________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


11/30/2012

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ κ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΘΡΟΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ


«Τόν κήρυκα τῆς πίστεως, καί ὑπηρέτην τοῦ Λόγου, Ἀνδρέαν εὐφημήσωμεν` οὗτος γάρ τούς ἀνθρώπους, ἐκ τοῦ βυθοῦ ἁλιεύει, ἀντί καλάμου τόν σταυρόν, ἐν ταῖς χερσί διακρατῶν, καί ὡς σπαρτίον χαλῶν τήν δύναμιν, ἐπανάγει τάς ψυχάς, ἀπό τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, καί προσκομίζει τῷ Θεῷ δῶρον εὐπρόσδεκτον. Ἀεί τοῦτον πιστοί, σύν τῇ χορείᾳ τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εὐφημήσωμεν, ἵνα πρεσβεύῃ αὐτῷ, ὅπως ἵλεως γένηται ἡμῖν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως».
(Δοξαστικόν Ὄρθρου Λ᾽ Νοεμβρίου)


Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
            Μέ πνευματική εὐφροσύνη συναχθήκαμε κατά τήν εὔσημον ταύτην ἡμέραν εἰς τό ἱερόν καί σεπτόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, διά νά τιμήσωμε κατά τρόπον θεοφιλῆ, «τόν μέγα κήρυκα τῆς πίστεως καί ὑπηρέτην τοῦ Λόγου», «τόν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον καί Μαθητῶν τόν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος». Συναχθήκαμε διά νά εὐφημήσωμε τόν σύναιμον τοῦ Πέτρου καί τόν ἱδρυτήν καί κραταιόν προστάτην τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀποτελεῖ ἰδιαιτέρα τιμή καί εὐλογία διά τήν ταπεινότητά μου ἡ ἀνάθεσις τῆς ὁμιλίας κατά τήν σημερινήν πανηγυρικήν εὐχαριστιακήν Σύναξιν. Εὐλογία, τήν ὁποίαν ὀφείλω εἰς τόν Πρωτόκλητον Ἀπόστολον Ἀνδρέα καί εἰς τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ.Βαρθολομαῖον, ὁ ὁποῖος εἶναι «καί τρόπου μέτοχος καί θρόνου διάδοχος» τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου.
Ἔθεσα ὡς προοίμιον τῆς παρούσης ὁμιλίας τό Δοξαστικόν τοῦ Ὄρθρου τῆς 30ης Νοεμβρίου. Εἰς τόν ὑπέροχον αὐτόν ὕμνο, ὁ ἱερός ὑμνογράφος περιγράφει μέ περισσή δεξιοτεχνία τήν δρᾶσιν καί τό ἔργον τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν ἁλιέας. Ὡς Ἀπόστολος, ὅμως, ἀντί διά τό ἁλιευτικό καλάμι κρατᾶ εἰς τάς χεῖρας του τόν Σταυρόν καί μέ αὐτόν «τούς ἀνθρώπους ἐκ τοῦ βυθοῦ ἁλιεύει...καί ἐπανάγει τάς ψυχάς, ἀπό τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, καί προσκομίζει τῷ Θεῷ δῶρον εὐπρόσδεκτον». Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιον τῆς ἁγίας βιοτῆς ἀλλά καί τοῦ γιγαντιαίου ἀποστολικοῦ ἔργου τοῦ Ἀνδρέου. Διά νά κατανοήσωμε τό σταυρικόν ἦθος πού μᾶς διδάσκῃ ὁ μέγας Ἀπόστολος, πρέπει νά μελετήσωμε μέ προσοχή τά ὅσα ἡ Ἁγία Γραφή  καί ἡ ἱερά Παράδοσις διασώζουν διά τό σεπτόν πρόσωπόν του.
Διά τήν πνευματικήν μας ὠφέλεια ἐπέλεξα τρεῖς σημαντικάς στιγμάς τῆς ζωῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τρεῖς μεγαλειώδεις σταθμούς.
Ὁ πρῶτος σταθμός εἶναι τά ρεῖθρα τοῦ Ἱορδάνου. Ὁ ἁλιέας ἀπό τήν Βηθσαϊδά, ἀφήνει τήν λίμνη τῆς Γαλιλαίας καί ἔρχεται εἰς τήν ἔρημον τοῦ Ἱορδάνου. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν ὀλιγογράμματος ἀλλά εὐσεβής καί πιστός καί ἡ καρδία του φλεγόταν ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό. Διά τοῦτο ἑλκύεται ἀπό τό κήρυγμα μετανοίας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ καί ἐντάσσεται μέ προθυμία εἰς τόν κύκλον τῶν στενότερων μαθητῶν του. Μαθητεύει πλησίον τοῦ ἀσκητοῦ Προφήτου καί διδάσκεται οὐχί μόνον διά τῶν λόγων ἀλλά καί διά τοῦ παραδείγματος ὅτι ἡ μετάνοια καί ἡ θεογνωσία εἶναι καρποί τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ταπεινώσεως. Ὅταν ὁ τίμιος Πρόδρομος κατόπιν θεϊκῆς ἀποκαλύψεως ἀναγνωρίζει εἰς τό Πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ τόν ἀναμενόμενον Μεσσία καί Λυτρωτῆ, δέν διστάζει νά προτρέψῃ τούς μαθητάς του νά ἀφήσουν αὐτόν καί νά ἀκολουθήσουν Ἐκεῖνον: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α᾽ 36), «Ἐκεῖνος δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. γ᾽ 30).
Οἱ λόγοι τοῦ Προδρόμου δέν παρέμειναν ἀκατανόητοι διά τόν Ἀνδρέα. Ἡ καρδία του ζυμωμένη ἀπό τήν θεοποιόν ταπείνωσιν ἦταν πλέον ἕτοιμη νά θυσιάσῃ τά πάντα  καί νά ἀκολουθήσῃ τόν Σωτῆρα Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ θαυμαστή ἐνέργεια τῆς ἀληθοῦς ταπεινώσεως. Ὅλος ὁ πνευματικός ἀγῶνας καί ἡ ἄσκησις γίνεται οὐχί διά νά ἀνεβῇ πνευματικά ὁ ἄνθρωπος, νά φτάσῃ εἰς κάποια κορυφήν, ἀλλά διά νά κατεβῇ, νά ταπεινωθῇ. Νά θραύσῃ ὅλες τίς παράλογες καί παρά φύσιν καταστάσεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τήν κενοδοξία, τήν ἀνθρωπαρέσκεια, τήν ὑποκρισία καί τήν ὑπερηφάνεια, τά πάθη πού παραμορφώνουν τόν ἄνθρωπον καί καταστρέφουν τόν προορισμόν του. Νά θραύσῃ ἰδιαιτέρως τήν ἑωσφορική ὑπερηφάνεια πού εἶναι «θείας καί ἀνθρωπίνης γνώσεως στέρησις», καί «νά κάμῃ τήν ταπείνωσιν μία ἀκλόνητον βᾶσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, νά ἀφήσωμε τόν ἑαυτόν μας νά ἀλεσθῇ ἀνάμεσα ἀπό τάς μυλόπετρας τῆς ταπεινώσεως διά νά γίνῃ τό γλυκό καί εὐάρεστο ψωμί εἰς τόν Κύριόν του».
Ἡ ἁγιοπνευματική ἀσκητική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι αὐτή ἡ ἀληθής ταπείνωσις εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξας καί τῆς χάρης, τοῦ ἐλέους καί τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἰδού, λοιπόν, διατί ὁ Ἀνδρέας εὐθύς ἀμέσως κατενόησε τήν προτροπήν τοῦ Προδρόμου καί ἠκολούθησε τόν Ἰησοῦ. Ἡ πρώτη συνάντησις μαζί Του τόν συγκλονίζει καί ἔμεινε ἀλησμόνητος καί ζωηρότατα χαραγμένη εἰς τήν μνήμην του. Ἀλλά ὁ ταπεινός Ἀνδρέας δέν ἦταν δυνατόν νά κρατήσῃ μόνον διά τόν ἑαυτόν του αὐτήν τήν ἀνείπωτη χαρά καί εὐλογίαν τῆς θείας ἀποκαλύψεως. «Οὐ κατέσχε παρ᾽ ἑαυτῶ τόν θησαυρόν», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά τρέχει ταχέως διά νά μεταδώσει αὐτόν εἰς τόν ἀδελφόν του Πέτρον. Δέν εἶναι δυνατόν νά κρατήσῃ τόν ἱερόν ἐνθουσιασμόν του καί φωνάζει: «Εὐρήκαμεν τόν Μεσσίαν». Εὐρήκαμεν τόν πολύτιμον μαργαρίτην, ἐκεῖνον τόν ὁποῖον οἱ Γραφές προανήγγειλαν καί τόν ὁποῖον μέ τόσο πόθο ἐπερίμεναν ὅλοι. Καί ἀξιώνεται διπλῆς τιμῆς. Νά γίνῃ Πρωτόκλητος Μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί Νυμφαγωγός τοῦ μετέπειτα κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου, τόν ὁποῖον μέ χαρά καί ἱερόν ἐνθουσιασμόν προσάγῃ εἰς τόν Σωτῆρα.
Ὁ δεύτερος σημαντικός σταθμός εἰς τή ζωήν τοῦ Ἀνδρέου εἶναι τά παράλια τῆς λίμνης Γενησαρέτ. Ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἐγεννήθη. Ὁ τόπος ὅπου ἐξασκῇ τό ἐπάγγελμα τοῦ ἁλιέως ὁμοῦ μέ τόν ἀδελφόν του Πέτρον, καί τούς ἄλλους δύο ἀδελφούς, τόν Ἰωάννην καί τόν Ἰάκωβον. Ἐκεῖ κάπου πλησίον τῆς Καπερναούμ, ὁ Κύριος «περιπατῶν περί τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», εἶδε τόν Ἀνδρέαν καί τόν Σίμωνα Πέτρον νά ρίπτουν τό δίκτυόν των εἰς τήν θάλασσαν. Καί τούς προσκαλεῖ νά καταταγοῦν εἰς τόν κύκλον τῶν μονίμων μαθητῶν καί ἀποστόλων Του: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Χωρίς δεύτερη σκέψη ἀφῆκαν ἀμέσως τά πάντα καί τόν ἠκολούθησαν. Ὁ Ἀνδρέας ὁμοῦ μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους μαθητεύει πλέον πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. Μαθητεύει εἰς τό Μυστήριον τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως. Καί μετά τήν Πεντηκοστήν, πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, δέν βραδύνει ἀλλά σπεύδει καί πάλιν μέ χαρά καί ἱερόν ἐνθουσιασμόν νά κηρύξῃ Χριστόν, νά ἱδρύσῃ Ἐκκλησίας, νά καταστήσῃ Ἐπισκόπους, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, νά θέσῃ κανόνας καί ὅρους ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καί γνησίας χριστιανικῆς ζωῆς. 
Ἡ παράδοσις φέρει τόν Ἀπόστολον Ἀνδρέα νά κηρύττῃ εἰς τά παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου καί τῆς Προποντίδος, τήν Νίκαια, τήν Νικομήδεια, τήν Βιθυνία, τή Γοτθία, τή Σκυθία, τήν Ἰβηρία, τήν Αμισό, τήν Τραπεζούντα, τήν Ηράκλεια, τήν Ἀμόστριδα, τήν Σινώπη, τό Βυζάντιο, τήν Θράκη, τήν Μακεδονία, τήν Θεσσαλία καί τέλος εἰς τήν Ἀχαΐα. Παρά τάς κακουχίας καί τούς διωγμούς δέν κάμπτεται ἀλλά συνεχίζει τάς περιοδείας του καί προσπαθεῖ νά στηρίξῃ τάς νέας Ἐκκλησίας: «...Διεπορεύετο τάς καθ᾽ ἕκαστον τόπον πόλεις περιερχόμενος, κηρύσσων, νουθετῶν, νοσοῦντας ἰώμενος, ἱερεῖς τελειῶν καί πολλούς πρός τήν σωτήριον τρίβον καθοδηγῶν».
Ἑκάστη Ἐκκλησία πού ἱδρύει δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος κοσμικός ὀργανισμός ἀλλά εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού οἰκοδομεῖ καί αὐξάνει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, ὅπου εἰς τό ἑξῆς φυτεύεται, ἐργάζεται καί τελειώνεται ὁ ἄνθρωπος, ἡ «κατά Θεόν πατρίδα» τῶν ἀνθρώπων.
Ἐντός τῆς Ἐκκλησίας συντελεῖται ἡ νέα κοινωνία ζωῆς καί ἀγάπης ἀνάμεσα εἰς τόν Θεόν καί εἰς τήν ἀνθρωπότητά Του, λειτουργεῖται δηλαδή τό μυστήριον τῆς σωτηρίας καί τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος πού ἐντάσσεται εἰς τήν Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐξέλθῃ ἀπό τήν ἐγωϊστικήν ἀπομόνωσίν του, νά ἀπαρνηθῇ κάθε ἐπιθυμία διά ἀτομικήν διάσωσίν του ἀπό τόν κακό κόσμο, καί νά ἀφήσῃ τόν ἑαυτόν του ἐλευθέρως νά «ἐκκλησιοποιηθῇ», νά ἀναγεννηθῇ καί νά μεταμορφωθῇ ἐν Χριστῷ.
Ἡ Ἐκκλησία χωρεῖ τά πάντα ἐνῶ δέν χωρεῖται ἀπό τίποτα. Προσλαμβάνει τά πάντα, τά μεταμορφώνει καί τά ἑνώνει μέ τόν Θεό, τά κάνει μετόχους τῆς Τριαδικῆς ζωῆς καί δόξας. Διά τοῦτο καί δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία νά ἀλλάξῃ ἤ νά τροποποιήσῃ τό κήρυγμά της. Διότι τότε θά ἠρνεῖτο καί θά ἀκύρωνε αὐτήν τήν ἴδια τήν ὕπαρξίν της. Μία Ἐκκλησία ἡ ὁποία συσχηματίζεται μέ τά ἁμαρτωλά σχήματα τοῦ κόσμου, πού ὑποκύπτῃ εἰς τούς ποικίλους πειρασμούς, ἀλλοτριώνει τό ὀντολογικό μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, παύει νά εἶναι χῶρος ἑνότητος καί ἁγιότητος, καί ὑποδουλώνεται εἰς τά ποικίλα εἴδωλα, τήν ἄρνησιν καί τόν παραλογισμόν, τήν ἀλογία, τή φθορά καί τόν θάνατον.
Ὁ τρίτος σταθμός τῆς ζωῆς τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου εἶναι τά παράλια τῶν Παλαιῶν Πατρῶν εἰς τήν Ἀχαΐα. Ἡ ἐπίγειος ζωή τοῦ Ἀνδρέου φθάνει εἰς τό τέλος της. Ὁ Ρωμαῖος Ἀνθύπατος Αἰγεάτης διατάσσει τήν καταδίκη του εἰς θάνατον καί μέ περισσή περιφρόνησιν καί εἰρωνεία πρός τό σεπτόν πρόσωπον τοῦ ἁλιέως μαθητοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, προστάζει νά θανατωθῇ διά σταυροῦ καί τό ξύλον τοῦ μαρτυρίου νά στηθῇ «πρός τό χεῖλος τῆς θαλάσσιας ψάμμου».
Ὁ Ἀνδρέας, κυρτωμένος ἀπό τό βάρος τῶν χρόνων, τῶν κόπων, καί τῶν κακουχιῶν, στέκεται ἐνώπιον τοῦ σταυροῦ τοῦ μαρτυρίου του ἀγέρωχος. Ὄπισθεν τοῦ σταυροῦ ἁπλώνεται ἡ θάλασσα μέ τήν κρυφή φωνή τοῦ κύματός της καί τό τρυφερό τραγούδι τῆς ἁρμύρας της. Τόσο γνώριμα εἰς τόν γέροντα ἁλιέα. Μά ἡ καρδία τοῦ Ἀνδρέου δέν περιπλανᾶται εἰς στείρους συναισθηματισμούς. Τό καθάριο βλέμμα του δέν χάνεται εἰς τήν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, εἰς ἀλλοτινές μνῆμες καί θύμησες. Ἀπό τότε, ἐκεῖ εἰς τά ρεῖθρα τοῦ Ἱορδάνου, πού συνήντησε τόν Χριστόν, τό βλέμμα του μένει προσηλωμένον εἰς τόν Κύριόν του. Καί τώρα μέ τόν ἴδιο ἐνθουσιασμόν, μέ τόν ὁποῖον τότε ἔτρεχε νά συναντήσῃ τόν Χριστόν, πλησιάζει τόν σταυρόν καί ἀπευθύνεται εἰς αὐτόν μετά φωνῆς ἰσχυρᾶς: «Ὦ ἀγαθέ σταυρέ, ὁ εὐπρέπειαν καί ὡραιότητα ἐκ τῶν μελῶν τοῦ Κυρίου δεξάμενος, ἐπί πολύ ἐπιπόθητε καί σπουδαίως ἐπιθυμητέ καί ἐκτενῶς ἐπιζητούμενε, λάβε με ἀπό τῶν ἀνθρώπων καί ἀπόδος με τῷ διδασκάλῳ μου».
Ἐπί τρία ὁλόκληρα ἡμερονύκτια παρέμεινε ὁ θεῖος ἀπόστολος κρεμάμενος ἐπί τοῦ σταυροῦ χωρίς νά παύσῃ νά νουθετῇ τά συρρέοντα πρός αὐτόν πλήθη. Μάλιστα δέν ἐδίστασε νά ἐπιπλήξῃ τόν Ἐπίσκοπο Στρατοκλῆ, τόν ὁποῖον εἶχε χειροτονήσῃ πρό ὁλίγων ἡμερῶν ἐντός τῆς φυλακῆς, καί τούς λοιπούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τόν ἐλευθερώσουν: «Ἕως τίνος, ἔλεγε, τοῖς κοσμικοῖς καί προσκαίροις προσανέχετε; Ἕως πότε οὐ κατανοεῖτε τά ὑπέρ ἡμᾶς; Ἄφετέ με» νά ἀποθάνω ἐπί τοῦ σταυροῦ καί ἄς μή μέ λύσει κανείς, διότι μοῦ ἔχει δωθεῖ ἤδη ὡς κλῆρος νά ἐκδημήσω ἀπό τοῦ σώματος καί νά ἐνδημήσω πρός τόν Κύριον, μετά τοῦ ὁποίου ἔχω συσταυρωθῇ.
Τά τελευταῖα λόγια καί ἡ δυναμική ἐγκαρτέρησις εἰς τόν μαρτυρικόν θάνατον τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου καταδεικνύουν τό σταυρικόν ἦθος του. Ὅπως ἐπισημαίνῃ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «οἱ τέλειοι Χριστιανοί, οἱ καταξιωθέντες ἐλθεῖν εἰς μέτρα τελειότητος καί γενέσθαι ἐγγύτατοι βασιλέως, οὗτοι τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ πάντοτε ἀφιερωμένοι εἰσίν».
Ὁ Χριστιανός καθημερινά ὀφείλει νά ἔχῃ προσηλωμένο τό βλέμμα του εἰς τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ εἶναι καθημερινός σταυρός. Ἅς μήν ξεχνοῦμε πῶς ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν Ἀνάστασίν Του. Διά τοῦτο καί ἔχει τήν δύναμιν τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεως. Ἡ πίστις διά τόν χριστιανόν δέν εἶναι μία ἀφηρημένη θρησκευτική πεποίθησις ἤ κάποια συναισθηματική πρᾶξις. Ἡ πίστις προϋποθέτει τόν δικόν μας θάνατο, τήν ἀποβολή τῆς φιλαυτίας καί τήν ἔξοδον ἀπό τά δικά μας ἐγωϊστικά ἀδιέξοδα, τήν ὀντολογικήν μεταβολήν καί ὕψωσιν τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τήν αὐτοεγκατάλειψίν μας εἰς τόν αὐτοπαραδιδόμενον εἰς ἡμᾶς καί δι᾽ ἡμᾶς Θεόν.
Συμφώνως καί πάλιν μέ τόν Ἅγιον Μακάριον τόν Αἰγύπτιον, «πίστις εἶναι ἡ πνεύματος πτωχεία καί ἡ πρός Θεόν ἄμετρος ἀγάπη». Εἶναι ἡ ἀνερχόμενη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν κατερχόμενη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μία καθολική μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ὁ Θεός νά ζῇ ἐν ἡμῖν καί ἡμεῖς ἐν τῷ Θεῷ. Ἡ συνεχής προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τόν Θεόν μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν συνεχῶς ἀποκαλυπτόμενη ἀγάπη καί τήν ἀτελείωτη ἐν Χριστῷ ἐλευθερία μας.
Ἄν σήμερα, εἰς τούς χαλεπούς καιρούς εἰς τούς ὁποίους ζοῦμε, παρατηροῦμε ὅτι ἡ χριστιανική ζωή δέν ἐπηρεάζει καί δέν πείθει κανέναν εἶναι διότι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἀποστρέψαμε τό βλέμμα μας ἀπό τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστις μας ἀπογυμνώθηκε ἀπό τήν θυσία. Ἡ βιοτή μας ἀρνήθηκε τόν σταυρόν.
Ἡ ὀρθόδοξος πνευματική πείρα μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ἄρνησις τοῦ σταυροῦ μαραίνει καί μωραίνει τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, τήν ἐκκοσμικεύει, τήν ἀποξενώνει ἀπό τήν ἱερή ἀποστολήν της. Ἡ ζωή της τότε δέν εἶναι παρά πέτρες πού ἔγιναν ψωμί, ἡ ἄνεσις πού ἀρνεῖται τήν ἐλευθερία, ἡ ἐξουσία πού ἐξορίζῃ τήν ἀλήθεια. Τό κριτήριον τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτᾶται μέσα εἰς τήν ἱστορικήν πραγματικότητα, εἰς τήν συνειδητήν περιπέτειαν τῶν πιστῶν, εἰς τήν τραγικότητα τῶν περιστάσεων. Ἐδῶ διαμορφώνεται καί διασώζεται τό ὀρθόδοξο ἦθος, διότι ἐδῶ μᾶς ἀποκαλύπτεται τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί ἐδῶ συναντᾶται ὁ δοκιμαζόμενος ἄνθρωπος μέ τόν πάσχοντα Θεό, πού ὑποφέρῃ μαζί μας καί σηκώνει τόν σταυρόν μας.

            Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Τήν Ἀποστολική Παρακαταθήκη, τήν ὁποίαν ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας παρέδωσε εἰς τόν Στάχυ, πρῶτον Ἐπίσκοπον τοῦ Βυζαντίου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τήν διεφύλαξε ἀλώβητον καί χωρίς ἀλλοιώσεις.
Σήμερον, δικαίως ἡ Πρωτόθρονος Μητέρα Ἐκκλησία πανηγυρίζει τήν θρονική ἑορτή της καί τιμᾶ τόν ἱδρυτή της Ἀπόστολον Ἀνδρέα, διότι χωρίς φόβο δύναται νά καυχᾶται ἐν Κυρίῳ ὅτι πάντοτε κράτησε τό βλέμμα της προσηλωμένο εἰς τόν ζωοποιόν Σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ στάχυς πού ἐφύτευσεν εἰς αὐτόν ἐδῶ τόν τόπον ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος, αὐξήθηκε μέσα εἰς τούς αἰῶνες καί ἐκαρποφόρησεν πνευματικῶς. Εἰς τό διάβα τοῦ χρόνου ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως πέρασε ἀπό πολλά ἐξωτερικά γεγονότα καί ἐξωτερικάς ἀλλαγάς ἀλλά ποτέ δέν ἐπρόδωσε τήν ἀποστολικήν συνείδησίν της καί τήν οἰκουμενικήν ἀποστολήν της. Δέν ἐταύτισε τόν ἑαυτόν της μέ τήν κοσμικήν ἐξουσίαν. Δέν ἀλλοίωσε τό αὐθεντικόν ἀσκητικόν ὀρθόδοξον ἦθος. Δέν ἐφοβήθη τό μαρτύριον. Εἰς καιρούς δόξας καί εἰς καιρούς διωγμοῦ, παρέμεινεν πάντοτε πιστός κήρυκας τῆς δόξας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί αὐθεντική παρουσία εἰς τόν κόσμο πραγματικῆς ἐλευθερίας, εἰρήνης, καταλλαγῆς καί ἁγιότητος.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συνεκρότησαν τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους, ἐμπνεόμενοι ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα, ὄχι μόνον ἔδωκαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τήν Πατριαρχικήν ἀξίαν ἀλλά καί τήν ἐκόσμησαν μέ εἰδικά προνόμια. Προνόμια οὐχί ἐξουσίας ἀλλά θυσιαστικῆς διακονίας. Τό πρωτεῖον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς σχέσιν μέ τάς ἄλλας Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας ἔχει σχέσιν μέ τήν θυσιαστικήν διακονίαν καί τόν ἔμπονο ἀγῶνα διά τήν διαφύλαξιν τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Τολμῶ νά πῷ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες προεφήτευσαν. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διεδραμάτισε πάντοτε καθοριστικόν ρόλον εἰς τήν ἱεραποστολήν, εἰς τήν σύστασιν νέων Ἐκκλησιῶν, εἰς τήν ἐνίσχυσιν καί προστασίαν ἐμπεριστάτων Ἐκκλησιῶν καί εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς κανονικῆς εὐταξίας ἐντός τοῦ ὀρθοδόξου χῶρου. Τήν ἀποστολικήν καί οἰκουμενικήν διακονίαν της ἡ Πρωτόθρονος Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τήν ἐξασκεῖ χωρίς ἀλαζονεία καί ἰδιοτελῆ ὀφέλη ἀλλά πάντοτε ἔχοντας πρό ὀφθαλμῶν τόν σταυρόν, τήν κένωσιν, τήν θυσίαν καί τήν προσφοράν.
Ἐπίσης, δέν πρέπει νά παραβλέψωμε τό γεγονός ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, εἰς τό πλαίσιον τῆς οἰκουμενικῆς διακονίας του, δέν παύει νά αἰσθάνεται ὑπεύθυνον διά τήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ προσπάθεια διά ἑνότητα ἀποτελεῖ διά τήν Ἐκκλησίαν ἐπιταγή τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τήν ἐντολήν εἰς τούς μαθητάς του καί κατ᾽ ἐπέκτασιν εἰς ὅλους τούς χριστιανούς νά εἶναι ὅλοι ἑνωμένοι. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ διαλόγου. Κάμνει πάντοτε τό χρέος τῆς ἀγάπης, διαλέγεται μέ τιμιότητα καί ὑπευθυνότητα μέ τούς ἐκτός τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταθέτει μέ εἰλικρίνεια καί χωρίς ἀβαρίες τήν ἀποστολικήν μαρτυρίαν του καί μέ σύνεσιν καί σοβαρότητα ἀγωνίζεται διά τήν εὐλογημένην ἑνότητα. Ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ ἱδρυτοῦ του Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος δέν ἐκράτησε αὐτάρεσκα τόν πολύτιμον θησαυρόν πού εὐρῆκε, τήν γνωριμίαν του δηλαδή μέ τόν Σωτῆρα Χριστόν, ἀλλά θέλησε μέ προθυμία καί ἐνθουσιασμόν νά τόν μοιρασθεῖ καί μέ ἄλλους.
Παρά τάς δυσχερείας πού ἐμφανίζονται κατά καιρούς εἰς τούς διεξαγομένους διαλόγους, δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦμε ὅτι ἡ προσπάθεια διαλόγου καί προσεγγίσεως εἶναι ἱερή διότι ἀποτελεῖ ἐντολή τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης. Οὐδείς δύναται νά ἀρνηθῇ τόν διάλογον μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διότι ἄν προσέξωμε μέ ταπείνωσιν, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ τράπεζα τοῦ διαλόγου στηρίζεται εἰς τόν μαρτυρικόν σταυρόν τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί εἰς τόν μαρτυρικόν σταυρόν τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου.
Σήμερον, λοιπόν, ὁ εὐφρόσυνος καί σεμνός ἑορτασμός τῆς Θρονικῆς ἑορτῆς τοῦ πανσέπτου Ἀποστολικοῦ καί Πρωτοθρόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὑπενθυμίζει εἰς ὅλους ἡμᾶς ὅτι ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία διηνεκῶς στοιχοῦσα τῷ παραδείγματι τοῦ ἱδρυτοῦ της, Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, «τούς ἀνθρώπους, ἐκ τοῦ βυθοῦ ἁλιεύει, ἀντί καλάμου τόν σταυρόν, ἐν ταῖς χερσί διακρατῶν, καί ὡς σπαρτίον χαλῶν τήν δύναμιν, ἐπανάγει τάς ψυχάς, ἀπό τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, καί προσκομίζει τῷ Θεῷ δῶρον εὐπρόσδεκτον».

Καί τανῦν,
Δεῦρο Ἀνδρέα Πρωτόκλητε Ἀπόστολε καί στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν,
Δεῦρο Ἀνδρέα Ἱδρυτά καί Προστάτα τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν,
Δεῦρο Ἀνδρέα Τρισμάκαρ καί στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν,
ἐπισφραγίζων τόν λόγον, καί προεξάρχων τῆς πανηγύρεως. Ἀμήν.

Την σημερινή ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Χονγκ Κονγκ κ. Νεκταρίου στον Πατριαρχικό Ναό μπορείτε να διαβάσετε και στα αγγλικά εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails