Της Ανθούλας Δανιήλ
Ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου: Η ιστορία, η αρχιτεκτονική και οι εικόνες του
Θάλεια Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου, Μαρία Ι. Καζαμία-Τσέρνου, Ευάγγελος Χεκίμογλου επιμέλεια: Ευάγγελος Χεκίμογλου Εκδόσεις Κυριακίδη, 344 σελ.
Ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου: Η ιστορία, η αρχιτεκτονική και οι εικόνες του
Θάλεια Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου, Μαρία Ι. Καζαμία-Τσέρνου, Ευάγγελος Χεκίμογλου επιμέλεια: Ευάγγελος Χεκίμογλου Εκδόσεις Κυριακίδη, 344 σελ.
Η έκδοση που αφορά τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου είναι δίγλωσση (στην ελληνική και αγγλική γλώσσα), μεγαλόσχημη και επιβλητική, πολυτελής και αστραφτερή, τέτοια που να αρμόζει στο μέγα θέμα της και στον ιερό σκοπό της.
Το βιβλίο, η Βίβλος καλύτερα, «επανεξετάζει τις κυριότερες πηγές, βάσει των οποίων παλαιότεροι μελετητές [...] σκιαγράφησαν την αλληλουχία των διαδοχικών μετεγκαταστάσεων του Πατριαρχείου από το 1454 έως τις αρχές του 17ου αιώνα, δηλαδή από τους Αγίους Αποστόλους έως το Φανάρι». Πρόκειται δηλαδή για τη «στεγαστική περιπέτεια του Πατριαρχείου, πριν εγκατασταθεί οριστικώς στο Φανάρι».
Το συγγραφικό μέρος που αφορά το στεγαστικό πρόβλημα υπογράφει ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, Δρ. Οικονομικής Ιστορίας. Το εικαστικό υπογράφει η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θάλεια Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου. Για τις εικόνες, συγκεκριμένα, του Πατριαρχικού Ναού γράφει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μαρία Ι. Καζαμία-Τσέρνου. Προηγείται των επιστημονικών ενοτήτων ο πρόλογος του Νικολάου Ι. Μέρτζου, με γλώσσα και ύφος που αρμόζουν στην περίσταση, αλλά και του Νικολάου Εμμ. Μάνου, ο οποίος σε απλούστερη αλλά όχι απλή γλώσσα επίσης μας παρέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη σύνοψη.
Ο Χεκίμογλου εξετάζει και παρουσιάζει λεπτομερώς το στεγαστικό πρόβλημα που είχε το Πατριαρχείο και το οποίο, κατά τον Μελέτιο Πηγά, οφειλόταν στη διοικητική και οικονομική αταξία της ηγεσίας της Εκκλησίας. Ο ιεράρχης αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα –«ημείς δε ουδέ το χαράτσιον της βασιλείας έχομεν δούναι»– και κτιριακά – «εις Πατριάρχου οίκησιν τη Εκκκλησία προσκτήσασθαι». Εκθέτει όλη την περιπέτεια του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, των μεταβολών και των πληθυσμιακών μετακινήσεων, ανάλογα με τις διαθέσεις, τις αποφάσεις και τα συμφέροντα του Σουλτάνου, παράλληλα με τις έριδες των ενδοεκκλησιαστικών κύκλων. Εν πάση περιπτώσει και έπειτα από μακρά αναφορά στις μονές του Πέμπτου Λόφου, σε ναούς, σε έριδες, σε νόμους που καθορίζουν τα περί εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης των χριστιανών σε περιοχές επιλεγμένες, για τις σχέσεις των ιεραρχών με την Αυλή, για το πλήθος και το είδος των ναών της Θεοτόκου και του Αγίου Γεωργίου, αλλά και άλλων, οι οποίοι ενδεχομένως θα μπορούσαν να στεγάσουν το Πατριαρχείο, φτάνουμε στον ναό του Αγίου Γεωργίου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Du Cange. Και το συμπέρασμα είναι ότι το 1593 πατριαρχικός ναός ήταν η μονή Προδρόμου. Το 1604 ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Διπλοφανάριο. Τελικώς επιλέγεται το Φανάρι ως ιδεολογικός χώρος.
Η Θάλεια Μαντοπούλου μάς δίνει το ιστορικό της «σοφής επιλογής» του μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου, που από απλός ενοριακός ναός εξελίχθηκε σε πατριαρχικό κυρίως λόγω θέσης. Πάνω στον Πέμπτο Λόφο, εκεί που το τείχος ήταν διπλό και εκτεινόταν από την παραλία μέχρι ψηλά στον λόφο, όπως φαίνεται από τον πανοραμικό χάρτη, κυρίως του Giovanni Andrea Vavassore. Μέσα στην ασφάλεια των τειχών, κοντά αλλά και σε απόσταση από τον αστικό ιστό, σε θέση που δεν προκαλούσε τους μουσουλμάνους, ασφαλισμένο με τρεις πύλες που κλείδωναν και άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Στη συνέχεια, επιφανείς ιεράρχες επεξέτειναν τον ναό, ο οποίος κατέληξε σε «τρίκλιτη βασιλική με ακανόνιστη κάτοψη που μαρτυρεί τη δύναμη της παράδοσης». Έχει μήκος που ξεπερνά τα τριάντα δύο μέτρα, πλάτος κάτι παραπάνω από είκοσι μέτρα και ύψος λίγο περισσότερο από δεκατέσσερα. Αποτελείται δηλαδή από έναν ορθογώνιο πυρήνα, στο κέντρο του οποίου υπάρχουν δυο παράλληλες κιονοστοιχίες, οι οποίες διαμορφώνουν τα κλίτη. Κίονες και ημικίονες γεφυρώνονται από τόξα. Οι αψίδες, τα παράθυρα, οι παράπλευρες κατασκευές, οι στοές, καθώς και το συνοδευτικό εικαστικό υλικό, με την πρόσοψη ναού αναπεπταμένη σε όλο της το μήκος, τα υαλοστάσια, τα διαφορετικού τύπου ανοίγματα, για να σηματοδοτούν και τη διαφορετική χρήση, όλα αποδεικνύουν το μεγαλείο του ναού και συμβάλλουν στην ανάδειξη της μεγαλοπρέπειάς του. Η καθηγήτρια μας παραθέτει λεπτομερώς και με πάσα ακρίβεια όλες τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, κάνοντας τον αναγνώστη της περιγραφής θεατή και θαυμαστή του οικοδομήματος.
Η Μαρία Ι. Καζαμία μάς παρουσιάζει το εικαστικό μέρος του ναού, όπου έχουν θησαυριστεί «ορισμένες από τις σημαντικότερες φορητές εικόνες της βυζαντινής αλλά και της μεταβυζαντινής περιόδου», τις οποίες χαρακτηρίζει «πολύτιμα, ανεκτίμητα απομεινάρια της τέχνης που καρποφόρησε σε περιόδους δόξας και ευημερίας...». Οι εικόνες που κοσμούσαν τους χριστιανικούς ναούς ήταν το 1935 εκατόν τριάντα πέντε. Πολλές όμως από αυτές καταστράφηκαν από τον φανατισμό των ιστορικών περιπετειών του 1955 και 1964. Οι εικόνες όμως του πατριαρχικού ναού «διέλαθον της καταστροφής». Ανάμεσά τους υπάρχουν και ενυπόγραφες από δύο ζωγράφους: τον Κωνσταντίνο τον Αδριανοπολίτη και τον Ιερόθεο τον Πελοποννήσιο. Οι παλαιότερες είναι δύο ψηφιδωτές της Παναγίας Οδηγήτριας και του Ιωάννη του Προδρόμου, προερχόμενες από τη μονή της Παναγίας Παμμακαρίστου, πρώτου πατριαρχικού ναού. Εξέχουσα θέση έχει και η Παναγία Φανερωμένη από την Κύζικο. Οι υπόλοιπες, όπως μας πληροφορεί η καθηγήτρια, «εκπροσωπούν όλες τις φάσεις της μεταβυζαντινής περιόδου, από την πρώιμη του 16ου έως την όψιμη του 19ου αιώνα». Στη συνέχεια προβαίνει σε λεπτομερή περιγραφή και παράθεση στοιχείων ιστορικών σχετικά με την κάθε εικόνα χωριστά, το μέρος του ναού όπου βρίσκεται, τα χρώματα και τους συμβολισμούς. Και, βέβαια, να μνημονεύσουμε ότι οι εικόνες βρίσκονται μέσα στο βιβλίο ολόκληρες αλλά και σε ζουμ για την επισήμανση της λεπτομέρειας.
Για ευνόητους λόγους θα σταθώ στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, την οποία υπογράφει ο Κωνσταντίνος Αδριανοπολίτης, έργο του 1746. Ο Άγιος, νέος, όμορφος με κοντά μαλλιά και μεγαλοπρεπή στρατιωτική στολή εικονίζεται, ως είθισται, έφιππος και δρακοντοκτόνος. Σκοτώνει τον δράκοντα και σώζει την κόρη. Και, βέβαια, είναι εμφανής η διαφορά μεγέθους. Ο Άγιος πάνω στο άλογο είναι δυσανάλογα μεγαλύτερος και από τον δράκοντα και την κόρη, αλλά και τον μικρό σκλάβο, Γεώργιο από τη Μυτιλήνη, που ελευθέρωσε από τους Σαρακηνούς και τώρα τον φέρει στα καπούλια του αλόγου του. Η εικόνα συμβολίζει την πάλη του Καλού με το Κακό. Η εικόνα του έφιππου Αγίου, μας πληροφορεί η καθηγήτρια, «διαμορφώθηκε τον 15ο αιώνα από τον Άγγελο Ακοτάντο». Βεβαίως, οι πληροφορίες για την εικόνα είναι πολλές και ειδικού ενδιαφέροντος. Θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω πως η εικόνα του έφιππου δρακοντοκτόνου έχει ως πρότυπό της τον Δεξίλεω στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με πλούσια βιβλιογραφία, καθώς και παράρτημα με μαρτυρίες ταξιδιωτών για τον Πατριαρχικό Ναό, με βιογραφικά σημειώματα και πορτρέτα.
Εντέλει, πρόκειται για ιστορικό, θρησκευτικό, αρχιτεκτονικό, εικαστικό, αλλά και γενικότερα καλλιτεχνικό γεγονός, για το οποίο αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές.
Το βιβλίο, η Βίβλος καλύτερα, «επανεξετάζει τις κυριότερες πηγές, βάσει των οποίων παλαιότεροι μελετητές [...] σκιαγράφησαν την αλληλουχία των διαδοχικών μετεγκαταστάσεων του Πατριαρχείου από το 1454 έως τις αρχές του 17ου αιώνα, δηλαδή από τους Αγίους Αποστόλους έως το Φανάρι». Πρόκειται δηλαδή για τη «στεγαστική περιπέτεια του Πατριαρχείου, πριν εγκατασταθεί οριστικώς στο Φανάρι».
Το συγγραφικό μέρος που αφορά το στεγαστικό πρόβλημα υπογράφει ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, Δρ. Οικονομικής Ιστορίας. Το εικαστικό υπογράφει η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θάλεια Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου. Για τις εικόνες, συγκεκριμένα, του Πατριαρχικού Ναού γράφει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μαρία Ι. Καζαμία-Τσέρνου. Προηγείται των επιστημονικών ενοτήτων ο πρόλογος του Νικολάου Ι. Μέρτζου, με γλώσσα και ύφος που αρμόζουν στην περίσταση, αλλά και του Νικολάου Εμμ. Μάνου, ο οποίος σε απλούστερη αλλά όχι απλή γλώσσα επίσης μας παρέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη σύνοψη.
Ο Χεκίμογλου εξετάζει και παρουσιάζει λεπτομερώς το στεγαστικό πρόβλημα που είχε το Πατριαρχείο και το οποίο, κατά τον Μελέτιο Πηγά, οφειλόταν στη διοικητική και οικονομική αταξία της ηγεσίας της Εκκλησίας. Ο ιεράρχης αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα –«ημείς δε ουδέ το χαράτσιον της βασιλείας έχομεν δούναι»– και κτιριακά – «εις Πατριάρχου οίκησιν τη Εκκκλησία προσκτήσασθαι». Εκθέτει όλη την περιπέτεια του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, των μεταβολών και των πληθυσμιακών μετακινήσεων, ανάλογα με τις διαθέσεις, τις αποφάσεις και τα συμφέροντα του Σουλτάνου, παράλληλα με τις έριδες των ενδοεκκλησιαστικών κύκλων. Εν πάση περιπτώσει και έπειτα από μακρά αναφορά στις μονές του Πέμπτου Λόφου, σε ναούς, σε έριδες, σε νόμους που καθορίζουν τα περί εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης των χριστιανών σε περιοχές επιλεγμένες, για τις σχέσεις των ιεραρχών με την Αυλή, για το πλήθος και το είδος των ναών της Θεοτόκου και του Αγίου Γεωργίου, αλλά και άλλων, οι οποίοι ενδεχομένως θα μπορούσαν να στεγάσουν το Πατριαρχείο, φτάνουμε στον ναό του Αγίου Γεωργίου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Du Cange. Και το συμπέρασμα είναι ότι το 1593 πατριαρχικός ναός ήταν η μονή Προδρόμου. Το 1604 ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Διπλοφανάριο. Τελικώς επιλέγεται το Φανάρι ως ιδεολογικός χώρος.
Η Θάλεια Μαντοπούλου μάς δίνει το ιστορικό της «σοφής επιλογής» του μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου, που από απλός ενοριακός ναός εξελίχθηκε σε πατριαρχικό κυρίως λόγω θέσης. Πάνω στον Πέμπτο Λόφο, εκεί που το τείχος ήταν διπλό και εκτεινόταν από την παραλία μέχρι ψηλά στον λόφο, όπως φαίνεται από τον πανοραμικό χάρτη, κυρίως του Giovanni Andrea Vavassore. Μέσα στην ασφάλεια των τειχών, κοντά αλλά και σε απόσταση από τον αστικό ιστό, σε θέση που δεν προκαλούσε τους μουσουλμάνους, ασφαλισμένο με τρεις πύλες που κλείδωναν και άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Στη συνέχεια, επιφανείς ιεράρχες επεξέτειναν τον ναό, ο οποίος κατέληξε σε «τρίκλιτη βασιλική με ακανόνιστη κάτοψη που μαρτυρεί τη δύναμη της παράδοσης». Έχει μήκος που ξεπερνά τα τριάντα δύο μέτρα, πλάτος κάτι παραπάνω από είκοσι μέτρα και ύψος λίγο περισσότερο από δεκατέσσερα. Αποτελείται δηλαδή από έναν ορθογώνιο πυρήνα, στο κέντρο του οποίου υπάρχουν δυο παράλληλες κιονοστοιχίες, οι οποίες διαμορφώνουν τα κλίτη. Κίονες και ημικίονες γεφυρώνονται από τόξα. Οι αψίδες, τα παράθυρα, οι παράπλευρες κατασκευές, οι στοές, καθώς και το συνοδευτικό εικαστικό υλικό, με την πρόσοψη ναού αναπεπταμένη σε όλο της το μήκος, τα υαλοστάσια, τα διαφορετικού τύπου ανοίγματα, για να σηματοδοτούν και τη διαφορετική χρήση, όλα αποδεικνύουν το μεγαλείο του ναού και συμβάλλουν στην ανάδειξη της μεγαλοπρέπειάς του. Η καθηγήτρια μας παραθέτει λεπτομερώς και με πάσα ακρίβεια όλες τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, κάνοντας τον αναγνώστη της περιγραφής θεατή και θαυμαστή του οικοδομήματος.
Η Μαρία Ι. Καζαμία μάς παρουσιάζει το εικαστικό μέρος του ναού, όπου έχουν θησαυριστεί «ορισμένες από τις σημαντικότερες φορητές εικόνες της βυζαντινής αλλά και της μεταβυζαντινής περιόδου», τις οποίες χαρακτηρίζει «πολύτιμα, ανεκτίμητα απομεινάρια της τέχνης που καρποφόρησε σε περιόδους δόξας και ευημερίας...». Οι εικόνες που κοσμούσαν τους χριστιανικούς ναούς ήταν το 1935 εκατόν τριάντα πέντε. Πολλές όμως από αυτές καταστράφηκαν από τον φανατισμό των ιστορικών περιπετειών του 1955 και 1964. Οι εικόνες όμως του πατριαρχικού ναού «διέλαθον της καταστροφής». Ανάμεσά τους υπάρχουν και ενυπόγραφες από δύο ζωγράφους: τον Κωνσταντίνο τον Αδριανοπολίτη και τον Ιερόθεο τον Πελοποννήσιο. Οι παλαιότερες είναι δύο ψηφιδωτές της Παναγίας Οδηγήτριας και του Ιωάννη του Προδρόμου, προερχόμενες από τη μονή της Παναγίας Παμμακαρίστου, πρώτου πατριαρχικού ναού. Εξέχουσα θέση έχει και η Παναγία Φανερωμένη από την Κύζικο. Οι υπόλοιπες, όπως μας πληροφορεί η καθηγήτρια, «εκπροσωπούν όλες τις φάσεις της μεταβυζαντινής περιόδου, από την πρώιμη του 16ου έως την όψιμη του 19ου αιώνα». Στη συνέχεια προβαίνει σε λεπτομερή περιγραφή και παράθεση στοιχείων ιστορικών σχετικά με την κάθε εικόνα χωριστά, το μέρος του ναού όπου βρίσκεται, τα χρώματα και τους συμβολισμούς. Και, βέβαια, να μνημονεύσουμε ότι οι εικόνες βρίσκονται μέσα στο βιβλίο ολόκληρες αλλά και σε ζουμ για την επισήμανση της λεπτομέρειας.
Για ευνόητους λόγους θα σταθώ στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, την οποία υπογράφει ο Κωνσταντίνος Αδριανοπολίτης, έργο του 1746. Ο Άγιος, νέος, όμορφος με κοντά μαλλιά και μεγαλοπρεπή στρατιωτική στολή εικονίζεται, ως είθισται, έφιππος και δρακοντοκτόνος. Σκοτώνει τον δράκοντα και σώζει την κόρη. Και, βέβαια, είναι εμφανής η διαφορά μεγέθους. Ο Άγιος πάνω στο άλογο είναι δυσανάλογα μεγαλύτερος και από τον δράκοντα και την κόρη, αλλά και τον μικρό σκλάβο, Γεώργιο από τη Μυτιλήνη, που ελευθέρωσε από τους Σαρακηνούς και τώρα τον φέρει στα καπούλια του αλόγου του. Η εικόνα συμβολίζει την πάλη του Καλού με το Κακό. Η εικόνα του έφιππου Αγίου, μας πληροφορεί η καθηγήτρια, «διαμορφώθηκε τον 15ο αιώνα από τον Άγγελο Ακοτάντο». Βεβαίως, οι πληροφορίες για την εικόνα είναι πολλές και ειδικού ενδιαφέροντος. Θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω πως η εικόνα του έφιππου δρακοντοκτόνου έχει ως πρότυπό της τον Δεξίλεω στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με πλούσια βιβλιογραφία, καθώς και παράρτημα με μαρτυρίες ταξιδιωτών για τον Πατριαρχικό Ναό, με βιογραφικά σημειώματα και πορτρέτα.
Εντέλει, πρόκειται για ιστορικό, θρησκευτικό, αρχιτεκτονικό, εικαστικό, αλλά και γενικότερα καλλιτεχνικό γεγονός, για το οποίο αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου