Δημοσιεύουμε εδώ αποσπάσματα από το σημαντικό βιβλίο του καθηγητή στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Στυλιανού Χ. Τσομπανίδη, με θέμα: "Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ".
Απέχουμε πολύ, και καλώς, από την εποχή που πολλοί ορθόδοξοι θεολόγοι, λαϊκοί και κληρικοί, είχαν την αντίληψη ότι
συμμετείχαν στην Οικουμενική Κίνηση για να δώσουν μονόδρομη μαρτυρία, με απαιτήσεις υπεροχής και με στόχο τη σωτηρία των άλλων, όπως άλλωστε έκαναν και οι άλλοι ως προς
τους Ορθόδοξους. Αυτό το σημείο χρειάζεται μεγάλη προσοχή
κατά τη διάρκεια της μετασυνοδικής πορείας από την πλευρά
της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί μια πιθανή επιστροφή αυτού
του πνεύματος θα την γύριζε πολύ πίσω σε μια νοοτροπία διδακτισμού και θα οδηγούσε σε μία στάση γνωστή ως «υπεροψία
της αληθείας». Εξάπαντος χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι
εκείνο που σώζει δεν είναι η επάρκεια, αλλά η μετάνοια.
Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη βασική εκκλησιολογική θέση ότι η Εκκλησία του Χριστού στη φάση της επί γης στράτευσης έχει την αλήθεια «εν οστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ.4,7), δεν κατέχει την αλήθεια, αλλά μετέχει σε αυτή, δηλαδή στην άκτιστη δόξα της Βασιλείας του Θεού. Έτσι δεν νοείται οποιαδήποτε ταύτιση μεταξύ Βασιλείας του Θεού και Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα αυτό και από οικουμενική άποψη είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο το πρώτο κεφάλαιο της «Εγκυκλίου» με τίτλο «Η Εκκλησία: Σώμα Χριστού, εικών της Αγίας Τριάδος» που καταπιάνεται με την Εκκλησιολογία και σκιαγραφεί σε γενικές γραμμές πώς αυτοκατανοείται σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη δεύτερη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου υπάρχει μια αξιοσημείωτη διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστή εἰς τήν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικήν παράδοσιν καί μυστηριακήν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη ὁμολογεῖται εἰς το Σύμβολον τῆς πίστεως καί βεβαιοῦται διά τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Η έκφραση «αυθεντική συνέχεια» υπερβαίνει την αποκλειστική, ομολογιακή αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η επιλογή της έκφρασης, χωρίς να υπερτιμάται, κινείται στην κατεύθυνση της Γ΄ Προσυνοδικής. Πάντως, το όλο εκκλησιολογικό θέμα δεν αποσαφηνίζεται και για αυτό πολύ σωστά στο εκκλησιολογικό κείμενο αναφέρεται ότι οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις άλλες ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες «πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος». Να αποσαφηνιστεί, όμως, όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από τους Ορθόδοξους, όπως ήταν η αρχική πρόταση στο κείμενο του 1971 και στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ (1976): «Πρός καλήν δέ τοῦ διαλόγου διεξαγωγήν… δέον ὃπως ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἀποσαφηνίσῃ τάς ἀρχάς αὐτῆς ὡς πρός τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί καθορίση τήν φύσιν, τήν ἒννοιαν καί τά ὃρια ἐν οἷς αὒτη ὁφείλει νά κινηθῇ μελλοντικῶς ἐν τῇ οἰκουμενικῇ ἀποστολῇ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέον νά διατυπωθῶσι σαφῶς αἱ ἐκκλησιολογικαί ἀρχαί καί νά καθορισθῇ ἡ ἐκκλησιολογική βάσις, ἡ προοπτική καί ἡ μεθοδολογία ἀναφορικῶς πρός τάς σχέσεις καί τόν διάλογον ἡμῶν μετά τῶν ἐτεροδόξων».
Μια ειλικρινής και ξεκάθαρη απάντηση θα βοηθήσει τον διάλογο. Ισχύει ακόμη στο ακέραιο η προτροπή του «Πατριάρχη των Διαλόγων» του Παρθένιου του Γ΄ (του μακαριστού Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής): «Χρειάζεται να πούμε ειλικρινά, με θάρρος και τόλμη, και στους εαυτούς μας και σε όσους διαλέγονται μαζί μας, πώς τους βλέπομε, πώς τους νοιώθουμε, τι είναι για μας. Παραδεχόμεθα ότι είναι και αυτοί Εκκλησία; Δεν χρειάζεται η απάντησις να είναι ‘ήξεις αφήξεις’, ίσως, εάν, και τα παρόμοια. Είναι έξω από την Εκκλησίαν; Είναι μέσα εις την Εκκλησίαν; Να το πούμε ολοκάθαρα. Δεν χρειάζεται να μας πουν οι άλλοι τι σκέπτονται για μας. Για μας η αλήθεια και η αγάπη ζητεί να πούμε εμείς ποια στάση έχομε, και πώς τους βλέπομε, χωρίς φόβο και πάθος. Η απάντηση θα βοηθήση τον διάλογο, είτε είναι θετική, είτε είναι αρνητική».
Δικαιολογημένα εκφράζεται η απορία από ετερόδοξους εταίρους στο διάλογο για πόσο χρονικό διάστημα θα αντέξει η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην προθυμία για διάλογο και την άρνηση κάθε μορφής εκκλησιαστικής αναγνώρισης εκτός του σώματός της.
(σ. 169-176).
Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στη βασική εκκλησιολογική θέση ότι η Εκκλησία του Χριστού στη φάση της επί γης στράτευσης έχει την αλήθεια «εν οστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ.4,7), δεν κατέχει την αλήθεια, αλλά μετέχει σε αυτή, δηλαδή στην άκτιστη δόξα της Βασιλείας του Θεού. Έτσι δεν νοείται οποιαδήποτε ταύτιση μεταξύ Βασιλείας του Θεού και Εκκλησίας. Υπό το πνεύμα αυτό και από οικουμενική άποψη είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο το πρώτο κεφάλαιο της «Εγκυκλίου» με τίτλο «Η Εκκλησία: Σώμα Χριστού, εικών της Αγίας Τριάδος» που καταπιάνεται με την Εκκλησιολογία και σκιαγραφεί σε γενικές γραμμές πώς αυτοκατανοείται σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη δεύτερη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου υπάρχει μια αξιοσημείωτη διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστή εἰς τήν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικήν παράδοσιν καί μυστηριακήν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη ὁμολογεῖται εἰς το Σύμβολον τῆς πίστεως καί βεβαιοῦται διά τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Η έκφραση «αυθεντική συνέχεια» υπερβαίνει την αποκλειστική, ομολογιακή αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η επιλογή της έκφρασης, χωρίς να υπερτιμάται, κινείται στην κατεύθυνση της Γ΄ Προσυνοδικής. Πάντως, το όλο εκκλησιολογικό θέμα δεν αποσαφηνίζεται και για αυτό πολύ σωστά στο εκκλησιολογικό κείμενο αναφέρεται ότι οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις άλλες ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες «πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος». Να αποσαφηνιστεί, όμως, όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από τους Ορθόδοξους, όπως ήταν η αρχική πρόταση στο κείμενο του 1971 και στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Σαμπεζύ (1976): «Πρός καλήν δέ τοῦ διαλόγου διεξαγωγήν… δέον ὃπως ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἀποσαφηνίσῃ τάς ἀρχάς αὐτῆς ὡς πρός τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί καθορίση τήν φύσιν, τήν ἒννοιαν καί τά ὃρια ἐν οἷς αὒτη ὁφείλει νά κινηθῇ μελλοντικῶς ἐν τῇ οἰκουμενικῇ ἀποστολῇ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέον νά διατυπωθῶσι σαφῶς αἱ ἐκκλησιολογικαί ἀρχαί καί νά καθορισθῇ ἡ ἐκκλησιολογική βάσις, ἡ προοπτική καί ἡ μεθοδολογία ἀναφορικῶς πρός τάς σχέσεις καί τόν διάλογον ἡμῶν μετά τῶν ἐτεροδόξων».
Μια ειλικρινής και ξεκάθαρη απάντηση θα βοηθήσει τον διάλογο. Ισχύει ακόμη στο ακέραιο η προτροπή του «Πατριάρχη των Διαλόγων» του Παρθένιου του Γ΄ (του μακαριστού Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής): «Χρειάζεται να πούμε ειλικρινά, με θάρρος και τόλμη, και στους εαυτούς μας και σε όσους διαλέγονται μαζί μας, πώς τους βλέπομε, πώς τους νοιώθουμε, τι είναι για μας. Παραδεχόμεθα ότι είναι και αυτοί Εκκλησία; Δεν χρειάζεται η απάντησις να είναι ‘ήξεις αφήξεις’, ίσως, εάν, και τα παρόμοια. Είναι έξω από την Εκκλησίαν; Είναι μέσα εις την Εκκλησίαν; Να το πούμε ολοκάθαρα. Δεν χρειάζεται να μας πουν οι άλλοι τι σκέπτονται για μας. Για μας η αλήθεια και η αγάπη ζητεί να πούμε εμείς ποια στάση έχομε, και πώς τους βλέπομε, χωρίς φόβο και πάθος. Η απάντηση θα βοηθήση τον διάλογο, είτε είναι θετική, είτε είναι αρνητική».
Δικαιολογημένα εκφράζεται η απορία από ετερόδοξους εταίρους στο διάλογο για πόσο χρονικό διάστημα θα αντέξει η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην προθυμία για διάλογο και την άρνηση κάθε μορφής εκκλησιαστικής αναγνώρισης εκτός του σώματός της.
(σ. 169-176).
Στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι
Ορθόδοξοι έχουν συνειδητοποιήσει πώς από μέρους των ετεροδόξων έχει σημειωθεί σοβαρή αλλαγή ως προς τη στάση τους
έναντι της Ορθοδοξίας και έχουν τεθεί νέοι όροι στο χριστιανικό στερέωμα. Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» δηλώνεται δύο φορές,
και στην αρχή και προς το τέλος (§§ 4 και 24), ότι η Ορθόδοξη
Εκκλησία έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η Οικουμενική
Κίνηση λαμβάνει «νέες μορφές», μέσα σε «νέες συνθήκες», για
να αντιμετωπίσει «νέες προκλήσεις». Αυτές οι «νέες μορφές» και
«νέες συνθήκες» επιτρέπουν σήμερα στους Ορθόδοξους να
ασχοληθούν σοβαρά με την εκκλησιολογική θέση κοινοτήτων
ή Εκκλησιών, οι οποίες δεν πολεμούν την Ορθόδοξη Εκκλησία
ούτε επιχειρούν το χωρισμό του σώματος των πιστών, αλλά
κινούνται προς την αποκατάσταση της κοινωνίας, βρίσκονται
καθ’ οδόν προς την ενότητα (unity in via), δείχνοντας ειλικρινές
και μεγάλο ενδιαφέρον για την ορθόδοξη πνευματικότητα και
εκδηλώνοντας πράξεις αλληλεγγύης, υλικής και ηθικής βοήθειας. Σημειώνονται δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που, όπως επισήμανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε Διάγγελμά του το
1973, «συνετέλεσαν καί συντελοῦσιν εἰς τήν διαπλάτυνσιν τῶν
καρδιῶν πρός μίαν φιλόχριστον περιχώρησιν τῶν ὁμολογουσῶν
τόν αὐτόν Κύριον Χριστιανικῶν Εκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις επιμέρους εκκλησιολογίες σημαδεύονται από την ιστορία της
διάσπασης και απομόνωσής τους. Οι Εκκλησίες έχουν προσδιορίσει και υποστηρίξει την ταυτότητά τους με βάση τις διαφορές τους. Οι περισσότερες από τις θεολογίες, τις διδασκαλίες
και τις εκκλησιολογίες είναι διαμορφωμένες από τη λογική
της διαίρεσης. Πολλές φορές η επιβεβαίωση της ταυτότητάς
τους πραγματοποιήθηκε μέσω της απόρριψης και όχι της αποδοχής του άλλου, μετατρέποντας τη διαφορά σε διαίρεση. Οι
Εκκλησίες δηλαδή έχουν προσδιορίσει και υποστηρίξει την
ταυτότητά τους με βάση τις διαφορές τους. Οι περισσότερες
εκκλησιολογικές διδασκαλίες προέρχονται από συγκεκριμένες
ιστορικές περιόδους και διαμορφώθηκαν για να απαντήσουν σε
προβλήματα που σήμερα δεν υφίστανται και δεν έχουν καμία
σημασία για εμάς σήμερα. Η εκκλησιολογία μέχρι πρόσφατα
γνώριζε μόνο δύο καταστάσεις της Εκκλησίας του Θεού: την
κατάσταση της κοινωνίας με οργανική ενότητα και την κατά-
σταση της διαίρεσης ή του σχίσματος. Δεν λάμβανε υπόψη
την κατάσταση των Εκκλησιών που βιώνουν την εμπειρία της
κοινής και θεμελιώδους κλήσης και του προορισμού τους ‘ίνα
ώσιν εν’. Σήμερα οι Ορθόδοξοι αυτό το λαμβάνουν υπόψη τους.
Αντιλαμβάνονται ότι στα πλαίσια του εκκλησιολογικού διαλόγου της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» έχει διανυθεί πολύς δρόμος και ότι είναι αξιόλογη η σύγκλιση που παρατηρείται στην
πορεία από το Κείμενο της Λίμα (ή ΒΕΜ=Baptism, Eucharist, Ministry) έως το πρόσφατο κείμενο «Εκκλησία: προς ένα
κοινό όραμα» (The Church: Towards a Common Vision).
Γι’
αυτό και στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς
τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» αναφέρεται ρητά –παρά τις
επιφυλάξεις σε κεφαλαιώδη ζητήματα πίστης και τάξης– ότι
εκτιμώνται θετικά τα θεολογικά κείμενα της Επιτροπής «Πίστη
και Τάξη» και θεωρούνται ότι αποτελούν αξιόλογο βήμα στην
Οικουμενική Κίνηση για την προσέγγιση των χριστιανών (§ 21).
Γι’ αυτό, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, μια νέα εκκλησιολογική τοποθέτηση οφείλει -και μπορεί πολύ εύκολα- να
πάει πέρα από την απόλυτη αυτάρκεια ή την εκκλησιολογική
και σωτηριολογική αποκλειστικότητα. Χρειάζεται να υπερβεί
την παλαιά αιρεσιολογία και να θέσει κάτω από άλλο πρίσμα το
ερώτημα για τα όρια της Εκκλησίας ή όπως έλεγε ο Κ. Rahner
τα «όρια της θεσμικής Εκκλησίας», «Grenzen der Amtskirche».
Έχοντας ως δεδομένη τη νέα οικουμενική πραγματικότητα
τονίστηκε και πιο πάνω ότι δημιουργούνται νέες δυνατότητες
για την Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να προχωρήσει πιο
πέρα από τον λεγόμενο «εκκλησιολογικό αγνωστικισμό», που
πρεσβεύει: «γνωρίζουμε πού είναι η Εκκλησία, δεν μπορούμε
όμως να πούμε πού δεν είναι η Εκκλησία» και να γίνει πιο
«καταφατική»306, επιδιώκοντας όχι απόλυτη ομοιομορφία και συμφωνία αλλά μεγαλύτερη συνεκτικότητα, σαφήνεια και συνέπεια στις απαντήσεις της για το πώς βλέπει το εκκλησιολογικό
status των Χριστιανών που βρίσκονται εκτός των κανονικών
ορίων της Ορθοδοξίας. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία για γόνιμο προβληματισμό κατά τη
μετασυνοδική πορεία, γιατί θέτει το θέμα σε σωστή πανορθόδοξη βάση ώστε -όπως είχε σημειώσει ο μακαριστός Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), επί πολλά έτη
πρόεδρος της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής
για την Προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και
των Προσυνοδικών Διασκέψεων και με μεγάλη και πολύτιμη
συμβολή σε αυτές- «να παύσουν οι αμφίρροπες ερμηνείες, αξιολογήσεις και αναφορές…, για να λείψει, κυρίως, ο ‘διχασμός’
μας σε ‘συντηρητικούς’ και ‘νεωτεριστάς’, σε ‘παραδοσιακούς’ και ‘οικουμενιστάς’(!), σε ‘πλειοδότας’ και ‘μειοδότας’ της ορθοδοξίας, σε πιστούς και σε λιγότερο πιστούς στην εκκλησία και
στη διδασκαλία της»308.
Η πρόκληση του φονταμενταλισμού ως εκκλησιολογική
πρόκληση
Σε αυτή την προοπτική, λοιπόν, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος
εύστοχα και με συνείδηση ευθύνης συνέδεσε την παραπάνω
εκτεθείσα εκκλησιολογική προσέγγιση με τον οξύτατο έλεγχο
εκείνων που, αγνοώντας τελείως τις πανανορθοδόξως και ομοφώνως ειλημμένες αποφάσεις για τη συμμετοχή της Ορθό-
δοξης Εκκλησίας στο ΠΣΕ και τους θεολογικούς διαλόγους,
πολεμούν τους διαλόγους αυτούς και κάθε προσπάθεια ειρηνικών και αδελφικών σχέσεων με τους άλλους Χριστιανούς,
υπονομεύουν την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών με το
διαχωρισμό του πληρώματος σε «γνήσιους» και «νόθους», σε
«πιστούς» και «αποστάτες», και υψώνουν τον εαυτό τους υπεράνω των Επισκοπικών Συνόδων της Εκκλησίας, με κίνδυνο να
δημιουργήσουν σχίσματα μέσα στην Ορθοδοξία. Στην Εισηγητική του Ομιλία κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος καταγράφει ως εξής
το πρόβλημα: «Ἀτυχῶς, κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας, ἐπιπολάζει
τὸ φαινόμενον ὁμάδων ἢ ἀτόμων, διεκδικούντων ὑπὲρ ἑαυτῶν
τὸ ἀλάθητον ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῶν Πατέρων καὶ τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως, κηρυττόντων ‘αἱρετικοὺς’ πάντας τοὺς πρὸς αὐτοὺς
διαφωνοῦντας, καὶ ἐξεγειρόντων τὸν πιστὸν λαόν, ἐνίοτε καὶ
ἐναντίον τῶν κανονικῶν αὐτοῦ ποιμένων. Ἐντὸς τοῦ κλίματος
τούτου, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἀποβῇ ἄκρως ἐπικίνδυνον διὰ τὴν
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τείνει νὰ λησμονηθῇ ὅτι τὰ ὅρια μεταξὺ αἱρέσεως καὶ Ὀρθοδοξίας καθορίζονται συνοδικῶς καὶ μόνον,
εἴτε ἀναφέρονται ταῦτα εἰς παλαιάς, εἴτε εἰς νεωτέρας δοξασίας.
Οὐδείς, πλὴν τῶν ἱερῶν Συνόδων, δύναται νὰ ἀνακηρύττῃ ἀπόψεις ἢ θέσεις ὡς ‘αἱρετικάς’, διεκδικῶν οὕτως ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὸ
ἀλάθητον… Καὶ οὐδεμία ὁμολογία πίστεως, ὅσον ὀρθόδοξος
καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἔχει οἱανδήποτε
ἀξίαν, ἑὰν ‘σχίζῃ’ τὴν Ἐκκλησίαν: ‘Τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ
τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν’, κατὰ τὸν ἱερὸν
Χρυσόστομον (Ὁμιλ. εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσ. 12, P.G. 62,87). Διὸ
καὶ ἡ ἁγία Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατατάσσει εἰς τὴν αὐτὴν
κατηγορίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν ‘καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν
ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ, καὶ ἀντι-
συνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις’ (κανὼν 6)».
Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο δηλώνεται με αποφασιστικότητα στην παράγραφο 22 του εκκλησιολογικού κειμένου: «Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν
τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας.
Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις
τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ
συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί
κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)».
Η καταδίκη των σεκταριστικών αντι-οικουμενικών ομάδων,
εκτός του ότι καταδεικνύει τη βούληση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη συνέχιση και ενδυνάμωση της ενεργού συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση, συνδέεται επίσης με την
αποστασιοποίησή της από φονταμενταλιστικούς κύκλους που
συναντώνται σε όλες τις θρησκείες. Ο φονταμενταλισμός ως
«ζήλος ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ 10,2), αποτελεί, σύμφωνα με
την «Εγκύκλιο», «έκφρασιν νοσηράς θρησκευτικότητος», για
αυτό υπογραμμίζεται με έμφαση η αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου, ο οποίος μπορεί να συμβάλει στην καλλιέργεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στην προώθηση της ειρήνης
και της καταλλαγής (§ 17).
Σημείωση Φως Φαναρίου:
Η δημοσίευση των αποσπασμάτων γίνεται εδώ χωρίς τις σχετικές παραπομπές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου