις καί ὑπακοή εἰς
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπακοή ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δέν συνίσταται εἰς μίαν πειθαρχίαν,
βασιζομένην εἰς τήν ὑποταγήν
τοῦ κατωτέρου ἱεραρχικῶς
εἰς τόν ἀνώτερον, ἤ τοῦ
νεωτέρου εἰς τόν πρεσβύτερον ἤ τῆς μειονότητος εἰς τήν πλειονότητα, ὡς
συμβαίνει εἰς τάς συγχρόνους δημοκρατικάς κοινωνίας. Ἡ ὑποταγή αὕτη, καίτοι
συχνάκις ἀπαραίτητος διά τήν διατήρησιν τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας, ἔχει μέσα της
τόν ἐξαναγκασμόν καί εἶναι ὑποταγή εἰς μίαν ἀνθρωπίνην βούλησιν. Ἡ ὑπακοή ὅμως ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν εἶναι ἐλευθέρα ὑποταγή εἰς ἕνα ἄνθρωπον, τόν πνευματικόν ὁδηγόν,
διά τήν ἐκπλήρωσιν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, Ὅστις καί ἀποτελεῖ τόν μόνον τελικόν σκοπόν της. Αὐτήν τήν
ἀναζήτησιν καί ἐκπλήρωσιν τοῦ θείου θελήματος εἶχεν ἡ μακαρία Σοφία ὡς μόνιμον
χαρακτηριστικόν τοῦ βίου της.
Ἡ δέ ἀκτημοσύνη ἦτο ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχήν τήν ἐστόλιζεν. Ἐμιμήθη τόν Κύριον ἡμῶν, Ὅστις
ἐζήτει τόσον ὀλίγον τά ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε «οὐκ εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν
κλίνῃ» (Ματθ. 8, 20). Διά τῆς ἀδιαλείπτου ἀπαρνήσεως καί ἀποταγῆς τῶν πάντων ἐκέρδισε
μίαν ἐλευθερίαν ἀληθινῶς βασιλικήν: τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Δέν πρέπει νά λησμονῶμεν, ὅμως, ὅτι ἡ ἀληθινή ἀκτημοσύνη
δέν ἔγκειται μόνον εἰς τήν ἀπάρνησιν τῶν ὑλικῶν κτήσεων, ἀλλά καί τῶν διανοητικῶν.
Σήμερον, δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι βλέπουν εἰς τάς ἐπιστημονικάς γνώσεις των ἕνα
πνευματικόν πλοῦτον, καί δέν ὑποπτεύονται τήν ὕπαρξιν μιᾶς ὑψηλοτέρας γνώσεως, ἑνός
πλούτου ἀπαραμίλλου καί ἀδαπανήτου. «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω
καταφρονεῖ», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Τόν πλοῦτον αὐτόν τόν εἰρηνόδωρον
καί εἰρηνοποιόν, κατεῖχεν ἡ ἁγία, ἀπαρνηθεῖσα διά τῆς μακαρίας ἁπλότητος
καί κάθε διανοητικήν «ἰδιοκτησίαν», ἡ ὁποία δύναται νά ἐξορίσῃ τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον.
Μέ τήν τελείαν ἀκτημοσύνην αὐτῆς ἡ ἁγία μᾶς δεικνύει τήν ὁδόν
καί σήμερον, ἐν μέσῳ οἰκονομικῆς κρίσεως καί δυσπραγίας. Διότι οἱ ἄνθρωποι δέν ἐπιθυμοῦν
νά ἐννοήσουν ὅτι πηγή τῶν ἀναριθμήτων συμφορῶν τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι πάντοτε οἱ
ἀθέμιτοι πόθοι των. Ὡς πρό πολλῶν αἰώνων λίαν εὐστόχως εἶπεν ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν
Σιναίῳ τῷ Ὄρει ἀσκησάμενος, ἡ φιλοχρηματία εἶναι ἡ μήτηρ πάντων τῶν κακῶν. Αὐτή
εἶναι καί σήμερον ἡ πηγή τῶν χωρισμῶν, τῆς ἔχθρας, τοῦ μίσους, τῆς σκληρότητος,
τῶν φόνων, τῶν πολέμων.
Ἀξιωθεῖσα,
λοιπόν, παρὰ Κυρίου νά αἴρῃ καθημερινῶς τόν
σταυρόν τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὡς «κῆρυξ τῆς ἐρχομένης
Βασιλείας» κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν, ἔζη ἐντεῦθεν, διά τῶν οὐρανίων καὶ
ἀγγελοειδῶν ἀρετῶν τούτων τήν πληρότητα τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, καί ἀνεδείχθη
στύλος πνευματικός διά τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν Καστορίας, ἀλλά καί διά σύμπαντατόν
κόσμον.
Ἡ πνευματική ζωή,
ἀδελφοί καί τέκνα, ἔχει τούς νόμους αὐτῆς. Καί μόνον ὅταν τούς
γνωρίζωμεν, ὅπως τούς ἐγνώριζεν ἡ Ὁσία Σοφία, μόνον ὅταν τούς τηρῶμεν, ὅπως τούς ἐτήρει αὕτη μετά ἀκριβείας, δυνάμεθα ἀληθῶς νά ἀντιμετωπίσωμεν
τάς παγίδας τοῦ πονηροῦ, νά ὑπερνικήσωμεν τά πάθη μας, νά ἑνοποιήσωμεν τόν ἑαυτόν
μας, νά ἀνακαλύψωμεν τό πραγματικόν πρόσωπόν μας καί νά
προσφέρωμεν θυσίαν ἀγάπης καί εὐχαριστίας εἰς τόν πλησίον καί εἰς τόν Θεόν.
Εὐχαριστοῦμεν
καί πάλιν πάντας τούς κοπιάσαντας διά τήν ὀργάνωσιν τῶν πανηγυρισμῶν ὑπό τήν ἄγρυπνον
ἐπίβλεψιν τοῦ πρωτοστατήσαντος καί πλέον πάντων μοχθήσαντος Μητροπολίτου
Καστορίας, ὡς καί τόν πιστόν λαόν τῆς πόλεως, ὅστις προσῆλθε διά νά τιμήσῃ μέ
τήν παρουσίαν του τήν ἁγίαν, ἀλλά καί ὅλους τούς ἐκ δυσμῶν καί βορρᾶ καί
θαλάσσης καί ἑῴας προστρέξαντας ἐνταῦθα, ἁπλοῦς
πιστούς καί ποιμένας, μέ προεξάρχοντα τόν Μακαριώτατον ἀδελφόν καί
συλλειτουργόν ἡμῶν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριον Ἱερώνυμον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου