Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὸ Μαθητικὸν Συνέδριον
τὸ Ἀφιερούμενον είς τὸν Ποιητὴν Κ. Π. Καβάφην
(ΚΠολις, 11 Ἀπριλίου 2013)
Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί,
Ἐλλόγιμοι Ἐκπαιδευτικοί,
Ἀγαπητά μας παιδιά,
Συνεχίζοντας τὴν καλὴν παράδοσιν τῶν μαθητικῶν συνεδρίων πρὸς τιμὴν ἐξεχόντων Ἑλλήνων λογοτεχνῶν, ποιητῶν καὶ πεζογράφων, τὸ Ζωγράφειον Λύκειον τῆς Πόλεώς μας καὶ τὰ Ἐκπαιδευτήρια Μαντουλίδη τῆς Θεσσαλονίκης ἀνέλαβον καὶ ἐφέτος τὴν λαμπρὰν πρωτοβουλίαν νὰ ἑορτάσουν τὴν συμπλήρωσιν ἑκατὸν πενῆντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν γέννησιν τοῦ μεγάλου μας ποιητοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη μὲ τὴν διοργάνωσιν ἑνὸς ἀκόμη ὡραίου μαθητικοῦ συνεδρίου, τὸ ὁποῖον μάλιστα τελεῖ καὶ ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριαρχείου.
Ἡ πρωτοβουλία αὕτη προσφέρει εἰς ἡμᾶς πολλὴν χαρὰν καὶ συγκίνησιν πρωτίστως διότι τὸ συνέδριον πραγματοποιεῖται μὲ τὴν συμμετοχὴν πολλῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν τόσον ἀπὸ τὰ διοργανοῦντα αὐτὸ σχολεῖα ὅσον καὶ ἀπὸ ἐκπαιδευτικὰ Ἱδρύματα τῆς Ἑλλάδος, τῆς Κύπρου, τῆς ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς ἐν Ἀμερικῇ Ὁμογενείας.
Διὰ τοῦτο καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ στοργὴν χαιρετίζομεν τὴν παρουσίαν ὅλων σας εἰς τὴν αἴθουσαν αὐτὴν τοῦ Ζωγραφείου καὶ σᾶς καλωσορίζομεν ἐγκαρδίως εἰς τὴν Πόλιν μας, τὴν Πόλιν ὄχι μόνον τῶν παραδόσεων καὶ τῶν θρύλων ἀλλὰ καὶ τῶν ποιητῶν, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ὁ τιμώμενος Κωνσταντῖνος Καβάφης. Διότι, ὅπως ἤδη καλῶς γνωρίζετε, ὁ ἐπονομαζόμενος Ἀλεξανδρινὸς ποιητὴς ἐγεννήθη μὲν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, οἱ γονεῖς του ὅμως κατήγοντο ἐντεῦθεν, καὶ ὁ ἴδιος ἐκαυχᾶτο διὰ τὴν τοιαύτην καταγωγήν του ἐκ τῆς πόλεως τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἐξ ἐπιφανῶν προγόνων, ὡς ὁ προπάππος του Πέτρος Καβάφης, διατελέσας γραμματεὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καὶ οἱ ἕτεροι προπάπποι του, Ἰωάννης Καβάφης καὶ Μιχαὴλ Σκαρλάτος, διατελέσαντες κυβερνῆται τοῦ Ἰασίου.
Τὸν ἰσχυρὸν τοῦτον σύνδεσμον μὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἶχε τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀνανεώσῃ ὁ Κωνσταντῖνος Καβάφης ἐλθὼν ἐνταῦθα μετὰ τῆς μητρὸς καὶ τῶν ἀδελφῶν του εἰς ἡλικίαν δεκαεννέα ἐτῶν καὶ παραμείνας ἐπὶ τρία περίπου ἔτη, δραστηριοποιηθεὶς εἰς τὰ κοινά, ἀναζητήσας τὰς ρίζας του καὶ ἀναδιφήσας εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ τὸ ἔνδοξον ἱστορικὸν παρελθόν της.
Ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν θὰ διαμορφώσουν καὶ θὰ καθορίσουν τὸν οἰκουμενικὸν χαρακτῆρα τῆς προσωπικότητος καὶ τῆς ποιήσεώς του. Ἡ ἱστορία καὶ ὁ πολιτισμὸς τοῦ οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ρωμηοσύνης θὰ εὕρουν εἰς τὴν ποίησιν τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη ἕνα ἐξαίρετον ἐκφραστήν, ὁ ὁποῖος ἀφ᾽ ἑτέρου δὲν διστάζει νὰ ἐγκωμιάσῃ μὲ γλαφυρὸν τρόπον τὴν φυσικὴν ὡραιότητα τοῦ Βοσπόρου καὶ τῶν χωριῶν του, ὅπως τὸ Νιχώρι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κατήγετο ἡ μητέρα του καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε τὸ ἐξοχικὸν τοῦ παπποῦ του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Γράφει, λοιπόν, διὰ τὸ Νιχώρι ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος Καβάφης τὸ 1885:
Τὸ Νιχώρι
Ξένε σάν 'δῆς ἕνα χωριὸ ὅπου γελάει ἡ φύσις,
κ' εἰς κάθε πλάτανο κοντὰ ποὺ κρύπτεται μιὰ κόρη
ὡραία σὰν τὸ τριαντάφυλλο - ἐκεῖ νὰ σταματήσῃς•
ἔφθασες, ξένε, στὸ Νιχώρι.
Κι' ὅταν τὸ βράδυ ἔλθῃ, ἄν βγῇς ἔξω νὰ περπατήσῃς
καὶ βρῆς ἐμπρός σου καρυδιαίς, στὸν δρόμο μὴ προχώρει
τοὺ ταξειδιοῦ σου πιά. Ἀλλοῦ ποιὸν τόπο θὰ ζητήσῃς
καλλείτερον ἀπ' τὸ Νιχώρι.
Τέτοια δροσιὰ δὲν ἔχουνε ἀλλοῦ στὸν κόσμο ἡ βρύσεις,
τῶν λόφων του τὴν ἀρχοντιὰ ἀλλοῦ δὲν ἔχουν ὄρη•
καὶ μὲ τῆς γῆς τὴν μυρωδιὰ μονάχα θὰ μεθύ[σῃς,]
ὀλίγο ἂν μείνῃς στὸ Νιχώρι.
.........................................
Ἐὰν στῆς Κουμαριώτισσας τῆς Παναγίας θελήσῃς
τὴν ἐκκλησία νὰ μπῇς μ' ἐμέ, φανατικὸς συγχώρει
ἂν ἤμ' ἐκεῖ. Ἄλλην θαρρῶ χάριν ἡ παρακλήσεις
ἔχουνε στὸ πιστὸ Νιχώρι.
Καὶ παρότι βεβαίως αἱ οἰκογενειακαὶ συνθῆκαι τὸν ἀναγκάζουν νὰ ἐπιστρέψῃ, μετὰ πολυετῆ ἀπουσίαν, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἀπομακρύνεται πλέον σχεδὸν ποτέ, ὁ Καβάφης οὐδέποτε ξεχνᾶ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Τὴν φέρει μέσα του, μέσα εἰς τὴν ψυχήν του, μέσα εἰς τὴν ὕπαρξίν του. Ἡ Πόλις τὸν ἀκολουθεῖ, ὅπως καὶ ἡ πόλις εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρεται εἰς τὸ ὁμώνυμον ποίημά του γράφοντας: «Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθεῖ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾶς τοὺς ἴδιους … Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνεις».
Ἡ ποίησίς του ἐπιβεβαιώνει τοὺς λόγους του, καθὼς ἕνα ἐκ τῶν σημαντικοτέρων χαρακτηριστικῶν της ἀποτελεῖ ὁ διαρκὴς καὶ ἀδιάρρηκτος σύνδεσμός της μὲ τὴν παράδοσιν καὶ τὴν ἱστορίαν τοῦ Γένους μας, τὴν ὁποίαν εἶχε μελετήσει ὁ Καβάφης εἰς βάθος, ὥστε θὰ ἠδύνατο νὰ καυχᾶται διὰ τὰς γνώσεις του, ὅπως ὁ ἐξόριστος βυζαντινὸς ἄρχων τὸν ὁποῖον παρουσιάζει λέγοντα: «Στὰ σοβαρὰ πράγματα ἤμουν πάντοτε/ ἐπιμελέστατος. Καὶ θὰ ἐπιμείνω,/ ὅτι κανεὶς καλλίτερά μου δὲν γνωρίζει/ Πατέρας ἢ Γραφάς, ἢ τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων. / Εἰς κάθε ἀμφιβολίαν του ὁ Βοτανειάτης, / εἰς κάθε δυσκολίαν στὰ ἐκκλησιαστικά, / ἐμένα συμβουλευόταν, ἐμένα πρῶτον.»
Ἐνδεχομένως εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη τὸ παρελθόν, ἂν καὶ ἔνδοξον, νὰ φαίνεται ὅπως τὸ περιγράφει: «μιὰ θλιβερὴ γραμμὴ κεριῶν σβυσμένων»• δὲν τοῦ λείπει ὅμως ἡ αἰσιοδοξία διὰ τὶς ἡμέρες τοῦ μέλλοντος οἱ ὁποῖες «στέκοντ᾽ ἐμπροστά μας / σὰ μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμένα – / χρυσᾶ, ζεστά, καὶ ζωηρὰ κεράκια». Δὲν ἀπογοητεύεται, διότι αἰσθάνεται πλούσιος ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορίαν, πλούσιος ἀπὸ τὸ παρελθόν, δι᾽ αὐτὸ καὶ συστήνει εἰς τὸ ποίημα του «Ἀπολείπειν ὁ Θεὸς Ἀντώνιον» νὰ μὴν θρηνήσῃ «ἀνωφέλετα», ἀλλά «σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,/ σὰν ποὺ ταιριάζει σε ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,» νὰ ἀκούσῃ μὲ συγκίνησιν «ἀλλ᾽ ὄχι / μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα / … / τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου».
Αὐτά «τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου», τὰ ὁποῖα ἠχοῦν μέσα ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη συγκινοῦσαν ἀνέκαθεν τὴν ψυχήν μας. Δι᾽ αὐτὸ καὶ μαθητὴς εἰς τὴν πρώτην τάξιν τοῦ Λυκείου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης ἠρχίσαμεν νὰ τὰ ἀντιγράφωμεν εἰς ἓν ἁπλοῦν τετράδιον, μαζὶ μὲ ποιήματα ἄλλων ποιητῶν. Τὸ μαθητικὸν αὐτὸ τετράδιον τοῦ 1954 κυκλοφόρησε πρὸ ἐτῶν, ὅπως ἐνδεχομένως γνωρίζετε, εἰς φωτοστατικὴν ἔκδοσιν, καὶ ἀποτελεῖ γλυκεῖαν ἀνάμνησιν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων ἀλλὰ καὶ ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης μας διὰ τὸν Ἀλεξανδρινὸν καὶ Κωνσταντινουπολίτην ποιητὴν Κωνσταντῖνον Καβάφην, τὰ ἔργα τοῦ ὁποίου συνεχίζομεν νὰ ἀναγινώσκωμεν καὶ ὡς Πατριάρχης, ὅταν εὑρίσκωμεν ὀλίγον χρόνον ἐν μέσῳ τῶν πολλῶν ἀπασχολήσεων καὶ ὑποχρεώσεών μας.
Τὸν ἀγαποῦμε, διότι καὶ ἐκεῖνος ἠγάπησε τὸν τόπον αὐτὸν πολύ, ὡς προκύπτει τόσον ἐκ τῶν ποιημάτων του ὅσον καὶ ἐκ τῶν ὀλίγων πεζῶν κειμένων του, ὡς τοῦ ὀλίγον γνωστοῦ κειμένου του «Μία νὺξ εἰς τὸ Καλιντέρι», τὸ ὁποῖον εἶναι, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, «μία ἐκτεταμένη ἀκρογιαλιὰ μεταξὺ Νεοχωρίου καὶ Θεραπείων, τῶν δύο ὡραιοτέρων χωρίων τοῦ Βοσπόρου».
Τὸν ἀγαποῦμε καὶ μᾶς συγκινεῖ, διότι καὶ ἐκεῖνος ἠγάπησε τὴν ἱστορίαν, τὰς παραδόσεις καὶ τὴν πίστιν τοῦ εὐσεβοῦς μας Γένους, τὰς ὁποίας καὶ ἡμεῖς ἀγαπῶμεν καὶ στηρίζομεν καὶ φυλάττομεν ὅση ἡμῖν δύναμις, φυλάσσοντες «Θερμοπύλες … ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες». Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος μας, χρέος τὸ ὁποῖον μᾶς δίδει χαρὰν καὶ ἱκανοποίησιν. Καὶ εἴμεθα αἰσιόδοξοι ὅτι τὸ μέλλον θὰ δικαιώσῃ τὰς ἐλπίδας, τὰς προσδοκίας καὶ τὰς προσπαθείας μας. Εἴμεθα αἰσιόδοξοι καὶ δι᾽ αὐτὸ συνεχίζομε τὸν ἀγῶνα μας.
Τὸν ἀγαποῦμε καὶ χαιρόμεθα διότι ἔχομεν σήμερον τὴν εὐκαιρίαν νὰ τὸν μνημονεύωμεν καὶ νὰ τὸν ἀπολαμβάνωμεν μὲ αὐτὸ τὸ ὡραῖον συνέδριον, τὸ ὁποῖον μᾶς δίδει καὶ τὴν χαρὰν τῆς ἐπικοινωνίας μαζί σας, μὲ τόσα νέα παιδιά, ὅπως ἐσεῖς, ποὺ ἀγαπᾶτε τὸν Καβάφην καὶ ἀγαπᾶτε μαζί του ὅ,τι ἀναδεικνύει ἡ ποίησίς του, τὸν πλοῦτον τῆς παραδόσεως καὶ τῆς ἱστορίας τοῦ Γένους μας.
Τὸν ἀγαποῦμε καὶ χαιρόμεθα διότι ἔχομεν σήμερον τὴν εὐκαιρίαν νὰ τὸν μνημονεύωμεν καὶ νὰ τὸν ἀπολαμβάνωμεν μὲ αὐτὸ τὸ ὡραῖον συνέδριον, τὸ ὁποῖον μᾶς δίδει καὶ τὴν χαρὰν τῆς ἐπικοινωνίας μαζί σας, μὲ τόσα νέα παιδιά, ὅπως ἐσεῖς, ποὺ ἀγαπᾶτε τὸν Καβάφην καὶ ἀγαπᾶτε μαζί του ὅ,τι ἀναδεικνύει ἡ ποίησίς του, τὸν πλοῦτον τῆς παραδόσεως καὶ τῆς ἱστορίας τοῦ Γένους μας.
Δι᾽ αὐτὸ καὶ συγχαίρομεν ὁλοψύχως τόσον τοὺς διοργανωτὰς καθηγητὰς ὅσον καὶ τοὺς συμμετέχοντες μαθητὰς καὶ μαθητρίας ἐντεῦθεν καὶ ἐκ τῆς Ἑλλάδος, τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Ἀμερικῆς, τοὺς ὁποίους καὶ ἰδιαιτέρως καλωσορίζομεν καὶ πάλιν καὶ τοὺς εὐχόμεθα καλὴν παραμονὴν εἰς τὴν Πόλιν μας καὶ καλὴν ἐπιτυχίαν εἰς τὸ ὡραῖον αὐτὸ συνέδριον.
Κατακλείομεν δὲ τὴν σύντομον αὐτὴν ὁμιλίαν μὲ τοὺς λόγους μὲ τοὺς ὁποίους καὶ ὁ τιμώμενος ποιητὴς κατακλείει ἕνα μελέτημά του περὶ τῶν βυζαντινῶν ποιητῶν.
«Εὐμενής τις μοῖρα ἐπροίκισε τὴν φυλήν μας διὰ τοῦ θείου δώρου τῆς ποιήσεως. Ἡ εὐρεῖα καὶ ἀνθοστεφὴς χώρα τῶν στίχων εἶναι ὡς πατρὶς τοῦ πνεύματός μας. Ὀφείλομεν οἱ Ἕλληνες νὰ μελετῶμεν τὴν ποίησίν μας ἐπισταμένως – τὴν ποίησιν πάσης ἐποχῆς τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Ἐν αὐτῇ θὰ εὕρωμεν τὴν μεγαλοφυΐαν τοῦ γένους μας, καὶ ὅλην τὴν τρυφερότητα, καὶ ὅλους τοὺς τιμιωτέρους παλμοὺς τῆς καρδίας τοῦ ἑλληνισμοῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου