Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι 2 0 1 3
+Μητροπολίτου
ΠΕΡΓΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Ἀνήσυχες οἱ ἀνοιξιάτικες ὧρες στήν Πόλη. Βραχνιασμένες, ἀπό χρόνο ἀγωνίας. Καί μέ τίς μέρες νά βιάζωνται γιά ἐποχικά ξεφαντώματα. Ἐγγύτερα στῆς ζωῆς τό νόημα. Μέ τή φύση νά χαμογελᾶ.
*
* *
Κι᾿ αὐτό τό καλοκαίρι στή Χάλκη μέ τή χάρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τήν ἄπλετη. Ξεπερνώντας τό μισό αἰώνα. Καί πάντα σέ μέρες Ἰουνίου.
Ἀποφεύγοντας τά ξεγελάσματα ἀπό τίς πρώϊμες κάψες. Τό κλῖμα τῆς Πόλης δέν ἀστειεύεται. Κυρίως γιά τούς ὥριμους. Αὐτοί, προτιμοῦν κατακαλόκαιρα νά συντροφεύουν τ᾿ ἀκύμαντα ἀκρογυάλια καί τή σκιά τῶν πεύκων τοῦ νησιοῦ, τῶν πυκνῶν καί καταπράσινων. Ἐπίκαιρος ὁ στίχος τοῦ Καβάφη γιά τό Νιχώρι του: «Τήν πρασινάδα πού θά δῇς ἐκεῖ, νά μήν ἐλπίσῃς πού σ᾿ ἄλλο μέρος θά τή βρῇς» (Τό Νιχώρι, 1885).
Ξεκίνημα μέ τήν εὐχή τοῦ Παρακλήτου. Μέ τήν πρός Θεόν γονυκλισία πάντα στό Φανάρι. Εἶναι καί ἱερός τῆς καθυστέρησης λόγος. Εἶμαι χρόνια καί χρόνια γονατιστός τῆς Πεντηκοστῆς πάνω στά καρυδόφυλλα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Μέ Πατριαρχική τήν ἐπίκληση γιά τά παρόντα καί γιά τά μελλούμενα στόν «Ἄχραντο, Ἀόρατο, Ἀκατάληπτο Δημιουργό τοῦ παντός».
Διασχίζω τά νερά τοῦ Μαρμαρᾶ. Οἱ πρῶτες ματιές στόν πρῶτο λόφο. Μοιάζει σά νά ἱερουργεῖ μέ ἀκοίμητους. Νά συνομιλεῖ μέ σχήματα τῆς ὁπτασίας. Καί μούρχεται νά τό πῶ στή συντροφιά τοῦ πλοίου, στούς διαλεγμένους ἀπό τούς «ἀμέτρητους» καί «λίγους».
Τό μικρό πέλαγος τῆς Προποντίδας σπρώχνει σέ ἐνασχόληση. Κι᾿ ἐπιλέγω περιοδικό. Ἀπ᾿ αὐτά πού ξεχωρίζω. Καί μέ μιλεῖ ὁ «Ἐφημέριος» (Ἔτος 62, τεῦχος 5, Μάΐος 63. Ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος). Συγχρονισμένο καί συχνά καί μέ τό ὕφος τῆς Πόλης, τό Πατριαρχικό, τό ρωμαίϊκο. Καί μέ τό βάθος του τό θεολογικό, τό λειτουργικό καί δυστυχῶς σήμερα ἀκατανόητο στούς πολλούς μας «μαρμαρωμένους χριστιανούς». Γιά μένα, ὄμορφη πρόκληση χαριτωμένων σελίδων.
Καλημερίζοντας τό καλοκαίρι μου, μέ πρωτοπαίρνει τό ἐξώφυλλο. Μιά «ἉγιαΣοφιά», βουτιγμένη στό πράσινο. Ὅπως τήν ἐμβιώνει ὁ ἁγιορείτης ἱερωμένος καλλιτέχνης της. Ὁ Μοναχός πού μέ τά πλαστουργά του δάκτυλα κατώρθωσε νά μᾶς δείξει μέσα ἀπό τό κελλί του τή Μεγάλη Ἐκκλησία σά φυτεμένη στόν Παράδεισο, στό περιβόλι πού τόν περιβάλλει, συνδυάζοντας τόν ἡσυχασμό του μέ τήν ἐγρήγορση του.
Πόσο κοντά μας κι᾿ οἱ σελίδες του. Οἱ συντάκτες του, οἱ ἀρθρογράφοι του. Τούς νοιώθω προσκυνητές σ᾿ αὐτό τό «καύχημα τῶν ζώντων» (Φώτης Κόντογλου, σ. 11) τήν Πόλη. Νά ζοῦν τούς αἰσθάνομαι μέ τή «μέριμνα» της (Ι. Μ. Χατζηφώτης, σ. 14). Νά θέλουν νά ποτίσουν τούς ἀμάραντους «ὡραίους κήπους» της. Νά περιγράψουν μέ οἶστρο τή σιωπή της, τόν κρότο της. Νά ρίξουν λάδι στό «κανδῆλι πού ἀγρυπνᾶ» (Ἄγγελος Τερζάκης, σ. 8-10).
Θέλω νά χαιρετίσω καί τόν παπᾶ Κωνσταντῖνο Καλλιανό (σ.21). Πάντα ξάστερο τό μυαλό του σέ μιά «νέα Ἔξοδο Ἐπιταφίου». Νοιώθω τήν καρδιά του νά κρατᾶ ψηλά τό κηροπήγιο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τή χρυσογάλανη φλόγα του. Κι᾿ ὅταν ἀπό τή Σκόπελο μέ θυμίζει μέ τίς κάρτες του τίς ὀμορφιές τοῦ νησιοῦ του, ἐγώ ξεχωρίζω τά μυρωμένα θυμιάματα τῆς ἐκκλησιᾶς του, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα.
*
* *
Ἡ Πόλη μᾶς ἀρέσει μέ τό βάθος τοῦ χρόνου της. Μέ τό πανίερο θάμβος της. Αὐτό κρύβει σφραγισμένη τήν ἄρρητη εὐωδία της. Τά ἀντιφεγγίσματα τῶν μυστηρίων της, τό ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας της. Ἀπ᾿ ἐκεῖ μᾶς μιλοῦν καί οἱ δόξες τῆς πορφύρας καί οἱ λαμπηδόνες οἱ εὐκατάνυκτες. Καί μ᾿ αὐτά σεμνυνόμαστε. Χειμῶνες καί καλοκαίρια. Ξεφυλλίζοντας σελίδες. Συνομιλώντας μέ πεπλοφόρες μορφές. Βαδίζοντας στήν ἱστορική συνέχεια. Ἀρδεύοντας τό παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου