Επετειακή έκδοση, ST ANDREW᾽S THEOLOGICAL COLLEGE, The first two decades, Sydney 2007 |
«Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης,
εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες…»
(Β΄ Τιμ., γ΄, 14-15)
Γεώργιος Θ. Καφετζής
Συντονιστής Διευθυντής του Ακτινολογικού Εργαστηρίου ΕΣΥ στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης
Τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό γνώρισα τελειόφοιτος του Γυμνασίου ως Ηγούμενο της Πατριαρχικής Μονής Βλατάδων, αμέσως μετά την χειροτονία του σε Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως. Έκτοτε η γνωριμία αυτή εξελίχθηκε σε μια ιδιαίτερα εγκάρδια σχέση, που διατηρήθηκε αδιατάρακτη επί σχεδόν μισό αιώνα. Σχέση που διακρινόταν από πατρική στοργή και αγάπη από τον Δεσπότη, σε συνδυασμό με ανύστακτο ενδιαφέρον για την εν γένει πορεία της ζωής μου. Από τότε, μαζί με τα πολλά πνευματικά δώρα που απεκόμισα, μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσω και από κοντά το πολύπλευρο και πολυδιάστατο έργο που επιτεύχθηκε όλα αυτά τα χρόνια, καθιστώντας τον μακαριστό Στυλιανό αναμορφωτή και ανακαινιστή της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.
Θέλησα, λοιπόν, σαν ελάχιστο αντίδωρο, να επιμαρτυρήσω μετά από όσα γράφηκαν ή ειπώθηκαν με αφορμή την εκδημία του μακαριστού Ιεράρχη, γράφοντας κατά χρέος τα ακόλουθα. Όμως δεν θα αναφερθώ σε βιογραφικά στοιχεία ή σε σημαντικές στιγμές της μακράς ποιμαντορίας του. Και αυτό γιατί ο ίδιος τόνιζε στον ενθρονιστήριο λόγο του: «μὴ δώσητε πρωταρχικὴν σημασίαν εἰς τὸ βιογραφικόν του σημείωμα (του νέου Ποιμενάρχου σας)... Τὸ βάθος ἄλλωστε καὶ τὸ μυστήριον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὕτως ἤ ἄλλως, δὲν ἐξαντλεῖται εἰς τὰ στοιχεῖα τῆς ἀστυνομικῆς του ταυτότητος, οὔτε εἰς τὰ συμβατικῶς σταθμιζόμενα δεδομένα τοῦ βίου του».1
Νομίζω πως περισσότερο αξίζει να γνωρίσει ο αναγνώστης μια σημαντική περίοδο της ζωής του, η οποία άφησε πάλλοντα, μέχρι το τέλος, ίχνη στην προσωπικότητά του. Θα αναφερθώ, λοιπόν, στην περίοδο της μαθητείας του στη περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης είτε αντλώντας από το άρθρο του «τὸ ἦθος τῆς Χάλκης»2, είτε ανατρέχοντας στα όσα άκουσα από τον μακαριστό ιεράρχη για την Σχολή.
Γράφει ο δια βίου ευγνώμων ιεράρχης για την τροφό του Σχολή: «Ἡ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἱδρύθηκε μέσα ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Πανσέπτου καὶ μαρτυρικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς ἄμεσες ἀνάγκες, σὲ ἐπιτελικὰ στελέχη, τῆς Ἐκκλησίας «τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων». Ἀπ᾽ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ἐκ γενετῆς προσανατολισμό, θὰ διαμορφωθεῖ τελείως ἀβίαστα καὶ φυσιολογικὰ τὸ ὅλο ἦθος τῆς Χάλκης, ποὺ θὰ σφραγίσει τοὺς ἀποφοίτους της ἰσοβίως. Ὅπου κι̉ ἄν τοποθετηθοῦν νὰ ὑπηρετήσουν, ὡς Κληρικοὶ ἤ λαϊκοὶ ἀδιακρίτως... Τὸ ἦθος λοιπὸν τῆς Χάλκης ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ λευϊτικό,... γιατὶ ἀπέβλεπε στὸν καταρτισμὸ ποιμένων καὶ διδασκάλων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἐργαστηριακῶν θεραπόντων ἤ ρητορικῶν ἐκφαντόρων μιᾶς, οὕτως εἰπεῖν, «τιτουλαρίου θεολογίας»…. Ἡ προσωπική μετοχή σ΄ ὅλα τὰ δρώμενα στὸ Ναό, κατὰ τρόπο συστηματικὸ καὶ προγραμματισμένο, ἐσφράγιζε τὸν τρόφιμο τῆς Χάλκης, μ̉ ἕνα «ὕφος» ποὺ θά ̉μενε καθοριστικὸ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐκτὸς Ναοῦ κινήσεις καὶ δραστηριότητές του. Καὶ δὲν ἐννοοῦμε ἐδῶ τὴν τυποποιημένη εὐσεβιστικὴ συμπεριφορὰ τῶν λεγομένων «κινησιακῶν» ἤ «κατηχητικῶν», ἀλλὰ τὴν ἀπροσποίητη ἀγωγὴ ἀπὸ μιὰ ἐπίσης ἀνεπιτήδευτη «παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου», μέ τὴν ὁποία χωρὶς λόγια διδάσκεται «καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βῆμα ποδός»3.
Αλλά ο ιδιαίτερα ευαίσθητος Στυλιανός δεν ήταν δυνατόν να αναφερθεί χωρίς να συγκινηθεί και στη θέα της Κωνσταντινουπόλεως από τον λόφο της Ελπίδος. Γράφει λοιπόν: «…ἡ συνεχὴς θέα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἁπλωμένη στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, μὲ πλῆθος μιναρέδες νὰ λογχίζουν τὸν οὐρανό. Ἦταν ἡ γνωστὴ ἀπὸ τὸν θρύλο «Βασιλεύουσα», κι ὅμως γιὰ μᾶς ἡ μεγάλη Σκλαβωμένη. Ἡ Πόλη τοῦ κλέους, καὶ ἡ Πόλη τῶν θρήνων τοῦ Γένους. Μπροστὰ στὰ μάτια μας συνεχῶς, ὅλη δικὴ μας. Καὶ ἐν τούτοις μακρινή, ἀπρόσιτη ξένη. Καθώς διαγράφεται ρευστή, σχεδὸν ἐξαϋλωμένη, μέσα στὸ ποῦσι καὶ τοὺς ὑδρατμούς, ἔμενε πάντα τυλιγμένη στὴν ἀχλύ τοῦ μυστηρίου της. Μᾶς κατένυσσε μυστικά, καὶ συγχρόνως μᾶς πονούσε. Δὲν ὑπῆρχε διδακτικώτερο μάθημα γιὰ μᾶς, ἀπ̉ αὐτὴ τὴ σιωπῶσα μαρτυρία, γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ δεσμεύεται ὁριστικὰ σὲ καμμιὰ ἀξία τοῦ παρόντος κόσμου. Ἔτσι, αὐτὸ τὸ τραγικὸ θέαμα, πάνω ἀπὸ τὸ «παρατηρητήριο» τῆς Χάλκης, τελικὰ γινόταν λουτρὸ καθαρτήριο. Μᾶς μάθαινε νὰ ξεπερνοῦμε τὸ κοσμικὸ αἴσθημα τῆς νίκης ἣ τῆς ἥττας, μέσα στὸ νηπτικὸ κλῖμα ποὺ διδάσκει ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅταν περιγράφει τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ ὡς «τὰ πάντα ἔχοντας καὶ μηδὲν κατέχοντας», (Β΄ Κορ. 6,10).4
Οι σπουδαστές της Σχολής ελάμβαναν κατά περίπτωση τον βαθμό της διακονίας ή της ιερωσύνης, συνήθως πριν το τέλος των σπουδών τους, με σκοπό να εξοικειωθούν με τα της λατρείας, διακονώντας σε ναούς της ευημερούσας, πολυάνθρωπης τότε ομογένειας της Κωνσταντινουπόλεως. Μετείχαν με αυτό τον τρόπο στο μεγαλείο και τη δόξα της εσταυρωμένης Μεγάλης Εκκλησίας. Έτσι η απόμακρη Πόλη γινόταν προσιτή και οικεία, γνωρίζοντας συγχρόνως από κοντά τις αρχοντικές παραδόσεις της Ρωμιοσύνης. Ο μακαριστός ιεράρχης θυμόταν με μεγάλη συγκίνηση τις λειτουργικές παραστάσεις του ως διάκονος στον ιερό ναό Αγίων Αποστόλων Φερίκιοϊ, και την θερμή φιλοξενία του τότε ιερατικώς προϊσταμένου Αρχιμ. Δημητρίου Παπαδοπούλου, του μετέπειτα καλού και αγαθού Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου, αλλά και την εγκάρδια δοχή στον οίκον αυτού από τις αδελφές του.
Μεταβαίνοντας το 1975 στην Αυστραλία, ως ο νέος Ποιμενάρχης της χειμαζόμενης τότε Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής, ο μακαριστός Στυλιανός μεταξύ των άλλων οραματισμών είχε και την δημιουργία Θεολογικής Σχολής. Και ο ευγενής οραματισμός αυτός θα έμενε ασφαλώς όνειρο, κρίνοντας κανείς από τις τότε οικονομικές και οργανωτικές δυνατότητες. Όμως με θυσιαστική εργασία και με κινητοποίηση όλων των δυνάμενων να βοηθήσουν είτε υλικά είτε πνευματικά, η Θεολογική Σχολή του Αγίου Ανδρέου, όπως ονομάσθηκε τιμώντας τον ιδρυτή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως Πρωτόκλητο Απόστολο Άγιο Ανδρέα, άρχισε το έργο της το 1986. Πρότυπο για τον χαρακτήρα της νέας Σχολής για τον ιδρυτή και πρώτο Σχολάρχη Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, ήταν φυσικά η κλειστή από το 1971 Θεολογική Σχολή της Χάλκης, προσαρμοσμένη στη σύγχρονη πραγματικότητα της πολυεθνικής, πολυπολιτισμικής Αυστραλιανής κοινωνίας.
Ο Πατριάρχης Δημήτριος γράφει στο μήνυμά του με την ευκαιρία των εγκαινίων της Σχολής: «Ἔχει ἡ ἐγκαινιαζομένη Θεολογική Σχολή πολλήν σημασία καί διά τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν, καθότι αὕτη ἀποτελεῖ καρπόν τῆς ἐνδελεχοῦς καί περί τοῦ ἐν Αὐστραλίᾳ ποιμνίου προνοίας καί μερίμνης αὐτῆς, καλυπτούσης ἁπάσας τάς ἀνάγκας τῆς θρησκευτικῆς, κοινωνικῆς καί κοινοτικῆς αὐτοῦ ζωῆς»5.
Τον Πατριάρχη Δημήτριο και την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκπροσώπησε κατά την τελετή των εγκαινίων ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος, τελευταίος Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός: «Τὸ βαθμὸ τῆς συγκινήσεως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραμματικὴ φράση τοῦ Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως ποὺ ἐδήλωσε ὅτι: «ὅση συντριβὴ καὶ ἀπογοήτευση ἔζησε ὅταν πρὸ ἐτῶν, ὡς Σχολάρχης, εἶδε νὰ κλείνει τὶς θύρες της ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, τόση ἀγαλλίαση αἰσθανόταν τώρα ποὺ ἔβλεπε μιὰ νέα καὶ ἀναλόγου χαρακτῆρος Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ἀρχίζει τὴν λειτουργία της στοὺς Ἀντίποδες»6.
Σήμερα η Θεολογική σχολή του Αγίου Ανδρέου διανύει το τριακοστό τρίτο έτος της λειτουργίας της, έχοντας δώσει πλούσιους καρπούς. Νέους κληρικούς και νέους θεολόγους οι οποίοι υπηρετούν ευόρκως σε Ναούς και σε Σχολεία της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Το ήθος της Χάλκης, όπως το διδάχθηκαν από τον Χαλκίτη Σχολάρχη και Ποιμενάρχη τους, αποτελεί για όλους κανόνα βίου. Η προτροπή του Παύλου προς τον Τιμόθεο, είναι και προτροπή του Στυλιανού προς ένα έκαστο των μαθητών και αποφοίτων της Σχολής του Sydney: «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες…» (Β΄ Τιμ. γ΄, 14-15).
Η Μητέρα Θεολογική Σχολή της Χάλκης σήμερα; Παραμένει λαμπροφορούσα αλλά δυστυχώς βουβή. Αλλά ας ανατρέξουμε και πάλι στο «Ήθος της Χάλκης». Γράφει ο μακαριστός ιεράρχης: «Τὸ «βουβή» ἴσως δὲν εἶναι ὁ σωστὸς χαρακτηρισμός, γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ σφραγῖδα θανάτου. Πιὸ σωστὸ θά᾽ταν νὰ ποῦμε ὅτι τὸ φυσικὸ αὐτὸ «κέλυφος» τῆς Χάλκης παραμένει ἐκεῖ σιωπηλό, σὰν ἁπλωμένο χέρι ποὺ δὲν βρίσκει ἀκόμη ἀνταπόκριση».7 Ευχή και προσευχή όλων ας είναι να ανοίξουν επιτέλους οι πύλες της Σχολής καί τό απλωμένο χέρι της να αγκαλιάσει σύντομα τους νέους «Ευέλπιδες» της Εκκλησίας.
Ο αναγνώστης του ταπεινού αυτού κειμένου εύλογα θα αναρωτηθεί. Γιατί αυτή η αναφορά μόνο στη Θεολογική Σχολή του Αγίου Ανδρέου; Απαντώντας θα πω, πως η Σχολή ήταν αναμφίβολα το αγαπημένο «παιδί» του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού και πως «ἐπιλήψει γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος» αναφέροντας τα όσα επιτεύχθηκαν στη μακρά, αγλαόκαρπη ποιμαντορία του. Άλλωστε ο ίδιος τήρησε απαρέγκλιτα δια βίου το Παύλειο «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθῳ». (Α΄ Κορ. 1. 31)
Κλείνοντας, θα αναφερθώ στο μακαριστό Μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος Μελίτωνα και στη προτροπή του κατά την χειροτονία του από Μεγάλων Αρχιδιακόνων Μητροπολίτου Καρπάθου και Κάσου Γεωργίου, τόσο σε αυτόν όσο και προς τον συλλειτουργούντα νέο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό: «…ἁπλῶς καί μόνον ἑρμηνεύων τήν ἀλήθειαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ τούτου Θρόνου, ἤτοι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, λέγω πρός ἀμφοτέρους καί πρός τά περί ὑμᾶς ποίμνια: Εἶσθε κλήματα τῆς Ἀμπέλου. Ἐφ᾽ ὅσον εἶσθε ἐν τῇ Ἀμπέλῳ δύνασθε ἵνα φέρητε καρπόν, καί καρπόν πολύν... Ὅμως, ὑμεῖς ἀμφότεροι, πεποίθαμεν, ὅτι, ὡς ἐκ τῆς Ἀμπέλου προερχόμενοι, εἰς αὐτήν τά πάντα ὀφείλοντες, ἔχετε καί τήν συνείδησιν καί τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης ὅπως κρατήσητε τάς δύο ταύτας ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου ὡς εὐκληματοῦντα κλήματα ἐν τῇ Ἀμπέλῳ, καί ὅτι, ὑμεῖς τε καί οἱ περί ὑμᾶς ἐν αὐτῇ μένοντες, θά φέρητε καρπόν πολύν.»8
Και ο κεκοιμημένος Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός, είμαι βέβαιος πως, δικαιώνοντας την πεποίθηση της Μητρός Εκκλησίας, από την ουράνια μακαριότητα θα απαντούσε: «Ναι, Γέροντα, «τον δρόμον τετέλεκα» και παραδίδω το κλήμα της κατ̉ Αυστραλίαν Εκκλησίας ευκληματούν, πλήρες καρπών πολλών και ευσκιόφυλλο, σκέποντας σχεδόν το σύνολο των πιστών Αυτής».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, Ενθρονιστήριος λόγος, Sydney, 26 Απριλίου 1975, «Εν υπακοή πίστεως», Αρμός 2002.
2. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, «Το ήθος της Χάλκης», Περιοδικό «Κληρονομία», Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Τόμος 26, Τεύχη Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 1994.
3. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, όπ. παρ.
4. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, όπ. παρ.
5. Φωνή της Ορθοδοξίας, Επίσημος Έκδοσις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, Sydney, Μάρτιος 1986.
6. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, Ποιμαντική Αναφορά, Εισηγητική Ομιλία στην Στ΄ Κληρικολαϊκή Συνέλευση, Μελβούρνη 1989.
7. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, «Το ήθος της Χάλκης», όπ. παρ.
8. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Ομιλία κατά την εις Αρχιερέα χειροτονία του Μητροπολίτου Καρπάθου και Κάσου Γεωργίου εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικόν Ναόν, Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, 23 Φεβρουαρίου 1975.
Θέλησα, λοιπόν, σαν ελάχιστο αντίδωρο, να επιμαρτυρήσω μετά από όσα γράφηκαν ή ειπώθηκαν με αφορμή την εκδημία του μακαριστού Ιεράρχη, γράφοντας κατά χρέος τα ακόλουθα. Όμως δεν θα αναφερθώ σε βιογραφικά στοιχεία ή σε σημαντικές στιγμές της μακράς ποιμαντορίας του. Και αυτό γιατί ο ίδιος τόνιζε στον ενθρονιστήριο λόγο του: «μὴ δώσητε πρωταρχικὴν σημασίαν εἰς τὸ βιογραφικόν του σημείωμα (του νέου Ποιμενάρχου σας)... Τὸ βάθος ἄλλωστε καὶ τὸ μυστήριον τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὕτως ἤ ἄλλως, δὲν ἐξαντλεῖται εἰς τὰ στοιχεῖα τῆς ἀστυνομικῆς του ταυτότητος, οὔτε εἰς τὰ συμβατικῶς σταθμιζόμενα δεδομένα τοῦ βίου του».1
Νομίζω πως περισσότερο αξίζει να γνωρίσει ο αναγνώστης μια σημαντική περίοδο της ζωής του, η οποία άφησε πάλλοντα, μέχρι το τέλος, ίχνη στην προσωπικότητά του. Θα αναφερθώ, λοιπόν, στην περίοδο της μαθητείας του στη περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης είτε αντλώντας από το άρθρο του «τὸ ἦθος τῆς Χάλκης»2, είτε ανατρέχοντας στα όσα άκουσα από τον μακαριστό ιεράρχη για την Σχολή.
Γράφει ο δια βίου ευγνώμων ιεράρχης για την τροφό του Σχολή: «Ἡ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἱδρύθηκε μέσα ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Πανσέπτου καὶ μαρτυρικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς ἄμεσες ἀνάγκες, σὲ ἐπιτελικὰ στελέχη, τῆς Ἐκκλησίας «τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων». Ἀπ᾽ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ἐκ γενετῆς προσανατολισμό, θὰ διαμορφωθεῖ τελείως ἀβίαστα καὶ φυσιολογικὰ τὸ ὅλο ἦθος τῆς Χάλκης, ποὺ θὰ σφραγίσει τοὺς ἀποφοίτους της ἰσοβίως. Ὅπου κι̉ ἄν τοποθετηθοῦν νὰ ὑπηρετήσουν, ὡς Κληρικοὶ ἤ λαϊκοὶ ἀδιακρίτως... Τὸ ἦθος λοιπὸν τῆς Χάλκης ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ λευϊτικό,... γιατὶ ἀπέβλεπε στὸν καταρτισμὸ ποιμένων καὶ διδασκάλων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἐργαστηριακῶν θεραπόντων ἤ ρητορικῶν ἐκφαντόρων μιᾶς, οὕτως εἰπεῖν, «τιτουλαρίου θεολογίας»…. Ἡ προσωπική μετοχή σ΄ ὅλα τὰ δρώμενα στὸ Ναό, κατὰ τρόπο συστηματικὸ καὶ προγραμματισμένο, ἐσφράγιζε τὸν τρόφιμο τῆς Χάλκης, μ̉ ἕνα «ὕφος» ποὺ θά ̉μενε καθοριστικὸ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἐκτὸς Ναοῦ κινήσεις καὶ δραστηριότητές του. Καὶ δὲν ἐννοοῦμε ἐδῶ τὴν τυποποιημένη εὐσεβιστικὴ συμπεριφορὰ τῶν λεγομένων «κινησιακῶν» ἤ «κατηχητικῶν», ἀλλὰ τὴν ἀπροσποίητη ἀγωγὴ ἀπὸ μιὰ ἐπίσης ἀνεπιτήδευτη «παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου», μέ τὴν ὁποία χωρὶς λόγια διδάσκεται «καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βῆμα ποδός»3.
Αλλά ο ιδιαίτερα ευαίσθητος Στυλιανός δεν ήταν δυνατόν να αναφερθεί χωρίς να συγκινηθεί και στη θέα της Κωνσταντινουπόλεως από τον λόφο της Ελπίδος. Γράφει λοιπόν: «…ἡ συνεχὴς θέα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἁπλωμένη στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, μὲ πλῆθος μιναρέδες νὰ λογχίζουν τὸν οὐρανό. Ἦταν ἡ γνωστὴ ἀπὸ τὸν θρύλο «Βασιλεύουσα», κι ὅμως γιὰ μᾶς ἡ μεγάλη Σκλαβωμένη. Ἡ Πόλη τοῦ κλέους, καὶ ἡ Πόλη τῶν θρήνων τοῦ Γένους. Μπροστὰ στὰ μάτια μας συνεχῶς, ὅλη δικὴ μας. Καὶ ἐν τούτοις μακρινή, ἀπρόσιτη ξένη. Καθώς διαγράφεται ρευστή, σχεδὸν ἐξαϋλωμένη, μέσα στὸ ποῦσι καὶ τοὺς ὑδρατμούς, ἔμενε πάντα τυλιγμένη στὴν ἀχλύ τοῦ μυστηρίου της. Μᾶς κατένυσσε μυστικά, καὶ συγχρόνως μᾶς πονούσε. Δὲν ὑπῆρχε διδακτικώτερο μάθημα γιὰ μᾶς, ἀπ̉ αὐτὴ τὴ σιωπῶσα μαρτυρία, γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ δεσμεύεται ὁριστικὰ σὲ καμμιὰ ἀξία τοῦ παρόντος κόσμου. Ἔτσι, αὐτὸ τὸ τραγικὸ θέαμα, πάνω ἀπὸ τὸ «παρατηρητήριο» τῆς Χάλκης, τελικὰ γινόταν λουτρὸ καθαρτήριο. Μᾶς μάθαινε νὰ ξεπερνοῦμε τὸ κοσμικὸ αἴσθημα τῆς νίκης ἣ τῆς ἥττας, μέσα στὸ νηπτικὸ κλῖμα ποὺ διδάσκει ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅταν περιγράφει τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ ὡς «τὰ πάντα ἔχοντας καὶ μηδὲν κατέχοντας», (Β΄ Κορ. 6,10).4
Οι σπουδαστές της Σχολής ελάμβαναν κατά περίπτωση τον βαθμό της διακονίας ή της ιερωσύνης, συνήθως πριν το τέλος των σπουδών τους, με σκοπό να εξοικειωθούν με τα της λατρείας, διακονώντας σε ναούς της ευημερούσας, πολυάνθρωπης τότε ομογένειας της Κωνσταντινουπόλεως. Μετείχαν με αυτό τον τρόπο στο μεγαλείο και τη δόξα της εσταυρωμένης Μεγάλης Εκκλησίας. Έτσι η απόμακρη Πόλη γινόταν προσιτή και οικεία, γνωρίζοντας συγχρόνως από κοντά τις αρχοντικές παραδόσεις της Ρωμιοσύνης. Ο μακαριστός ιεράρχης θυμόταν με μεγάλη συγκίνηση τις λειτουργικές παραστάσεις του ως διάκονος στον ιερό ναό Αγίων Αποστόλων Φερίκιοϊ, και την θερμή φιλοξενία του τότε ιερατικώς προϊσταμένου Αρχιμ. Δημητρίου Παπαδοπούλου, του μετέπειτα καλού και αγαθού Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου, αλλά και την εγκάρδια δοχή στον οίκον αυτού από τις αδελφές του.
Μεταβαίνοντας το 1975 στην Αυστραλία, ως ο νέος Ποιμενάρχης της χειμαζόμενης τότε Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής, ο μακαριστός Στυλιανός μεταξύ των άλλων οραματισμών είχε και την δημιουργία Θεολογικής Σχολής. Και ο ευγενής οραματισμός αυτός θα έμενε ασφαλώς όνειρο, κρίνοντας κανείς από τις τότε οικονομικές και οργανωτικές δυνατότητες. Όμως με θυσιαστική εργασία και με κινητοποίηση όλων των δυνάμενων να βοηθήσουν είτε υλικά είτε πνευματικά, η Θεολογική Σχολή του Αγίου Ανδρέου, όπως ονομάσθηκε τιμώντας τον ιδρυτή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως Πρωτόκλητο Απόστολο Άγιο Ανδρέα, άρχισε το έργο της το 1986. Πρότυπο για τον χαρακτήρα της νέας Σχολής για τον ιδρυτή και πρώτο Σχολάρχη Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, ήταν φυσικά η κλειστή από το 1971 Θεολογική Σχολή της Χάλκης, προσαρμοσμένη στη σύγχρονη πραγματικότητα της πολυεθνικής, πολυπολιτισμικής Αυστραλιανής κοινωνίας.
Ο Πατριάρχης Δημήτριος γράφει στο μήνυμά του με την ευκαιρία των εγκαινίων της Σχολής: «Ἔχει ἡ ἐγκαινιαζομένη Θεολογική Σχολή πολλήν σημασία καί διά τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν, καθότι αὕτη ἀποτελεῖ καρπόν τῆς ἐνδελεχοῦς καί περί τοῦ ἐν Αὐστραλίᾳ ποιμνίου προνοίας καί μερίμνης αὐτῆς, καλυπτούσης ἁπάσας τάς ἀνάγκας τῆς θρησκευτικῆς, κοινωνικῆς καί κοινοτικῆς αὐτοῦ ζωῆς»5.
Τον Πατριάρχη Δημήτριο και την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκπροσώπησε κατά την τελετή των εγκαινίων ο Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος, τελευταίος Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός: «Τὸ βαθμὸ τῆς συγκινήσεως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραμματικὴ φράση τοῦ Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως ποὺ ἐδήλωσε ὅτι: «ὅση συντριβὴ καὶ ἀπογοήτευση ἔζησε ὅταν πρὸ ἐτῶν, ὡς Σχολάρχης, εἶδε νὰ κλείνει τὶς θύρες της ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, τόση ἀγαλλίαση αἰσθανόταν τώρα ποὺ ἔβλεπε μιὰ νέα καὶ ἀναλόγου χαρακτῆρος Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ ἀρχίζει τὴν λειτουργία της στοὺς Ἀντίποδες»6.
Σήμερα η Θεολογική σχολή του Αγίου Ανδρέου διανύει το τριακοστό τρίτο έτος της λειτουργίας της, έχοντας δώσει πλούσιους καρπούς. Νέους κληρικούς και νέους θεολόγους οι οποίοι υπηρετούν ευόρκως σε Ναούς και σε Σχολεία της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Το ήθος της Χάλκης, όπως το διδάχθηκαν από τον Χαλκίτη Σχολάρχη και Ποιμενάρχη τους, αποτελεί για όλους κανόνα βίου. Η προτροπή του Παύλου προς τον Τιμόθεο, είναι και προτροπή του Στυλιανού προς ένα έκαστο των μαθητών και αποφοίτων της Σχολής του Sydney: «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες…» (Β΄ Τιμ. γ΄, 14-15).
Η Μητέρα Θεολογική Σχολή της Χάλκης σήμερα; Παραμένει λαμπροφορούσα αλλά δυστυχώς βουβή. Αλλά ας ανατρέξουμε και πάλι στο «Ήθος της Χάλκης». Γράφει ο μακαριστός ιεράρχης: «Τὸ «βουβή» ἴσως δὲν εἶναι ὁ σωστὸς χαρακτηρισμός, γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ σφραγῖδα θανάτου. Πιὸ σωστὸ θά᾽ταν νὰ ποῦμε ὅτι τὸ φυσικὸ αὐτὸ «κέλυφος» τῆς Χάλκης παραμένει ἐκεῖ σιωπηλό, σὰν ἁπλωμένο χέρι ποὺ δὲν βρίσκει ἀκόμη ἀνταπόκριση».7 Ευχή και προσευχή όλων ας είναι να ανοίξουν επιτέλους οι πύλες της Σχολής καί τό απλωμένο χέρι της να αγκαλιάσει σύντομα τους νέους «Ευέλπιδες» της Εκκλησίας.
Ο αναγνώστης του ταπεινού αυτού κειμένου εύλογα θα αναρωτηθεί. Γιατί αυτή η αναφορά μόνο στη Θεολογική Σχολή του Αγίου Ανδρέου; Απαντώντας θα πω, πως η Σχολή ήταν αναμφίβολα το αγαπημένο «παιδί» του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού και πως «ἐπιλήψει γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος» αναφέροντας τα όσα επιτεύχθηκαν στη μακρά, αγλαόκαρπη ποιμαντορία του. Άλλωστε ο ίδιος τήρησε απαρέγκλιτα δια βίου το Παύλειο «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθῳ». (Α΄ Κορ. 1. 31)
Κλείνοντας, θα αναφερθώ στο μακαριστό Μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος Μελίτωνα και στη προτροπή του κατά την χειροτονία του από Μεγάλων Αρχιδιακόνων Μητροπολίτου Καρπάθου και Κάσου Γεωργίου, τόσο σε αυτόν όσο και προς τον συλλειτουργούντα νέο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό: «…ἁπλῶς καί μόνον ἑρμηνεύων τήν ἀλήθειαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ τούτου Θρόνου, ἤτοι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, λέγω πρός ἀμφοτέρους καί πρός τά περί ὑμᾶς ποίμνια: Εἶσθε κλήματα τῆς Ἀμπέλου. Ἐφ᾽ ὅσον εἶσθε ἐν τῇ Ἀμπέλῳ δύνασθε ἵνα φέρητε καρπόν, καί καρπόν πολύν... Ὅμως, ὑμεῖς ἀμφότεροι, πεποίθαμεν, ὅτι, ὡς ἐκ τῆς Ἀμπέλου προερχόμενοι, εἰς αὐτήν τά πάντα ὀφείλοντες, ἔχετε καί τήν συνείδησιν καί τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης ὅπως κρατήσητε τάς δύο ταύτας ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου ὡς εὐκληματοῦντα κλήματα ἐν τῇ Ἀμπέλῳ, καί ὅτι, ὑμεῖς τε καί οἱ περί ὑμᾶς ἐν αὐτῇ μένοντες, θά φέρητε καρπόν πολύν.»8
Και ο κεκοιμημένος Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός, είμαι βέβαιος πως, δικαιώνοντας την πεποίθηση της Μητρός Εκκλησίας, από την ουράνια μακαριότητα θα απαντούσε: «Ναι, Γέροντα, «τον δρόμον τετέλεκα» και παραδίδω το κλήμα της κατ̉ Αυστραλίαν Εκκλησίας ευκληματούν, πλήρες καρπών πολλών και ευσκιόφυλλο, σκέποντας σχεδόν το σύνολο των πιστών Αυτής».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, Ενθρονιστήριος λόγος, Sydney, 26 Απριλίου 1975, «Εν υπακοή πίστεως», Αρμός 2002.
2. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, «Το ήθος της Χάλκης», Περιοδικό «Κληρονομία», Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Τόμος 26, Τεύχη Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 1994.
3. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, όπ. παρ.
4. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, όπ. παρ.
5. Φωνή της Ορθοδοξίας, Επίσημος Έκδοσις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, Sydney, Μάρτιος 1986.
6. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, Ποιμαντική Αναφορά, Εισηγητική Ομιλία στην Στ΄ Κληρικολαϊκή Συνέλευση, Μελβούρνη 1989.
7. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, «Το ήθος της Χάλκης», όπ. παρ.
8. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Ομιλία κατά την εις Αρχιερέα χειροτονία του Μητροπολίτου Καρπάθου και Κάσου Γεωργίου εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικόν Ναόν, Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, 23 Φεβρουαρίου 1975.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου