Δρ Αντώνιος Χατζόπουλος,
Άρχων Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε.
Η σύνδεση όλων σχεδόν των εκκλησιαστικών τεχνών με την Κωνσταντινούπολη είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν και η ιστορία της Πόλης. Εξέχουσα θέση μέσα σ’ αυτές κατέχει η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, η ψαλτική τέχνη, που έχει τις ρίζες της και στην τοπική μουσική παράδοση. Από την εποχή του εβραϊκής καταγωγής Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, στις αρχές του 6ου αιώνα, πού δημιούργησε μέρος των εξεχόντων Κοντακίων του και στην Πόλη μας, στην πρώτη Μονή της Θεοτόκου-Κύρου, αλλά και μέχρι σήμερα, η Βασιλεύουσα δεν έπαυσε να αποτελεί κέντρο της μουσικής δημιουργίας. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της βυζαντινής ψαλτικής τέχνης, πριν και μετά την άλωση, υπήρξαν οφικιάλιοι των χορών της Μεγάλης Εκκλησίας (Αγίας Σοφίας), λόγιοι κληρικοί και λαϊκοί της πατριαρχικής αυλής. Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν τις πολλαπλές επιδράσεις της ανατολικής εκκλησιαστικής μουσικής στην πολυφωνική μουσική της δύσης, τα δε μουσικά συστήματα και τα μουσικά σημάδια (νότες) ανατολής και δύσης βασίζονται σε μία κοινή παράδοση σημειογραφίας και καταγραφής της μουσικής σύνθεσης (καθηγητής Κ.Φλώρος). Είναι λιγότερο γνωστό ότι ο Πάπας Ρώμης Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος,540-604, ο και δημιουργός του ομοιάζοντος με την βυζαντινή γρηγοριανού μέλους διέμεινε επί μία δεκαετία στο Βυζάντιο.
Μεγάλοι μελωδοί της Πόλης από τον 13ο αιώνα και εξής, που θεωρείται η ακμή της ψαλτικής τέχνης, σφράγισαν την μουσική της Μεγάλης Εκκλησίας και μεταξύ αυτών και συνθέτες οι οποίοι εν συνεχεία διετέλεσαν Οικουμενικοί Πατριάρχες. Ο Ιωάννης ο Γλυκύς (Οικουμενικός Πατριάρχης,1316-1320), ο Νικηφόρος Ηθικός, ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορώνης, ο Ιωάννης Κλαδάς, ο Μανουήλ Χρυσάφης, ο Γρηγόριος Μπούνης ο Αλυάτης, και ο Θεοφάνης Καρύκης (Οικουμενικός Πατριάρχης 1597), αλλά και πολλοί άλλοι δημιούργησαν πλούσιο συνθετικό έργο. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν -παρά τους χαλεπούς καιρούς, παράλληλα με την ιδιωτική εν πολλοίς διδασκαλία των μουσικοδιδασκάλων, λειτούργησαν στην Πόλη οι Πατριαρχικές Μουσικές Σχολές. Η πρώτη λειτούργησε για λίγο χρονικό διάστημα το 1727, επί Πατριάρχου Παϊσίου του Β΄ και ονομάστηκε «κοινόν μουσικόν φροντιστήριον εις ωφέλειαν του ημετέρου γένους». Αλλά και οι δύο που ακολούθησαν ήταν βραχύβιες: επί Σωφρονίου του Β΄, το 1776 και το 1791 επί της πατριαρχίας Νεοφύτου του Η΄, που ήταν καλύτερα οργανωμένη από τις προηγούμενες και ονομάζεται και πάλι «κοινόν σχολείον». Η Σχολή αυτή του 1791 λειτούργησε κατά την περίοδο προ των ιστορικών αλλαγών που αφορούν την αλλαγή της παρασημαντικής (νότες), αλλά και την όλη μελλοντική εξέλιξη της μουσικής μας. Στην αλλαγή του 19ου αιώνα έχουμε τις ιστορικές αλλαγές της γραφής και της θεωρίας, αλλά και τη μετάβαση στη νέα εποχή της μουσικής της Εκκλησίας. Τα έτη 1814 και 1815 έμελλε να είναι καθοριστικά για την εξέλιξη της ψαλτικής τέχνης.
Οι ζυμώσεις σχετικά με την αποδοχή ή μη της «νέας μεθόδου» που είχε ήδη προετοιμαστεί είχαν λάβει τέλος και ο πεφωτισμένος, δεινός ερευνητής και συγγραφέας Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ΄ αναγγέλλει την καθιέρωσή της, ιδρύοντας παράλληλα και την πρώτη Μουσική Σχολή. Το «κοινόν σχολείον» μουσικής, ή την «κοινήν του Γένους Μουσικήν Σχολήν», έτσι ακριβώς όπως αποκαλούνταν όλες οι μουσικές Σχολές και πριν την μεταρρύθμιση. Η καθιέρωση του νέου τρόπου γραφής της παρασημαντικής της εκκλησιαστικής μουσικής από το 1814 και εξής αποτέλεσε σταθμό στην καθόλου εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων για τις επόμενες δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου