Του Συμεών Σολταρίδη
Ήταν Άνοιξη του 2013 και πήγα στο Άγιον Όρος για να καλύψω ένα ρεπορτάζ στο περιβόλι της Παναγιάς. Με ενδιέφεραν τα έργα που γίνονταν, οι υποδομές και οι δρόμοι.
Είχα κανονίσει για 3 διανυκτερεύσεις στην σκήτη του Αγίου Ανδρέα. Όταν έφθασα είδα ότι η σκήτη ήταν ένα εργοτάξιο. Οι πατέρες με ενημέρωσαν πως η παραμονή μου εκεί θα ήταν δύσκολη. Προτίμησα λοιπόν να κάνω μια μικρή έρευνα για την πιθανότητα να φιλοξενηθώ κάπου αλλού. Ξεκίνησα τα τηλέφωνα. Μετά από λίγο έφθασε η πρώτη θετική ανταπόκριση από κάποιο Μοναστήρι, αλλά λόγω πολλών φιλοξενούμενων θα μπορούσα να μείνω εκεί από την επομένη.
Αμέσως μετά μου είπαν για τον Μυλοπόταμο, το μετόχι της Λαύρας, και ότι αν και κάπως μακριά από τις Καρυές θα μπορούσα να μείνω αυτό το βράδυ. Τότε θυμήθηκα ότι ο ηγούμενος του μοναστηριού ήταν ο μοναχός Επιφάνιος. Μου τον είχε αναφέρει κάποιος φίλος μοναχός στην Πόλη. Του τηλεφώνησα, μου έδωσε το κινητό του και τον πήρα. Έδωσα γνωριμία και αφού του είπα για τη διανυκτέρευση που ήθελα, μου απάντησε «φιλοξενώ κάποιους συναδέλφους του ανεψιού μου από την Ελβετία, δεν έχω δωμάτια». Μετά την τηλεφωνική ψυχρολουσία έβαλα την Φαναριώτικη διπλωματία λέγοντας «γέροντα μήπως κάποιος καναπές για μία νύκτα και για τις επόμενες ο Θεός είναι μεγάλος»!
Μόλις μου είπε «Έλα ρε Φαναριώτη» ξελάφρωσα αφού είχα βρει διαμονή για τις επόμενες μέρες. Έτσι ξεκίνησα ήρεμος να κάνω το ρεπορτάζ μου και κατά τις 3 το απόγευμα έφθασα στον Μυλοπόταμο.
Κατέβηκα στην κουζίνα και ο Επιφάνιος με καλοδέχτηκε. Μόλις με είδε με ρώτησε αν πεινώ καθώς είχε πια περάσει το μεσημέρι. Μη θέλοντας να τον υποχρεώσω δήλωσα πως δεν πεινούσα. Άνθρωπος της κουζίνας όμως δεν ήταν δυνατόν να με αφήσει έτσι! Με το αρχοντικό του ύφος με κάλεσε στο τραπέζι που ήταν μπροστά μας για μια σούπα και ένα κρασί από τα αμπέλια του. Είχε κάνει ψαρόσουπα κι ήταν βάλσαμο για το στομάχι μου. Καθίσαμε για λίγο μαζί, τρώγοντας και κουβεντιάζοντας για το Φανάρι, για τη ζωή στο Όρος, για τα έργα των χειρών του.
Σε λίγο ανεβήκαμε στο αρχονταρίκι και με άφησε να ξεκουραστώ στον καναπέ που θα με φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ. Στις 7.30 θα με περίμενε μαζί με τους υπόλοιπους φιλοξενούμενους του στην κουζίνα. Η πρόγευση του μεσημεριού δημιουργούσε μεγάλες γευστικές προσδοκίες. Πράγματι κατέβηκα και συνάντησα 7-8 άτομα όπου είχαν ξεκινήσει ήδη με το κρασί. Το τραπέζι ξεκίνησε και πάλι με ψαρόσουπα. Αχνιστή και μυρωδάτη σερβιρίστηκε στα πιάτα μας. Το δείπνο συνεχίστηκε με μεζέδες και κρασί. Κι εκεί που οι συζητήσεις είχαν βρει θέματα κι οι κουβέντες πήγαιναν κι ερχόντουσαν ο Επιφάνιος συμπλήρωσε το τραπέζι με το ψάρι που είχε βάλει στο φούρνο. Το Όρος είναι γνωστό για τα αλιεύματά του αλλά η μαγειρική δεινότητα του οικοδεσπότη μας έδινε άλλη διάσταση στο φαγητό μας. Εκεί στην κουζίνα του Κελιού του Μυλοποτάμου νιώσαμε την ευλογία που προσφέρει η αγάπη του ανθρώπου για όσα δημιουργεί με τον κόπο των χεριών του και τον ιδρώτα του προσώπου του. Ο Επιφάνιος κατάφερε να μεταφέρει και σε μας, τους συνδαιτυμόνες εκείνου του τραπεζιού, στην κουζίνα του κελιού του, την ιερή παράδοση του κοινού τραπεζιού, του γεύματος της αγάπης.
Η φιλοξενία του Επιφάνιου ήταν παροιμιώδης. Χειμαρρώδης στον λόγο περί γευσιγνωσίας, μοναχός με όλη την σημασία της λέξης, αρχοντάνθρωπος, με δημιουργικό μάτι και αυτό φαίνεται από το ότι τα αμπέλια και οι ελιές του είχαν «πολλαπλασιαστεί και κατακυριεύσει την γην». Έκτιζε και τη νέα πτέρυγα στο κελί του που τώρα θα έχει μάλλον τελειώσει. Έλεγε με περισσή υπερηφάνεια ότι εκεί θα ήθελε να φιλοξενήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η παραμονή μου εκεί δεν κράτησε ούτε 24 ώρες. Οι εντυπώσεις και οι θύμισες μου όμως πολλές. Νοσταλγώ τη λίγη ώρα που σταθήκαμε στο μπαλκόνι του κελιού για τον πρωινό μας καφέ. Το Αιγαίο να απλώνεται μπροστά μας και τα κύματα να χτυπούν στα βράχια λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια μας. Αριστερά και δεξιά να απλώνονται τ΄ αμπέλια κι οι ελιές. Απόλυτη ηρεμία, ψυχική γαλήνη, ομορφιά της φύσης κι ο άνθρωπος υμνητής του Θεού και Δημιουργού σ΄ αυτήν τη γωνιά της γης. Ήταν μια μυσταγωγία.
Μετά τον Όρθρο και την πρωινή λειτουργία αναχώρησα για τις Καρυές και πάλι, Είχα βρει ένα άλλο κελί που με φιλοξένησε για τις δύο επόμενες μέρες.
Ο Επιφάνιος έφυγε από τη ζωή αλλά άφησε παρακαταθήκες. Πολλοί έχουν την εντύπωση πως περνώντας το κατώφλι ενός μοναστηριού η ζωή τελειώνει. Ότι η χαρά, η δημιουργία, η συμμετοχή και η απόλαυση όλων όσων προσφέρει η φύση δεν ταιριάζουν στη μοναχική ζωή. «Πλανώνται πλάνην οικτράν». Γιατί ο μοναχισμός δεν είναι αναχωρητισμός.
Ο μοναχός Επιφάνιος απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο πως το να υπηρετείς τον Ύψιστο, βρίσκει τον καλύτερο τρόπο έκφρασης μέσα από την αξιοποίηση προς όφελος των ανθρώπων με τον πιο ήπιο και απλό τρόπο, όλων όσων μας προσέφερε ο ίδιος ο Θεός δημιουργώντας την πλάση.
Η καλλιέργεια της γης και η αξιοποίηση των καρπών της πετυχαίνοντας όχι μόνο τα απαραίτητα για την επιβίωση αλλά φροντίζοντας και για το αισθητικό αποτέλεσμα είναι ένας τρόπος δοξολογίας του Δημιουργού. Άλλωστε Εκείνος μας δίδαξε το κάλλιστο μέσα από τα δημιουργήματά του.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου