ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Χωρὶς ἀμφιβολία ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀνήκοντες εἰς ἄλλα θρησκεύματα, ὅπως οἱ ἀδελφοί μας Μουσουλμᾶνοι καὶ Ἰουδαῖοι, εἴμεθα προνομιοῦχοι διότι ζοῦμε σ’ αὐτὴ τὴν αὐτοκρατορικὴ πόλη μὲ τὰ ποικίλα διαχρονικά της ὀνόματα: Βυζάντιο, Νέα Ρώμη, Βασιλεύουσα, Ἰσταμποὺλ (εἰς τὴν Πόλιν), ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τὴν πρωτεύουσα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς (Βυζαντινῆς) καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Καὶ τοῦτο νοιώθει ἀμέσως ὁ εὐαίσθητος καὶ προσεκτικὸς ἐπισκέπτης, μόλις πατήσει τὸ πόδι του ἐδῶ. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλας παρομοίου χαρακτῆρος μεγαλουπόλεις σὰν τὴν Ρώμη, τὸ Λονδῖνο, τὴ Βιέννη κ.ἄ.
Μιὰ πόλη κτισμένη πάνω σὲ ἑπτὰ λόφους (Ἑπτάλοφος) –τοὺς ὁποίους ὄχι τυχαῖα, μιμήθηκαν καὶ ἄλλες–, ποὺ μᾶς ἐντυπωσιάζει μὲ τὰ παγκοσμίου φήμης μνημεῖα της, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὴν πολιτιστικὴ κληρονομιὰ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος καὶ γι’ αὐτὸ προστατεύονται ἀπὸ τὴν UNESCO, τὴν θρησκευτικότητα, τὴν πολιτιστική της ποικιλότητα, τὴν τέχνη, τὸ μεγαλεῖον τῶν αὐτοκρατορικῶν τελετῶν, τὴν παιδεία, τὴν λογοτεχνία, τὴν μουσική, τὴν λαογραφία, τὴν γαστρονομική της κουλτούρα, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, τὶς φυσικές της καλλονές, καὶ πρὸ παντὸς τὸν ἐκ παραδόσεως κοσμοπολιτικὸ χαρακτῆρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον πολλὰ τῶν ἀνωτέρῳ πηγάζουν, ἔχοντας βαθειὰ τὶς ρίζες τους στὸν βυζαντινὸ πολιτισμό.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα ἡ πόλη αὐτὴ μαμούθ, μὲ τὰ 17-20 ἑκατομμύρια, προκαλεῖ ἐντύπωσι μὲ τὴ σφύζουσα ἀπὸ δυναμισμὸ καὶ ὀμορφιὰ νεολαία της, τὴν ἐκπληκτικὴ διεύρυνσί της, τοὺς σύγχρονους οὐρανοξύστας της ἐν εἴδη "Manhattan" ποὺ καθημερινὰ φυτρώνουν σὰν τὰ μανιτάρια, χωρὶς ἐννοεῖται πάντοτε νὰ ἔχουν τὴν ἀνάλογη αἰσθητικὴ ἁρμονία, καίτοι ἀντισεισμικὰ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, συγκλονίζουν τὸν θεατὴ ποὺ γνωρίζει κυρίως τὴν παλιὰ πόλη.
Μιὰ πόλη ποὺ βροντοφωνεῖ: Νά, ἐδῶ εἶμαι ἐγώ, ἡ ἄλλοτε κυρίως μαγικὴ βασίλισσα τοῦ Βοσπόρου καὶ τῆς Ἀνατολῆς, μὲ τὴν γοητευτικὴ μυθολογία–θεολογία της, ποὺ ἐκτείνεται ὡς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Πόσοι στρατηλάτες καὶ στρατεύματα δὲν πέρασαν ἀπ’ ἐδῶ Χριστιανοὶ καὶ μή, κατευθυνόμενοι σ’ ἄλλους τόπους ἢ καὶ ἐπέδραμον ἐναντίον της, ἀφοῦ ἦταν πολυπόθητη, οἱ ὁποῖοι τὴν πλήγωσαν, τὴν λεηλάτησαν, τὴν ἐξουθένωσαν καὶ τέλος τὴν ἐξύβρισαν ὡς πόρνην μὲ πολλοὺς ἄνδρας, καὶ τὴν περιφρόνησαν, ὥστε νὰ φέρει σήμερον ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη ἐκείνων ποὺ παραγνώρισαν τὴ συμβολή της στὸν Εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, ὁ ὁποῖος τότε εἶχε μεσάνυχτα, ἔστω κι’ ἂν ἔπειτα "μεταμεληθέντες ἀπήγξαντο" (Ματθ. κζ’ 3, 5), τοῦτ’ ἔστι ἀναθεώρησαν τὶς ἀπόψεις των, ὁμολογήσαντες, ὅτι ὅλες οἱ Αὐτοκρατορίες ὡς ἀνθρώπινες, ἔχουν τὰ "ἄπλυτά" τους. Ἀξιομνημόνευτα τὰ ὅσα γράφει ὁ Ρωσοαμερικανὸς νομπελίστας J. Brodsky στὸ δοκίμιό του "Flight from Byzantium".
Γιὰ μᾶς ὅμως τοὺς Ρωμηοὺς ἡ πόλη αὐτή, ἡ Βασιλεύουσα, ἔχει μιὰ ὅλως ἰδιαιτέρα σημασία. Διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἴμεθα γηγενεῖς καὶ ὄχι ἔποικοι, ἐδῶ βρίσκονται τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά μας, τὰ ἄρρηκτα συνδεδεμένα μὲ τὸ Γένος μας –πρᾶγμα τὸ ὁποῖον βέβαια κάπως λόγῳ τῆς ριζικῆς ἀλλαγῆς τῶν πάντων, δὲν λαμβάνεται τόσο ἔντονα ὑπ’ ὄψιν, ἰδίως ἀπὸ τὶς νέες γενεὲς– ἐδῶ ἑδρεύει τὸ Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον ἀπὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν, τὸ ὁποῖον κοσμεῖ σήμερον μία προσωπικότης διεθνοῦς ἐμβελείας: ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Α΄, μὲ τὰ μάτια τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ τὸ χρῶμα τῆς χλωρίδος, καὶ ὄχι μόνον, τῆς πατρίδος του. Διότι ἐδῶ βρίσκονται τὰ χιλιοπατημένα ἱερὰ δρομάκια τοῦ μαρτυρικοῦ ἀλλὰ καὶ κλεινοῦ Φαναρίου, οἱ μοναδικὲς σὲ κατάνυξι καὶ μεγαλοπρέπεια ἐκκλησιές μας, τὰ ἄπειρα Ἁγιάσματα –ἔστω κι’ ἂν κάποιος διαπρεπὴς ἔγραψε: "Οἱ Ρωμιοὶ ὅπου ἔβρισκαν νερὸ ἔκαμαν Ἁγίασμα"!–, τὰ περικαλλῆ καὶ ἀριστοκρατικὰ ἀρχοντικά μας, τὸ Σταυροδρόμι, οἱ λεωφόροι τοῦ ὁποίου μοσχοβολοῦσαν ἀπὸ τὰ ἀρώματα τῶν κυριῶν ποὺ ἔβγαιναν τὴν Κυριακὴ ἀπὸ τὶς ἐκκλησιές, τοὺς πολιτισμικούς μας θησαυρούς: τὰ Κοιμητήριά μας κ.ἄ.
Ἐδῶ ἐλήφθησαν καὶ λαμβάνονται οἱ σοφὲς ἀποφάσεις καὶ μεθοδεύονται οἱ ἐπιδέξιες πηδαλιουχήσεις γιὰ τὴν ὀργάνωσι τῆς Ἐκκλησίας, τῆς παιδείας τοῦ Γένους, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς περιθάλψεως τῶν ἀσθενῶν καὶ γηροκομουμένων εἰς τὰ περίπυστα Ἐθνικὰ Φιλανθρωπικὰ Καταστήματα, καθὼς καὶ γιὰ τὰ μεγάλα ἐκκλησιαστικοπολιτικὰ καὶ λοιπὰ θέματα, ὡς τοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς προστασίας τῆς φύσεως. Ἐδῶ θεσπίστηκε ἡ 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα τοῦ περιβάλλοντος, καὶ κηρύσσεται ἐτησίως ἐντόνως ἡ προσπάθεια διὰ τὴν σωτηρίαν του, τὸ ὁποῖον ἀσύστολα ἐκμεταλλευόμεθα ὅλοι μας καὶ καταστρέφουμε τὴν ἁγιότητα τῆς φύσεως, προκαλώντας την σὲ σαρωτικὴ ἐκδίκηση μὲ ὅλες τὶς κλιματικές, γεωλογικές καὶ παντοίες δηώσεις της.
Καὶ αὐτὰ τὰ ἐδημιούργησε ἡ εὐφυΐα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὶς καταβολὲς τοῦ Γένους μας, τὶς φωνὲς τῆς ἱστορίας μας, τὸν πλοῦτο τῆς παραδόσεώς μας, τὰ ἱερὰ καὶ βασανισμένα τοῦτα χώματα, πάνω στὰ ὁποῖα ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ἀπὸ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε, ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε, ἀπὸ τὸν ἥλιο ποὺ βλέπουμε, ἀπὸ τὶς κράζουσες πέτρες (La voix des monuments), οἱ ὁποῖες μᾶς περιβάλλουν, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συναναστρεφόμεθα καὶ μὲ τοὺς ὁποίους καθημερινῶς ἔχουμε τὸν διάλογο, ὅπως ἔλεγε ὁ μεγάλος Πατριάρχης Δημήτριος, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις.
Ἐδῶ λοιπὸν ζῶμεν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες μειονότητες καὶ τὴν κυρίαρχο τάξιν, ἔχοντας ἡμεῖς ἰδίως μία διαχρονικῶς πολυκύμαντη ἱστορία μὲ ἐποχὲς ἀκμῆς καὶ εὐτυχίας, τὶς ὁποῖες συχνὰ διαδεχόταν περίοδοι καταπτώσεως καὶ δυστυχίας, σὰν τὸν Φοίνικα ποὺ ξαναγεννιέται ἀπὸ τὴ στάχτη του, καὶ τὶς ὁποῖες ἐδημιούργησαν ποικίλες πολιτικές, θρησκευτικὲς καὶ ἄλλες συγκυρίες. Οἱ συγκυρίες αὐτὲς συνετέλεσαν στὸν ἀποδεκατισμὸ τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τὴν ἑκούσια ἢ ἀκούσια ἀναχώρησί του ἀπὸ τὴ γενέτειρά του τὴν Πόλη, τὴν ὁποίαν ἰδίως οἱ γηραιότεροι τόσον ἀναπολοῦν. Ἐπίσης ἐπέφερε μεταξὺ ἄλλων τὴν ἔλλειψι κληρικῶν καὶ τὴν ἀναστολὴν λειτουργίας πολλῶν Σχολειῶν, λόγῳ τῆς μὴ ὑπάρξεως μαθητῶν, ὁπότε ξεμπούκαραν οἱ Ἀραβορθόδοξοι Χριστιανοὶ διὰ νὰ καλύψουν πως τὸ κενὸ αὐτό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ὅμως παρουσιάζει πολλὰ προβλήματα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως πλευρὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ, ὅτι συστήθηκαν διάφορα νέα ὄργανα καὶ ηὐξήθησαν ὑπερμέτρως οἱ πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις τῶν διαφόρων θεσμῶν, ὅπως τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου, τῶν Σχολείων, Συνδέσμων, Συλλόγων, Ἀδελφοτήτων κλπ., πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἰς προηγουμένας πολυανθρώπους τῆς ὁμογενείας ἐποχὰς ἦτο μεμετρημένον. Καὶ τοῦτο ἴσως διότι ἡ εὐμάρεια καὶ καλοπέρασις, συνήθως νωθρότητα ἀπεργάζεται. Αὐτὸ ὅμως συνετέλεσε καὶ εἰς τὴν μείωσιν τῆς ἐκπαιδευτικῆς καὶ μορφωτικῆς ποιότητος τῶν Σχολείων, καὶ τοῦτο ἀσφαλῶς ὄχι μόνον εἰς τὴν Πόλιν.
Ἐδῶ ἀκόμη "βασιλεύει" καὶ ἡ βυζαντινίζουσα ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία καὶ μὲ μιὰ νέα ἴσως μορφὴ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὴν τοῦ "θρησκευτικοῦ κοσμοπολιτισμοῦ", γνωστὴ ὑπὸ τὸν ὅρον "Οἰκουμενικὴ Κίνησις", ἡ ὁποία ἀγωνίζεται, ἔστω κι’ ἂν ἔχει σήμερον χάσει τὴν πρωταρχική της ἰκμάδα, πάνω στὸ ρῆμα Κυρίου: "ἵνα πάντες ἓν ὦσι" (Ἰω. ιζ’ 21) γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς Χριστιανισμοῦ διακρινομένου σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ διὰ τὴν ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ.
Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ἔχουν ἐκλείψει, ὅπως παντοῦ καὶ πάντοτε, ὁ ἐθνικισμός, ὁ ἡγεμονισμός, ὁ ἐθνοφυλετισμός, τὸν ὁποῖον κατεδίκασε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον διὰ τῆς Συνόδου τοῦ 1872 καὶ ὁ ἐπάρατος θρησκευτικὸς φανατισμός, ἡ χειροτέρα μορφὴ τοῦ φανατισμοῦ κατὰ τὸν Πατριάρχην Δημήτριον. Γνωστὰ δὲ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν.
Ἐξ’ ἄλλου πρέπει νὰ ἔχωμεν ὑπ’ ὄψιν, ὅτι εἰς ὅλας τὰς περιοχὰς τῆς ὑφηλίου, ἡ θρησκεία μ’ ὅλα της τὰ σκαμπανεβάσματα, ἀποτελοῦσε καὶ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὴν βάσιν τοῦ πολιτισμοῦ, ἔστω κι’ ἂν ἀπὸ τοῦ 18ου αἰῶνος ὁ "αὐτονομημένος" ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ κρημνίσει τὰ πάντα. Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Μουσουλμανισμὸ καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό, ἀποτελοῦμε τὶς τρεῖς μεγάλες μονοθεϊστικὲς θρησκείες, οἱ ὁποῖες δὲν μᾶς χωρίζουν, ἀλλὰ μᾶς ἑνώνουν σὲ θέματα βασικά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λοιπὰ ἑνωτικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε μεταξύ μας, ὅπως τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ νοοτροπία, τὸν τόπο διαβιώσεως, τὸ κλίμα, τὸν πολιτισμό, τὰ στοιχεῖα τῆς γλώσσας, τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων, τὰ φαγητὰ καὶ τόσα ἄλλα.
Τί εἶναι ἄλλωστε οἱ Αὐτοκρατορίες καὶ οἱ διάφοροι πολιτισμοί; Οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι, οἱ ἄσημοι καὶ σημαντικοί, οἱ μικρᾶς ἢ μεγάλης διαρκείας; Ἄλλοι γεννῶνται καὶ ἄλλοι ἀποθνήσκουν, ἄλλοι ζοῦν καὶ δανείζονται ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ἢ ἕτερους, καὶ δημιουργοῦν τὸν δικό τους, μεταμορφώνοντάς τον, ἤδη ὑπάρχοντα, ἢ ἀκόμη καὶ παραμορφώνοντάς τον. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τους.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἡμεῖς ὅλοι ποὺ ζῶμεν ἐδῶ, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι διὰ τὸ καλὸν τοῦ τόπου, νὰ διατηρήσωμεν τὴν πολυπολιτισμικότητά μας, τὴν ταυτότητά μας, ὅπως ἔκαμναν ἐπὶ αἰῶνες οἱ πατέρες μας, καὶ κυρίως τὴν θρησκεία μας. Διότι μεγάλοι εἶναι οἱ κίνδυνοι τῆς Μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴ γηραιὰ πλέον καὶ κουρασμένη Εὐρώπη. Ἀπρόβλεπτες εἶναι οἱ ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἐξοστρακίσεως τοῦ Θείου ἀπὸ τὴν ζωή μας, ὅπως δηλοῦν τὰ σλόγκαν: "Εὐρώπη χωρὶς Θεὸ" –ἔστω καὶ ‘’ὁρμόνιο’’–, "χωρὶς Ἐκκλησία", "ἀπόδραση ἀπὸ τὴν Βίβλο" κ.ἄ. Ἀντιθέτως βλέπουμε στὶς Ἀνατολικὲς χῶρες, καὶ ὄχι μόνον, νὰ ἀνθεῖ καὶ νὰ διαδίδεται ἡ θρησκευτικότητα μὲ τὶς εὐεργετικές της συνέπειες. Ἐκτὸς ἐὰν κι’ αὐτὲς ζοῦν σήμερον τὸν Μεσαίωνά τους; Θὰ πρέπει ὅμως, ἀφοῦ ἔχουν προηγούμενο, νὰ παραδειγματισθοῦν ἀπὸ τὴν ἱστορία, διότι ὅπως γράφει ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος τοῦ πρώϊμου Ρωμαντισμοῦ F. von Baader: "Δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν ὑπῆρξε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν προσφέρει θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν ἢ τὰ εἴδωλά του". Καὶ ἡ ἱστορία εἶναι πολυκύμαντη.
Φωτογραφίες: Π.Α. Ανδριόπουλος
Φωτογραφίες: Π.Α. Ανδριόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου